Αναγνώρισις των Απαιτήσεων του Θεού για Ζωή
1, 2. Ποιες είναι οι δύο ερωτήσεις που τίθενται σε όλους τους υποψηφίους για εν ύδατι βάπτισμα όπως τελείται από τους μάρτυρας του Ιεχωβά;
Ο ΟΜΙΛΗΤΗΣ, ένας μάρτυς του Ιεχωβά, στο τέλος της ομιλίας του για το θέμα του βαπτίσματος ερώτησε εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να βαπτισθούν: «(1) Έχετε αναγνωρίσει τον εαυτόν σας ενώπιον του Ιεχωβά ως ένα αμαρτωλό, ο οποίος έχει ανάγκη σωτηρίας, και έχετε ομολογήσει σ’ αυτόν ότι αυτή η σωτηρία προέρχεται από αυτόν, τον Πατέρα, μέσω του Υιού του, Ιησού Χριστού;» Αφού έλαβε την ευδιάκριτα ακουστή από όλους απάντησι «Μάλιστα,» κατόπιν ερώτησε: «(2) Βάσει αυτής της πίστεως στον Θεό και στην προμήθεια του για σωτηρία, έχετε αφιερώσει τον εαυτό σας ανεπιφύλακτα στον Θεό να κάνετε στο εξής το θέλημά του όπως σας το αποκαλύπτει μέσω του Ιησού Χριστού και μέσω της Γραφής με τη διαφωτιστική δύναμι του αγίου πνεύματος;» Αφού έλαβε μια ευκρινώς ακουστή απάντησι «Μάλιστα» σ’ αυτή τη δευτέρα ερώτησι, ο ομιλητής επληροφόρησε εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να βαπτισθούν ότι ήσαν δεκτοί για τη δημοσία τελετή του εν ύδατι βαπτίσματος.
2 Αυτές οι ίδιες ερωτήσεις τίθενται από τους μάρτυρας του Ιεχωβά σε όλους τους υποψηφίους για εν ύδατι βάπτισμα, είτε η τελετή έχει διευθετηθή για το βάπτισμα ενός ή δύο ή για το βάπτισμα χιλιάδων όπως, παραδείγματος χάριν, στη πόλι της Νέας Υόρκης τον Ιούλιο του 1958 όταν 7.138 άτομα εβαπτίσθησαν εν ύδατι στη Διεθνή Συνέλευσι των Μαρτύρων του Ιεχωβά το «Θείον Θέλημα.»
3. Ποια ερωτήματα μπορούν να τεθούν κατάλληλα σχετικά με την πληροφορία η οποία περιέχεται σ’ αυτές τις δύο βασικές ερωτήσεις;
3 Αλλά διαβάζοντας τις ανωτέρω δύο ερωτήσεις πιθανόν να διερωτηθήτε: Ποια είναι η σημασία του εν ύδατι βαπτίσματος όπως αυτό γίνεται από τους μάρτυρας του Ιεχωβά και τι επιτυγχάνει; Πώς αναγνωρίζει ένας τον εαυτό του ως αμαρτωλό ενώπιον του Ιεχωβά και ως ένα ο οποίος έχει ανάγκη σωτηρίας; Πώς φθάνει ένας να γνωρίση ότι η σωτηρία έρχεται από τον Ιεχωβά, τον Πατέρα, μέσω του Υιού του, Ιησού Χριστού; Επί πλέον, πώς φθάνει ένας στο σημείο να αφιερώση τον εαυτό του ανεπιφύλακτα στο να πράττη το θέλημα του Θεού, και με ποιο τρόπο αποκαλύπτεται το θέλημα του Θεού σ’ αυτόν μέσω του Ιησού Χριστού και μέσω της Αγίας Γραφής και με τη διαφωτιστική δύναμι του αγίου πνεύματος; Όλ’ αυτά τα ερωτήματα είναι άξια σοβαρής εξετάσεως από μέρους μας και για να λάβωμε αληθινές και ικανοποιητικές απαντήσεις, ας στραφούμε στον Λόγο του Θεού της αληθείας και ας εξετάσουμε τι έχει να πη γι’ αυτό το θέμα.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΥΔΑΤΙ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ
4. (α) Ποια σημασία είχε το βάπτισμα που έκανε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής; (β) Πώς το Ιουδαϊκό έθνος ετηρείτο ενήμερο της αμαρτωλής του καταστάσεως, και τι θα τους έκαναν ν’ αντιληφθούν οι θυσίες που προσέφεραν;
