Τηρούμενοι ‘Καθαροί από του Αίματος Πάντων’
1. Με ποια λόγια έδειξε ο Παύλος ότι υπήρχε και μια άλλη κατεύθυνσις, στην οποία οι Χριστιανοί πρέπει να τηρούνται καθαροί σχετικά με αίμα;
ΕΚΤΟΣ από κατά γράμμα αίμα ανθρώπου, κτήνους και πτηνού, εκείνοι που δεν επιθυμούν να δυσαρεστήσουν τον Θεό και να είναι άξιοι τιμωρίας απ’ αυτόν, πρέπει να είναι άγρυπνοι και προς μια άλλη κατεύθυνσι, στην οποία πρέπει να τηρούνται καθαροί από αίμα. Ο απόστολος Παύλος έδειξε αυτή την κατεύθυνσι όταν είπε στους Χριστιανούς επισκόπους της πόλεως Εφέσου της Μικράς Ασίας: «Και τώρα ιδού, εγώ εξεύρω ότι πλέον δεν θέλετε ιδεί το πρόσωπόν μου σεις πάντες, μεταξύ των οποίων διήλθον κηρύττων την βασιλείαν του Θεού. Όθεν μαρτύρομαι προς εσάς εν τη σήμερον ημέρα, ότι εγώ είμαι καθαρός από του αίματος πάντων.» (Πράξ. 20:25, 26) «Πάντων», πώς μπορούσε ο Παύλος να το πη αυτό; Και πώς τα λόγια του και το παράδειγμά του αποτελούν προειδοποίησι για μας σήμερα;
2. Πώς εκείνος που είναι γνωστός ως Παύλος άρχισε μια σταδιοδρομία διωγμού;
2 Ο Παύλος ήταν κάποτε γνωστός ως Σαούλ ο εκ Ταρσού της Μικράς Ασίας. Έφερε επί ένα διάστημα μια βαριά ενοχή αίματος. Τον καιρό που το Ιουδαϊκό Ανώτατο Δικαστήριο της Ιερουσαλήμ είχε καταδικάσει τον πιστό Χριστιανό μάρτυρα Στέφανο στον δια λιθοβολισμού θάνατο, αυτός ο Σαούλ ο εκ Ταρσού είχε υπό την προσοχή του και φύλαττε τα ιμάτια εκείνων που έφεραν σε πέρας την εκτέλεσι. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Σαούλ έδειξε φανερά ότι επεδοκίμαζε αυτή τη φονική πράξι. Η κεφαλή του έφερε κάποια ευθύνη για το αίμα του Στεφάνου. (Πράξ. 7:58· 8:1· 22:19, 20) Έτσι άρχισε μια σταδιοδρομία διωγμού. «Ο δε Σαύλος εκακοποίει την εκκλησίαν, εμβαίνων εις πάσαν οικίαν, και σύρων άνδρας και γυναίκας, παρέδιδεν εις την φυλακήν.» Εκτός από τους αποστόλους, οι Χριστιανοί διεσπάρησαν από την Ιερουσαλήμ.—Πράξ. 8:3.
3. Ποια ομολογία διωγμού έκαμε ο Παύλος ενώπιον του Φήστου και του Αγρίππα;
3 «Ο δε Σαύλος, πνέων έτι απειλήν και φόνον κατά των μαθητών του Κυρίου, ήλθε προς τον αρχιερέα, και εζήτησε παρ’ αυτού επιστολάς εις Δαμασκόν [της Συρίας] προς τας συναγωγάς, όπως, εάν εύρη τινάς εκ της οδού ταύτης, άνδρας τε και γυναίκας, φέρη δεδεμένους εις Ιερουσαλήμ.» (Πράξ. 9:1, 2) Όταν έδινε μαρτυρία ενώπιον του Κυβερνήτου Φήστου και του Βασιλέως Ηρώδου Αγρίππα του Β΄, είπε: «Εγώ μεν εστοχάσθην κατ’ εμαυτόν, ότι έπρεπε να πράξω πολλά εναντία εις το όνομα του Ιησού του Ναζωραίου. Το οποίον και έπραξα εν Ιεροσολύμοις· και πολλούς των αγίων εγώ κατέκλεισα εις φυλακάς, λαβών την εξουσίαν παρά των αρχιερέων· και ότε εφονεύοντο, έδωκα ψήφον κατ’ αυτών. Και εν πάσαις ταις συναγωγαίς πολλάκις τιμωρών αυτούς, ηνάγκαζον να βλασφημώσι· και καθ’ υπερβολήν μαινόμενος εναντίον αυτών, κατεδίωκον έως και εις τας έξω πόλεις.»—Πράξ. 26:9-11.
4. Κάτω από τι ήλθε έτσι ο Σαούλ, και γιατί κατέστη σπουδαίο γι’ αυτόν το ν’ αλλάξη ενασχόλησι;
4 Μ’ αυτή τη μανιώδη πορεία ο Σαούλ ήλθε κάτω από βαριά ενοχή αίματος, ενοχή για αθώο αίμα. Πώς ελευθερώθηκε απ’ αυτήν; Με το να δεχθή θείο έλεος. Στο δρόμο προς τη Δαμασκό, όπου επήγαινε για να επεκτείνη τους διωγμούς του εκεί, εσταμάτησε τον Σαούλ εκείνος ακριβώς τον οποίον αυτός πραγματικά κατεδίωκε. Ο αναστημένος, δοξασμένος Ιησούς ενεφανίσθη στον Σαούλ θαυματουργικά και τον επετίμησε, λέγοντας: «Εγώ είμαι Ιησούς, τον οποίον συ διώκεις.» Τότε ο Κύριος Ιησούς έθεσε εμπρός στον Σαούλ μια αλλαγή ενασχολήσεως, καθιστώντας τον, όπως είπε, «υπηρέτην και μάρτυρα και όσων είδες, και περί όσων θέλω φανερωθή εις σε, εκλέγων σε εκ του λαού και των εθνών, εις τα οποία τώρα σε αποστέλλω, δια να ανοίξης τους οφθαλμούς αυτών, ώστε επιστρέψωσιν από του σκότους εις το φως, και από της εξουσίας του Σατανά προς τον Θεόν, δια να λάβωσιν άφεσιν αμαρτιών, και κληρονομίαν μεταξύ των ηγιασμένων, δια της εις εμέ πίστεως.» (Πράξ. 26:12-18· 9:3-6) Τώρα το ερώτημα ήταν, Θα μετέβαλλε ο Σαούλ την ενασχόλησί του από διώκτου σε υπηρέτην και μάρτυρα του Ιησού Χριστού; Η παρούσα ζωή του εξηρτάτο απ’ αυτήν, διότι η τότε βαριά του ενοχή αίματος ήταν αξία θανάτου. Επίσης η αιώνια ζωή του εξηρτάτο από την αλλαγή αυτή.
5. Ποια πορεία ενεργείας ανέλαβε τότε ο Σαούλ, και ποια δημοσία απόδειξι τούτου έδωσε αμέσως;
5 Ο Σαούλ τώρα είδε ότι ήταν άξιος θανάτου, αλλά, σύμφωνα με το έλεος του Θεού μέσω του Χριστού, δεν ήταν ανάγκη να πεθάνη για τη μεγάλη του ενοχή αίματος. Στη διάρκεια των τριών ημερών της θαυματουργικής τυφλώσεώς του στη Δαμασκό, ωμολόγησε την τρομερή του αμαρτία και μετενόησε και εζήτησε έλεος μέσω της απολυτρωτικής θυσίας του Ιησού Χριστού. Μετεστράφη και απεμακρύνθη από τη φονική του πορεία ως διώκτου και Ιουδαίου Φαρισαίου, και αφιερώθη στον Ιεχωβά Θεό ως ακόλουθος του Υιού Του Ιησού Χριστού. Έτσι αποφασίζοντας να πράξη το θέλημα του Θεού γι’ αυτόν, εδέχθη το έργο που ο Ιησούς έθεσε ενώπιόν του. Μόλις αποκατεστάθη θαυματουργικά η όρασίς του την τρίτη ημέρα, ο Σαούλ εβαπτίσθη στο νερό για να δώση δημοσία απόδειξι της αφιερώσεώς του στον Θεό ως ακολούθου του Ιησού και έλαβε την απόλουσι των αμαρτιών του μέσω του πολυτίμου αίματος του Αμνού του Θεού, Ιησού Χριστού. (Πράξ. 9:17-19· 22:12-16) Αμέσως έπειτα απ’ αυτό άρχισε να ενεργή ως μάρτυς όμοιος με τον Ιησού Χριστό.—Πράξ. 9:19-26.
