Ας Αποδείξωμε ότι Είμεθα «Άνθρωποι Ευδοκίας»
1. (α) Τι είπαν ενωμένοι μια στρατιά ουρανίων αγγέλων τον καιρό της ανθρωπίνης γεννήσεως του ‘Χριστού του Κυρίου’; (β) Τι δείχνει ότι πρέπει να είναι λίγοι αυτοί οι ‘άνθρωποι’, σήμερα, κι επομένως ποια ερώτησις εγείρεται;
ΣΤΗΝ ανθρώπινη γέννησι ‘Χριστού του Κυρίου’, ο οποίος επρόκειτο να χρισθή για να ‘κηρύξη ευπρόσδεκτον του Κυρίου ενιαυτόν [έτος ευδοκίας του Θεού]’, στρατιά ουρανίων αγγέλων είπαν μ’ ενωμένη φωνή: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκίας». (Λουκ. 2:13, 14, κριτικόν κείμενον) Χωρίς αμφιβολία, στους δέκα εννέα αιώνες που πέρασαν από τότε και ως αυτή την ημέρα αυτοί οι ‘άνθρωποι ευδοκίας’ απεδείχθη ότι ήσαν λίγοι. Αυτοί υπήρξαν οι ‘άνθρωποι που [ο Θεός] ευνοεί’ (Μόφφατ), οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν την ευδοκία ή εύνοια του Ιεχωβά Θεού. Λίγοι πρέπει να είναι πράγματι, διότι, ιδιαίτερα από το έτος 1914 μ.Χ. ως τώρα, λίγη ειρήνη υπήρξε στη γη και ολοένα περισσότεροι άνθρωποι δείχνουν ότι έχουν την ‘ειρήνην του Θεού, την υπερέχουσαν πάντα νουν’. (Φιλιππησ. 4:7) Πώς, λοιπόν, σ’ αυτή την προχωρημένη ημέρα είναι δυνατόν να γίνωμε ‘άνθρωποι ευδοκίας’ του Θεού; Θέλομε να γίνωμε, δεν είναι έτσι;
2. Ποιο είδος μαθήματος πρέπει να λάβωμε από τους Ιουδαίους του πρώτου αιώνος μ.Χ., και γιατί;
2 Πρέπει να λάβωμε ένα προειδοποιητικό μάθημα από τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης στη διάρκεια του πρώτου αιώνος μ.Χ. Η πείρα της ερημώσεώς των δεν ήταν μόνο ιστορική αλλά και εξεικονιστική, χαρακτηριστική, παραδειγματική. Ο Θεόπνευστος απόστολος Παύλος λέγει: «Ταύτα δε πάντα εγίνοντο εις εκείνους παραδείγματα, και εγράφησαν προς νουθεσίαν ημών, εις τους οποίους τα τέλη των αιώνων έφθασαν». (1 Κορ. 10:6-11) Ασφαλώς με την έλευσι, την ανθρώπινη θυσία, την ανάστασι και την ανάληψι του Ιησού Χριστού στον ουρανό έφθασαν τα τέλη των μακροχρονίων συστημάτων, ακριβώς όπως είναι γραμμένο στην επιστολή προς Εβραίους 9:26: «Τώρα δε άπαξ εις το τέλος των αιώνων εφανερώθη, διά να αθετήση την αμαρτίαν διά της θυσίας εαυτού». Εμείς σήμερα ζούμε σ’ ένα αντίστοιχο τέλος ενός συστήματος πραγμάτων. Αυτό είναι πολύ έκδηλο από το έτος 1914 μ.Χ., όπως αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία η Βιβλική προφητεία και τα παγκόσμια γεγονότα και οι συνθήκες. Για μας, λοιπόν, τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που αναγράφονται στη Βίβλο εγράφησαν ‘προς νουθεσίαν ημών’.