4 Για ν’ αρχίσουμε, ας εξετάσωμε τη σημασία του εν ύδατι βαπτίσματος. Ο μαθητής Λουκάς καταγράφει τ’ ακόλουθα, τα οποία συνέβησαν την άνοιξι του έτους 29 μ.Χ.: «Εν δε τω δεκάτω πέμπτω έτει της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ότε ο Πόντιος Πιλάτος ηγεμόνευε της Ιουδαίας, . . . επί αρχιερέων Άννα και Καϊάφα, έγεινε λόγος του Θεού προς Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, εν τη ερήμω. Και ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, κηρύττων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών.» (Λουκ. 3:1-3) Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής διεξήγε αυτό το έργο του βαπτίσματος για Ιουδαίους, οι οποίοι μετανοούσαν. Το βάπτισμα του, μας λέγεται, ήταν σύμβολο «μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών.» Ο Λουκάς μάς λέγει περαιτέρω ότι ο Ιωάννης εξεπλήρωνε τους λόγους του προφήτου Ησαΐου, διότι ‘ετοίμαζε την οδόν του Ιεχωβά.’ (Λουκ. 3:4, ΜΝΚ) Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν ο πρόδρομος εκείνου, τον οποίον κάθε σαρξ θα έβλεπε ως το μέσον σωτηρίας του Θεού, δηλαδή, του Ιησού Χριστού. Το Ιουδαϊκό έθνος ήταν σε σχέσι διαθήκης με τον Ιεχωβά Θεό κι έτσι εκείνο το έθνος ήταν υποχρεωμένο να τηρή τους νόμους και τις εντολές του Ιεχωβά ως εκλεκτός λαός του. Επειδή ήσαν αμαρτωλοί, γεννημένοι ατελείς, ήσαν έτσι παραβάται των νόμων που τους είχε δώσει ο Ιεχωβά. Επί αιώνες ο Παντοδύναμος Θεός είχε εντυπώσει στις διάνοιες των ότι ήσαν αμαρτωλοί και είχαν ανάγκη από κάποιον να τους απολυτρώση από την εκπεσμένη κατάστασί των. Μέσω του προφήτου του Μωυσέως, ο Θεός τούς έδωσε μια σειρά από νόμους και εντολές που έφεραν με σθεναρό τρόπο υπό την προσοχή των ότι ήσαν αμαρτωλοί και ότι τα αμαρτήματα των ήταν ανάγκη να εξιλεωθούν. Μέσω του Μωυσέως, ο Ιεχωβά Θεός είπε ότι κάθε χρόνο θα υπήρχε μια ημέρα εξιλασμού για το έθνος Ισραήλ και την ημέρα εκείνη, την δεκάτη ημέρα του εβδόμου μηνός, έπρεπε να προσφέρωνται θυσίες για τις αμαρτίες των και ότι αυτές οι θυσίες θα συνεχίζοντο ως μια εντολή ή νόμος για ‘χρόνον ακαθόριστον.’ Με αυτή την ετησία υπενθύμισι το Ιουδαϊκό έθνος θα ενεθυμείτο τις αμαρτίες του και θα έβλεπε την ανάγκη προσφοράς θυσιών ζώων για την εξιλέωσι των αμαρτιών του. Ταυτοχρόνως θα μπορούσαν ν’ αντιληφθούν ότι το αίμα ταύρων και τράγων δεν μπορούσε ποτέ να τους απαλλάξη από τις αμαρτίες των και να τους κάμη τελείους. Διότι τότε οι θυσίες ζώων έπρεπε να παύσουν.—Εβρ. 10:4.
5. Γιατί ήταν αναγκαίο για τους Ιουδαίους το βάπτισμα από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή;
5 Ως το έτος 29 μ.Χ. οι Ιουδαίοι είχαν τηρήσει την ημέρα του εξιλασμού επί πολλούς αιώνες, αλλά σ’ αυτό το διάστημα είχαν απομακρυνθή από τον Θεό και είχαν ακόμη μεταφερθή σε αιχμαλωσία και είχαν παύσει να υπάρχουν ως ένα ανεξάρτητο έθνος του Θεού. Τώρα ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τούς καλούσε να μετανοήσουν και να βαπτισθούν για τη συγχώρησι των αμαρτιών των κατά των δικαίων νόμων του Θεού. Με το να βαπτισθούν στον Ποταμό Ιορδάνη από τον Ιωάννη οι Ιουδαίοι υποδηλούσαν ότι μετανοούσαν για τ’ αμαρτήματά των κατά του νόμου του Θεού. Ετοιμάζοντο για την έλευσι εκείνου ο οποίος θα ήταν το μέσον σωτηρίας του Θεού για το ανθρώπινο γένος, δηλαδή, ο Ιησούς.