6, 7. (α) Με το να εξασκήση ο Θεός τι, απηλλάγη ο Σαούλ από ενοχή αίματος; (β) Τι λέγει αυτός για άτομα που αισθάνονται το ίδιο βάρος σήμερα;
6 Ο Σαούλ μάς λέγει ότι απηλλάγη από τη βαριά του ενοχή αίματος με το έλεος του Θεού μέσω του Ιησού Χριστού, ο οποίος ενεφανίσθη σ’ αυτόν και μάλιστα μετά την ανάληψί του στον ουρανό: «Τελευταίου δε πάντων, εφάνη και εις εμέ, ως εις έκτρωμα. Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος των αποστόλων· όστις δεν είμαι άξιος να ονομάζωμαι απόστολος, διότι κατεδίωξα την εκκλησίαν του Θεού. Αλλά χάριτι Θεού είμαι ό,τι είμαι· και η εις εμέ χάρις αυτού δεν έγεινε ματαία, αλλά περισσότερον αυτών πάντων εκοπίασα· πλην ουχί εγώ, αλλ’ η χάρις του Θεού, η μετ’ εμού.» (1 Κορ. 15:8-11) Μέσα στην άγνοιά του ο Σαούλ φανατικά επεσώρευσε ενοχή αίματος επάνω στην κεφαλή του. Για άτομα σήμερα που ομοίως θα μπορούσαν να αισθάνωνται το αφόρητο βάρος ενοχής αίματος του ιδίου είδους, ο Παύλος λέγει:
7 «Ενέκρινε πιστόν, και έταξεν εις την διακονίαν εμέ, τον πρότερον όντα βλάσφημον, και διώκτην και υβριστήν· ηλεήθην όμως διότι αγνοών έπραξα εν απιστία· αλλ’ υπερεπερίσσευσεν η χάρις του Κυρίου ημών μετά πίστεως και αγάπης της εν Χριστώ Ιησού. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος, ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον δια να σώση τους αμαρτωλούς, των οποίων πρώτος είμαι εγώ· αλλά δια τούτο ηλεήθην, δια να δείξη ο Ιησούς Χριστός εις εμέ πρώτον την πάσαν μακροθυμίαν, εις παράδειγμα των μελλόντων να πιστεύωσιν είς αυτόν εις ζωήν αιώνιον.»—1 Τιμ. 1:12-16.
8. Ποια βήματα, λοιπόν, μπορούμε να κάμωμε όπως και ο Σαούλ για να καθαρισθούμε από τρομερή ενοχή αίματος και να διορισθούμε σε Χριστιανική υπηρεσία;
8 Ο εκ Ταρσού Σαούλ, με το να ομολογήση τις λυπηρές αμαρτίες του, με το να μετανοήση γι’ αυτές, με το να μεταστραφή ή απομακρυνθή από αυτή την ωμολογημένη πορεία αμαρτίας, με το να δεχθή ταπεινά και ευγνωμόνως την χάριν του Θεού μέσω του γιού του Ιησού Χριστού, με το ν’ αφιερωθή στον Θεό για να εκτελέση το θέλημά Του όπως απεκαλύπτετο, και με το να συμβολίση αυτή την αφιέρωσι μ’ ένα βάπτισμα εν ύδατι, ανέλαβε την ανατεθειμένη σ’ αυτόν υπηρεσία ως Χριστιανός καθαρός από το αίμα των Χριστιανών των οποίων είχε επιφέρει τη θανάτωσι. Σήμερα κι εμείς επίσης μπορούμε με τον ίδιο τρόπο να καθαρισθούμε από τρομερή ενοχή αίματος. Κατόπιν μπορούμε να τηρήσωμε τον νόμον του Θεού όσον αφορά την ιερότητα του αίματος με το να τηρούμε τους εαυτούς μας ελευθέρους από αίμα και από ζώα φονευμένα χωρίς να στραγγισθή το αίμα των.
9. Όπως έδειξε ο Παύλος, πώς ένα άτομο που αφιερώνεται, έρχεται κάτω από μια νέα ευθύνη όσον αφορά το αίμα άλλων ατόμων;
9 Εν τούτοις, τι είναι αυτό το να τηρηθή κανείς «καθαρός από του αίματος πάντων», για το οποίο μιλεί αργότερα ο Παύλος; Μήπως όταν γίνεται Χριστιανός το άτομο που αφιερώνεται, έρχεται κάτω από μια νέα ευθύνη για το αίμα άλλων ανθρώπων; Μάλιστα· επειδή και άλλοι άνθρωποι βρίσκονται σε κίνδυνο θανάτου από τα χέρια του Θεού όπως κι εμείς κάποτε, γνωρίζομε δε τώρα πώς μπορούν τα άτομα αυτά να διαφύγουν έναν τέτοιο θάνατο. Γινόμεθα, λοιπόν, υπεύθυνοι να χρησιμοποιήσομε τη γνώσι μας προς όφελός των. Δεν είμεθα οι μόνοι αμαρτωλοί τους οποίους ο Χριστός ήλθε να σώση χύνοντας το αίμα του. Αυτός διεκηρύχθη ότι είναι ο «Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.»—Ιωάν. 1:29.
10. Για να ωφεληθούν άλλοι από το μέσον της σωτηρίας, ποια υποχρέωσις βαρύνει εκείνους που ελεήθησαν ήδη, όπως δείχνει το Παροιμίαι 24:11, 12;
10 Πώς, όμως, θα μπορούσαν άλλοι από τον κόσμο να σωθούν με τη θυσία του για αμαρτίες, αν δεν άκουαν γι’ αυτήν και δεν είχαν την ευκαιρία να την δεχθούν και να ωφεληθούν απ’ αυτήν; Η σωτηρία είναι έτσι δυνατή σε αναρίθμητα άλλα άτομα εκτός από μας τους σωσμένους τώρα. Εκείνοι που ελεήθησαν ήδη γίνονται υπεύθυνοι να δείξουν έλεος και να γνωρίσουν σε άλλους το μέσον της σωτηρίας. Αν παραλείπωμε να το κάμωμε αυτό, η αποτυχία των άλλων να επιτύχουν σωτηρία δεν θα εβάρυνε μήπως, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, εμάς που παραμελήσαμε ή αστοχήσαμε να δώσωμε την αναγκαία πληροφορία; Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα σ’ έναν καιρό θείας κρίσεως, οπότε σχεδιάζεται και πρόκειται να λάβη χώραν μια εκτέλεσις κρίσεως. Το Παροιμίαι 24:11, 12, δείχνοντας την ευθύνη μας σ’ αυτό το ζήτημα, λέγει: «Ελευθέρονε τους συρομένους εις θάνατον, και μη αποσύρου από των όντων εις ακμήν σφαγής. Εάν είπης, Ιδού, ημείς δεν εξεύρομεν τούτο· δεν γνωρίζει ο σταθμίζων τας καρδίας; και ο φυλάττων την ψυχήν σου, και αποδίδων εις έκαστον κατά τα έργα αυτού, δεν εξεύρει;» Έτσι είδε ο Παύλος την περίπτωσι. Του είχε εκδηλωθή απεριόριστο έλεος· συνεπώς έπρεπε να δείξη έλεος στους άλλους, βλέποντας ότι αυτός ο ίδιος ζούσε με έλεος από τον Θεό μέσω του Χριστού.
ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΥΓΗΣ
11. Στην εποχή του Παύλου ποιο ερώτημα ήταν επίκαιρο όσον αφορά την Ιερουσαλήμ, και έτσι ο Παύλος ένοιωθε τον εαυτό του κάτω από πίεσι να πράξη τι για να τηρηθή καθαρός;
11 Ο απόστολος Παύλος είναι ένα παράδειγμα για μας σήμερα. Επιθυμούσε να τηρηθή καθαρός από ευθύνη για την εκτέλεσι άλλων από τον μεγάλο Κριτή Ιεχωβά, επειδή η εκτέλεσις αυτή θα εσήμαινε καταστροφή του σώματος και της ψυχής στη Γέεννα. (Ματθ. 10:28) Στην εποχή του Παύλου οι Ιουδαίοι ζούσαν σε μια περίοδο θείας κρίσεως. Ο Κύριος Ιησούς είχε ειπεί ότι η Ιερουσαλήμ αντιμετώπιζε μια τρομερή καταστροφή επειδή δεν είχε διακρίνει τον καιρό της επισκέψεώς της από τον Υιόν του Θεού. (Λουκ. 19:41-44) Το ερώτημα ήταν, Ποιος θα απολεσθή μαζί με την Ιερουσαλήμ; Ποιος θα παραμείνη κάτω από την ενοχή αίματος που εκείνοι οι οποίοι απαιτούσαν τον θάνατο του Ιησού εζήτησαν να είναι επάνω σ’ αυτούς και στα τέκνα των; Για τούτο ο Παύλος ένοιωθε τον εαυτό του κάτω από πίεσι να διασαλπίση την προειδοποίησι και να δείξη το δρόμο της διαφυγής και της σωτηρίας σε αιώνια ζωή. Συνεπώς, εκήρυττε, δίνοντας προσοχή πρώτα στους κινδυνεύοντας Ιουδαίους. Αυτή η ευσυνείδητη επιθυμία να τηρηθή καθαρός από ευθύνη για την καταστροφή άλλων κατεδείχθη από ό,τι είπε ο Παύλος στην Κόρινθο.