3. (α) Όπως οι Ιουδαίοι των αποστολικών ημερών, σε ποιον καιρό ζούμε; (β) Ποιο μέρος του ‘σημείου . . . της συντελείας του συστήματος πραγμάτων’ λαμβάνει χώρα παγκοσμίως, από πότε και από ποιους;
3 Όπως οι Ιουδαίοι στους αποστολικούς καιρούς του πρώτου αιώνος μ.Χ., έτσι κι εμείς ζούμε στον καιρό της θείας ευδοκίας ή ευνοίας, στον «ευπρόσδεκτον ενιαυτόν του Ιεχωβά». (Ησ. 61:1, 2, ΜΝΚ) Όπως εκείνοι, έτσι κι εμείς ζούμε στο τέλος ενός συστήματος πραγμάτων. Ο Ιησούς Χριστός, όταν έλεγε την προφητεία του για το «σημείον . . . της συντέλειας του αιώνος», είπε στους αποστόλους: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος». (Ματθ. 24:3, 14) Μήπως δεν κηρύττεται «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» σε όλον τον κόσμο σήμερα; Κηρύττεται, όπως πιστοποιούν τα πράγματα. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα από το έτος 1914 μ.Χ., οπότε, όπως ακριβώς υπολογίσθηκε από τον Διεθνή Σύλλογο των Σπουδαστών της Γραφής, οι Καιροί των Εθνών, οι «προσδιωρισμένοι καιροί των εθνών», ετελείωσαν και ήλθε ο ωρισμένος καιρός του Θεού για να ιδρύση τη Μεσσιανική βασιλεία του στους ουρανούς για την απελευθέρωσι του ανθρωπίνου γένους. Από τότε, όχι η πλησιάζουσα βασιλεία του Θεού, αλλ’ η ιδρυμένη βασιλεία του Θεού, θα έπρεπε να κηρυχθή ως αγαθά νέα σε όλον τον κόσμο. Και έχει κηρυχθή έτσι! Από ποιους; Από τους μάρτυρας του Ιεχωβά.
4. (α) Όπως τον πρώτο αιώνα μ.Χ., αυτό το κήρυγμα του ευαγγελίου είναι απόδειξις ποιας στάσεως του Θεού; (β) Γιατί πρέπει να επωφεληθούμε απ’ αυτό;
4 Στον πρώτον αιώνα το κήρυγμα του Θείου αγγέλματος, «Μετανοείτε, διότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών», αποτελούσε απόδειξι της θείας ευδοκίας προς το Ιουδαϊκό έθνος. (Ματθ. 3:1, 2· 4:12-17· Ησ. 9:1, 2) Ομοίως, σήμερα, το κήρυγμα της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού από το έτος 1914 μ.Χ. υπήρξε απόδειξις της θείας ευδοκίας. Αυτό είναι ολοφάνερο αν ληφθή υπ’ όψιν ότι όταν τελειώση αυτό το κήρυγμα της Βασιλείας, «τότε θέλει ελθεί το τέλος», και αυτό το τέλος του παρόντος συστήματος πραγμάτων σημαίνει την «ημέραν εκδικήσεως του Θεού ημών». Διότι ενόσω κηρύττεται ακόμη «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας», και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα από μέρους των μαρτύρων του Ιεχωβά, αυτό αποτελεί απόδειξιν ότι εμείς αυτής της γενεάς ζούμε ακόμη στον ‘ευπρόσδεκτον ενιαυτόν του Ιεχωβά’. Ύστερ’ απ’ όλον αυτόν τον καιρό του κηρύγματος της Βασιλείας, αυτός ο «ενιαυτός» πρέπει να τελειώση, κι εμείς θα πρέπει να επωφεληθούμε από τον ‘ευπρόσδεκτον ενιαυτόν’ προτού ξεσπάση σε όλο αυτό το σύστημα πραγμάτων η ‘ημέρα της εκδικήσεως’. Το κάναμε αυτό ή θα το κάνωμε;
5. Σ’ αυτούς που βρίσκονται σε θέσι σαν τη δική μας σήμερα τι έγραψε ο Παύλος στα εδάφια 2 Κορινθίους 5:21 έως 6:2, και πόσον καιρό πριν από την καταστροφή της Βαβυλώνος;
5 Ζούμε στον καιρό της ευκαιρίας και η ζωή μας διακυβεύεται. Θ’ αγνοήσωμε λοιπόν την ευκαιρία κι έτσι θ’ αφήσωμε τη θεία ευδοκία να μας έχη παρασχεθή εις μάτην, δηλαδή, δεν θ’ αντιληφθούμε τον σκοπό της και θ’ αποτύχωμε να σωθούμε; Σ’ εκείνους που ήσαν σε μια παρόμοια θέσι με τη δική μας σήμερα, ο απόστολος Παύλος υπεστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να γίνη αυτό. Τονίζοντας το σημείο αυτό ο Παύλος παρέθεσε από τον Ησαΐα 49:8, όπου αναγινώσκομε: «Ούτω λέγει ο Ιεχωβά· εν καιρώ δεκτώ [ή, εν ημέρα ευδοκίας (επιδοκιμασίας), περιθωριακή σημείωσις, Μετάφρασις Νέου Κόσμου, έκδοσις 1958] επήκουσά σου, και εν ημέρα σωτηρίας σε εβοήθησα». Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει: «Διότι τον Ιησούν Χριστόν τον μη γνωρίσαντα αμαρτίαν έκαμεν υπέρ ημών αμαρτίαν, διά να γείνωμεν ημείς δικαιοσύνη του Θεού δι’ αυτού. Όντες δε συνεργοί αυτού, παρακαλούμεν ενταυτώ να μη δεχθήτε την χάριν του Θεού ματαίως· (διότι λέγει, «Εν καιρώ δεκτώ επήκουσά σου, και εν ημέρα σωτηρίας σε εβοήθησα»· ιδού τώρα καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού τώρα ημέρα σωτηρίας)». (2 Κορ. 5:21 έως 6:2) Ο Παύλος το έγραψε αυτό περίπου το έτος 55 μ.Χ., δηλαδή περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν καταστραφή η Ιερουσαλήμ στο 70 μ.Χ.
