Αποδειχθήτε ότι Είσθε Αληθινοί Μαθηταί του Χριστού
«Εν τούτω δοξάζεται ο Πατήρ μου, εις το να φέρητε καρπόν πολύν· και ούτω θέλετε είσθαι μαθηταί μου.»—Ιωάν. 15:8
1. Τι σημαίνει μαθητής και, επομένως, τι κάνει ένα άτομο μαθητή του Ιησού Χριστού;
ΜΑΘΗΤΗΣ είναι «ένας που διδάσκεται,» ένας που «μαθαίνει.» Γι’ αυτό, οι μαθηταί του Ιησού Χριστού είναι άτομα που δέχθηκαν τη διδασκαλία του και ζουν σύμφωνα με το παράδειγμα που έθεσε αυτός όταν ήταν στη γη. Αν πρόκειται, λοιπόν, να είμεθα αληθινοί μαθηταί του Υιού του Θεού, καλά θα κάνωμε να εξετάσωμε τη δράσι του στη γη για να καθορίσωμε τι ακριβώς απαιτείται από εμάς.
2. Όπως φαίνεται από τις Γραφές, ποιος ήταν ο κύριος αντικειμενικός σκοπός του Ιησού Χριστού;
2 Όλη η πορεία της ζωής του Ιησού συγκεντρωνόταν γύρω από την υπηρεσία. Αυτός είπε στους μαθητάς του: «Το εμόν φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα του πέμψαντός με και να τελειώσω το έργον αυτού.» (Ιωάν. 4:34) «Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε δια να υπηρετηθή, αλλά δια να υπηρετήση και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών.» (Ματθ. 20:28) Τι ακριβώς εννοούσε μ’ αυτές τις δηλώσεις;
3. Πώς η συνομιλία του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα αποκαλύπτει ότι η ‘τροφή’ του ήταν η εκτέλεσις του θελήματος του Πατρός του;
3 Ο Ιησούς ήταν κουρασμένος, πεινασμένος και διψασμένος όταν εκάθησε στην πηγή του Ιακώβ κοντά στην πόλι των Σαμαρειτών, τη Σιχάρ. Αλλ’ όταν επλησίασε μια Σαμαρείτις για ν’ αντλήση νερό, επωφελήθηκε από την ευκαιρία να κάνη καλό. Ελησμόνησε την κόπωσί του και την πείνα του, και βρήκε χαρά και δύναμι να πράξη το έργο του Πατρός του, βοηθώντας αυτή τη γυναίκα να μάθη για την ευπρόσδεκτη λατρεία. (Ιωάν. 4:6-34) Πράγματι, για τον Ιησού, η εκτέλεσις του θελήματος του Πατρός του ήταν σαν ‘φαγητόν.’ Τον συντηρούσε. Ο κύριος σκοπός του στη ζωή ήταν να βοηθήση τους άλλους πνευματικώς. Οι δικές του υλικές ανάγκες ήσαν δευτερεύουσες. Ο Ιησούς έζησε σε πλήρη αρμονία με τη νουθεσία που έδωσε στους άλλους: «Μη μεριμνήσητε λοιπόν λέγοντες, Τι να φάγωμεν ή τι να πίωμεν ή τι να ενδυθώμεν; Διότι πάντα ταύτα ζητούσιν οι εθνικοί· επειδή εξεύρει ο Πατήρ σας ο ουράνιος ότι έχετε χρείαν πάντων τούτων. Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή.»—Ματθ. 6:31-33.