6. Γιατί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αμφισβήτησε την ανάγκη να βαπτισθή ο Ιησούς;
6 Στο τέλος των έξη περίπου μηνών που εβάπτιζε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τον επλησίασε ο Ιησούς, ο οποίος ήταν τώρα τριάντα περίπου ετών. Ο Ιησούς εζήτησε από τον Ιωάννη να τον βαπτίση. Αλλά ο Ιωάννης εσκέφθη, Πώς ήταν δυνατόν να έλθη ο Ιησούς σ’ αυτόν για να βαπτισθή; Ο Ιωάννης εγνώριζε ότι το βάπτισμά του ήταν για τον συμβολισμό της μετανοίας των αμαρτημάτων κατά του νόμου του Θεού, και εγνώριζε ότι ο Ιησούς δεν ήταν κοινός άνθρωπος, αλλά, μάλλον, ένα αναμάρτητο άτομο, διότι αργότερα είπε: «Ιδού ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» Έτσι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είπε στον Ιησού: «Εγώ χρείαν έχω να βαπτισθώ υπό σου, και συ έρχεσαι προς εμέ;» Τότε ο Ιησούς απήντησε: «Άφες τώρα· διότι ούτως είναι πρέπον εις ημάς να εκπληρώσωμεν πάσαν δικαιοσύνην. Τότε αφίνει αυτόν.»—Ματθ. 3:14, 15.
7. (α) Ποια ήταν η σημασία του βαπτίσματος του Ιησού από τον Ιωάννη; (β) Γιατί το βάπτισμα των πρώτων ακολούθων του Ιησού την Πεντηκοστή ήταν βάπτισμα συμβολικώς όμοιο με το βάπτισμα του Ιησού;
7 Ποια ήταν, τώρα, η σημασία του βαπτίσματος του Ιησού από τον Ιωάννη; Δεν ήταν για να συμβολίση τη μετάνοια του γι’ αμαρτήματα, διότι ο Ιησούς δεν είχε κανένα. Δεν ήταν για να συμβολίση εκεί ο Ιησούς την αφιέρωσι της ζωής του στον Θεό, διότι ήταν Ιουδαίος και μέλος ενός έθνους ήδη αφιερωμένου στον Θεό και σε σχέσι διαθήκης με τον Θεό. Επομένως, μ’ αυτή την πορεία του εν ύδατι βαπτίσματος ο Ιησούς εσυμβόλιζε κάτι άλλο, δηλαδή, την παρουσίασι του εαυτού του ενώπιον του Ιεχωβά για να κάνη το θέλημα του Ιεχωβά για την εποχή εκείνη. Δηλαδή, ο Ιησούς παρουσίαζε τον εαυτό του στον ουράνιο Πατέρα του, Ιεχωβά Θεό, για να χρησιμοποιηθή υπέρ της «βασιλείας των ουρανών» όπως θα το θεωρούσε κατάλληλο ο Ιεχωβά. Ο Θεός ευηρεστήθη στην παρουσίασι που έκαμε ο Ιησούς του εαυτού του και μας λέγεται ότι μία φωνή από τον ουρανό είπε: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον εύηρεστήθην.» (Ματθ. 3:17· Εβρ. 10:5-7) Οι πρώτοι ακόλουθοι του Ιησού ήσαν άνθρωποι από το Ιουδαϊκό έθνος, οι οποίοι ήσαν σε σχέσι αφιερώσεως με τον Ιεχωβά Θεό, ένα έθνος το οποίο είχε εκλεγή για τον Θεό, και το οποίο έθνος ήταν υποχρεωμένο να κάνη το θέλημα του Θεού όπως ανεγράφετο στη διαθήκη του Νόμου. Η αφήγησις της Αγίας Γραφής μάς δείχνει ότι το 33 μ.Χ. την Πεντηκοστή ο απόστολος Πέτρος απηυθύνετο σ’ αυτό τον Ιουδαϊκό λαό για να βαπτισθή με εν ύδατι βάπτισμα «εις το όνομα του Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών,» δηλαδή, να γίνουν μαθηταί του Ιησού Χριστού. (Πράξ. 2:37-41· Ματθ. 28:19, 20) Θα μπορούσε να ονομασθή βάπτισμα παρουσιάσεως του εαυτού των στον Θεό για να κάνουν το θέλημα του ως μαθηταί του Ιησού Χριστού. Ο απόστολος Παύλος, το 52 περίπου μ.Χ., εκάλεσε ωρισμένους μαθητάς στην Έφεσο να βαπτισθούν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. (Πράξ. 19:4-6) Αυτοί είχαν προηγουμένως βαπτισθή με το βάπτισμα του Ιωάννου για συμβολισμό της μετανοίας των. Εν τούτοις, με το νέο βάπτισμα αυτοί οι περιτετμημένοι πιστοί αφιέρωναν τον εαυτό των στον Ιεχωβά για να κάνουν το θέλημά του και να εκτελούν τις εντολές του κάτω από τη νέα διαθήκη. Επειδή ήσαν μέλη ενός έθνους που είχε ήδη απορριφθή από τον Ιεχωβά Θεό και δεν ευρίσκετο πια κάτω από την ειδική εύνοια του από το έτος 36 μ.Χ., το βάπτισμα των στο όνομα του Ιησού ήταν βάπτισμα για τον συμβολισμό αφιερώσεως, μιας αφιερώσεως του εαυτού των στον Θεό μέσω του Χριστού Ιησού.—Δαν. 9:24-26.