6. (α) Γιατί εμείς σήμερα αντιμετωπίζομε κάτι χειρότερο από εκείνο που επήλθε στους Ιουδαίους το 70 μ.Χ.; (β) Όσον αφορά εμάς, τι δεν επιθυμούμε να μας συμβή σχετικά με την άσκησι της ευδοκίας του Θεού;
6 Με την ίδια επείγουσα ανάγκη το Θεόπνευστο επιχείρημα του αποστόλου Παύλου εφαρμόζεται σήμερα σ’ αυτό το ‘έτος ευδοκίας’. Αντιμετωπίζομε κάτι πολύ χειρότερο και πιο καταπληκτικό από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της στο 70 μ.Χ. Δεν είναι απλώς ένα εθνικό σύστημα πραγμάτων που πλησιάζει στο ολέθριο τέλος του στην «ημέραν εκδικήσεως του Θεού ημών», αλλ’ είναι το παγκόσμιο διεθνές σύστημα πραγμάτων, που περιλαμβάνει όλους τους λαούς, τις φυλές και τις αντιγραφικές θρησκείες. Αν επιθυμούμε η προσευχή στον μόνο ζώντα και αληθινό Θεό να εισακουσθή ευπρόσδεκτα και ν’ απαντηθή, τώρα για λίγον ακόμη καιρό είναι ο ευπρόσδεκτος ενιαυτός προς τούτο. Αν θέλωμε να έχωμε Θεία βοήθεια για να διαφύγωμε την εκτέλεσι στην «ημέραν εκδικήσεως», τώρα είναι η «ημέρα σωτηρίας» γι’ αυτό. Σύμφωνα με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού παραμένει ακόμη ο «ευπρόσδεκτος ενιαυτός του Ιεχωβά». Αν εκτιμούμε την ευκαιρία για αιώνια ζωή με ευτυχία, δεν θα πρέπει να παραβλέψωμε τον σκοπό τής παρ’ αξίαν αγαθότητος του Θεού δηλαδή, δεν θ’ αφήσωμε την εύνοιά του που επεκτείνεται σ’ εμάς να πάη χαμένη.
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ
7. (α) Επομένως ποιο ερώτημα εγείρεται για όλους εκείνους που αγαπούν αιώνια ζωή, και από τι μπορεί να λάβη απάντησι αυτό; (β) Σε ποια πορεία ενεργείας ενεθάρρυναν τους Ιουδαίους ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Ιησούς Χριστός και οι μαθηταί του;
7 Για όλους εκείνους που αγαπούν αιώνια ζωή σ’ ένα δίκαιο νέο σύστημα πραγμάτων εγείρεται το ερώτημα στον κρίσιμο αυτόν καιρό, Πώς μπορώ εγώ να γίνω ένας από τους «ανθρώπους ευδοκίας», ή, Πώς μπορώ εγώ ν’ αποδειχθώ ένας απ’ αυτούς; Και η μια και η άλλη ερώτησις μπορεί θετικά ν’ απαντηθή από τον γραπτό λόγο του μεγάλου Ζωοδότου, του Θεού της ευδοκίας. Στον πρώτον αιώνα διεδίδετο η πρόσκλησις από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και κατόπιν από τον Ιησού Χριστό και τους αποστόλους του: «Μετανοείτε, διότι επλησίασεν η Βασιλεία των ουρανών». Μετά την ανάστασι του Ιησού εκ νεκρών και λίγο πριν αναληφθή στον ουρανό, είπε στους μαθητάς του: «Ούτως είναι γεγραμμένον, και ούτως έπρεπε να πάθη ο Χριστός, και να αναστηθή εκ νεκρών τη Τρίτη ημέρα, και να κηρυχθή εν τω ονόματι αυτού μετάνοια και άφεσις αμαρτιών εις πάντα τα έθνη». (Λουκ. 24:45-47) Την επόμενη μέρα της Πεντηκοστής, όταν πολλοί Ιουδαίοι ρώτησαν, «Τι πρέπει να κάμωμεν;» ο απόστολος Πέτρος είπε: «Μετανοήσατε, και ας βαπτισθή έκαστος υμών εις το όνομα του Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών».—Πράξ. 2:37, 38.