12. Λόγω της δραστηριότητός του στο να κηρύττη στην Κόρινθο, ποια κρίσις ανεπτύχθη, και τι είπε και έκαμε ο Παύλος αντιμετωπίζοντάς την;
12 Σ’ αυτή την Ελληνική πόλι ο Παύλος ειργάζετο ως σκηνοποιός μ’ έναν Ιουδαίο που είχε πιστέψει, τον Ακύλα, τον σύζυγο της Πρίσκιλλας. Κάθε Ιουδαϊκή ημέρα σαββάτου, εν τούτοις, έδινε μια ομιλία στην τοπική συναγωγή και επέτυχε να φέρη στη Χριστιανοσύνη αρκετούς Ιουδαίους και Έλληνας. Όταν οι συνταξιδιώται του Παύλου τελικά ενώθηκαν μαζί του εκεί, αυτός «συνεσφίγγετο κατά το πνεύμα, διαμαρτυρόμενος προς τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.» Τότε ανεπτύχθη μια κρίσις. Αυτή επροκάλεσε από τον Παύλο μια έκφρασι που έδειχνε γιατί έπαιρνε το ζήτημα τόσο σοβαρά. Διαβάζομε: «Και επειδή αυτοί [οι Ιουδαίοι] ηναντιούντο και εβλασφήμουν, εκτινάξας τα ιμάτια αυτού, είπε προς αυτούς, Το αίμά σας επί την κεφαλήν σας· εγώ είμαι καθαρός· από του νυν θέλω υπάγει εις τα έθνη. Και μεταβάς εκείθεν, ήλθεν εις την οικίαν τινός ονομαζομένου Ιούστου όστις εσέβετο τον Θεόν, του οποίου η οικία συνείχετο με την συναγωγήν. Κρίσπος δε ο αρχισυνάγωγος επίστευσεν εις τον Κύριον μεθ’ όλου του οίκου αυτού· και πολλοί των Κορινθίων ακούοντες επίστευαν και εβαπτίζοντο.»—Πράξ. 19:1-8· 1 Κορ. 1:14-16.
13. Πώς μπορεί οι άπιστοι Ιουδαίοι της Κορίνθου να συνεμερίσθησαν την κρίσι που εξετελέσθη στην Ιερουσαλήμ, και γιατί ο Παύλος δεν μπορούσε να θεωρηθή υπεύθυνος;
13 Ο Παύλος εγνώριζε ότι το Ιουδαϊκό έθνος ήταν σ’ ένα καιρό κρίσεως και ότι η καταστροφή έπρεπε να επέλθη στην Ιερουσαλήμ μέσα στη γενεά που ζούσε τότε. Οι Ιουδαίοι από όλα τα μέρη της γης «από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν», επήγαιναν στην Ιερουσαλήμ για τους ετησίους εορτασμούς των Ιουδαίων. Αναμφιβόλως μερικοί από την Ιουδαϊκή συναγωγή της Κορίνθου, οι οποίοι ηναντιώνοντο στον Παύλο τότε γύρω στο 50/51 μ.Χ., επήγαν έπειτα από είκοσι χρόνια στην Ιερουσαλήμ για να εορτάσουν το Πάσχα στο 70 (μ.Χ.). Εκεί επαγιδεύθησαν όταν ο Ρωμαίος Στρατηγός Τίτος ωδήγησε τις λεγεώνες του εναντίον της πόλεως και περιέκλεισε όλους τους εορταστάς του Πάσχα. Θάνατος από την πολιορκία, την πείνα, τον λοιμό και την εσωτερική εμφύλια διαμάχη επήλθε στην πλειονότητα απ’ αυτούς. Μόνο οι ολίγοι που επέζησαν ωδηγήθησαν αιχμάλωτοι σε όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν αυτοί οι Ιουδαίοι είχαν γίνει Χριστιανοί και είχαν βαπτισθή από τον Παύλο όπως ο Κρίσπος και η οικογένειά του, θα είχαν παραμείνει μακριά από την Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία, ιδιαίτερα μετά την περικύκλωσι της καταδικασμένης πόλεως από τον Ρωμαίον Σέστιον Γάλλον με τα στρατεύματά του για μια βραχεία πολιορκία, στο 66 (μ.Χ.). Θα είχαν έτσι προσέξει τα λόγια του Ιησού που αναγράφονται στο ευαγγέλιο του Λουκά 21:20-22, και δεν θα είχαν χαθή μαζί με το ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες Ιουδαίους ως πείσμονες, εκούσιοι πολέμιοι του Χριστού και αρνηταί της μέσω αυτού σωτηρίας. Εν τούτοις, είτε εχάθησαν στην Ιερουσαλήμ είτε όχι, οι Ιουδαίοι εκείνοι απέθαναν ως ισχυρογνώμονες εχθροί του Σωτήρος του ανθρωπίνου γένους. Όμως ο Παύλος δεν μπορούσε να θεωρηθή υπεύθυνος διότι απέθαναν έξω από την προμήθεια του Θεού για σωτηρία μέσω του Ιησού Χριστού.
14. Γιατί ο Παύλος, απομακρυνόμενος από τους Ιουδαίους της Κορίνθου, μπορούσε να αρνηθή οποιαδήποτε ενοχή αίματος απέναντί των, και σε ποιους εστράφη κατόπιν;
14 Ο Παύλος μπορούσε ευσυνείδητα να εκτινάξη τα ιμάτιά του και να αρνηθή οποιαδήποτε ενοχή αίματος απέναντι εκείνων των Κορινθίων Ιουδαίων. Ήταν καθαρός, αθώος, στο ζήτημα αυτό. Είχε μάλιστα κηρύξει στη συναγωγή των κατά την ημέρα της αναπαύσεώς των. Όταν οι σύντροφοί του Σίλας και Τιμόθεος ενώθηκαν μαζί του, αυτός απησχολήθη πιο έντονα με τον λόγον, δηλαδή, τον προφορικόν λόγον, κηρύττοντας και διδάσκοντας. Αυτό αναμφιβόλως τον ανάγκασε να αφιερώνη ολιγώτερον χρόνον στη σκηνοποιία. Αλλά ένοιωθε τον εαυτό του υποχρεωμένον να το κάμη αυτό λόγω της ευθύνης που έφερε απέναντι των Ιουδαίων που ήσαν σε άμεση κρίσι απέναντι του Θεού των Ιεχωβά, και επομένως ήσαν σε κίνδυνο αιωνίας καταστροφής. Αφού εξακολούθησαν να εναντιώνονται στο άγγελμα της σωτηρίας και να μιλούν υβριστικά για τον Ιησού Χριστό, ήταν σπατάλη χρόνου και κακή κατεύθυνσις προσπαθείας το να μιλή περαιτέρω σ’ αυτούς ως κοινότητα. Μπορούσε τώρα με κάθε αγαθή συνείδησι να τους αφήση στις συνέπειες της πείσμονος, αντιχριστιανικής πορείας των, χωρίς να φέρη ούτε μια μικροσκοπική κηλίδα ενοχής αίματος. Εστράφη, λοιπόν, τώρα στην άλλη ευθύνη του, την ευθύνη να υπηρετήση ως «απόστολος των [μη Ιουδαϊκών] εθνών». (Ρωμ. 11:13) Και αυτά επίσης ήσαν στη σειρά ή στη δυνατότητα του να σωθούν, αρκεί να άκουαν το άγγελμα. Συνεπώς ο Παύλος ειδοποίησε τους εγκαταλελειμμένους Ιουδαίους της Κορίνθου: «Από του νυν θέλω υπάγει εις τα έθνη.»
15. Τι απέδειξε ότι η πορεία του Παύλου σ’ αυτό το ζήτημα ήταν ορθή και ότι ήταν καθαρός από το αίμα των Ιουδαίων αντιπάλων;
15 Ήταν μήπως αυτή η ορθή πορεία, και ήταν ο Παύλος πραγματικά καθαρός και το αίμα των Ιουδαίων επάνω στα δικά των κεφάλια; Ο Κύριος έδειξε ότι ήταν. Πώς; Αφού ο Παύλος εστράφη αποκλειστικά προς τους ειδωλολάτρας εκεί στην Κόρινθο, έλαβε ένα μήνυμα από τον ουρανό. Διαβάζομε: «Και ο Κύριος είπεν εν νυκτί προς τον Παύλον δι’ οράματος, Μη φοβού, αλλά ομίλει και μη σιωπήσης· διότι εγώ είμαι μετά σου, και ουδείς θέλει επιβάλει χείρα επί σε δια να σε κακοποιήση· διότι έχω λαόν πολύν εν τη πόλει ταύτη. Και εκάθισεν εκεί έν έτος και μήνας έξ, διδάσκων μεταξύ αυτών τον λόγον του Θεού.» (Πράξ. 18:9-11) Ο ‘πολύς λαός εν τη πόλει ταύτη’ που είχε ο Κύριος, πρέπει να ήσαν μη Ιουδαίοι, οι οποίοι έγιναν Χριστιανοί. Οι εναντιούμενοι Ιουδαίοι κατόπιν επεχείρησαν να κάμουν το κήρυγμα του Παύλου μια δικαστική υπόθεσι ενώπιον του ανθυπάτου Γαλλίωνος ως δικαστού. Τούτο απέτυχε. Η υπόθεσις απερρίφθη από το δικαστήριο. Ο Παύλος, αφού παρέμεινε αρκετές ημέρες ακόμη διδάσκοντας στους μη Ιουδαίους τον λόγον του Θεού, εγκατέλειψε την Κόρινθο ειρηνικά και έκαμε επίσκεψι στην Ιερουσαλήμ.—Πράξ. 18:12-22.