8. (α) Ποια κατάλληλη σημασία έλαβε το βάπτισμα όταν βαπτίσθηκε ο Κορνήλιος, ο πρώτος μη Ιουδαίος; (β) Έτσι τι κατέστη τότε αναγκαίο για όλους εκείνους οι οποίοι θα εγίνοντο Χριστιανοί;
8 Ναι, πράγματι, με το κήρυγμα του ευαγγελίου του Κυρίου Ιησού στον πρώτο μη Ιουδαίο, δηλαδή, τον Ιταλό εκατόνταρχο Κορνήλιο, το έτος 35 μ.Χ., είχε δοθή μια κατάλληλη σημασία στο εν ύδατι βάπτισμα. Τα μη Ιουδαϊκά έθνη δεν ήσαν σε σχέσι αφιερώσεως με τον Ιεχωβά όπως ήταν το έθνος Ισραήλ ως το έτος 36 μ.Χ. Δεν είχαν καμμιά εθνική διαθήκη με τον Δημιουργό του ουρανού και της γης. Έτσι, όταν άνοιξε γι’ αυτούς το 36 μ.Χ. η οδός για την εύνοια του Θεού, ώφειλαν πριν απ’ όλα να καταλήξουν μέσα στη διάνοια των στο συμπέρασμα ότι ήθελαν ν’ αφιερωθούν στον Θεό για να κάνουν το θέλημά του. Ώφειλαν να κάμουν έκκλησι στον Θεό για καθαρή συνείδησι. Επομένως, ώφειλαν ν’ αφιερωθούν στον Θεό, ή να ξεχωρισθούν ανεπιφύλακτα για την εκτέλεσι του θελήματος του Θεού, και κατόπιν, όταν θα εβυθίζοντο ή θα εβαπτίζοντο στο ύδωρ, αυτό το βάπτισμα θα εσυμβόλιζε κατάλληλα το ότι ενεκρώθησαν όσον αφορά την προηγουμένη των πορεία ζωής και ότι εζωοποιούντο για το θέλημα του Θεού ως μαθηταί του Ιησού Χριστού. Έτσι στο εξής διέθεταν την καρδιά, τη διάνοια, την ψυχή και τη δύναμί των στο να κάνουν το θέλημα του Θεού σ’ εκπλήρωσι της αφιερώσεως του εαυτού των. Έτσι είναι χωρίς όρους αφιερωμένοι στον Θεό για να τους χρησιμοποιήση όπως ευαρεστείται σύμφωνα με τον Λόγο του. Το εν ύδατι βάπτισμα έγινε μια κατάλληλη δημοσία διακήρυξις αυτής της αφιερώσεως. Το εν ύδατι βάπτισμα, λοιπόν, είναι ένα αναγκαίο βήμα για ένα πιστό, ο οποίος επιθυμεί ν’ απολαύση τη σωτηρία του Θεού μέσω του Ιησού Χριστού. Αυτή η σωτηρία έρχεται σ’ αυτούς οι οποίοι πιστεύουν στον Λόγο του Θεού και πράττουν τις εντολές του Θεού.—1 Πέτρ. 3:21.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΤΩΝ ΕΑΥΤΩΝ ΜΑΣ ΩΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
9. Πώς ένας φθάνει να γνωρίση ότι είναι αμαρτωλός και έχει ανάγκη σωτηρίας;
9 Αλλά τώρα ανακύπτει το ερώτημα, Πώς φθάνει ένας στο συμπέρασμα ότι ενώπιον του Ιεχωβά, του Θεού του σύμπαντος, είναι ένας αμαρτωλός που έχει ανάγκη σωτηρίας μέσω του Χριστού; Δεν έχει παρά ν’ ανοίξη ένας τον Λόγο του Θεού για να διαπιστώση ότι εγεννήθη ατελής και αμαρτωλός. Ανοίξτε τη Γραφή σας στο βιβλίο των Ψαλμών. Εκεί διαβάζομε: «Ιδού, συνελήφθην εν ανομία, και εν αμαρτία με εγέννησεν η μήτηρ μου.» (51:5) Ο γυιός του Δαβίδ Σολομών ανέφερε, επίσης, το γεγονός ότι «ουδείς άνθρωπος είναι αναμάρτητος.» (1 Βασ. 8:46) Ο απόστολος Ιωάννης κάτω από έμπνευσι έγραψε: «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν δεν έχομεν, εαυτούς πλανώμεν, και η αλήθεια δεν είναι εν ημίν.» (1 Ιωάν. 