Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Ο σύζυγός μου κι εγώ είμεθα νεοαφιερωμένοι Μάρτυρες. Οι συγγενείς μας είναι δυσαρεστημένοι που ελάβαμε αυτή τη στάσι. Με την έλευσι των Χριστουγέννων και την κατ’ έθιμον χορήγησι δώρων θ’ ανταγωνισθούν ακόμη περισσότερο λόγω της αρνήσεώς μας να λάβωμε μέρος στο έθιμο αυτό. Μήπως θα μπορούσατε να μας δώσετε υποδείξεις σ’ αυτό το ζήτημα;—Ρ. Μ., Η.Π.Α.
Ως αφιερωμένοι Χριστιανοί ενδιαφερόμεθα πρώτ’ απ’ όλα να ευαρεστήσωμε τον Ιεχωβά Θεό και τον Ιησού Χριστό. Κατά δεύτερο λόγο, υποχρεούμεθα να δώσωμε μαρτυρία στους γνωστούς μας, γείτονας και συγγενείς καθόσον μας δίδεται ευκαιρία. Εφόσον εμείς το πράττομε αυτό αποτελεσματικά, αυτοί θα μπορέσουν να καταλάβουν τι φρονούμε εμείς για τα διάφορα ζητήματα. Ιδιαίτερα θα συμβή αυτό, αν εκθέσωμε πώς διάκειται η κοινωνία του Νέου Κόσμου στο ζήτημα των εορτών, ονομαστικών, πολιτικών και θρησκευτικών. Μπορούμε να διασαφηνίσωμε ότι εμείς χαιρετίζομε τον Χριστόν ως Βασιλέα, αλλά θεωρούμε ακατάλληλο να εξάρωμε τη βρεφική του ηλικία σήμερα. Αυτό μπορούμε να το κάμωμε με παρρησία, διότι έχομε την ικανοποίησι της γνώσεως ότι η άποψίς μας είναι η της Γραφής.
Αν λάβωμε Χριστουγεννιάτικα δώρα, τι θα κάμωμε; Δεν φαίνεται σωστό πράγμα τότε να θίξωμε τον θεσμό των Χριστουγέννων. Αντί να τ’ αποποιηθούμε ή να τα επιστρέψωμε, καλύτερα θα ήταν απλώς να εκφράσωμε την εκτίμησί μας προφορικώς ή με επιστολή ή δελτάριο· και, ενώ θ’ αγνοούμε πλήρως οποιαδήποτε σχέσι με την εορτή της ημέρας, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσωμε την ευκαιρία για να μνημονεύσωμε κάπως τα της ελπίδος μας για τον Νέο Κόσμο. Θα ήταν μάλιστα σκόπιμο και να περιμένωμε να περάση η μέρα της εορτής, για να είναι περισσότερο χωρισμένη η έκφρασις των ευχαριστιών μας από τον ειδωλολατρικό εορτασμό.
Ούτε, επίσης, πρέπει να είμεθα απολογητικοί που δεν στέλλομε ένα δώρο τα Χριστούγεννα μολονότι εμείς ελάβαμε δώρο. Στις εμπορικές σχέσεις τα Χριστούγεννα απλώς τυγχάνει να είναι μια κατάλληλη ευκαιρία για τους εργοδότας να εκφράσουν την εκτίμησί των για τις υπηρεσίες που τους παρέχονται μ’ ένα δώρημα. Εκείνοι που δίνουν απλώς διότι αναμένουν κάτι σε αντάλλαγμα έχουν εσφαλμένο ελατήριο, που το κατακρίνουν οι Γραφές. (Λουκ. 6:30-36) Εν τούτοις, αν αισθανώμεθα τη διάθεσι να δώσωμε ένα δώρο, θα μπορούσαμε να περιμένωμε μια άλλη κατάλληλη περίπτωσι ή μέρα και, με την ευκαιρία αυτή, ας λεχθή ότι το ίδιο ισχύει και για τα δώρα της εορτής των γενεθλίων. Ποτέ, όμως, δεν πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας υποχρεωμένους να δώσωμε ένα δώρο επειδή ελάβαμε κι εμείς δώρο. Επίσης, καλό είναι να ενθυμούμεθα ότι, ζώντας σύμφωνα με τις ευχές της αφιερώσεώς μας, δίνομε πολύ περισσότερα σε πιο άξια άτομα και με καλύτερο ελατήριο από οιουσδήποτε που δίνουν Χριστουγεννιάτικα δώρα. Εμείς τους δίνομε το άγγελμα που μπορεί να τους οδηγήση στη ζωή.—Ματθ. 10:8· Ιωάν. 17:3.