ΠΩΣ ΕΤΗΡΗΘΗ ΚΑΘΑΡΟΣ
16. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των ταξιδιών του, σε ποιους ο Παύλος ήταν μάρτυς, και ποια προκλητική δήλωσι έκαμε που δεν μπορούσαν να την αμφισβητήσουν οι επίσκοποι της Εφέσου;
16 Όχι ολιγώτερο από τους μάρτυρας του Ιεχωβά σήμερα, ο Παύλος ήταν μάρτυς σε πολλούς ανθρώπους της οικουμένης, τόσους όσους μπορούσε να πλησιάση, με σκοπό να δώση μαρτυρία: σε Συρίους, Ιουδαίους, Άραβας, κατοίκους της Κιλικίας, Κυπρίους, κατοίκους της Παμφυλίας, της Γαλατίας, της Λυκαονίας, Ασιάτας, Μακεδόνας, Έλληνας, Μαλτέζους και Ιταλούς, καθ’ όσον θετικά γνωρίζομε από τα ταξίδια του Παύλου. Παντού όπου επήγε ο απόστολος αυτός και είχε την ευκαιρία να δώση μαρτυρία, έδειξε σ’ εμάς τους σημερινούς πώς να τηρούμεθα ‘καθαροί από του αίματος πάντων’. Πώς το έκαμε αυτό; Η αποχαιρετιστήριος προσφώνησίς του προς τους επισκόπους της εκκλησίας της Εφέσου, της κυριωτέρας πόλεως της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας, εξηγεί εν μέρει πώς το έκαμε αυτό. Όταν ο Παύλος εσταμάτησε στη γειτονική Μίλητο στο τελικό του ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ, έστειλε και εκάλεσε πλησίον του αυτούς τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας της Εφέσου. Σ’ αυτούς έκαμε την προκλητική δήλωσι: «Όθεν μαρτύρομαι προς εσάς εν τη σήμερον ημέρα, ότι εγώ είμαι καθαρός από του αίματος πάντων.» (Πράξ. 20:16, 17, 26) Μπορούσαν άρα γε να το αμφισβητήσουν αυτό οι επίσκοποι εκείνοι της Εφέσου και το αμφισβήτησαν; Όχι! Γιατί όχι; Επειδή ο Παύλος είχε παρουσιάσει τελείως σ’ αυτούς το άγγελμα της σωτηρίας.
17. Τι εγνώριζαν καλά εκείνοι οι Εφέσιοι από την πρώτη ημέρα που ο Παύλος βρέθηκε μεταξύ τους, και ποια ήσαν τα «συμφέροντα» που αυτός ανέφερε;
17 Ας εξελέγξωμε τα λόγια του Παύλου σ’ αυτό το ζήτημα. Σ’ εκείνους τους εκπροσώπους της Χριστιανικής Εκκλησίας της Εφέσου είπε: «Σεις εξεύρετε, από της πρώτης ημέρας αφ’ ης επάτησα εις την Ασίαν, πώς επέρασα μεθ’ υμών όλον τον χρόνον, δουλεύων τον Κύριον μετά πάσης ταπεινοφροσύνης, και μετά πολλών δακρύων και πειρασμών, οίτινες μοι συνέβησαν εν τοις επιβουλαίς των Ιουδαίων· ότι δεν υπέκρυψα ουδέν των συμφερόντων, ώστε να μη αναγγείλω αυτό προς εσάς, και να σας διδάξω δημοσία και κατ’ οίκους.» (Πράξ. 20:18-20) Ας παρατηρηθή εδώ ότι τα «συμφέροντα» ήσαν τα όσα προήρχοντο από τον λόγον του Θεού και που είχαν σχέσι με τη σωτηρία των και την παραμονή των στην κατάστασι της σωτηρίας. Αλλά πώς ο Παύλος εκήρυττε και εδίδασκε δημοσία και κατ’ οίκους στην Έφεσο; Το Θείο Υπόμνημα δείχνει.
18. Ποιο έργο έκαμε ο Παύλος «δημοσία» στην Έφεσο όσον αφορά τους Ιουδαίους;
18 Αφού εγκατέλειψε την Κόρινθο και ενώ εταξίδευε προς την Ιερουσαλήμ, ο Παύλος εσταμάτησε στην Έφεσο. Ποιο έργο έκαμε «δημοσία»; «Εισελθών εις την συναγωγήν, συνδιελέχθη μετά των Ιουδαίων. Και παρακαλούμενος υπ’ αυτών να μείνη πλειότερον καιρόν παρ’ αυτοίς, δεν συγκατένευσεν· αλλά απεχαιρέτησεν αυτούς, ειπών, Θέλω επιστρέψει πάλιν προς εσάς, του Ιεχωβά θέλοντος.» (Πράξ. 18:19-21, ΜΝΚ) Αφού εξεπλήρωσε την ευχή του στην Ιερουσαλήμ, ο Παύλος επέστρεψε στην Έφεσο. Έκαμε πάλι μια δημοσία εμφάνισι. «Εισελθών εις την συναγωγήν ελάλει μετά παρρησίας, διαλεγόμενος τρεις μήνας, και πείθων εις τα περί της βασιλείας του Θεού.» Όταν οι Ιουδαίοι άρχισαν να αντιτείνουν μεγαλόφωνα, μήπως ο Παύλος εγκατέλειψε το δημόσιο έργο του; Όχι, λέγει η αφήγησις. «Επειδή όμως τινές εσκληρύνοντο και δεν επείθοντο, κακολογούντες την οδόν του Κυρίου ενώπιον του πλήθους, απομακρυνθείς απ’ αυτών, απεχώρισε τους μαθητάς, διαλεγόμενος καθ’ ημέραν εν τω σχολείω τινός όστις ελέγετο Τύραννος. Έγεινε δε τούτο επί δύο έτη· ώστε πάντες οι κατοικούντες την Ασίαν ήκουσαν τον λόγον του Κυρίου Ιησού, Ιουδαίοί τε και Έλληνες.»—Πράξ. 19:1, 8-10.
19. Τι έκαμε, λοιπόν, ο Παύλος για να έχη συνεχείς δημόσιες ομιλίες, και ποιο αποτέλεσμα είχε τούτο στην πορεία δύο ετών;
19 Έτσι ο Παύλος άλλαξε απλώς τόπο για να μιλή δημοσία, από την Ιουδαϊκή συναγωγή στην αίθουσα της σχολής. Εδώ έδινε Γραφικές ομιλίες καθημερινά. Έκανε και κάποια κοσμική εργασία προνοώντας έτσι για τις ανάγκες του, ακόμη και για τις ανάγκες άλλων αλλά κατέστρωσε το πρόγραμμά του έτσι ώστε να έχη κάποια Γραφική ομιλία καθημερινά. Μέσα στην πορεία δύο ετών, τούτο είχε τέτοιο δημόσιο αποτέλεσμα, ώστε όλοι οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής περιφερείας της Ασίας άκουσαν το άγγελμα του Κυρίου, Ιουδαίοι και μη Ιουδαίοι.
20. Ποια συμβάντα σχετικά με τον δαιμονισμό έδειξαν τι δημοσία μαρτυρία είχε δώσει ο Παύλος, και πώς αυτό επηρέασε τον λόγον του Ιεχωβά;
20 Μερικοί περιερχόμενοι Ιουδαίοι προσεπάθησαν να μιμηθούν μερικά από τα θαύματα που έκανε ο Παύλος. Είπαν σε δαίμονας που είχαν καταλάβει μερικά θύματα: «Σας ορκίζομεν εις τον Ιησούν τον οποίον ο Παύλος κηρύττει.» Όχι μόνο οι Ιουδαίοι εκείνοι, αλλά και οι δαίμονες, επίσης, εγνώριζαν όσα ο Παύλος εκήρυττε δημοσία. Σε μια περίπτωσι ένας δαίμων απήντησε: «Τον Ιησούν γνωρίζω, και τον Παύλον εξεύρω· σεις δε τίνες είσθε;» Εκείνο που συνέβη τότε, έγινε γνωστό σε όλη την Έφεσο. Διαβάζομε: «Και επέπεσε φόβος επί πάντας αυτούς, και εμεγαλύνετο το όνομα του Κυρίου Ιησού. Και πολλοί των πιστευσάντων ήρχοντο εξομολογούμενοι και φανερόνοντες τας πράξεις αυτών. Πολλοί δε και εξ εκείνων οίτινες έκαμνον τας μαγείας, φέροντες τα βιβλία αυτών, κατέκαιον ενώπιον πάντων· και αριθμήσαντες τας τιμάς αυτών, εύρον πεντήκοντα χιλιάδας αργυρίου. Ούτω κραταιώς ηύξανε και ίσχυεν ο λόγος του Ιεχωβά.» (Πράξ. 19:11-20, ΜΝΚ) Αυτή η τελευταία πορεία είναι η ορθή πορεία που πρέπει να λάβουν σήμερα εκείνοι που ασχολήθηκαν με τον πνευματισμό, ο οποίος είναι δαιμονισμός. Ας ομολογήσουν φανερά τις προηγούμενες πράξεις των και ας ζητήσουν τη συγχώρησι του Θεού και έπειτα ας καταστρέψουν τα δαιμονιστικά των βιβλία ή τα σχετικά των έργα, αδιάφορο ποιο είναι το κόστος των σε κοσμικές αξίες. Εν τούτοις, το κυριώτερο πράγμα που πρέπει να σημειώσωμε εδώ είναι ότι, λόγω της δημοσίας διδασκαλίας του Παύλου, η εξαγγελία του λόγου του Θεού ηύξανε και υπερίσχυε των ειδωλολατρικών διδασκαλιών και των Ιουδαϊκών παραδόσεων μ’ ένα κραταιό τρόπο.
