Πώς η Θρησκεία Σας Συγκεντρώνει Χρήματα;
ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ χρήματα για τη διατήρησι ενός οίκου, ενός επαγγέλματος ή μιας κυβερνήσεως. Απαιτείται επίσης χρήμα για τη διατήρησι της λειτουργίας μιας θρησκευτικής οργανώσεως. Πολλές και ποικίλες είναι οι μέθοδοι, που χρησιμοποιούνται από τις εκκλησίες και τους ναούς για τη συγκέντρωσι των απαιτουμένων χρημάτων. Ποια μέθοδο χρησιμοποιεί η δική σας θρησκεία; Και το σπουδαιότερο: Ποια μέθοδο δείχνει ο λόγος του Θεού, η Γραφή, ως την προτιμότερη;
Οι πιο λαοφιλείς μέθοδοι, που χρησιμοποιούνται από πολλές θρησκείες για τη συγκέντρωσι χρημάτων, περιλαμβάνουν εκκλησιαστικά δείπνα, αρτοποιίαν και εκποιήσεις, αγορές και ψημένα βόδια ακόμη. Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα το εσφαλμένο στις ενέργειες αυτές καθ’ εαυτές, αλλ’ όταν χρησιμοποιούνται για συγκέντρωσι χρημάτων για θρησκευτικούς σκοπούς, ο Χριστιανός, φυσικά, αισθάνεται τον πειρασμό ν’ αναζητήση κάποια Γραφική βάσι ή προηγούμενο που υποστηρίζει τη χρήσι των. Αλλ’ η αναζήτησις είναι εις μάτην, διότι ούτε ο Ιησούς ούτε οι απόστολοι έδωσαν αρχή σ’ αυτές τις μεθόδους συγκεντρώσεως χρημάτων. Πραγματικά, τα γεύματα που επρομήθευε ο Ιησούς ήσαν δωρεάν.—Μάρκ. 6:35-44· 8:1-9.
Άλλοι, πάλι, συγκεντρώνουν χρήματα για τις εκκλησίες των με τυχερά παιγνίδια, όπως είναι το μπίνγκο, τα λαχεία και οι λοταρίες. Πρέπει να κλονίζη την ψυχική γαλήνη μερικών μελών εκκλησιών το να διαβάζουν δημοσιεύματα του τύπου όπως αυτά: «Εκκλησιαστική Λαχειοφόρος Αγορά Εκλείσθη από την Αστυνομία», και «Κατάσχεσις Φιλανθρωπικών ‘Τροχών’.» Μερικοί μπορεί να είναι επιφυλακτικοί στο να θεωρήσουν τούτο ως τυχηρό παιγνίδι. Έτσι η αλλιώς, μπορεί να τους φανή ότι, αφού το τυχηρά παιγνίδια συνδέονται με το έργον της εκκλησίας, είναι απομακρυσμένα από τον τομέα της ανηθικότητος. Μπορεί δε να φρονούν ότι ‘πράγματι δεν υπάρχει βλάβη, αφού τα χρήματα δεν τα οικειοποιούνται άτομα για προσωπικό πλουτισμό τους.’ Αλλά λίγη σκέψις πάνω στο θέμα αυτό θα μας αποκαλύψη ότι κάποιος βλάπτεται, τουλάχιστον οικονομικώς. Εφόσον αυτά τα σχέδια αποβλέπουν στη συγκέντρωσι χρημάτων για την εκκλησία, τότε θα υπάρχη κάποιος που κερδίζει—η εκκλησία. Και εφόσον θα υπάρχη κάποιος που κερδίζει θα υπάρχη και κάποιος που χάνει—εκείνος που λαμβάνει μέρος, θα υποβοηθήση, λοιπόν, αυτό εκείνον που λαμβάνει μέρος ν’ αντιμετωπίση τις οικονομικές υποχρεώσεις του στο σπίτι του και αλλού; Μπορεί να νομίζη ότι αυτό είναι απλώς ένας τρόπος για να βοηθηθή να διάγη σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του προς την εκκλησία του. Αλλά θα μπορούσε πάντοτε να εισφέρη το χρήμα στην εκκλησία ανάλογα με τα διαθέσιμα μέσα του. Πολλά εξαρτώνται από το αν δυσανασχετή ή αν αισθάνεται ευτυχία όταν δίνη, πράγμα που συνιστά η Γραφή. (Πράξ. 20:35) Φυσικά, υπάρχουν περισσότερα από οικονομικές υποχρεώσεις που πρέπει να εξετασθούν. Οι άνθρωποι ενώνονται με τις εκκλησίες ως μέσα προσεγγίσεως των στον Θεό. Αλλά μπορεί ειλικρινώς να λεχθή ότι η συγκέντρωσις χρημάτων με τυχηρά παιγνίδια προσελκύει τους ανθρώπους περισσότερο στον Θεό; Ο Θεός λαλεί εναντίον εκείνων που ‘ετοιμάζουν τράπεζαν εις τον Γάδην [«τον Θεόν της Καλής Τύχης», ΜΝΚ]’.—Ησ. 65:11.
