Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Επειδή οι συγγραφείς της Βίβλου χρησιμοποιούσαν τα πρώτα ονόματα, όπως οι απόστολοι που καλούσαν αλλήλους Πέτρο και Ιωάννη και Παύλο, μερικοί ισχυρίζονται ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε τα πρώτα ονόματα στις συναθροίσεις μας σήμερα, και διατείνονται ότι η χρήσις του «αδελφέ» ή «αδελφή» πριν από το επώνυμο, φαίνεται πάρα πολύ σαν να μοιάζη με τις συνήθειες μερικών ψευδών θρησκειών. Πώς θ’ απαντούσατε σεις σ’ αυτούς;—Α. Ρ., Καλιφόρνια.
Χρησιμοποιούμε τους όρους «θεοκρατία» και «Χριστιανός» και άλλες εκφράσεις, παρά το γεγονός ότι τους χρησιμοποιούν και οι ψευδείς θρησκείες. Δεν είναι ανάγκη να εγκαταλείψωμε την κατάλληλη χρήσι αυτών των όρων, απλώς διότι άλλοι τους χρησιμοποιούν κακώς. Δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι αποτελεί ψευδή θρησκείαν η χρήσις των όρων «αδελφός» και «αδελφή» μαζί με το επώνυμο, διότι και οι Γραφές το πράττουν κατά περιστάσεις. Και αν οποιαδήποτε μετάφρασις λέγη παραδείγματος χάριν, «Αδελφέ Σαούλ» είτε «Σαούλ αδελφέ», αυτό διόλου δεν επηρεάζει την έννοια του ζητήματος. (Πράξ. 9:17· 22:13· 1 Κορ. 16:12· 2 Πέτρ. 3:15) Επί πλέον, οι εκφράσεις αυτές δεν καθίστανται τυπικοί τίτλοι, που ξεχωρίζουν μερικά άτομα από άλλα, όπως η παρά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας χρήσις των όρων διακρίνει μερικούς «ιερωμένους» από τους λαϊκούς. Ο Ιησούς δεν επέτρεψε τέτοιες διαιρέσεις, αλλ’ ετόνισε την ίση θέσι όλων των Χριστιανών όταν είπε: «Πάντες δε σεις αδελφοί είσθε.»—Ματθ. 23:8.
Η χρήσις των πρώτων ονομάτων θα έθετε διάφορα προβλήματα. Αν ένα άτομο ήταν νέο στην ομάδα μας, ή αν δεν ήμεθα καλά γνωρισμένοι με αυτόν, θα εφαινόμεθα πολύ εξοικειωμένοι χρησιμοποιώντας το μικρό του όνομα από το βήμα. Αν ο διευθύνων το μάθημα ήταν σε εφηβική ηλικία και μερικοί από την εκκλησία ήσαν στα εξήντα κι εβδομήντα τους χρόνια, ο νεαρός οδηγός του μαθήματος, αν απηυθύνετο στους πρεσβυτέρους την ηλικία με τα μικρά τους ονόματα, θα εφαίνετο σαν να υστερούσε από απόψεως καταλλήλου σεβασμού, ιδίως μάλιστα εφόσον σε πολλές περιπτώσεις δεν θα ήταν πολύ γνωστός σ’ αυτούς τους γεροντοτέρους και συνεπώς δεν θα είχε το θάρρος να τους καλή με τα μικρά τους ονόματα, ακόμη και σε φιλική συνομιλία εκτός του βήματος. Μια άλλη περίστασις: μια γυναίκα μπορεί να είναι στην αλήθεια, κι ο άνδρας της να μην είναι, και μπορεί αυτός να έλθη σε μια συνάθροισι. Ακούει έναν άλλον άνδρα να καλή τη σύζυγο του με το μικρό της όνομα, και μάλιστα από το βήμα ενώπιον όλης της εκκλησίας. Όπως είναι ευνόητο, δεν του αρέσει αυτό. Λόγω, λοιπόν, αυτής, καθώς και άλλων περιστάσεων, ποιους θα καλήτε με το μικρό τους όνομα; Μερικοί θα θίγωνται αν το κάνετε αυτό· άλλοι θα προσβάλλονται αν δεν το κάνετε. Όλες οι δυσχέρειες εξαφανίζονται, αν, όταν είμεθα στο βήμα, χρησιμοποιούμε επώνυμα για όλους, περιλαμβανομένων και των ατόμων της ιδίας μας οικογενείας. Έτσι αποφεύγομε διαίρεσι της εκκλησίας απευθυνόμενοι σε άλλους με τον ένα τρόπο και σε άλλους με τον άλλο. Φυσικά, τους νεοφερμένους, που δεν είναι στην αλήθεια, δεν θα τους καλούμε ως αδελφούς ή αδελφές, εφόσον δεν υφίσταται η πνευματική σχέσις που νοείται με αυτές τις λέξεις. Ωστόσο, σε νεοφερμένους σπάνια απευθυνόμεθα από το βήμα στη διάρκεια των συναθροίσεων, εφόσον αυτοί παρευρίσκονται για ν’ ακούσουν.