21. Λόγω του δημοσίου έργου του Παύλου έξω από τη συναγωγή, μεταξύ ποίων ηγέρθη εναντίωσις, και πώς ο αργυροκόπος Δημήτριος διήγειρε οχλαγωγία;
21 Επειδή ο Παύλος εκήρυττε στις συναγωγές, είχε εγερθή ισχυρή εναντίωσις μεταξύ των Ιουδαίων. Τώρα το δημόσιο έργο του χωριστά από την Ιουδαϊκή συναγωγή επέτυχε σε τέτοια έκτασι μεταξύ των μη Ιουδαίων, ώστε ήγειρε εναντίωσι μεταξύ των ειδωλολατρών. Με γογγυσμό ομολογώντας την επιτυχία του δημοσίου έργου του Παύλου, ο Δημήτριος ο αργυροκόπος είπε στους συναδέλφους του αργυροκόπους που κατεσκεύαζαν αργυρούς βωμούς της Αρτέμιδος, της οποίας μεγαλοπρεπής ναός υπήρχε στην Έφεσο: «Άνδρες, εξεύρετε ότι εκ ταύτης της εργασίας προέρχεται η ευπορία ημών και θεωρείτε και ακούετε, ότι πολύν λαόν ου μόνον της Εφέσου, αλλά σχεδόν πάσης της Ασίας ο Παύλος ούτος έπεισε και μετέβαλε, λέγω ότι δεν είναι θεοί οι δια χειρών κατασκευαζόμενοι. Και ου μόνον η τέχνη ημών αυτή κινδυνεύει να εξουδενωθή, αλλά και το ιερόν της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος να λογισθή ως ουδέν, και μέλλει μάλιστα να καταστραφή η μεγαλειότης αυτής, την οποίαν όλη η Ασία και η οικουμένη σέβεται.» Τότε διήγειραν οχλαγωγία στην Έφεσο.
22. Ποια απόδειξις του πόσο είχε γίνει γνωστός ο Παύλος εφανερώθη στην περίπτωσι των δημοσίων λειτουργών στον καιρό της οχλαγωγίας;
22 Μια απόδειξις του πόσο γνωστός είχε γίνει ο Παύλος ως Χριστιανός διάκονος, είναι ότι οι δημόσιοι λειτουργοί προσεπάθησαν να τον προστατεύσουν από βλάβη. Οι μαθηταί δεν ήθελαν ν’ αφήσουν τον Παύλο να εισέλθη στο θέατρο της πόλεως για να προσφωνήση τον συγκεχυμένο, κραυγάζοντα όχλο. Διαβάζομε: «Τινές δε και εκ των Ασιαρχών, όντες φίλοι αυτού, έστειλαν προς αυτόν, και παρεκάλουν να μη εκτεθή εις το θέατρον.» Τελικά ο Γραμματεύς της πόλεως εκάλεσε τον όχλο να ανακτήση τη διανοητική του γαλήνη και διέλυσε τη θορυβώδη συνέλευσι.—Πράξ. 19:23-41.
23. Ποιες ενδείξεις υπάρχουν για τη διδασκαλία του Παύλου από σπίτι σε σπίτι, και, πράγμα που έχει σημασία, ποιοι δεν μπόρεσαν ν’ αρνηθούν ότι έγινε τέτοιο έργο από τον Παύλο;
23 Πώς, όμως, ο Παύλος είχε διδάξει «κατ’ οίκους» στην Έφεσο; Δεν έχομε εντυπωσιακή αναγραφή τούτου. Εν τούτοις, όταν ο Παύλος έκαμε αυτή την επανεπίσκεψι στην Έφεσο, βρήκε μερικούς που ωμολογούσαν ότι ήσαν μαθηταί, περίπου δώδεκα άνδρας. Το Θείο Υπόμνημα δεν λέγει ότι συνήντησε τους άνδρας αυτούς στην Ιουδαϊκή συναγωγή. Λογικά, λοιπόν, τους βρήκε κάνοντας το «κατ’ οίκους» έργον, για το οποίο αργότερα έδωσε βεβαίωσι στους Εφεσίους επισκόπους. Αφού δεν αναφέρεται ότι ο Παύλος μίλησε σ’ αυτούς τους δώδεκα «μαθητάς» στη συναγωγή, πρέπει να εξήγησε σ’ αυτούς τα πράγματα σ’ ένα ιδιωτικό σπίτι. Αυτοί δεν εγνώριζαν τίποτε για το άγιο πνεύμα, πράγμα που εξηγεί γιατί δεν το είχαν ενεργό μέσα τους. Είχαν βαπτισθή σε νερό αλλ’ αυτό δεν ήταν το Χριστιανικό βάπτισμα. Ήταν «το βάπτισμα του Ιωάννου». Αλλ’ ακόμη και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είπε στους μαθητάς του ότι θα έπρεπε να «πιστεύσωσιν εις τον ερχόμενον μετ’ αυτόν, τουτέστιν, εις τον Χριστόν Ιησούν». Οι δώδεκα, λοιπόν, άνδρες εβαπτίσθησαν ξανά, αυτή τη φορά «εις το όνομα του Κυρίου Ιησού», με την επίθεσι δε των χειρών του Παύλου έλαβαν το άγιο πνεύμα και τα χαρίσματά του, να μιλούν θαυματουργικά άλλες γλώσσες και να προφητεύουν. Κατόπιν ο Παύλος επήγε σ’ ένα δημόσιο μέρος, στη συναγωγή. Επί πλέον, άτομα που είχαν ανάγκη θαυματουργικής βοηθείας απηυθύνοντο στον Παύλο από τα σπίτια τους. (Πράξ. 19:1-7, 11) Επίσης, οι Εφέσιοι επίσκοποι δεν αρνήθηκαν τη δήλωσι του Παύλου ότι είχε εργασθή ως Χριστιανός διδάσκαλος από σπίτι σε σπίτι.—Πράξ. 20:20.
‘ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ’
24, 25. (α) Τι εδίδαξε ο Παύλος δημοσία και κατ’ οίκους; (β) Πώς έρχεται στο φως η πληροφορία αυτή;
24 Οι Εφέσιοι επίσκοποι δεν μπορούσαν να διατυπώσουν την κατηγορία ότι ο απόστολος Παύλος είχε υποκρύψει κάτι που το εχρειάζοντο για να διαφύγουν την καταστροφή και ν’ αποκτήσουν αιώνια σωτηρία. Τι, λοιπόν, είχε διδάξει ο Παύλος δημοσία και κατ’ οίκους; Την αλήθεια για τον πραγματικό Θεό, τη μετάνοια των αμαρτωλών απέναντι του Θεού, την πίστι στον Κύριον Ιησούν, την χάριν του Θεού μέσω του Ιησού, τη βασιλεία του Θεού, τον λόγον του Θεού, την κληρονομία των αγιασμένων του Θεού και την μίμησι του Ιησού στο να δίδη κανείς μάλλον παρά να λαμβάνη. Αυτή η πληροφορία έρχεται στο φως καθώς ο Παύλος εξακολουθεί να μιλή στους Εφεσίους επισκόπους:
25 «Δεν υπέκρυψα ουδέν . . . ώστε να μη αναγγείλω αυτό. . . . διαμαρτυρόμενος προς Ιουδαίους τε και Έλληνας [συνεπώς προς πάντας] την εις τον Θεόν μετάνοιαν, και την πίστιν την ως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Και τώρα ιδού, εγώ δεδεμένος τω πνεύματι υπάγω εις Ιερουσαλήμ, μη γνωρίζων τα μέλλοντα να συμβώσιν εις εμέ εν αυτή, πλην ότι το πνεύμα το άγιον μαρτυρεί εν πάση πόλει, λέγον, Ότι δεσμά και θλίψεις με περιμένουσι· δεν φροντίζω όμως περί ουδενός τούτων, ουδέ έχω πολύτιμον την ζωήν μου, ως το να τελειώσω τον δρόμον μου μετά χαράς, και την διακονίαν την οποίαν έλαβαν παρά του Κυρίου Ιησού, να διακηρύξω το ευαγγέλιον της χάριτος του Θεού. Και τώρα ιδού, εγώ εξεύρω ότι πλέον δεν θέλετε ιδεί το πρόσωπόν μου σεις πάντες, μεταξύ των οποίων διήλθον κηρύττων την βασιλείαν του Θεού.»—Πράξ. 20:20-25.