1:8) Αμαρτία είναι η αποτυχία του στόχου της τελειότητος. Οι πρώτοι μας γονείς έδωσαν σ’ όλους εμάς μια έναρξι στην οδό της αμαρτίας και του θανάτου με την ανυπακοή των στους δικαίους και τελείους νόμους του Θεού. Το γεγονός ότι κανένας άνθρωπος δεν εξακολουθεί να ζη για πάντα είναι απόδειξις ότι όλοι οι άνθρωποι είναι γεννημένοι αμαρτωλοί. Διότι, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, «ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος.»—Ρωμ. 6:23.
10. Πιστεύουν όλοι οι άνθρωποι ότι το ανθρώπινο γένος είναι γεννημένο σε αμαρτία και ότι ο θάνατος είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας; Γιατί απαντάτε έτσι;
10 Υπάρχουν πολλοί σήμερα οι οποίοι δεν πιστεύουν αυτές τις Γραφικές αλήθειες. Για τα 160 εκατομμύρια και πλέον Βουδδιστών του κόσμου καμμιά πράξις δεν είναι αμαρτία. Η ιδέα της αμαρτίας είναι άγνωστη. Είναι απλώς η περίπτωσις μιας κακής πράξεως η οποία παράγει ένα κακό αποτέλεσμα. Έτσι, αν ένας ήταν Βουδδιστής, θα ήταν δύσκολο γι’ αυτόν να παραδεχθή τ’ αποτελέσματα που παράγονται από την αμαρτία, ή να παραδεχθή, πράγματι, ότι είναι αμαρτωλός. Σε πολλά εκατομμύρια ανθρώπων διαφόρων θρησκειών, ο θάνατος προέρχεται από τον Θεό. Ένας Καθολικός κληρικός εδήλωσε ύστερ’ από τον φόνο μιας νεαράς κόρης από τον αδελφό της ότι ο Θεός είχε ειπεί στην πραγματικότητα στην κόρη ότι η αιτία του θανάτου της ήταν: «Διότι σε αγαπώ και σε θέλω στον οίκον [μου].»
11. Πώς μπορούμε να φθάσωμε στο ορθό συμπέρασμα όσον αφορά τους εαυτούς μας ως αμαρτωλούς;
11 Για να φθάσουμε, λοιπόν, σε ορθό και ακριβές συμπέρασμα όσον αφορά τον εαυτό μας ότι είμεθα αμαρτωλοί, είναι ανάγκη ν’ ακούσωμε τον Θεό, τον Δημιουργό του ανθρώπου, και να παραδεχθούμε ότι η αμαρτία γεννά θάνατο κι επομένως πρέπει να στραφούμε στον Θεό για σωτηρία. Στον κήπο της Εδέμ, αφού ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο σ’ εκείνο τον παράδεισο, του είπε: «Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γεν. 2:16, 17) Ο Αδάμ και η Εύα έδειξαν και οι δύο ανυπακοή σ’ αυτόν τον νόμο του Θεού και έλαβαν την κατάλληλη ανταμοιβή, δηλαδή, τον θάνατο. Τα τέκνα των, η ανθρωπίνη οικογένεια, γεννήθηκαν όλα ύστερ’ από αυτό το αμάρτημα της ανυπακοής στον κήπο της Εδέμ κι έτσι όλοι γεννήθηκαν σε αμαρτία και καταδικασμένοι σε θάνατο. Αναγνωρίζοντας αυτό το γεγονός, ο απόστολος Παύλος είπε: «Επειδή καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ.» (1 Κορ. 15:22) Από την παρατήρησι γνωρίζει κανείς ότι ο άνθρωπος πεθαίνει, και καθίσταται σαφές ότι η ανθρωπίνη φυλή έχει ανάγκη σωτηρίας και απολυτρώσεως από τον θάνατο. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να σωθή από τις πνευματικές και σωματικές συνέπειες της αμαρτίας. Όταν ένας φθάση σ’ αυτή την κατάστασι διανοίας, τότε είναι σε θέσι να ερωτήση: «Πώς ένας φθάνει να γνωρίση ότι η σωτηρία προέρχεται από τον Πατέρα, Ιεχωβά, μέσω του Υιού του, Ιησού Χριστού;»