8. Όταν ο Θεός εδέχθη τους απεριτμήτους μη Ιουδαίους μέσα στη Χριστιανική εκκλησία, τι είπαν οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί ότι έδινε Αυτός στα έθνη;
8 Ύστερ’ από τρία έτη και πλέον, όταν οι Ιουδαίοι Χριστιανοί της Ιερουσαλήμ άκουσαν ότι οι απερίτμητοι μη Ιουδαίοι των εθνών είχαν γίνει δεκτοί στη Χριστιανική εκκλησία, είπαν: «Και εις τα έθνη λοιπόν έδωκεν ο Θεός την μετάνοιαν εις ζωήν».—Πράξ. 10:1-11:18.
9. Ποιο βήμα πρέπει ν’ ακολουθήση τη μετάνοια, και πώς ο Πέτρος τονίζει αυτό το βήμα ομιλώντας σ’ ένα Ιουδαϊκό πλήθος στο ναό της Ιερουσαλήμ;
9 Εν τούτοις, η απλή μετάνοια, με την έννοια της εγκαρδίου λύπης και θλίψεως λόγω αμαρτωλότητος και διαπράξεως αμαρτίας, δεν είναι αρκετή. Αυτή πρέπει ν’ ακολουθήται από έργα, από μεταστροφή ή απομάκρυνσι από την αμαρτία και είσοδο στην οδόν της δικαιοσύνης, με την παραγωγή καρπών που αρμόζουν στη μετάνοια. Ο απόστολος Πέτρος ετόνισε το πρόσθετο αυτό βήμα λέγοντας σ’ ένα πλήθος Ιουδαίων στο ναό της Ιερουσαλήμ: «Ο δε Θεός, όσα προείπε διά στόματος πάντων των προφητών αυτού, ότι ο Χριστός έμελλε να πάθη, εξεπλήρωσεν ούτω. Μετανοήσατε λοιπόν και επιστρέψατε, διά να εξαλειφθώσιν αι αμαρτίαι σας, διά να έλθωσι καιροί αναψυχής από της παρουσίας του Ιεχωβά, και αποστείλη τον προκεκηρυγμένον εις εσάς Ιησούν Χριστόν· τον οποίον πρέπει να δεχθή ο ουρανός μέχρι των καιρών της αποκαταστάσεως πάντων όσα ελάλησεν ο Θεός απ’ αιώνος διά στόματος πάντων των αγίων αυτού προφητών». (Πράξ. 3:18-21, ΜΝΚ) Η αποφυγή των αμαρτιών για τις οποίες έγινε μετάνοια θα εξησφάλιζε τη συγχώρησι αυτών των αμαρτιών από τον Ιεχωβά Θεό.
10. Πώς ένα άτομο, μετά τη μετάνοια και τη μεταστροφή του, γίνεται ένας από τους ‘ανθρώπους ευδοκίας’ του Θεού;
10 Η μεταστροφή ή απομάκρυνσις από την αμαρτία πρέπει ν’ ακολουθήται από βάπτισμα στο ύδωρ, είτε στην περίπτωσι του φυσικού Ιουδαίου είτε σ’ εκείνη του απεριτμήτου εθνικού. Όταν ο αναστημένος Ιησούς είπε στους μαθητάς του να πορευτούν και να μαθητεύσουν όλα τα έθνη, προσέθεσε: «Βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος». (Ματθ. 28:19) Το βάπτισμα στο ύδωρ αποτελεί σύμβολο της μετανοίας και της μεταστροφής που έχουν γίνει ήδη και ότι τώρα ο υποψήφιος για το βάπτισμα έχει παρουσιάσει πλήρως τον εαυτό του ή έχει αφιερωθή ανεπιφύλακτα στον Πατέρα, τον Θεό, μέσω του Υιού, Ιησού Χριστού. Με αυτόν τον τρόπο ένας πιστός γίνεται μαθητής του Χριστού, και γι’ αυτόν τον λόγο αυτός γίνεται συγχρόνως ένας από τους ‘ανθρώπους ευδοκίας’ του Θεού, ή «ανθρώπους τους οποίους ευνοεί», ή «ανθρώπους στους οποίους μένει η εύνοιά του», ή στους οποίους παρέχει την ειρήνη του.—Λουκ. 2:14, Μόφφατ· Νέα Αγγλική Βίβλος.