26. Εκτός από ό,τι ανέφερε ο Ιησούς σύμφωνα με το κατά Λουκάν 24:46-48, τι εκήρυττε ο Παύλος δημοσία και κατ’ οίκους;
26 Ο Παύλος εκτελούσε την παραγγελία που έδωσε ο Ιησούς στους μαθητάς του όταν είπε: «Ούτως είναι γεγραμμένον, και ούτως έπρεπε να πάθη ο Χριστός, και να αναστηθή εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και να κηρυχθή εν τω ονόματι αυτού μετάνοια και άφεσις αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, γινομένης αρχής από Ιερουσαλήμ. Σεις δε είσθε μάρτυρες τούτων.» (Λουκ. 24:46-48) Ο Παύλος εδίδασκε περισσότερα από την απολυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού, επί τη βάσει της οποίας μπορούμε να λάβωμε τη συγχώρησι των αμαρτιών μας από τον Θεό μέσω της μετανοίας μας ενώπιόν του. Εκήρυττε επίσης τη βασιλεία του Θεού, στην οποίαν ο Ιησούς Χριστός θα είναι ο κεχρισμένος Βασιλεύς του Θεού και για την οποίαν ο Ιησούς εδίδαξε τους μαθητάς του να προσεύχωνται στον Θεό: «Ελθέτω η βασιλεία σου γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης.» (Ματθ. 6:10) Σ’ αυτή την ουράνια βασιλεία, επίσης, οι πιστοί μαθηταί του Ιησού, ‘οι ηγιασμένοι’, πρόκειται να έχουν κληρονομία. Επί αρκετά χρόνια ο Παύλος έδινε πλήρη μαρτυρία σε κάθε είδους ανθρώπους, Ιουδαίους και Έλληνας, όσον αφορά αυτά τα ‘συμφέροντα’, διδάσκοντάς τους δημοσία και κατ’ οίκους.
27. Ποιος ήταν ο κύριος σκοπός του Παύλου όπως είπε στους Εφεσίους επισκόπους, και πώς επεδίωξε αυτόν τον σκοπό;
27 Ο κύριος σκοπός του Παύλου ήταν να τελειώση την πορεία του με τον τρόπο που πρέπει σ’ ένα Χριστιανό, και, μάλιστα, να τελειώση το έργο της μαρτυρίας, τη διακονία που είχε λάβει από τον Κύριον Ιησούν, ο οποίος τον συνήντησε στην οδό. Ο Παύλος το έκαμε αυτό όχι μόνο με δημόσιο κήρυγμα, αλλά και με το περισσότερο οικείο, ιδιωτικό, αμέσου επαφής κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι.
Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΙΣ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΟΣ
28. Πώς αυτό ελογίσθη υπέρ του Παύλου ενώπιον όλων των ενδιαφερομένων, και γιατί ο Παύλος μπορούσε να αισθάνεται όπως ησθάνετο γι’ αυτό το σοβαρό ζήτημα;
28 Τώρα πώς αυτό ελογίσθη υπέρ του Παύλου ενώπιον του Θεού και ενώπιον του λαού της Εφέσου, και ιδιαίτερα ενώπιον της Χριστιανικής εκκλησίας εκεί; Άφησε τον Παύλο απηλλαγμένον από χρέος, ώστε να μην οφείλη τίποτε στους Εφεσίους. Τον άφησε με μια συναίσθησι καθαρότητος, «μετά πάσης καλής συνειδήσεως». (Πράξ. 23:1) Αφού, λοιπόν, εξέθεσε το πολύ γνωστό υπόμνημά του ενώπιον των Εφεσίων επισκόπων, επροχώρησε για να πη: «Όθεν μαρτύρομαι προς εσάς εν τη σήμερον ημέρα, ότι εγώ είμαι καθαρές από του αίματος πάντων.» Δεν ησθάνετο ενοχή αίματος απέναντι των Ιουδαίων ή των μη Ιουδαίων μέσα και γύρω από την Έφεσο. Ανέφερε την αιτία τούτου, λέγοντας: «Διότι δεν συνεστάλην να αναγγείλω προς εσάς [ως εκπροσώπους ‘πάντων’ στην Έφεσο] πάσαν την βουλήν του Θεού.»—Πράξ. 20:26, 27
29. Εκτός από την προφορική διδασκαλία, πώς αλλιώς έδωσε προσοχή ο Παύλος στους Εφεσίους, και ποια ιδέα μας δίνει τούτο για το τι εκήρυξε σ’ αυτούς προφορικώς;
29 Εκτός από τη διδασκαλία που έδωσε ο Παύλος στους Εφεσίους προφορικώς όσον αφορά την πλήρη βουλή του Θεού, έλαβε επίσης φροντίδα γι’ αυτούς με το να τους γράψη επιστολή. Έπειτα από χρόνια, κατά το 60 μ.Χ., τους έστειλε τη λεγομένη Προς Εφεσίους Επιστολή, από τη Ρώμη, όπου είχε καιρό να γράφη στη φυλακή. Από αυτή την επιστολή μπορούμε να λάβωμε κάποια ιδέα του τι είχε κηρύξει στους Εφεσίους, διότι η επιστολή του μιλούσε ακόμη για «απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την άφεσιν των αμαρτημάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού» και για το ότι ‘εγίναμε πλησίον’ προς τον Θεόν «δια του αίματος του Χριστού» και για το πώς «δι’ αυτού έχομεν αμφότεροι την είσοδον προς τον Πατέρα [Θεόν] δι’ ενός πνεύματος.»—Εφεσ. 1:7· 2:13, 18.
30. (α) Παρ’ ότι ανεφέρετο στο αίμα, τι δείχνει ότι ο Παύλος δεν ανεφέρετο στο στρατιωτικό ζήτημα; (β) Για ποια ευθύνη, λοιπόν, λόγω κρίσεως εσκέπτετο ο Παύλος όταν μιλούσε για αίμα;
30 Όταν ο Παύλος μίλησε στους Εφεσίους επισκόπους ήταν περίπου ηλικίας σαράντα ετών. Επομένως, όταν είπε ότι ήταν καθαρός από το αίμα όλων δεν μιλούσε για το στρατιωτικό ζήτημα. Φυσικά, εγνώριζε το περιεχόμενο του εδαφίου Αριθμοί 31:19. Το εδάφιο αυτό έλεγε ότι ακόμη και οι Ιουδαίοι που εγίνοντο εκτελεσταί των εχθρών του Θεού έπρεπε να υποστούν καθαρισμό επί επτά ημέρες επειδή είχαν φονεύσει κάποιον ή είχαν εγγίσει το σώμα κάποιου φονευμένου, για να ελευθερωθούν από κηλίδα αίματος ή μολυσμό με αίμα. Αλλά ο Παύλος μιλούσε για την ευθύνη που αναλαμβάνει ένας αφιερωμένος Χριστιανός για το αίμα ανθρώπων, χωριστά από οποιαδήποτε ευθύνη για έκχυσι αίματος ανθρώπου σε φόνο ή με υποβοήθησι κάποιου άλλου στο να φονεύση ή χύση αίμα μ’ έναν αχαλίνωτο, απρόσεκτο, αδιάφορο, ασυγκράτητο τρόπο. Ο Παύλος εσκέπτετο για την ερχόμενη κρίσι του Θεού προς ‘πάντας’. Εσκέπτετο, επίσης, για την εκτέλεσι της κρίσεως του Θεού, που θα εσήμαινε θάνατο και απώλεια σε ανθρώπινα πλάσματα που θα μπορούσαν να έχουν ευεργετηθή από την απολυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού και από τη βασιλεία του Θεού. Τέτοια πλάσματα μπορούν να σωθούν από τέτοιο θάνατο και καταστροφή μόνο με το άγγελμα της σωτηρίας, με ολόκληρη τη βουλή του Θεού. Με αυτή τη βουλή ανατίθεται σ’ έναν αφιερωμένο Χριστιανό να είναι μάρτυς και διάκονος.
31. Γιατί η ένοχή αίματος που φέρει ο κλήρος του «Χριστιανικού κόσμου» είναι διπλή;
31 Από αυτή την άποψι μπορούμε να δούμε ότι ο κλήρος του «Χριστιανικού κόσμου» φέρει διπλή ενοχή αίματος, όχι μόνο ενοχή για αίμα που εχύθη σε διεθνείς πολέμους, αλλά και ενοχή διότι λέγει στους ανθρώπους θρησκευτικά ψεύδη και όχι «πάσαν την βουλήν του Θεού» όπως περιέχεται στον λόγον του.—Ιερεμ. 2:34· Ιεζ. 35:6.
ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΩΝ ΕΥΘΥΝΗΣ
32, 33. (α) Εκτός του ότι προειδοποίησε τους επισκόπους για παρόντας κινδύνους, τι άλλο έκαμε ο Παύλος; (β) Γιατί τους είπε να προσέχουν τον εαυτό τους και το ποίμνιο του Θεού;
32 Στον καιρό που ο Παύλος ζούσε και ενόσω ήταν παρών ανάμεσα στα πνευματικά «πρόβατα», έπρεπε να φρουρή σαν ένας ποιμήν το «ποίμνιον του Θεού» για να το προστατεύη από θάνατο από πνευματική πείνα ή από ομοίους με λύκους εχθρούς. Έπρεπε, επίσης, να σκεφθή για την προστασία τους αφού θα αναχωρούσε ή αφού θα πέθαινε και δεν θα μπορούσε να τους παρέχη άμεση, ζωντανή επίβλεψι. Γι’ αυτό το λόγο προειδοποίησε τα πρόβατα, όχι μόνο για τους παρόντας κινδύνους, αλλά και για τον κίνδυνο που θα αντιμετώπιζαν αφού αναχωρούσε.