4. Πώς πρέπει να εννοήσωμε τα λόγια του Ιησού ότι ‘ήλθε όχι για να υπηρετηθή αλλά για να υπηρετήση’;
4 Το γεγονός ότι ο Ιησούς ήλθε για να διακονήση ή υπηρετήση δεν σημαίνει ότι δεν εδέχετο καμμιά ατομική υπηρεσία. Αυτό δεν μπορούσε να συμβαίνη, διότι διαβάζομε στις Γραφές για γυναίκες που τον ‘υπηρετούσαν.’ (Ματθ. 27:55) Η υπηρεσία που απέδιδαν αυτές οι γυναίκες μπορεί να περιελάμβανε την παρασκευή φαγητών και την κατασκευή, επιδιόρθωσι και πλύσιμο ενδυμάτων. Εν τούτοις, η διακονία των ήταν, αυστηρά εθελοντική. Ο Ιησούς Χριστός δεν ήλθε στη γη ‘για να διακονηθή’ με την έννοια ότι δεν ήλθε αναζητώντας να υπηρετηθή, δηλαδή να τον υπηρετήσουν άλλοι. Ο ίδιος έκαμε το μεγαλύτερο μέρος της υπηρεσίας. Εθεράπευσε ασθενείς, χωλούς και αναπήρους, απέδωσε το φως στους τυφλούς, άνοιξε στόματα μουγγών και τα αυτιά κωφών, και εξέβαλε από πολλούς τα δαιμόνια που τους κατείχαν. Σ’ εκείνους που ανταπεκρίθησαν, η διακήρυξις της αληθείας του Θεού έφερε παρηγοριά, πνευματική θεραπεία και απαλλαγή από πνευματική αιχμαλωσία. Ο Ιησούς Χριστός εξεπλήρωσε πιστά τον σκοπό του χρίσματός του, ο οποίος αναγράφεται στο εδάφιο Ησαΐας 61:1, ΜΝΚ: «Πνεύμα Ιεχωβά του Θεού είναι επ’ εμέ· διότι ο Ιεχωβά με έχρισε δια να ευαγγελίζωμαι εις τους πτωχούς· με απέστειλε δια να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω ελευθερίαν εις τους αιχμαλώτους και άνοιξιν δεσμωτηρίου εις τους δεσμίους.»
5. Πώς αντιδρούσε ο Ιησούς όταν τα πλήθη διέκοπταν την προσωπική του ησυχία;
5 Κάτι επίσης εξαιρετικό ήταν το στοργικό ενδιαφέρον του Ιησού για κείνους τους οποίους υπηρετούσε μ’ αυτό τον τρόπο. Ακόμη και όταν η προσωπική ησυχία του διεκόπτετο από τα πλήθη, αυτός δεν απαντούσε μ’ ένα τραχύ, οργισμένο ή δυσάρεστο τρόπο. Για το πώς αντιδρούσε, διαβάζομε τα εξής: «Εσπλαγχνίσθη δι’ αυτούς, επειδή ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα, και ήρχισε να διδάσκη αυτούς πολλά.» (Μάρκ. 6:34) «Και δεχθείς αυτούς ελάλει προς αυτούς περί της βασιλείας του Θεού, και τους έχοντας χρείαν θεραπείας ιάτρευεν.»—Λουκ. 9:11.
6. Πώς ο Ιησούς εξεπλήρωσε τα λόγια του εδαφίου Ησαΐας 42:3;
6 Ποτέ ο Ιησούς Χριστός δεν καταφρόνησε τους πτωχούς και τους πάσχοντες. Ο τρόπος με τον οποίο φέρθηκε στους καταδυναστευομένους εξεπλήρωσε τα λόγια του εδαφίου Ησαΐας 42:3: «Κάλαμον συντεθλασμένον δεν θέλει συντρίψει και λινάριον καπνίζον δεν θέλει σβύσει.» (Ματθ. 12:20) Οι θλιμμένοι ήσαν σαν καλάμια σπασμένα και σαν φυτίλια έτοιμα να σβήσουν, λόγω ελλείψεως λαδιού στα λυχνάρια. Αναγνωρίζοντας την αξιολύπητη κατάστασί τους ο Ιησούς δεν την έκαμε χειρότερη με μια σκληρή μεταχείρισι. Όχι, έδειξε στοργικότητα σ’ αυτούς, ενσταλλάζοντάς τους ανανεωμένη δύναμι κι ελπίδα.
7. Τι αποδεικνύει ότι ο Ιησούς ήταν πράγματι «ταπεινός την καρδίαν;»
7 Ο Ιησούς Χριστός, μολονότι ήταν Κύριος ή Διδάσκαλος, δεν προσελάμβανε μια ανώτερη στάσι απέναντι εκείνων τους οποίους υπηρετούσε. Εφέρετο με τέτοιον τρόπο ώστε η τελειότης του δεν έκανε τους άλλους να αισθάνωνται ότι είναι ευτελείς και κατώτεροι, να αισθάνωνται ενόχλησι με την παρουσία του. Ο Ιησούς ήταν εντελώς διαφορετικός από άτομα που έχουν εξέχουσες ικανότητες, αλλά συχνά αναστατώνονται γρήγορα και ανυπομονούν απέναντι εκείνων που έχουν περιορισμένες δυνατότητες. Μολονότι οι μαθηταί του ήσαν κατά καιρούς απρόσεκτοι και επιλήσμονες, ο Υιός του Θεού ποτέ δεν ήταν πολύ αυστηρός σ’ αυτούς. Επειδή ήταν «ταπεινός την καρδίαν,» κατεδέχετο να διδάσκη εκείνους οι οποίοι κατεφρονούντο ως αμαθείς.—Ματθ. 11:28-30· Ιωάν. 7:47-49.