● Μήπως όσοι υπεβλήθησαν στο βάπτισμα του Ιωάννου έπρεπε να ξαναβαπτισθούν αργότερα το βάπτισμα του Ιησού;—Α. Ρ., Η.Π.Α.
Εκείνο που χαρακτηρίζεται ως «βάπτισμα του Ιωάννου» ήταν το βάπτισμα των φυσικών εκείνων Ιουδαίων και προσηλύτων, οι οποίοι είχαν μετανοήσει για τ’ αμαρτήματά των απέναντι της διαθήκης του Νόμου. Ήταν ένα βάπτισμα που επέτρεψε ο Ιεχωβά, και το οποίον Αυτός είχε δώσει εντολή στον Ιωάννη να εκτελή. (Λουκ. 3:2, 3· Ιωάν. 1:33) Εφόσον το βάπτισμα των μετανοούντων αυτών Ιουδαίων αποτελούσε ένδειξι της μετανοίας των από αμαρτίες απέναντι της διαθήκης του Νόμου, η εκτέλεσίς του θα ήταν έγκυρη όσο θα ίσχυε και η διαθήκη του Νόμου. Αυτό σημαίνει ότι το βάπτισμα αυτό μπορούσε εγκύρως να τελήται ως την Πεντηκοστή του έτους 33 μ.Χ. Δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία περί του ότι εκείνοι που εβαπτίσθησαν εγκύρως το βάπτισμα του Ιωάννου ξαναβαπτίσθηκαν στο όνομα του Ιησού Χριστού.
Ο Ιωάννης είχε σταλή από τον Ιεχωβά για να προετοιμάση τον λαό για την έλευσι του Μεσσία. Ο νόμος τούς είχε δοθή ως παιδαγωγός για να τους οδηγήση στον Χριστό, αλλ’ ως έθνος αυτοί δεν ακολούθησαν τη διδασκαλία του και δεν ήσαν σε θέσι ν’ αναγνωρίσουν και δεχθούν εκείνον στον οποίον αυτός τους κατηύθυνε. (Γαλ. 3:24) Το χωρίον Λουκάς 3:3-6 (ΜΝΚ) εξηγεί: «Και ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, κηρύττων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών· ως είναι γεγραμμένον εν τω βιβλίω των λόγων Ησαΐου του προφήτου, λέγοντος, “Φωνή βοώντος εν τη ερήμω· Ετοιμάσατε την οδόν του Ιεχωβά, ευθείας κάμετε τας τρίβους αυτού. Πάσα φάραγξ θέλει γεμισθή, και παν όρος και βουνός θέλει ταπεινωθή, και τα σκολιά θέλουσι γείνει ευθέα, και αι τραχείαι οδοί ομαλαί. Και πάσα σαρξ θέλει ιδεί το σωτήριον του Θεού”.» Ο ίδιος ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, αφού προσδιώρισε την ταυτότητα του Ιησού ως του «Αμνού του Θεού», εξήγησε τον λόγον του κηρύγματος και του βαπτίσματός του, λέγοντας: «Δια να φανερωθή εις τον Ισραήλ, δια τούτο ήλθον εγώ βαπτίζων εν τω ύδατι.»—Ιωάν. 1:31.