33 Ως μέλος του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος, ο Παύλος εξεπαίδευσε και διώρισε επισκόπους για το «ποίμνιον του Θεού» υπό την καθοδηγία του πνεύματος του Θεού. Τους προειδοποίησε επίσης για μέλλοντα προβλήματα και μέλλοντας κινδύνους που θα είχαν σχέσι με την ασφάλειά τους και με την ασφάλεια όλων όσοι ανήκαν στο ποίμνιο του Θεού. Με την προφητική του πρόβλεψι και με τη βοήθεια των γραμμένων προφητειών, ο Παύλος ήταν υποχρεωμένος να δώση τις προειδοποιήσεις αυτές. Έπρεπε να υπηρετή ως φύλαξ ή φρουρός και να βλέπη προς τα εμπρός. Είπε, επομένως, στους Εφεσίους εκείνους επισκόπους: «Προσέχετε λοιπόν εις εαυτούς, και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το πνεύμα το άγιον σας έθεσεν επισκόπους, δια να ποιμαίνητε την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε δια του αίματος του ιδίου Υιού. Διότι εγώ εξεύρω τούτο, ότι μετά την αναχώρησίν μου θέλουσιν εισέλθει εις εσάς λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου· και εξ υμών αυτών θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, δια να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών. Δια τούτο αγρυπνείτε, ενθυμούμενοι ότι τρία έτη νύκτα και ημέραν δεν έπαυσα νουθετών μετά δακρύων ένα έκαστον.»—Πράξ. 20:28-31, ΜΝΚ.
34. Τι εσήμαινε η από τον Παύλο ανάθεσις στους επισκόπους αυτούς της δικής των ευθύνης, και γιατί έπρεπε να θεωρηθούν περισσότερο υπεύθυνοι;
34 Ο Παύλος, έχοντας καθαρισθή ο ίδιος από ευθύνη για το αίμα των, έπρεπε να αναθέση στους πνευματικούς ποιμένας τη δική των ευθύνη. Αν, τώρα, οποιοσδήποτε από εκείνους τους προειδοποιημένους, πλήρως εκπαιδευμένους επισκόπους, εξετελείτο με την κρίσι του Θεού και έχανε την αιώνια ζωή, αυτό δεν θα ήταν από σφάλμα του Παύλου. Αυτός δεν θα ήταν υπεύθυνος για την απώλεια από μέρους των της αιωνίου ζωής. Η ενοχή για το αίμα των αν εχύνετο ή για τη ζωή των αν εχάνετο θα ήταν δική των, όχι του Παύλου. Ως διαπαιδαγωγημένοι, εκπαιδευμένοι επίσκοποι, είχαν λάβει περισσότερη διδασκαλία και επίβλεψι και καθοδηγία από όση είχε λάβει το Ιουδαϊκό και Εθνικό κοινόν ή από όση ακόμη είχαν λάβει γενικώς τα μέλη της εκκλησίας. Συνεπώς, ήσαν πιο υπεύθυνοι, διότι εγνώριζαν περισσότερα και είχαν περισσότερα πλεονεκτήματα.
35. Τι είπε τελικά ο Παύλος σ’ αυτούς προτού προσευχηθή μαζί τους;
35 Ο Παύλος, έχοντας συμπεριφερθή τόσο πιστά ως Χριστιανός διάκονος και επίσκοπος στην Έφεσο στα τρία χρόνια της παρουσίας του και της δράσεώς του εκεί, και έχοντας τώρα δώσει σ’ αυτούς την τελική αυτή προειδοττοίησι, ήταν σε κατάλληλη θέσι να πη στους Εφεσίους επισκόπους: «Και τώρα, αδελφοί, σας αφιερόνω εις τον Θεόν και εις τον λόγον της χάριτος αυτού, όστις δύναται να εποικοδομήση και να δώση εις εσάς κληρονομίαν μεταξύ πάντων των ηγιασμένων. Αργύριον ή χρυσίον ή ιμάτιον ουδενός επεθύμησα. Σεις δε αυτοί εξεύρετε ότι εις τας χρείας μου και εις τους όντας μετ’ εμού αι χείρες αύται υπηρέτησαν. Κατά πάντα υπέδειξα εις εσάς, ότι ούτω κοπιάζοντες πρέπει να βοηθήτε τους ασθενείς, και να ενθυμήσθε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε, Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.» Κατόπιν ο Παύλος προσηυχήθη μαζί τους.—Πράξ. 20:32-36.
36. Πώς μπορούσε ο Παύλος πράγματι να εμπιστευθή τους Εφεσίους εκείνους Χριστιανούς στον Θεό;
36 Ο Παύλος μπορούσε πράγματι να ‘αφιερώση’ ή εμπιστευθή τους Εφεσίους επισκόπους και την εκκλησία στον Θεό. Τους είχε διδάξει για τον Ιεχωβά Θεό τον Πατέρα του Κυρίου Ιησού Χριστού και τους είχε φέρει σε σχέσι με τον Θεό. Επί τρία χρόνια τουλάχιστον ημέρα και νύχτα, δεν είχε συστολή να αναγγείλη σ’ αυτούς όλη τη βουλή του Θεού. Αναμφιβόλως, μέσω του Παύλου ως αποστόλου, το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησίας, αν όχι όλοι τους, είχαν λάβει το άγιο πνεύμα και τα θαυματουργικά του χαρίσματα. (Πράξ. 19:1-7) Τώρα, λοιπόν, που έπρεπε να τους αφήση, χωρίς ελπίδα να τον ιδούν πάλι, ο Παύλος έπρεπε να τους εμπιστευθή στον πάντοτε παρόντα, πάντοτε ζώντα Φροντιστήν, Ιεχωβά Θεό, στον οποίον ο Παύλος τους είχε οδηγήσει ώστε να γίνουν οι ‘ηγιασμένοι’ Του, το ποίμνιο των προβάτων του.
37. Πώς μπορούσε ο Παύλος πράγματι να τους εμπιστευθή στον ‘λόγον της χάριτος του Θεού’;
37 Ο Παύλος μπορούσε συγχρόνως να εμπιστευθή τους Εφεσίους εκείνους επισκόπους στον «λόγον της χάριτος [του Θεού]», διότι τους είχε διδάξει τον λόγον του Θεού. Τους εξήγησε τις Εβραϊκές Γραφές από τη Γένεσι ως τον Μαλαχία. Τους έφερε επίσης τους λόγους και τις διδασκαλίες του Κυρίου Ιησού Χριστού, καθώς και τις αποκαλύψεις που αυτός ο ίδιος είχε λάβει θαυματουργικώς μέσω του Χριστού. Έγραψε, επίσης, την προς Εφεσίους Επιστολή, η οποία έγινε μέρος του γραπτού λόγου του Θεού. Με αποτελεσματικές μεθόδους διδασκαλίας ο Παύλος εισήγαγε τον λόγον του Θεού στη διάνοιά τους ώστε να παραμείνη μαζί τους και αν ακόμη τους εγκατέλειπε για καλό. Μπορούσε, λοιπόν, ασφαλώς να τους εμπιστευθή σ’ αυτόν τον λόγον και στη διαφωτιστική, διαφυλακτική, προστατευτική, αγιαστική του δύναμι. Ήταν υγιής, υγιεινή, Γραφική διδασκαλία, και εγνώριζε ο Παύλος ότι μπορούσε να τους οικοδομήση πνευματικώς και να τους βοηθήση να λάβουν τελικά την ουράνια βασιλεία, την υποσχεμένη «κληρονομίαν μεταξύ πάντων των ηγιασμένων». Ο Παύλος έτσι άφησε τα πρόβατα του Θεού σε ασφαλή διατήρησι.
ΔΕΝ ΚΑΤΕΣΙΩΠΗΘΗ ΑΠΟ ΧΡΗΜΑ ΑΙΜΑΤΟΣ
38. Απέναντι ποιας εκπληρώσεως καθήκοντος δεν θεωρούσε ο Παύλος τη ζωή του πολύτιμη γι’ αυτόν;
38 Ο απόστολος Παύλος δεν θεωρούσε πολύτιμη γι’ αυτόν τη φυσική του ζωή αρκεί μόνο να μπορούσε να εκπληρώση πιστά τη διακονία του και να βοηθήση άλλους να διαφύγουν την αιώνια καταστροφή και να κερδίσουν αιώνια ζωή. Ο σκοπός του, λοιπόν, δεν ήταν να χρηματισθή με τα αγαθά νέα του Θεού. Ο σκοπός του ήταν να μπορέση να τηρηθή καθαρός από ευθύνη για το αίμα άλλων ανθρώπων που ηπειλείτο να χυθή με την εκτέλεσι της κρίσεως του Θεού.