8. Πώς εξακολούθησε ο Ιησούς να αισθάνεται για τους συμπατριώτας του παρά την αδιαφορία και την εναντίωσί των;
8 Ούτε και η αδιαφορία και η εναντίωσις τόσων συμπατριωτών του δεν εμείωσε το ενδιαφέρον του Ιησού γι’ αυτούς. Ο Ιησούς ήθελε να βοηθήση όλους. Απευθυνόμενος στην Ιερουσαλήμ, είπε: «Ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε.» (Ματθ. 23:37) Κατόπιν, όταν προέβλεπε την τρομερή καταστροφή που θα επήρχετο στην πόλι, ο Ιησούς έκλαυσε. Εθλίβη, επειδή εγνώριζε ότι όλα τα παθήματα που θα επήρχοντο στον λαό από τα χέρια των Ρωμαϊκών στρατευμάτων θα μπορούσαν ν’ αποφευχθούν αν αυτοί οι άνθρωποι απλώς μετανοούσαν και τον εδέχοντο ως τον κεχρισμένο δούλο που απέστειλε ο Θεός, τον Μεσσία.—Λουκ. 19:41-44.
9. Ποια ήταν η υπέρτατη έκφρασις της αγάπης του Ιησού;
9 Αληθινά, ο Ιησούς έδωσε ένα τέλειο παράδειγμα του τι σημαίνει υπηρεσία χάριν των άλλων. Τι θέρμη, τι καλωσύνη, τι αγάπη επέδειξε! Τελικά, σε μια υπέρτατη έκφρασι της αγάπης του παρέδωσε την ψυχή ή ζωή του ως αντίλυτρο για το αμαρτωλό ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό μπορούσε να λέγη από πριν στους μαθητάς του: «Μεγαλητέραν ταύτης αγάπην δεν έχει ουδείς, του να βάλη τις την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού. Σεις είσθε φίλοι μου, εάν κάμνητε όσα εγώ σας παραγγέλλω.»—Ιωάν. 15:13, 14.
ΜΠΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΑΤΕΛΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΑ ΤΟ ΠΡΑΞΟΥΝ
10. Γιατί μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι μπορούμε να μιμηθούμε το τέλειο παράδειγμα του Ιησού;
10 Μπορούν όμως ατελείς άνθρωποι να μιμηθούν το τέλειο παράδειγμα του Ιησού Χριστού; Οπωσδήποτε μπορούν. Ο απόστολος Παύλος το έκαμε αυτό καθώς και πολλοί άλλοι αφοσιωμένοι μαθηταί του Ιησού. Ο Παύλος ενεθάρρυνε τους Χριστιανούς της Κορίνθου ως εξής: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς και εγώ του Χριστού.»—1 Κορ. 11:1.
11. Πώς αισθανόταν ο απόστολος Παύλος για τους συμπατριώτες του;
11 Όπως ο Ιησούς Χριστός, έτσι και ο απόστολος Παύλος είχε γνήσιο ενδιαφέρον και αγάπη για τους ανθρώπους. Εθλίβετο ιδιαίτερα για την απιστία των συμπατριωτών του. Στην επιστολή του προς Ρωμαίους, ο απόστολος έγραψε: «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, έχων συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν πνεύματι αγίω, ότι έχω λύπην μεγάλην και αδιάλειπτον οδύνην εν τη καρδία μου. Διότι ηυχόμην αυτός εγώ να ήμαι ανάθεμα από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου.»—Ρωμ. 9:1-3.