Η χρήσις ονομάτων, όπως λόγου χάριν Πέτρος και Ιωάννης και Παύλος μέσα στη Γραφή, μπορεί να φαίνεται σε μερικούς ως επιχείρημα για τη χρησιμοποίησι των μικρών ονομάτων. Αλλ’ αυτά τα ονόματα δεν ήσαν τα μικρά ονόματα, με υπονόησι ότι ακολουθούνται από επώνυμα. Ήσαν, κατά το πλείστον, τα μόνα ονόματα. Μερικοί είχαν και παρώνυμα. Λόγου χάριν, το όνομα που εδόθη ως πρώτο στον Πέτρο ήταν «Σίμων», αργότερα δε ωνομάσθη «Κηφάς», κατά την Αραμαϊκή, ή «Πέτρος», κατά την Ελληνική. Σε μερικά κείμενα καλείται «Σίμων Πέτρος»· «Πέτρος», λοιπόν, ήταν μάλλον επώνυμο παρά κύριον όνομα. Στο Μάρκος 3:16 λέγεται μάλιστα: «Σίμωνα, τον οποίον επονόμασε Πέτρον». Εν τούτοις, αυτό δεν ήταν επώνυμο ή επίθετο, όπως έχομε σήμερα, αλλ’ ήταν μάλλον ένα παρωνύμιο ή πρόσθετο όνομα, που εδόθη επειδή ήταν ειδικά κατάλληλο, όπως συνηθίζετο συχνά από τους Εβραίους. Τα επώνυμα, όπως τα γνωρίζομε σήμερα, δεν υπήρχαν μεταξύ των Ιουδαίων των Βιβλικών χρόνων. Το Λεξικό της Γραφής Ουεστμίνστερ (1944), σελίς 418, λέγει: «Επώνυμα δεν υπήρχαν μεταξύ των Εβραίων· τα άτομα προσδιωρίζοντο με την προσθήκη του ονόματος της πόλεως των στο προσωπικό τους όνομα, όπως λόγου χάριν, Ιησούς ο από Ναζαρέτ, Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, Μαρία η Μαγδαληνή, Ναούμ ο Ελκοσαίος· ή με δήλωσι της καταγωγής των, όπως, Σιμών Βαριωνάς· με τις διαθέσεις των, το επάγγελμα των, ή άλλο χαρακτηριστικό, ως Σίμων Πέτρος, Νάθαν ο προφήτης, Ιωσήφ ο ξυλουργός, Ματθαίος ο τελώνης, Σίμων ο Ζηλωτής, και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης».
Σ’ αυτό τα σημείο η Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία, έκδοσις 1942, λέγει τα εξής υπό τον τίτλον «Ονόματα»: «Ούτε οι Εβραίοι, ούτε οι Αιγύπτιοι, ούτε οι Ασσύριοι, ούτε οι Βαβυλώνιοι, ούτε οι Πέρσαι, ούτε οι Έλληνες, είχαν επώνυμα· το ίδιο μπορεί να λεχθή και για τους Ρωμαίους στην αρχαιότερη περίοδο της ιστορίας των». (Τόμος 19, σελ. 685) Αυτή η πηγή πληροφορίας συνεχίζει κι αποδεικνύει ότι το σημερινό μας σύστημα επωνύμων ήλθε μόνο ύστερ’ από αιώνες. Όλα δε αυτά καταδεικνύουν ότι οι Βιβλικοί χαρακτήρες δεν είχαν μικρά ονόματα, όπως τα θεωρούμε σήμερα, στα οποία επακολουθούσε ένα επώνυμο για τυπικώτερη χρήσι· επομένως, το ότι εχρησιμοποιούντο τα ονόματα Πέτρος και Ιωάννης και Παύλος και άλλα παρόμοια που μας φαίνονται σαν πρώτα ονόματα, δεν δείχνει καμμιά οικειότητα μεταξύ των πρώτων Χριστιανών και των αποστόλων. Ήταν το έθιμον της εποχής εκείνης.