11. Με το να ερχώμεθα έτσι στον Θεό, τίνος παράδειγμα ακολουθούμε, όταν είχε λάβει χώρα η εκπλήρωσις ποιας προφητείας;
11 Με το να έρχωνται έτσι να πράξουν το ευάρεστο στον Θεό, όχι μόνο υπακούουν στην εντολή του Χριστού, αλλά και μιμούνται το άξιο παράδειγμά του. Όταν ο Ιησούς παρουσιάσθηκε στον Θεό στον καιρό του βαπτίσματός του στον Ιορδάνη Ποταμό από τα χέρια του Ιωάννου του Βαπτιστού, εκπληρώθηκαν οι προφητικοί λόγοι του Ψαλμού 40:7, 8, που αποτελούσαν την έκφρασι της καρδίας του Ιησού: «Τότε είπα, Ιδού, έρχομαι· εν τω τόμω του βιβλίου είναι γεγραμμένον περί εμού· χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου· και ο νόμος σου είναι εν τω μέσω της καρδίας μου».
12. (α) Πού βρίσκονται εκείνα τα προφητικά λόγια του ψαλμωδού τα οποία εφαρμόζονται σε ωρισμένες περιπτώσεις στον Ιησού; (β) Ομοίως, τον καιρό του βαπτίσματος τι ερχόμεθα να κάνωμε για ν’ αποκτήσωμε την ευδοκία του Θεού;
12 Ο θεόπνευστος συγγραφεύς, στην επιστολή προς Εβραίους 10:5-9 εφαρμόζει αυτά τα λόγια του ψαλμωδού στον καιρό του βαπτίσματος του Ιησού, λέγοντας: «Διά τούτο εισερχόμενος εις τον κόσμον, λέγει, ‘θυσίαν και προσφοράν δεν ηθέλησας, αλλ’ ητοίμασας εις εμέ σώμα. Εις ολοκαυτώματα και προσφοράς περί αμαρτίας δεν ευηρεστήθης. Τότε είπον, ιδού, έρχομαι, (εν τω τόμω του βιβλίου είναι γεγραμμένον περί εμού,) διά να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου’. Αφού είπεν ανωτέρω, ‘Ότι θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα και προσφοράς περί αμαρτίας, δεν ηθέλησας, ουδέ ευηρεστήθης εις αυτάς’· (αίτινες προσφέρονται κατά τον νόμον·) τότε είπεν, ‘Ιδού, έρχομαι, διά να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου’». Αυτό το θέλημα του Θεού ήταν ευάρεστο «θέλημα»· ήταν η ευαρέσκειά του, δηλαδή αυτό που τον ευαρεστούσε. Έτσι με το να έλθη στον καιρό του βαπτίσματος να κάμη αυτό το θείο θέλημα, ο Ιησούς ήλθε να κάμη το ευάρεστο θέλημα και ο Θεός ευηρεστήθη απ’ αυτόν. Ομοίως, όταν εμείς αναλαμβάνουμε να κάνωμε το θέλημα του Θεού, δηλαδή το ευάρεστο σ’ αυτόν, αποκτούμε την ευδοκία Του, την εύνοιά Του.
13. (α) Ως ‘άνθρωποι ευδοκίας’ ταυτιζόμεθα μ’ ένα λαό κάτω από ένα βασιλέα ο οποίος ανήκει σε ποιον; (β) Πώς ενώνονται ενθουσιωδώς στον «αλαλαγμόν»;
13 Ως ‘άνθρωποι ευδοκίας’ του Θεού συνταυτιζόμεθα με τον λαό του, στον οποίον ο ενθρονισμένος Υιός του, Ιησούς Χριστός, τώρα κυβερνά στους ουρανούς ως Βασιλεύς. Προφητικώς είναι γεγραμμένο εν σχέσει με αυτόν τον λαό, στον Ψαλμό 89:15-18, ΜΝΚ: «Μακάριος ο λαός, ο γινώσκων αλαλαγμόν· θέλουσι περιπατεί, Ιεχωβά, εν τω φωτί του προσώπου σου. Εις το όνομά σου θέλουσιν αγάλλεσθαι όλην την ημέραν· και εις την δικαιοσύνην σου θέλουσιν υψωθή. Διότι συ είσαι το καύχημα της δυνάμεως αυτών· και διά της ευμενείας σου θέλει υψωθή το κέρας ημών. Διότι ο Ιεχωβά είναι η ασπίς ημών και ο άγιος του Ισραήλ ο βασιλεύς ημών». Επειδή ο βασιλεύς των δεν ανήκει σε κανένα από τα μη ειρηνικά επίγεια έθνη, αλλ’ ανήκει στον Ιεχωβά Θεό, γι’ αυτό ενώνονται μακαρίως σε μια φωνή χαράς. Ενώνονται ενθουσιωδώς στην κήρυξι «τούτου του ευαγγελίου της βασιλείας» σε όλη την οικουμένη για μαρτυρία σε όλα τα έθνη, για να ειδοποιηθούν αυτά τα έθνη για τη μόνη δικαιωματική κυβέρνησι προτού έλθη το τέλος των στην «ημέραν εκδικήσεως του Θεού ημών».