12. Γιατί ήταν ιδιαίτερα αξιόλογο το μεγάλο ενδιαφέρον του Παύλου για τους Ιουδαίους;
12 Λόγω των όσων εκήρυττε ο Παύλος, οι συμπατριώται του τον θεωρούσαν αποστάτη, ως κάποιον που δεν τους αγαπούσε. Εν τούτοις, αυτό ήταν τελείως αντίθετο με τα αισθήματα του Παύλου. Η συνείδησίς του, διαφωτισμένη από το άγιον πνεύμα, μαρτυρούσε τη μεγάλη του αγάπη γι’ αυτούς. Ήταν πρόθυμος να κάνη τα πάντα για να μπορέση να βοηθήση τους συμπατριώτας του να λάβουν σωτηρία. Αυτό είναι πολύ αξιόλογο, όταν λάβωμε υπ’ όψι ότι εκείνοι ήσαν υπεύθυνοι κατά μέγα μέρος για τα δεινοπαθήματα που υπέστη ο Παύλος. Ο απόστολος, σε μια επιστολή προς τους Κορινθίους, εδήλωσε: «Υπό των Ιουδαίων πεντάκις έλαβον πληγάς τεσσαράκοντα παρά μίαν, τρις ερραβδίσθην, άπαξ ελιθοβολήθην.»—2 Κορ. 11:24, 25.
13. Μέχρι ποίου βαθμού ήταν πρόθυμος ο Παύλος να βοηθήση τους Ιουδαίους αδελφούς του;
13 Σημειώστε ωστόσο μέχρι ποίου βαθμού είπε ο Παύλος ότι ήταν πρόθυμος να τους βοηθήση: «Ηυχόμην αυτός εγώ να ήμαι ανάθεμα από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου.» (Ρωμ. 9:3) Έτσι, ο απόστολος εξέφρασε την προθυμία του ν’ αναλάβη ο ίδιος το ανάθεμα που εβάρυνε τους απίστους συμπατριώτας του, οι οποίοι παρέλειψαν να επωφεληθούν από το θείο μέσον σωτηρίας με την ουράνια ζωή υπ’ όψιν. (Παράβαλε με Γαλάτας 3:13.) Τα λόγια του αποκαλύπτουν το βάθος της ανιδιοτελούς αγάπης του. Ο Παύλος ήταν πρόθυμος να κάνη ό,τι μπορούσε για να βοηθήση τους Ιουδαίους.
14. Πώς εμείς πρέπει να υποκινούμενα να ενεργούμε προς εκείνους που είναι αδιάφοροι ή που εναντιώνονται στα ‘αγαθά νέα’; Γιατί;
14 Εμείς, σήμερα, ως μαθηταί του Ιησού Χριστού, πρέπει να έχωμε το ίδιο είδος ενδιαφέροντος για τους απίστους. Δεν πρέπει ν’ αφήνωμε την εναντίωσι ή την αδιαφορία των να εγείρη μέσα μας αισθήματα κακής θελήσεως. Αυτά τα άτομα είναι μέλη της ανθρωπίνης οικογενείας για την οποία πέθανε ο Χριστός. (Ρωμ. 5:6-8) Και είναι θέλημα του Ιεχωβά να συνεχισθή να τους παρέχεται η ευκαιρία να έλθουν σε μετάνοια ενόσω ζουν ή ως τότε που ο Θεός θα εξαλείψη κάθε αδικία. (2 Πέτρ. 3:9) Όταν το εκτιμήσωμε αυτό με την καρδιά μας, θα υποκινηθούμε να σκεφθούμε προσεκτικά και με προσευχή τι θα μπορούσαμε να κάνωμε για να βοηθήσωμε τους άλλους πνευματικώς. Τότε θ’ ακολουθήσωμε τη νουθεσία του Ιησού: «Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους, οίτινες σας καταρώνται.»—Ματθ. 5:44.