Μερικές εκκλησίες κάνουν χρήσι των υπηρεσιών επαγγελματιών χρηματοσυλλεκτών, οι οποίοι χρησιμοποιούν όλες τις σύγχρονες τεχνικότητες της πωλητικής για να εκβιάσουν εκκλησιαστικά μέλη να κάνουν μεγαλύτερες εισφορές. Υπάρχουν, επίσης, και «ψυχολογικά στρατηγήματα», που διαφημίζονται από οργανώσεις τέτοιες, όπως είναι το Αμερικανικό Ινστιτούτο Παρορμήσεως σε Έρευνα, που υποδεικνύονται σε κληρικούς έναντι τιμήματος. Αλλά ποιά είναι η επίδρασις στα μέλη των εκκλησιών, όταν αρχίσουν να κατανοούν ότι τυγχάνουν μεταχειρίσεως με «τεχνάσματα» και «στρατηγήματα» κάθε Κυριακή; Μπορεί να δίνουν, αλλά είναι ιλαροί δόται;
ΔΙΑΤΗΡΗΣΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Έπειτα, κι άλλες εκκλησίες επεδόθησαν σε εμπορικές πράξεις για να συγκεντρώσουν χρήματα. Έτσι, η Εφημερίς του Μιλουώκη, Ουισκόνσιν, 25ης Φεβρουαρίου 1962 ανέγραψε ότι «Οι Εκκλησίες ‘Θησαυρίζουν’ στο Εμπόριο», και ότι «Πολλές Θρησκευτικές Αποχρώσεις Αποκομίζουν Κέρδη από μια Μεγάλη Ποικιλία μη Θρησκευτικών Επιχειρήσεων, από τους Χώρους Σταθμεύσεως ως τα Οινοποιεία». Κάτω απ’ αυτές τις επικεφαλίδες, η Εφημερίς συνέχισε:
«Ακριβώς μέσ’ από την εξώθυρα ενός μεγάλου χώρου διασκεδάσεων στη Νέα Ιερσέη, μια μαυροφορεμένη καλογρηά κάθεται σε μια πτυσσόμενη καρέκλα, δεχόμενη μ’ ένα θερμό ‘ο Θεός να σας ευλογή’ κάθε νόμισμα, που πέφτει μέσα στη σιγαροθήκη που είναι στην αγκαλιά της. Να επαιτή δεν εντρέπεται. Αλλ’ αν είναι το χρήμα αυτό που επιζητεί, το πραγματικό χρήμα, η ταπεινή της μέθοδος είναι τόσο ανάρμοστη με την εκκλησιαστική σκηνή του 1962, όσο είναι και τα ψιθυριστά της ‘χαίρε Μαρία’ με τα καλλιοπικά τραχύφωνα ουμ-πα-πα. . . . Θα μπορούσε, λόγου χάριν, να βγάλη ένα καθαρό κέρδος για την εκκλησία της με την απόκτησι ενός χώρου σταθμεύσεως, ή ενός εστιατορίου, ή ενός διαμερίσματος σε κάποιο οικοδόμημα, ή ενός ανθρακωρυχείου. . . . Ή θα μπορούσε να κάνη εξαίρετα γλυκά, ή να ψήνη καλό ψωμί, ή να κάνη νέο κονιάκ. . . . Αυτά είναι μόλις μια φούχτα από τις επικερδείς επιχειρήσεις, που επιδιώκονται σήμερα από τις εκκλησίες μέσα στη χώρα.»