14. Τι προτιμούν αυτοί οι ‘άνθρωποι ευδοκίας’ αντί να έχουν επάνω των τον θυμό του Βασιλέως, και σε ποιο πλευρό του είναι ανήσυχοι να βρίσκωνται σ’ αυτόν τον καιρό του διαχωρισμού των ανθρώπων;
14 Επιθυμούν να έχουν την εύνοια αυτού του Βασιλέως που ανήκει στον Ιεχωβά. Δεν θέλουν ν’ ακούσουν την έξαψι της οργής του στην «ημέραν της εκδικήσεως» του Θεού. Δεν θέλουν να αισθανθούν τον θυμόν του, αλλά προτιμούν την αναζωογονητική εύνοιά του. Έχουν υπ’ όψιν το εδάφιον Παροιμίαι 19:12: «Η οργή του βασιλέως είναι ως βρυχηθμός λέοντος· η δε εύνοια αυτού ως δρόσος επί τον χόρτον». Οι όμοιοι με πρόβατα μαθηταί ανυπομονούν να βρεθούν στα δεξιά του σ’ αυτόν τον «έσχατον καιρόν» οπότε αυτός διαχωρίζει τους λαούς των κοσμικών εθνών ακριβώς όπως ένας ποιμήν διαχωρίζει τα πρόβατά του από τα ερίφια.—Ματθ. 25:31-46.
ΑΣ ΠΑΡΑΜΕΝΩΜΕ ΣΤΗΝ ΕΥΔΟΚΙΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
15. Αφού γίνωμε άνθρωποι της θείας ευνοίας, τι είναι ανάγκη, να εξακολουθήσωμε να κάνωμε, σύμφωνα με τα εδάφια Παροιμίαι 11:20, 27;
15 Αφού γίνωμε άνθρωποι θείας ευνοίας, είναι ανάγκη να εξακολουθήσωμε ν’ αποδεικνύωμε ότι είμεθα «άνθρωποι ευδοκίας». Αυτό απαιτεί να εμμένωμε στο να επιζητούμε την ευδοκία του με ευθύτητα καρδιάς. Οι Παροιμίες μάς θέτουν καθαρά το ζήτημα, λέγοντας: «Οι διεστραμμένοι την καρδίαν είναι βδέλυγμα εις τον Ιεχωβά· αλλ’ οι άμεμπτοι την οδόν είναι δεκτοί εις αυτόν. Όστις προθυμείται εις το καλόν, θέλει απολαύσει χάριν· αλλ’ όστις ζητεί το κακόν, θέλει επέλθει επ’ αυτόν». (Παροιμ. 11:20, 27, ΜΝΚ) Με την ευθύτητα της καρδιάς μας συνεχίζομε να ερευνούμε τον Λόγον του Θεού για να γνωρίσωμε πώς θ’ απολαύσωμε την ευδοκία του τώρα και για πάντα. Φοβούμεθα να γίνωμε κάτι το βδελυκτό στον Ιεχωβά και να επιφέρωμε κακό επάνω μας στην «ημέραν εκδικήσεως» που επέρχεται ταχέως.