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
12. Τι πρέπει, να παραδεχθούμε για οποιαδήποτε σωτηρία από άνθρωπο;
12 Μπορεί ένας να φθάση να εκτιμήση ότι η σωτηρία του Ιεχωβά έρχεται μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού μόνο όταν παραδεχθή την ματαιότητα κάθε απελευθερώσεως από ατελή άνθρωπο. Έτσι λέγει ο λόγος του Ιεχωβά στους υιούς του ανθρώπου: «Ακούσατε ταύτα, πάντες οι λαοί· ακροάσθητε, πάντες οι κάτοικοι της οικουμένης· μικροί τε και μεγάλοι, πλούσιοι ομού και πένητες. Οίτινες ελπίζουσιν εις τα αγαθά αυτών, και καυχώνται εις το πλήθος του πλούτου αυτών· ουδείς δύναται ποτέ να εξαγοράση αδελφόν μηδέ να δώση εις τον Θεόν λύτρον δι’ αυτόν.» (Ψαλμ. 49:1, 2, 6, 7) Έτσι, με το να στραφή ένας σε μια άλλη πηγή, στη σοφία του Θεού, μπορεί να φθάση να μάθη για τη σωτηρία από τον Ιεχωβά μέσω της μελέτης του Λόγου του της αληθείας, της Αγίας Γραφής.
13, 14. Περιγράψτε τα βήματα που ελήφθησαν από τον Ιεχωβά Θεό για την πραγματοποίησι απολυτρώσεως μέσω του Ιησού Χριστού.
13 Μόλις ο Ιεχωβά αντελήφθη ότι ο Αδάμ και η Εύα είχαν δείξει ανυπακοή στον νόμο του στην Εδέμ, άρχισε να κάνη προμήθειες για την εξαγορά των τέκνων του πρώτου ανθρωπίνου ζεύγους. Αμέσως έκαμε μνεία για την παραγωγή ενός σπέρματος που θα συνέτριβε τον υποκινητή της ανταρσίας, δηλαδή, τον πρώτιστο εχθρό του Ιεχωβά, τον Σατανά ή Διάβολο. (Γεν. 3:15) Κατόπιν, χρησιμοποίησε το έθνος Ισραήλ ως ένα τύπο μέσω του οποίου έκαμε πολλές εξεικονίσεις και υποδείξεις που ωδηγούσαν σ’ εκείνον, ο οποίος θα ήταν ο λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους, δηλαδή, τον Χριστό Ιησού. Παραδείγματος χάριν, μέσω των ευλογιών, που απηγγέλθησαν μέσω του δούλου του Ιακώβ στους δώδεκα γυιούς του, προείπε την έλευσι του υποσχεμένου δικαίου. Στον τέταρτο γυιό του, τον Ιούδα, ο Ιακώβ είπε: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ· και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών.» (Γεν. 49:10) Αργότερα είπε γι’ αυτόν Τον Υποσχεμένο, μέσω του προφήτου του Ησαΐα: «Διότι παιδίον εγεννήθη εις ημάς, υιός εδόθη εις ημάς· και η εξουσία θέλει είσθαι επί τον ώμον αυτού· και το όνομα αυτού θέλει καλεσθή Θαυμαστός, Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ του Μέλλοντος Αιώνος, Άρχων Ειρήνης. Εις την αύξησιν της εξουσίας αυτού και της ειρήνης δεν θέλει είσθαι τέλος, επί τον θρόνον του Δαβίδ, και επί την βασιλείαν αυτού, δια να διάταξη αυτήν, και να στερεώση αυτήν, εν κρίσει και δικαιοσύνη από του νυν και έως αιώνος. Ο ζήλος του Ιεχωβά των δυνάμεων θέλει εκτελέσει τούτο.»—Ησ. 9:6, 7, ΜΝΚ.