Αλλ’ είναι αναγκαία η κερδοφόρος εργασία για τη διατήρησι της θρησκευτικής δράσεως; Δεν υπάρχει, βέβαια, τίποτα το εσφαλμένο στο να εμπορεύεται ένας Χριστιανός. Ο απόστολος Παύλος και άλλοι από τους πρώτους Χριστιανούς ειργάζοντο για οικονομικό κέρδος, όταν αυτό ήταν αναγκαίο. Αλλ’ αναγκαίο για τι; Αναγκαίο για τις ατομικές τους ανάγκες, για να συντηρηθούν ως ενεργοί διάκονοι του Θείου λόγου. Δεν αναγράφεται ότι η ίδια η Χριστιανική εκκλησία του πρώτου αιώνος έκαμε ποτέ κοσμική εργασία για τη δική της συντήρησι. Ο Ιησούς δεν ησθάνετο καμμιά ανάγκη να συλλέξη χρήματα για τη διεξαγωγή της διακονίας του. Όταν κάποιος πλούσιος νεαρός άρχων ήλθε να τον συμβουλευθή για τις Θείες απαιτήσεις, ο Ιησούς δεν του είπε να επενδύση κι επεκτείνη τα πλούτη του για να συμβάλη στη διακονία. Μάλλον, του είπε ότι καλά θα έκανε ν’ απαλλαγή από τα υλικά του βάρη για ν’ αφιερωθή στο διακονικό του έργον ως ακόλουθος του Ιησού.—Ματθ. 6:19, 20· 19:16-25.
ΖΗΤΩΝΤΑΣ Ή ΕΠΑΙΤΩΝΤΑΣ
Το δημοσίευμα που παρέθεσαμε από την Εφημερίδα του Μιλουώκη έλεγε για μια καλογρηά που επαιτούσε για την εκκλησία της. Ο Ρότζερ Λόυδ, θρησκευτικός συντάκτης του Μαγχεστριανού Γκουάρντιαν, εδήλωσε κάποτε ότι έκαμε δυο επευφημίες όταν, ύστερ’ από είκοσι χρόνια, έπαυσε να είναι ένας ενοριακός ιερεύς. Η μια απ’ αυτές τις επευφημίες ήταν για τον εορτασμό του γεγονότος ότι δεν θα έπρεπε πια να επαιτή για χρήματα. Αναμφιβόλως, ένας από τους τρόπους, με τους οποίους επαιτούσε για την εκκλησία του, ήταν η περιφορά του δίσκου. Η κοινή αυτή συνήθεια δεν θεωρείται συνήθως ως επαιτεία, αλλ’ ο υπαινιγμός που περιέχεται ισοδυναμεί με επαιτεία.
Μέγα μέρος αυτής της μορφής συγκεντρώσεως χρήματος γίνεται δια του ταχυδρομείου, όπως όταν ο Μπίλλυ Γκραμ εξαποστέλλη ταχυδρομικά δελτάρια ζητώντας βοήθεια για να εξοφλήση τα ελλείμματα που υπέστη από τη διαφημιστική εκστρατεία. Μια επιστολή που απεστάλη από τις ιεραποστολές των Ανυπόδητων Πατέρων των Παθών, που βρίσκονται στα νότια των Ηνωμένων Πολιτειών, αρχίζει ως εξής: «Αγαπητέ Φίλε: Εχρειάσθη ποτέ να επαιτήσετε; Είθε ο Θεός να μη επιτρέψη ποτέ να χρειασθή αυτό. Είναι ένα πολύ δυσάρεστο έργον—ένα έργον που συχνά συναντά σκληρές αρνήσεις και πικρά, αφιλάγαθα λόγια, ή απλώς αδιαφορία. Ως τόσο, πρέπει να επαιτούμε. Ο ιερεύς στην αποστολή είναι αναγκασμένος να είναι ένας επαίτης υπέρ του Χριστού.»