16. Για να είναι βέβαιοι για τη συνεχή ευδοκία του Ιεχωβά, για ποιο πράγμα πρέπει ν’ αναμένουν, και πού, και τι πρέπει να κάμουν, σύμφωνα με τα εδάφια Παροιμίαι 8:34, 35 και Ψαλμός 143:10;
16 Αν εξακολουθήσωμε να ζητούμε ουράνια σοφία και να ενεργούμε σύμφωνα μ’ αυτήν, αναμένοντας πάντοτε οπουδήποτε μπορεί αυτή ν’ αποκτηθή, θα βεβαιωθούμε για την ευδοκία του Ιεχωβά. Αυτό θα μας φέρη ατελεύτητη ευτυχία. Στις Παροιμίες 8:34, 35, ΜΝΚ, η Σοφία προσωποποιημένη μάς ομιλεί, λέγοντας: «Μακάριος ο άνθρωπος, όστις μου ακούση, αγρυπνών καθ’ ημέραν εν ταις πύλαις μου, περιμένων εις τους παραστάτας των θυρών μου· διότι όστις εύρη εμέ, θέλει ευρεί ζωήν και θέλει λάβει χάριν παρά του Ιεχωβά». Ώστε σημαίνει ευτυχία και ζωή και θεία ευδοκία σ’ εμάς το να πηγαίνωμε σε τόπους όπου συναθροίζονται οι ‘άνθρωποι ευδοκίας’ του Ιεχωβά και περιμένουν τακτικά εκεί στους παραστάτας των θυρών για να μπουν μέσα και ν’ ακούσουν την εξέτασι του γραπτού λόγου της σοφίας του Θεού, μακριά από τη σοφία του κόσμου τούτου. Μαζί με τον ψαλμωδό προσεύχονται στον Ιεχωβά: «Δίδαξόν με να κάμνω το θέλημά σου· διότι συ είσαι ο Θεός μου· το πνεύμα σου το αγαθόν ας με οδηγήση εις οδόν ευθείαν». (Ψαλμ. 143:10) Γνωρίζουν ότι αν κάνουν το θέλημά Του θ’ απολαύσουν την ευδοκία Του.
17. Με ποιους είναι ανάγκη να συναθροιζώμεθα, και για να προτρεπώμεθα να κάνωμε τι, για να κερδίσωμε τι από τον Ιεχωβά, σύμφωνα με τα εδάφια Παροιμίαι 12:2, 22;
17 Όσο πλησιάζει η ‘ημέρα της εκδικήσεως’, τόσο περισσότερο σκόπιμο γίνεται για τους ‘ανθρώπους ευδοκίας’ του Ιεχωβά να συναθροίζωνται, με το ελατήριο να κάνουν το καλό προς αλλήλους. Ακριβώς όπως μας συνιστάται στην επιστολή προς Εβραίους 10:24, 25: «Ας φροντίζωμεν περί αλλήλων, παρακινούντες εις αγάπην και καλά έργα· . . . προτρέποντες αλλήλους· και τοσούτω μάλλον, όσον βλέπετε πλησιάζουσαν την ημέραν». Αυτή η πορεία θα μας ενισχύση να εμμείνωμε στην εκτέλεσι πραγμάτων τα οποία είναι ευάρεστα στα όμματα του Ιεχωβά και να είμεθα πιστοί στη διακήρυξι του Λόγου Του. Ποτέ ας μη λησμονούμε τους παροιμιακούς αυτούς λόγους της σοφίας: «Ο Καλός ευρίσκει χάριν [επιδοκιμασίαν, ΜΝΚ· εύνοιαν, Γιανγκ, Ρόδερχαμ] παρά του Ιεχωβά· τον δε μηχανευόμενον κακά θέλει καταδικάσει. Ψευδή χείλη βδέλυγμα εις τον Ιεχωβά· οι δε ποιούντες αλήθειαν είναι δεκτοί εις αυτόν».—Παροιμ. 12:2, 22, ΜΝΚ.
18. Μαζί με ποιο είδος θυσιών θα είναι ευπρόσδεκτες οι προσευχές μας από τον Ιεχωβά;
18 Αν παραμένωμε στην ευδοκία του Ιεχωβά, μπορούμε να έχωμε πεποίθησι ότι αυτός θα εισακούση τις προσευχές μας. Αυτό ειδικά αληθεύει αν αναπέμπωμε τις προσευχές μας μαζί με την απόδοσι «θυσίας αίνου» σ’ Αυτόν και τις θυσίες «αγαθοποιίας και μεταδοτικού», που περιγράφονται στην επιστολή προς Εβραίους 13:15, 16. Τότε ο Ιεχωβά θα ευαρεστηθή από τις προσευχές μας, όπως μας βεβαιώνουν οι Παροιμίες 15:8: «Η θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα εις τον Ιεχωβά· αλλ’ η δέησις των ευθέων ευπρόσδεκτος εις αυτόν».—Ιερεμ. 6:20, ΜΝΚ.