Ποιά είναι σήμερα η ενδεδειγμένη τήρησις διατυπώσεων; Όταν γίνεται σύστασις δύο ξένων, χρησιμοποιούνται τα επώνυμα, ώσπου να γνωρισθούν καλά μεταξύ των. Αν υπάρχη μεγάλη διαφορά σε ηλικία, ο νεώτερος ποτέ δεν θα έπρεπε να καλή τον πρεσβύτερο με το μικρό του όνομα. Όταν άνθρωποι συγκεντρώνωνται σε μια σοβαρή συνάθροισι, η καλή συμπεριφορά επιβάλλει να χρησιμοποιούνται τα επώνυμα. Αυτός είναι ο συνήθης τρόπος πλησιάσματος, που είναι και ο πιο σεμνός και αξιοσέβαστος. Εμείς, λοιπόν, στη διάρκεια των εκκλησιαστικών συναθροίσεών μας, μπορούμε να μιμούμεθα αυτή τη συνήθεια εν σχέσει με τα επώνυμα. Εν τούτοις, αντί να χρησιμοποιούμε τα κοσμικά, Κύριος ή Κυρία ή Δεσποινίς πριν από το επώνυμο, χρησιμοποιούμε τις λέξεις, που δείχνουν ότι εμείς απολαμβάνομε μια πολύ στενότερη σχέσι από τους κοσμικούς.
Η Κυριακή Προσευχή αρχίζει με το «Πάτερ ημών», που σημαίνει ότι είναι Πατήρ πολλών, οι δε πολλοί αυτοί, που απευθύνονται σ’ Εκείνον έτσι, είναι κατ’ ανάγκην αδελφοί και αδελφές, όλοι σε μια οικογενειακή σχέσι με τον Θεό επί κεφαλής. Ώστε, όταν απευθύνωμεθα ο ένας στον άλλον ως αδελφό ή αδελφή στις συναθροίσεις μας, εξαίρομε αυτή την ευλογητή σχέσι ή πνευματική, οικογενειακή ενότητα. Αυτή η θαυμάσια σχέσις είναι εκείνη, που κάνει τους μάρτυρας του Ιεχωβά τόσο διαφορετικούς, τόσο διακριτικούς προς αλλήλους, τόσο προθύμους να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Είμεθα ευγνώμονες γι’ αυτή τη σχέσι, έτοιμοι να την ομολογήσωμε, να την επικαλεσθούμε, χωρίς αισχύνη ή στενοχώρια που το πράττομε αυτό εξαιτίας του τι θα εσκέπτετο ένας κοσμικός. Οι κοσμικοί καλούν ο ένας τον άλλον με τα κύρια ονόματά τους σε πολλές περιστάσεις. Μας καλούν και τους καλούμε με τα κύρια ονόματα τους. Αυτό δείχνει μόνο παράλειψι τύπων ή καλή γνωριμία. Αλλ’ όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις «αδελφέ» ή «αδελφή», αυτό δείχνει μια εύλογη τη σχέσι, μια οικογενειακή σχέσι κάτω από τον ένα Πατέρα, τον Ιεχωβά Θεό. Είναι μια σχέσις πολύ στενότερη και πιο πολύτιμη από οποιαδήποτε σχέσι που δείχνεται με τη χρήσι των πρώτων ονομάτων, Έτσι δεν είναι;
● Γιατί ο Ματθαίος και ο Μάρκος θεωρούν τη μεταμόρφωσι ως γενομένη ύστερ’ από έξη μέρες, αφότου ο Ιησούς έκαμε κάποια υπόσχεσι στους μαθητάς του, ενώ το Ευαγγέλιο του Λουκά λέγει ότι έγινε ύστερ’ από οκτώ μέρες;—Ι. Σ., Ηνωμένες Πολιτείες.
Προφανώς ο Ματθαίος κι ο Μάρκος δεν υπελόγισαν την πρώτη και την τελευταία μέρα· μάλλον, αυτοί υπελόγισαν ότι έξη ολόκληρες μέρες μεσολαβούσαν μεταξύ της υποσχέσεως του Κυρίου Ιησού στους αποστόλους του και της ημέρας της μεταμορφώσεως. (Ματθ. 17:1· Μάρκ. 9:2) Ο Λουκάς, πρέπει να σημειώσωμε, δεν ομολογεί ότι δίνει το ακριβές χρονικό διάστημα. Αναφέρει ότι η μεταμόρφωσις έγινε ‘έως οκτώ ημέρας μετά τους λόγους τούτους’. (Λουκ. 9:28) Αφού ο Λουκάς υπολογίζει τμήματα της πρώτης και της τελευταίας ημέρας ως ολόκληρες ημέρες, προτιμά να ορίση την περίοδο σε στρογγυλούς αριθμούς—«έως οκτώ ημέραι.» Έτσι, ο Λουκάς ανέφερε τον αριθμό των ημερών από μια διαφορετική άποψι, και δεν υπάρχει πραγματικά αντίφασις.