Αλλά μπορούμε να φαντασθούμε την υπόθεσι του Θεού σε τόσο τρομερές στενότητες, ώστε οι δούλοι του να πρέπει να επαιτούν για να τη διατηρούν ζωντανή; Έχει νόημα η επαιτεία υπέρ του Θεού; Είναι κατάλληλο να επαιτή κανείς για Εκείνον στον οποίον ανήκει το σύμπαν, «τα κτήνη τα επί χιλίων ορέων»; Οι ιερείς και οι Λευίται υπό τον Μωσαϊκό νόμο ποτέ δεν εθεώρησαν αναγκαίο να επαιτήσουν. Όταν, στις ημέρες του Νεεμία, οι Ισραηλίται παρέλειψαν να φροντίσουν κατάλληλα για τη λατρεία του ναού, οι Λευίται πήγαν να εργασθούν στους αγρούς για να φροντίσουν για τις ανάγκες των.—Ψαλμ. 50:10-12· Δευτ. 12:19· Νεεμ. 13:10.
Η ίδια αρχή εφηρμόζετο και στην εποχή των αποστόλων του Ιησού. Όταν οι συγ-Χριστιανοί του αποστόλου Παύλου παρέλειψαν να τον συντηρήσουν στη διακονία του, ο Παύλος ειργάζετο ως σκηνοποιός. Ενήργησε κατά τον κανόνα που ετέθη από τον Ιησού: «Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.» Ο Παύλος έθεσε το πρότυπο για τους Χριστιανούς.—Πράξ. 18:3· 20:34, 35· 1 Κορ. 11:1.
ΔΕΚΑΤΑ
Ίσως η εκκλησία σας είναι μια απ’ εκείνες που συγκεντρώνουν χρήματα δια των δεκάτων. Μερικά από τα μικρότερα δόγματα, όπως είναι οι Αντβεντισταί της Εβδόμης Ημέρας και οι Μορμόνοι, εφήρμοζαν τα δέκατα επί πολύν καιρό, αλλά σήμερα υπάρχει μια συγκεκριμένη τάσις για χρησιμοποίησί των και στη Ρωμαιοκαθολική και στην Προτεσταντική εκκλησία. Ιδιαίτερο ζήλο σ’ αυτό επιδεικνύει το Αμερικανικό Ρωμαιοκαθολικό εβδομαδιαίο περιοδικό Ο Κυριακάτικος Επισκέπτης Μας. Ένας «Πατήρ» Ιωσήφ Παίην λέγει: «Πρόκειται για θείο σχέδιο, όχι ανθρώπινο, να δίνη κάθε μισθωτός 10 τοις εκατό για τα έργα Του. . . . Αν αμφισβητούμε την ορθότητα των δεκάτων, αμφισβητούμε τη σοφία του Θεού.» Λέγεται ότι κάθε οικογένεια πρέπει να δεκατίζη το ακαθάριστο εισόδημα και τούτο άσχετα με το μέγεθος της οικογενείας και το μικρό ποσόν του εισοδήματος.
Αλλ’ είναι ο δεκατισμός «Θείο σχέδιο»; Όχι, λέγει ο Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Γρηγόριος Μπάουμ, καθηγητής της θεολογίας στο Κολλέγιο του Αγ. Μιχαήλ, Τορόντο, Καναδά. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι είναι «Θείο σχέδιο», λέγει αυτός, είναι επικίνδυνο, «διότι όχι μόνο διακηρύττει εσφαλμένη διδασκαλία, αλλά και νοθεύει τη συνείδησι των ανθρώπων και προξενεί άγχος κι εξέγερσι. Η θεία διδασκαλία που είχε δοθή στον Ισραήλ κατηργήθη. . . . Ως Χριστιανοί είμεθα ελεύθεροι από τον νόμο του Μωυσέως. Η περιτομή, τα δέκατα και άλλες εντολές δεν είναι πια για μας. Είναι η δεκάτη νόμος της εκκλησίας; Η απάντησις είναι πολύ απλή. Δεν είναι.» Εν τούτοις, η Καθολική Σύνοδος του Τρεντ του δεκάτου έκτου αιώνος έφθασε στο σημείο να διατάξη τη δεκάτη επί ποινή αφορισμού.