15. Τι δείχνει ότι η ζωή μας τώρα ως μαθητών του Χριστού αποτελεί τον καλύτερο τρόπο ζωής;
15 Καλά θα κάνωμε, επίσης, να σκεφθούμε τι σημαίνουν τα ‘αγαθά νέα’ για μας ατομικά. Το να είναι κανείς μαθητής του Ιησού Χριστού αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, τον καλύτερο τρόπο ζωής. Απαλλασσόμεθα από το να χρησιμοποιούμε τις ενέργειές μας σε μάταιες προσπάθειες για να διαιωνισθούν τα κοσμικά συστήματα που είναι καταδικασμένα να καταστραφούν. Φυλαγόμεθα από ανάμιξι στην ανηθικότητα και την ανομία του κόσμου. Γι’ αυτό και δεν λαμβάνομε πείρα του πόνου και της οδύνης που προέρχεται από την παραβίασι των εντολών του Θεού. (Κολ. 3:5-10, 12-14) Εκτός από τα παρόντα οφέλη, έχομε τη μεγαλειώδη ελπίδα για αιώνιο ζωή κάτω από δίκαιες συνθήκες. (2 Πέτρ. 3:13) Τι καλό θα ήταν αν μπορούσαν να βοηθηθούν κι άλλοι άνθρωποι για να έχουν αυτή την ελπίδα ως μαθηταί του Ιησού Χριστού!
16. Γιατί είναι ουσιώδες να παρασχεθή στους ανθρώπους η ευκαιρία να μάθουν την αλήθεια όσο το δυνατόν ταχύτερα;
16 Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη των ‘αγαθών νέων’ σήμερα. Αύριο μπορεί να είναι αργά. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι, επειδή ένα άτομο δεν γνωρίζει τα ‘αγαθά νέα,’ μπορεί να καταστρέψη τη ζωή του. Μια πράξις ανηθικότητος, μια βίαιη έξαψις θυμού, κατάχρησις ναρκωτικών και τα παρόμοια μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα μια ανεπανόρθωτη ζημία. Εκτός απ’ αυτό, η ημέρα και η ώρα που θ’ αναλάβη δράσι ο Ιεχωβά Θεός εναντίον του ασεβούς κόσμου είναι άγνωστη. (Ματθ. 24:36-44) Πρέπει, λοιπόν, να χρησιμοποιήσωμε τον υπόλοιπο χρόνο με σύνεσι προσπαθώντας να βοηθήσωμε τους άλλους ν’ αποκτήσουν σωτηρία. (Πράξ. 18:6) Πρέπει να αισθανώμεθα όπως και ο απόστολος Παύλος: «Ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω.»—1 Κορ. 9:16.
ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ
17. Τι είναι ανάγκη να κάνωμε, εκτός από το κήρυγμα, για ν’ αποδειχθούμε μαθηταί του Ιησού Χριστού;
17 Το ν’ αποδεικνυώμεθα ότι είμεθα μαθηταί του Χριστού δεν περιορίζεται στη διακήρυξι των ‘αγαθών νέων.’ Περιλαμβάνει και το να υποβοηθούμε άτομα που έχουν πραγματική ανάγκη και να τους φερώμεθα στοργικά, ασχέτως του πώς αυτοί ενεργούν απέναντί μας. (Ρωμ. 12:17-20) Εν τούτοις, το να φροντίζη κανείς για τις ανάγκες της οικογενείας του έχει προτεραιότητα σε σύγκρισι με τη φροντίδα για τις ανάγκες των ξένων και, γι’ αυτό, η ευθύνη απέναντι των ομοπίστων προηγείται από τις υποχρεώσεις μας προς τους απίστους. (1 Τιμ. 5:8) Η συμβουλή της Αγίας Γραφής είναι: «Άρα λοιπόν ενόσω έχομεν καιρόν, ας εργαζώμεθα το καλόν προς πάντας, μάλιστα δε προς τους οικείους της πίστεως.»—Γαλ. 6:10.
18. (α) Τι ευθύνη έχομε απέναντι των πνευματικών αδελφών που βρίσκονται σε φυσική ανάγκη; (β) Πότε ένας Χριστιανός δεν έχει υποχρέωσι να προσφέρη υλική βοήθεια σε κάποιον που έχει ανάγκη;
18 Πολλές ευκαιρίες παρουσιάζονται για να κάνωμε το καλό στους ομοπίστους. Ένα ατύχημα, μια φυσική καταστροφή ή κάποια άλλη συμφορά μπορεί να φέρη μερικούς απ’ αυτούς σε μια κατάστασι ανάγκης. Εμείς, μιμούμενοι τον Ιησού Χριστό, πρέπει οπωσδήποτε να κάνωμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσωμε τους πνευματικούς αδελφούς μας. Ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Εκ τούτου γνωρίζομεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έβαλε· και ημείς χρεωστούμεν υπέρ των αδελφών να βάλλωμεν τας ψυχάς ημών. Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου και θεωρή τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ’ αυτού, πώς η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ; Τεκνία μου, μη αγαπώμεν με λόγον μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν.» (1 Ιωάν. 3:16-18) Φυσικά, αν ένα άτομο είναι απερίσκεπτο νωθρό και απρόθυμο να δεχθή τη διαθέσιμη εργασία που μπορεί να κάνη, ένας Χριστιανός δεν έχει υποχρέωσι να το βοηθήση οικονομικώς. Ο Βιβλικός κανών είναι αυτός: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται μηδέ ας τρώγη.»—2 Θεσσ. 3:10.