39. Με ποια ελατήρια απέδιδε ο Παύλος τη ζωοπάροχη διακονία του;
39 Συνεπώς ο Παύλος απέδιδε δωρεάν τη ζωοπάροχη διακονία του, χωρίς επιβάρυνσι για εκείνους που ζητούσαν σωτηρία. Δεν χρησιμοποιούσε τον λόγον του Θεού ως μέσον εισοδήματος, εμπορικοποιώντας τον έτσι. Όταν είχε την ευκαιρία, ειργάζετο σε κοσμικό επάγγελμα ως σκηνοποιός, έτσι ώστε η υπηρεσία του ως φύλακος να μην είναι υλικώς αμειβόμενη υπηρεσία όπως η υπηρεσία ενός μισθωτού. Όχι· αλλά φρουρούσε σαν ένας όμοιος με τον Χριστόν υποποιμήν, ο οποίος αγαπούσε και τον Αρχιποιμένα και τα πρόβατα του Αρχιποιμένος. Ο Παύλος ήταν ένας που πραγματικά επιθυμούσε να δη τους άλλους να ζουν και ν’ απολαμβάνουν την χάριν του Θεού μαζί με αυτόν τον ίδιον. Αγαπούσε πραγματικά τον πλησίον του και συνεπώς δεν παραμελούσε τα συμφέροντα του πλησίον του, ώστε να γίνη υπεύθυνος για το αίμα του πλησίον του αν εχύνετο στην εκτέλεσι από μέρους του Θεού. Ήταν ένας που πραγματικά έσωζε ζωές για τη χαρά, το προνόμιο και τα καλά αποτελέσματα τούτου. Εκτιμούσε τον κίνδυνο, στον οποίον ήταν εκτεθειμένος ο πλησίον του και ησθάνετο τον εαυτό του υποχρεωμένον να κάμη κάτι γι’ αυτό με τα μέσα που του είχε εμπιστευθή ο Θεός. Ήθελε, λοιπόν, να σώση τον πλησίον του από απώλεια, αν ο πλησίον του ήθελε να δεχθή τη βοήθεια του Παύλου.
40. Πώς ο Παύλος μας έδωσε το υπόδειγμα για ν’ αποκτήσομε την ευτυχία που απελάμβανε ο Ιησούς;
40 Αυτό θέτει το υπόδειγμα για μας σήμερα. Αν προχωρήσωμε σ’ αυτόν τον ανιδιοτελή δρόμο της αυταπαρνήσεως, με δαπάνη του εαυτού μας, για να μπορέσομε να βοηθήσωμε άλλους ν’ αποκτήσουν αιώνια ζωή, μαθαίνομε και γνωρίζομε πόσο αληθινά είναι τα λόγια του Ιησού που ανέφερε ο Παύλος: «Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.» Στο να βοηθούμε τους ασθενείς, υπάρχει αναψυκτική ευτυχία αν δίδωμε από τον εαυτό μας, αν δίδωμε τη δύναμί μας με την οποία μας έκαμε ισχυρούς ο Θεός. Δεν υπάρχει ευτυχία στο να λαμβάνωμε εκείνο που ισοδυναμεί με χρήμα αίματος, χρήμα που θα κατασιωπούσε τα στόματά μας από το να δώσουν προειδοποίησι και από το να αναγγείλουν «πάσαν την βουλήν του Θεού». Δεν υπάρχει ευτυχία στο να βαστάζωμε ενοχή αίματος απέναντι οιουδήποτε, μόνο αυτοκατάκριτη συνείδησις. Ο Παύλος ήθελε ευτυχία. Κι εμείς, επίσης, θέλομε.
ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
41. Γιατί είμεθα ανυπόμονοι να βοηθήσωμε άλλους να σωθούν από θάνατο και καταστροφή;
41 Εμείς που αγαπούμε σωτηρία, επιθυμούμε πολύ να μοιρασθούμε τη σωτηρία με άλλους. Διαφεύγοντας τον θάνατο και την καταστροφή από τα χέρια του Θεού, είμεθα ανυπόμονοι να κάμωμε και άλλους να σωθούν από τέτοια συμφορά. Όμοια με τον Ιεχωβά Θεό, εμείς ως διάκονοί του και φύλακες του λέμε: «Μήπως εγώ θέλω τωόντι τον θάνατον του ανόμου, . . . και ουχί το να επιστρέψη από των οδών αυτού και να ζήση;» (Ιεζ. 18:23) Έτσι, όμοια με τον Θεό, επιθυμούμε να βοηθήσωμε τον άνομον να επιστρέψη από τις οδούς του και να ζήση. Δεν ευχαριστούμεθα με την προοπτική να κηλιδωθούμε με το αίμα των απολλυμένων, διότι γνωρίζομε ότι πρέπει να κληθούμε να δώσωμε λόγον γι’ αυτό ως οκνηροί φύλακες. Εργαζόμεθα για Χριστοειδή ευτυχία, διότι η ευτυχία αυτή σημαίνει αιώνια ζωή.
42. Γιατί ζούμε σε μια εποχή στην οποίαν υποκείμεθα σε ευθύνη για αίμα, και τι, συνεπώς, δεν τολμούμε να πράξωμε;
42 Όπως στην εποχή του Παύλου, που ήταν λίγο πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας και τη διασπορά του Ιουδαϊκού έθνους, κι εμείς σήμερα ζούμε σ’ έναν καιρό, που το αίμα των ομοεθνών μας και των ομοίων μας πλασμάτων διακυβεύεται. Ο πόλεμος της ημέρας της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος επίκειται, και στο πεδίον της μάχης του Αρμαγεδδώνος, η κρίσις του Θεού εναντίον όλων όσοι αρνούνται και αντιμάχονται το άγγελμα της βασιλείας του Θεού, θα εκτελεσθή. Ως μια παγκόσμια κοινότης θα τακτοποιήσουν τον λογαριασμό αίματος που έχουν με τον Θεό, δίνοντας το δικό τους αίμα, όπως έκαμε η Ιερουσαλήμ και όπως έκαμε η Βαβυλών. (Ματθ. 23:33-38· Ιερεμ. 51:3, 4, 48, 49) Αν ενδιαφερώμεθα να επιζήσωμε από τον πόλεμο της κρίσεως και να ζήσωμε στον νέο κόσμο του Θεού, πρέπει να τηρηθούμε ‘καθαροί από του αίματος πάντων’. Δεν είναι θέλημα του Θεού ν’ αφεθή ο καταδικασμένος αυτός κόσμος σε άγνοια, για την οποία έλλειψι γνώσεως θα απολεσθή. Έχοντας τη Γραφική μας γνώσι, δεν τολμούμε ν’ αφήσωμε τους ανθρώπους σε άγνοια, εκτός αν προτιμούν να παραμείνουν σ’ αυτήν. Πρέπει να τους προειδοποιήσωμε για τον Αρμαγεδδώνα και για τον Γωγ του Μαγώγ, ο οποίος οδηγεί το ανθρώπινο γένος να πολεμήση εκεί εναντίον του Θεού και του Χριστού. Δεν τολμούμε ν’ αφήσωμε τους ανθρώπους να μπορέσουν να επικαλεσθούν άγνοια ενώπιον του Θεού επειδή εμείς παραλείψαμε να αγωνισθούμε για να τους δώσωμε το άγγελμα της σωτηρίας.
43. Πόσο πρόθυμοι πρέπει να είμεθα σχετικά με τούτο, και πώς πρέπει να διακηρύξωμε, χωρίς να συσταλούμε, «πάσαν την βουλήν του Θεού»;
43 Όπως ο Παύλος, πρέπει κι εμείς επίσης να είμεθα πρόθυμοι στο να προειδοποιούμε και διαφωτίζωμε τους ανθρώπους ωσάν να ήταν αυτή η τελευταία μας ειδοποίησις προς εκείνους που βρίσκονται σε κίνδυνο. Πλησιάζει να είναι η τελευταία! Όπως ο Παύλος, είμεθα επιφορτισμένοι από τον Θεό μέσω του Χριστού να κηρύξωμε τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού, αλλά τώρα της βασιλείας του Θεού που ιδρύθη εν δυνάμει. (Ματθ. 24:14) Πρέπει να το κάμωμε αυτό για μαρτυρία και προειδοποίησι, προτού έλθη το τέλος του παλαιού κόσμου. Δεν πρέπει να συσταλούμε να αναγγείλωμε «πάσαν την βουλήν του Θεού». Όπως ο Παύλος, ο οποίος λέγει σ’ εμάς: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς και εγώ του Χριστού», πρέπει να το πράξωμε αυτό κηρύττοντας δημοσία και διδάσκοντας από σπίτι σε σπίτι.—1 Κορ. 11:1.
44. Αν το πράξωμε αυτό, τι θα μπορέσωμε να πούμε τον καιρό που θα αποδώσωμε λογαριασμό, και με ποιες συνέπειες για μας;
44 Αν ενεργήσωμε έτσι, τότε τι θα γίνη; Θα μπορέσωμε, στο χείλος του Αρμαγεδδώνος, να αναλάβωμε τα λόγια του Παύλου και να πούμε χωρίς αισχύνη σε όλο τον κόσμο: «Μαρτύρομαι προς εσάς εν τη σήμερον ημέρα, ότι εγώ είμαι καθαρός από του αίματος πάντων· διότι δεν συνεστάλην να αναγγείλω προς εσάς πάσαν την βουλήν του Θεού.» Έτσι δεν θα πεθάνωμε με κάποια ενοχή αίματος. Με καθαρά χέρια και κεφαλές και υπομνήματα θα εισαχθούμε στον αθώο νέο κόσμο του Θεού, τον κόσμο της ζωής και της ευτυχίας για πάντα.