19. Από ποια πρόσφατη περίοδο απεδείχθη ότι πνευματικός οίκος του Ιεχωβά είναι «οίκος προσευχής διά πάντας τους λαούς», και με ποια λόγια προελέχθη αυτό;
19 Στη διάρκεια αυτού του συνεχιζόμενου ακόμη «ευπροσδέκτου ενιαυτού του Ιεχωβά» ο πνευματικός του ναός υπήρξε οίκος προσευχής για όλους τους λαούς. Αυτό ιδιαίτερα συνέβη από το έτος 1935 μ.Χ. οπότε ο Ιεχωβά άρχισε να φέρνη στον πνευματικό του ναό έναν «πολύν όχλον» λάτρεων «εξ όλων των εθνών και φυλών και λαών και γλωσσών» για ν’ αποδίδουν σ’ Αυτόν λατρεία μαζί με το υπόλοιπο των κεχρισμένων μαθητών του Αρνίου Ιησού Χριστού. (Αποκάλ. 7:9-15) Τηρούμενοι πνευματικώς καθαροί και παραμένοντες πιστοί στη Μεσσιανική βασιλεία του έχουν τη χαρά να γνωρίζουν ότι Αυτός δέχεται τις θυσίες αίνου που προσφέρουν και την ανιδιοτελή αγαθοποιία και μεταδοτικότητα στους άλλους. Για την ενθάρρυνσί των, προ πολλού είχε γραφή προφητικά: «Και τούτους θέλω φέρει εις το άγιόν μου όρος, και θέλω ευφράνει αυτούς εν τω οίκω της προσευχής μου· τα ολοκαυτώματα αυτών και αι θυσίαι αυτών θέλουσιν είσθαι δεκταί επί το θυσιαστήριόν μου· διότι ο οίκος μου θέλει ονομάζεσθαι οίκος προσευχής διά πάντας τους λαούς».—Ησ. 56:7.
20. Η προσευχή μας προς τον ουρανό είναι για να ενθυμούμεθα τι, κι επομένως παραμένομε στη συντροφιά εκείνων που χρησιμοποιούν ποιο είδος λόγων;
20 Αποτελεί σήμερα μεγάλη χαρά να είναι κανείς συνταυτισμένος με τους ‘ανθρώπους ευδοκίας’ του Ιεχωβά. Επιθυμούμε να τηρούμεθα καθαροί και πιστοί για να θεωρούμεθα άξιοι να συγκαταλεγώμεθα μεταξύ αυτών. Γι’ αυτό και η συνεχής προσευχή μας προς τον ουρανό είναι: «Μνήσθητί μου, Ιεχωβά, εν τη ευδοκία τη προς τον λαόν σου· επισκέφθητί με εν τη σωτηρία σου». (Ψαλμ. 106:4, ΜΝΚ) Όταν έχωμε τη συντροφιά αυτού του λαού ακούμε λόγους που είναι ευάρεστοι στον Ιεχωβά. «Τα χείλη του δικαίου γνωρίζουσι το ευχάριστον· το στόμα δε των ασεβών τα διεστραμμένα».—Παροιμ. 10:32.
21, 22. (α) Πώς το να είμεθα κάτω από την ευδοκία του Ιεχωβά βρίσκεται σε αντίθεσι με την εποχή που ήμεθα κάτω από την οργή του; (β) Για πόσο χρονικό διάστημα θέλομε να είμεθα κάτω από την ευδοκία Του, και ποιο είδος φωνής να μας συνοδεύη;
21 Κάποτε ήμεθα υπό θείαν οργήν επειδή παρελείψαμε να κάνωμε το θέλημα του Ιεχωβά Θεού ή το ευάρεστον εις αυτόν. Αλλά τώρα που επωφεληθήκαμε απ’ αυτό το «έτος ευδοκίας», η περασμένη εκείνη πείρα φαίνεται σαν να ήταν για μια στιγμή, σαν μια δυσάρεστη σκοτεινή εσπέρα που έχει περάσει. Επαναφέρει στη διάνοια την έκφρασι του ψαλμωδού Δαβίδ μετά την αποκατάστασί σου στη θεία εύνοια: «Διότι η οργή αυτού διαρκεί μίαν μόνον στιγμήν· ζωή όμως είναι εν τη ευμενεία αυτού· το εσπέρας δύναται να συγκατοικήση κλαυθμός, αλλά το πρωί έρχεται αγαλλίασις». (Ψαλμ. 30:5) Επωφελούμενοι οριστικά από το «έτος ευδοκίας» του Ιεχωβά απελευθερωθήκαμε από τη στιγμιαία εσπέρα του κλαυθμού υπό την θείαν οργήν και εισήλθαμε στην ευμενή πρωία της «αγαλλιάσεως».
22 Ας παραμείνωμε στην ευδοκία του Ιεχωβά, όχι για μια μόνο εσπέρα, αλλά για όλη τη ζωή μας. Έχομε την ευκαιρία να το πράξωμε αυτό για όλη την αιώνια ζωή μας. Τότε θα αναπέμπωμε πάντοτε με ικανοποίησι μια φωνή αγαλλιάσεως, διότι θα έχωμε την ευδοκία του Ιεχωβά, και η φωνή μας θα είναι φωνή ευχαριστίας και αίνου προς Αυτόν διά Ιησού Χριστού.