14 Χρόνια ύστερ’ αφότου ελέχθησαν αυτά τα θεόπνευστα λόγια του Ησαΐου, ο Θεός κατηύθυνε τον δούλο του Δανιήλ να γράψη για την έλευσι Εκείνου με τα εξής λόγια: «Γνώρισον λοιπόν και κατάλαβε, ότι από της εξελεύσεως της προσταγής του να ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ, έως του Χριστού του Ηγουμένου, θέλουσιν είσθαι εβδομάδες επτά, και εβδομάδες εξήκοντα δύο.» (Δαν. 9:25) Όταν ήλθε στη γη κι εγεννήθη θαυματουργικά ως ένα τέλειο παιδί στη σύζυγο του Ιωσήφ, την παρθένο Μαρία, ο Ιησούς έφθασε σε ανδρική ηλικία. Ήλθε στον Ιωάννη τον Βαπτιστή στον Ποταμό Ιορδάνη, και ο Ιωάννης κάτω από έμπνευσι είπε για τον Ιησού: «Ιδού ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.»—Ιωάν. 1:29.
15. (α) Πώς εβεβαίωσε ο Ιησούς ότι ήταν ο σωτήρ του ανθρώπου; (β) Τι είπαν οι απόστολοι Παύλος και Ιωάννης σχετικά με αυτό;
15 Αυτός, ο ίδιος ο Ιησούς, είπε σχετικά με τον σκοπό της ελεύσεώς του στη γη: «Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε δια να υπηρετηθή, αλλά δια να υπηρετήση, και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών.» (Ματθ. 20:28) Ο απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει αυτή τη μαρτυρία του Ιησού με τα εξής λόγια: «Διότι είναι είς Θεός, είς και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.» (1 Τιμ. 2:5, 6) Ο απόστολος Ιωάννης ωμίλησε για τον Ιησού με τον εξής τρόπο: «Ημείς είδομεν, και μαρτυρούμεν, ότι ο Πατήρ απέστειλε τον Υιόν Σωτήρα του κόσμου.»—1 Ιωάν. 4:14.
16. Γιατί ο Ιεχωβά έκαμε αυτές τις ενέργειες;
16 Εκείνος ο οποίος ανέλαβε να κάμη αυτές τις θαυμαστές προμήθειες για το ανθρώπινο γένος είναι ο Ιεχωβά Θεός, ο Δημιουργός του ανθρώπου. Στον Λόγο Του αναφέρεται: «Τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον. (Ιωάν. 3:16) Αυτή η αγάπη εκ μέρους του Θεού είναι μεγάλη. Αυτός δεν επιθυμεί ούτε καν των ασεβών τον θάνατο, αλλά, μάλλον, να επιστρέψουν από την πονηρία των. Μέσω του Ιεζεκιήλ λέγει: «Ζω εγώ, λέγει Ιεχωβά ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψη ο ασεβής από της οδού αυτού, και να ζη.» (Ιεζ. 33:11, ΜΝΚ) Ένας φθάνει στο σημείο να τα γνωρίση αυτά και πολύ περισσότερα μέσω μελέτης του Λόγου του Θεού, της αποκεκαλυμμένης αληθείας του, της Αγίας Γραφής.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΗ ΑΦΙΕΡΩΣΙ
17. Ποια στάσι πρέπει να έχη ένας όταν αναγνωρίση αυτά τα σημεία για σωτηρία;
17 Εγκαθιδρύοντας μια βάσι γι’ αυτή την πίστι στον Θεό και στην προμήθειά του για σωτηρία μέσω του Υιού του, Χριστού Ιησού, ο μαθητευόμενος επιθυμεί τώρα να μάθη ποιο είναι το επόμενο βήμα που πρέπει να κάμη για να εξασφαλίση ότι θα έλθη κάτω από τα οφέλη της προμηθείας του Θεού. Θα μπορούσαμε να το παρομοιάσωμε αυτό μ’ ένα άτομο το οποίο υπήρξε δέκτης πολλών ευλογιών και θέλει να κάμη κάτι σε αντάλλαγμα για τον ευεργέτη του για να δείξη την εκτίμησί του. Έτσι αισθάνθηκε ο ψαλμωδός και το εξέφρασε με τα εξής λόγια: «Τι να ανταποδώσω εις τον Ιεχωβά, δια πάσας τας ευεργεσίας αυτού τας προς εμέ; Θέλω λάβει το ποτήριον της σωτηρίας, και θέλω επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά. Τας ευχάς μου θέλω αποδώσει εις τον Ιεχωβά, τώρα ενώπιον παντός του λαού αυτού.» (Ψαλμ. 116:12-14, ΜΝΚ) Ένας άνθρωπος αντιλαμβανόμενος ότι είναι αμαρτωλός και γνωρίζοντας ότι η σωτηρία έρχεται από τον Ιεχωβά και μέσω του Υιού του, Χριστού Ιησού, μελετά κατόπιν τον Λόγο του Θεού για να μάθη τι είναι το θέλημα του Θεού γι’ αυτόν. Από μια τέτοια μελέτη μαθαίνει ότι ο Θεός ζητεί απ’ αυτόν ωρισμένα πράγματα.