Ο Γρηγόριος Μπάουμ μπορεί να σφάλλη ως προς τη Ρωμαιοκαθολική διδασκαλία στο θέμα των δεκάτων, αλλά δεν σφάλλει ως προς το τι διδάσκει περί αυτού η Γραφή. Όταν ο Ιησούς Χριστός κατήργησε δια του θανάτου του «τον νόμον των εντολών των εν τοις διατάγμασι», κατήργησε και τα δέκατα επίσης.—Εφεσ. 2:14, 15· Ρωμ. 6:14.
Αν τα δέκατα ήσαν για τους Χριστιανούς, θα υπήρχε κάποια ένδειξις προς τούτο στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, αλλά ματαίως αναζητούμε μια τέτοια ένδειξι. Μολονότι ο δεκατισμός μνημονεύεται περίπου σαράντα φορές στη Γραφή, υπάρχουν μόνο τρεις χωριστές και διακεκριμένες παραπομπές σ’ αυτόν στη λεγόμενη Καινή Διαθήκη.
Η πρώτη απ’ αυτές τις παραπομπές είναι εκεί όπου ο Ιησούς είπε: «Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί· διότι αποδεκατίζετε . . . και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου, την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν.» Μια άλλη παραπομπή βρίσκεται στα λόγια του αυτοδικαιουμένου Φαρισαίου της παραβολής του Ιησού: «Νηστεύω δις της εβδομάδος, αποδεκατίζω πάντα όσα έχω.» Και τρίτη παραπομπή βρίσκεται σε μια εξέτασι του θέματος στην επιστολή προς Εβραίους, όπου ο δεκατισμός μνημονεύεται για να δειχθή η ανωτερότης του ιερατείου του Ιησού, αλλ’ όχι για να δειχθή ότι ο δεκατισμός είναι για τους Χριστιανούς.—Ματθ. 23:23· Λουκ. 11:42· 18:12· Εβρ. 7:4-9.
Η απλή λογίκευσις πάνω στο θέμα αποκλείει τον δεκατισμό ως μέσον συντηρήσεως της Χριστιανικής δράσεως. Η Χριστιανική υπηρεσία είναι ζήτημα αγάπης, η δε αγάπη δεν παρέχεται με ποσοστιαία βάσι. Ένας άνθρωπος, που αγαπά πραγματικά τη σύζυγό του, δεν χρειάζεται κανένα τέτοιο κανονισμό για να φροντίζη για τις ανάγκες της, ούτε θα περιορισθή σ’ ένα ωρισμένο ποσοστό, αν μπορή να δώση περισσότερα όταν χρειάζωνται. Και μια γυναίκα, που αγαπά αληθινά τον σύζυγό της, δεν θα ανέμενε ένα ωρισμένο ποσοστό του μισθού του για τον εαυτό της ασχέτως του αν θα μπορούσε αυτός να τα διαθέση ή όχι. Ο Θεός είναι πιο λογικός κι από την καλύτερη νοικοκυρά.
Εκτός απ’ αυτό, ο δεκατισμός δεν είναι πάντοτε μια εξ ολοκλήρου δίκαιη διάταξις. Λόγω των σημερινών άνισων οικονομικών συνθηκών, το δέκατο για έναν άνθρωπο μπορεί ν’ ανέρχεται σ’ ένα ασήμαντο ποσό, κάτι το μηδαμινόν, ας το πούμε έτσι, ενώ για έναν άλλον μπορεί ν’ αντιπροσωπεύη ένα δυσβάστακτο βάρος. Έτσι, αφ’ ενός, το δέκατο δεν θα έδειχνε κατ’ ανάγκην ανιδιοτέλεια και, αφ’ ετέρου, θα δημιουργούσε μια πραγματική δυσχέρεια, ένα καταθλιπτικό βάρος.