19. Σύμφωνα με αυτά που έγραψε ο απόστολος Παύλος, πώς θα μπορούσαμε να βοηθήσωμε τους ομοπίστους μας πνευματικά;
19 Πολύ πιο συχνά, ομόπιστοι έχουν πνευματικές ανάγκες. Σύμφωνα με το εδάφιο 1 Θεσσαλονικείς 5:14, όλοι μέσα στην εκκλησία έχουν μια ευθύνη να κάνουν ό,τι μπορούν για να παράσχουν πνευματική βοήθεια. Διαβάζομε τα εξής: «Νουθετείτε τους ατάκτους, παρηγορείτε τους ολιγοψύχους, περιθάλπετε τους ασθενείς, μακροθυμείτε προς πάντας.» Μερικοί μπορεί να παραμελούν τις Χριστιανικές υποχρεώσεις των και, επομένως, είναι ανάγκη να νουθετούνται. Οι γηραιότερες γυναίκες, παραδείγματος χάριν, ίσως είναι ανάγκη να νουθετούν «τας νέας να ήναι φίλανδροι, φιλότεκνοι, σώφρονες, καθαραί, οικοφύλακες, αγαθαί, ευπειθείς εις τους ιδίους αυτών άνδρας.» (Τίτον 2:4, 5) Εκείνοι που είναι αποθαρρυμένοι ή κακοδιάθετοι λόγω προβλημάτων ή δοκιμασιών έχουν ανάγκη ενθαρρύνσεως. Δεν θα μπορούσαν να εποικοδομηθούν αυτοί ακούοντας τις Γραφικές σκέψεις που βοήθησαν κι εσάς; Δεν θα ήταν ενισχυτικό γι’ αυτούς να βεβαιωθούν για το ενδιαφέρον σας; Μπορεί να υπάρχουν μερικοί που έχουν αδύνατη συνείδησι. Εκείνοι, λοιπόν, που έχουν ισχυρή συνείδησι πρέπει να βαστάζουν την αδυναμία των αδελφών περιορίζοντας την άσκησι των δικαιωμάτων τους. (Ρωμ. 15:1-3) Επειδή όλοι στην εκκλησία είναι ατελείς, πρέπει να είμεθα πρόθυμοι ν’ ανεχώμεθα τα σφάλματα των άλλων με αγάπη και να συγχωρούμε ο ένας τον άλλον ελεύθερα και από την καρδιά μας. (Κολ. 3:13) Το να βοηθούμε ο ένας τον άλλον θα ενισχύση βέβαια τους δεσμούς της αγάπης.
20. (α) Τι μας διακρίνει πραγματικά ως μαθητάς του Χριστού; (β) Τι προκύπτει από το να δίνωμε από τον εαυτό μας χάριν των άλλων;
20 Με αυτοθυσιαστική αγάπη για τους πιστούς και τους απίστους αποδεικνυόμεθα ότι είμεθα μαθηταί του Χριστού. (Ιωάν. 13:34, 35) Αυτό σημαίνει να δαπανούμε δυνάμεις, χρόνο, υλικούς πόρους, και τον εαυτό μας ακόμη, για να προαγάγωμε την πνευματική ευημερία των άλλων. Το να δίνωμε έτσι από τον εαυτό μας δεν πρέπει να μας κάνη να φρονούμε ότι πτωχαίνομε. Αντιθέτως, η ευτυχία μας εξακολουθεί ν’ αυξάνη διότι, «μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.» (Πράξ. 20:35) Είθε, λοιπόν, να εξακολουθήσωμε να βαθύνωμε τη χαρά μας μιμούμενοι τον Ιησού Χριστό σ’ ένα μεγαλύτερο βαθμό και ν’ αποδεικνυώμεθα πάντοτε αφοσιωμένοι μαθηταί του.