18. (α) Πώς περιέγραψε ο Σολομών τις απαιτήσεις του Θεού γι’ αυτούς που θα κερδίσουν την εύνοια του; (β) Τι ενεθάρρυνε ο Ιησούς άτομα να κάμουν;
18 Ο σοφός Βασιλεύς Σολομών συνώψισε καλά αυτά που ζητεί ο Θεός από εκείνους οι οποίοι θα επωφεληθούν από τις προμήθειες για ζωή. Αφού τονίζει πολλά από τη ματαιότητα αυτής της ζωής, λέγει σ’ αυτούς που θα κερδίσουν την επιδοκιμασία του Θεού: «Ας ακούσωμεν το τέλος της όλης υποθέσεως· Φοβού τον Θεόν, και φύλαττε τας εντολάς αυτού, επειδή τούτο είναι το παν του ανθρώπου. Διότι ο Θεός θέλει φέρει εις κρίσιν παν έργον, και παν κρυπτόν, είτε αγαθόν, είτε πονηρόν.» (Εκκλησ. 12:13, 14) Αν ένας φοβήται τον αληθινό Θεό Ιεχωβά, δηλαδή, αν τρέφη γι’ αυτόν δέος, φόβο μήπως τον δυσαρεστήση και ζητή να κάμη το θέλημα του, τότε θα τηρή τις εντολές του. Θα βρη την πορεία ενεργείας που τονίζεται στον Λόγο του Θεού ότι ευαρεστεί τον Θεό και αυτό δείχνει ότι αυτός θέλει να πράττη το θέλημα του Θεού με τον τρόπο του Θεού. Η επιμελής έρευνά του στις Άγιες Γραφές θα του αποκαλυφθή ότι οι εντολές του Θεού δεν είναι επαχθείς. Πράγματι, ο Ιησούς, το αντίλυτρο του ανθρωπίνου γένους και ένας από εκείνους στο όνομα του οποίου ένα άτομο βαπτίζεται, είπε τα εξής σ’ εκείνους που ενεθάρρυνε να τον ακολουθήσουν: «Έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και εγώ θέλω σας αναπαύσει. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς, και μάθετε απ’ εμού· διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών. Διότι ο ζυγός μου είναι καλός, και το φορτίον μου ελαφρόν.»—Ματθ. 11:28-30.
19. Ποιο μέρος παίζει η προσευχή στην απόφασι ενός ν’ αφιερωθή στον Ιεχωβά;
19 Ένας, ο οποίος ενδιαφέρεται να ξεχωρίση τον εαυτό του για να κάνη το θέλημα του Θεού, θ’ απευθυνθή με προσευχή στον Ιεχωβά μέσω του Χριστού Ιησού και θα ζητήση να είναι επάνω του το πνεύμα του Ιεχωβά και να του υποδεικνύη, μέσω της Γραφής, τι ακριβώς οφείλει να κάμη για να γίνη άξιος της ευνοίας και της ευλογίας του Ιεχωβά. Ο Ιησούς στην επί του ορούς ομιλία του έδωσε την εξής ενθάρρυνσι: «Αιτείτε, και θέλει σας δοθή· ζητείτε, και θέλετε ευρεί· κρούετε, και θέλει σας ανοιχθή.» (Ματθ. 7:7) Όταν ένα άτομο διαπιστώση ότι είναι επιθυμία του Ιεχωβά να ξεχωρισθή για να κάμη το θέλημά Του, τότε πρέπει να κάμη τ’ αναγκαία βήματα για να έλθη σε μια ευπρόσδεκτη κατάστασι ώστε ο Ιεχωβά να δεχθή την αφιέρωσι και το εν ύδατι βάπτισμα του και να πολιτευθή μαζί του. Επομένως, ας στραφούμε στον Λόγο του Θεού για να εύρωμε τι ζητεί Αυτός από εκείνους οι οποίοι θέλουν να τον ευαρεστήσουν.