Δεν είναι εκπληκτικό, λοιπόν, ότι ο δεκατισμός δεν αποτελούσε μέρος της πρώτης Χριστιανικής διδασκαλίας. Σε προγενεστέρους χρόνους απητείτο από τον νόμο του Θεού για τους Ισραηλίτας, αλλ’ ήταν μια εντελώς δίκαιη διάταξις. Εν πρώτοις, κάθε Ισραηλίτης ελάμβανε ένα δίκαιο μέρος γης και, αν αυτό εχάνετο, ελαμβάνετο πρόνοια για αποκατάστασι στο Ιωβηλαίον έτος. Εκτός απ’ αυτό, το δέκατον εδίδετο πρωτίστως στον Λευίτη, ο οποίος δεν ελάμβανε κληρονομία γης. Αλλ’ οι συνθήκες εκείνες δεν επεκράτησαν στη Χριστιανική εκκλησία. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν βρίσκομε διάταξι δεκατισμού ούτε στις μεταποστολικές ημέρες της Χριστιανικής εκκλησίας. Η Εγκυκλοπαιδεία της Θρησκείας και της Ηθικής λέγει: «Το σύστημα των δεκάτων δεν εχρησιμοποιείτο επί αρκετούς αιώνες . . . Ως τον τέταρτον αιώνα λίγα μόνο ηκούοντο γι’ αυτό . . . Ο Επιφάνιος λέγει ότι το δέκατο δεν είναι περισσότερο υποχρεωτικό από την περιτομή.» (Τόμ. ΙΒ΄, σελ. 348) Εν τούτοις, με την αποστασία από την αληθινή πίστι, όπως προελέχθη από τον απόστολο Παύλο, και η Χριστιανική εκκλησία, επίσης, απεπλανήθη ως προς τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη συγκέντρωσι χρημάτων, ώστε να λαμβάνεται φροντίδα για τα έξοδα που απαιτούνται για την κήρυξι των αγαθών νέων. Ωστόσο, μέχρι του έκτου αιώνος ωρισμένες εκκλησιαστικές σύνοδοι δεν είχαν καταστήσει υποχρεωτικά τα δέκατα, και μόνο προς το τέλος του ογδόου αιώνος ο Καρλομάγνος έκαμε τα δέκατα νομική υπόθεσι για την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Εν τούτοις, και στους αρχαίους ακόμη χρόνους η απλή επινόησις του να υπάρχη ένα κουτί εισφορών εθεωρείτο ότι ήταν πολύ αποτελεσματική. Αυτό εγίνετο στις ημέρες του Βασιλέως Ιωάς και του Αρχιερέως Ιωδαέ. Τέτοια κουτιά εθεωρούντο, επίσης, πρακτικά και στην εποχή του Ιησού, και μια παρομοία μέθοδος επικρατεί στις Αίθουσες Βασιλείας των μαρτύρων του Ιεχωβά σήμερα. Ένα ή δύο κουτιά εισφορών τοποθετούνται στο πίσω μέρος της αιθούσης, όπου μπορεί να πάη ο καθένας και να εισφέρη οτιδήποτε προαιρείται, χωρίς να αισθάνεται καμμιά υποχρέωσι ή πειθανάγκη.—2 Βασ. 12:9, 10· Λουκ. 21:1.
Εκεί όπου είναι το αληθινό Χριστιανικό πνεύμα, δεν υπάρχει ανάγκη για τίποτε περισσότερο· η ενέργεια της συγκεντρώσεως χρημάτων, που εξετάζεται ενταύθα, δεν χρησιμοποιείται. Εκείνο, που απαιτείται, είναι περισσότερη διδασκαλία του λαού για τις ιδιότητες του Θεού, τη σοφία, την αγάπη, τη δικαιοσύνη και τη δύναμί του, για την αλήθεια όσον αφορά τις βουλές του σχετικά με τη διεκδίκησι του ονόματός του και την ίδρυσι μιας παραδεισιακής γης. Δεν πρέπει να παραβλέπωνται τα Γραφικά παραδείγματα ανιδιοτελούς δόσεως που επεδείχθη από τον Υιόν του Θεού, καθώς και από τους Θεοφοβουμένους, καίτοι ατελείς, ανθρώπους. Αύτη η διδασκαλία θα επιφέρη μια αυθόρμητη ανταπόκρισι από τους διδασκόμενους αυτά. Τότε, όπως το εξέφρασε ο απόστολος Παύλος, «εάν προϋπάρχη η προθυμία, είναί τις ευπρόσδεκτος, καθ’ όσα έχει, ουχί καθ’ όσα δεν έχει.»—2 Κορ. 8:12.