Όταν ο Ιησούς άρχισε τη διακονία του, δεν είπε στους μαθητάς του, που είχαν διδαχθή απ’ τον Ιωάννη, να ξαναβαπτισθούν στο όνομα του Ιησού. Όχι, διόλου. Το βάπτισμά των είχε γίνει από ένα δούλον του Θεού σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιεχωβά κι επομένως ήταν έγκυρο. Ούτε τους έδωσε εντολή να κάμουν διάφορο βάπτισμα για κείνους που θα εγίνοντο ακόλουθοί του στη διάρκεια της επιγείου διακονίας του. Επομένως, όταν αναγινώσκωμε στο κατά Ιωάννην 3:22 ότι «ήλθεν ο Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις την γην της Ιουδαίας,» εννοούμε ότι το βάπτισμα που ετελείτο είχε την ίδια σημασία που είχε και το βάπτισμα που ετελείτο από τον Ιωάννη.
Εν τούτοις, αν κανείς εβαπτίζετο στο βάπτισμα του Ιωάννου μετά την Πεντηκοστή του έτους 33 μ.Χ., αυτό ήταν ακατάλληλο. Θα έδειχνε αυτό ότι ένας τέτοιος δεν κατενόησε τη σημασία του βαπτίσματος εκείνου. Αναγινώσκομε για μια τέτοια περίπτωσι στις Πράξεις 19:3-5: «Και είπε προς αυτούς, Εις τι λοιπόν εβαπτίσθητε; Οι δε είπον, Εις το βάπτισμα του Ιωάννου. Και είπεν ο Παύλος, Ο Ιωάννης μεν εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, λέγων προς τον λαόν να πιστεύσωσιν εις τον ερχόμενον μετ’ αυτόν, τουτέστιν, εις τον Χριστόν Ιησούν. Ακούσαντες δε, εβαπτίσθησαν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού.» Εφόσον αυτό συνέβη όταν ο Παύλος διήνυε την τρίτη ιεραποστολική του περιοδεία, που άρχισε κατά το έτος 52 μ.Χ., προφανές είναι ότι αυτά τα άτομα εβαπτίσθησαν αφού είχε παύσει να έχη αξία το βάπτισμα του Ιωάννου στα όμματα του Ιεχωβά Θεού. Αυτοί κατάλληλα εβαπτίσθησαν πάλι.
Ωστόσο, δεν είναι ανάγκη να ξαναβαπτίζεται κανείς κάθε φορά που εκπληρώνεται άλλη μια προφητεία του θείου λόγου, ή κατανοείται σαφέστερα κάποια αλήθεια. Ένας βαπτισμένος δούλος του Θεού, που έχει αληθινά μετανοήσει για την περασμένη πορεία του, θ’ ακολουθήση την καθοδηγία του Ιεχωβά σ’ αυτά τα ζητήματα. Έτσι, όταν ο Χριστός ενεθρονίσθη ως Βασιλεύς το έτος 1914 μ.Χ., δεν ήταν ανάγκη να ξαναβαπτισθούν όλοι οι αληθινοί Χριστιανοί σε αναγνώρισι της κυβερνητικής του θέσεως. Έτσι, επίσης, όταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέδειξε τον Χριστόν ως ‘τον Αμνόν του Θεού, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου,’ δεν ήταν ανάγκη να ξαναβαπτισθούν οι μαθηταί του. Η αποδοχή απ’ αυτούς του Ιησού ως του Χριστού ήταν πολύ συνεπής με το βάπτισμα στο οποίον είχαν ήδη υποβληθή. Ακριβώς δε, όπως το βάπτισμά των παρέμενε σε ισχύν τότε, έτσι κι όταν ο Χριστός ανελήφθη στον ουρανό και «ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν, και εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ παν όνομα,» δεν ήταν ανάγκη να δείξουν οι μαθηταί του την αναγνώρισι τούτου με το να ξαναβαπτισθούν.—Φιληππησ. 2:9.
Εν τούτοις, επρόκειτο να επέλθη μια αλλαγή στο βάπτισμα, όταν η διαθήκη το Νόμου έπαυσε να ισχύη. Επομένως, όχι στην αρχή της διακονίας του, αλλά μετά την ανάστασί του και πριν από την ανάληψί του στον ουρανό, είπε ο Ιησούς στους μαθητάς του: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς.» (Ματθ. 28:19, 20) Είπε επίσης σ’ αυτούς: «Να μη, απομακρυνθώσιν από Ιεροσολύμων, αλλά να περιμένωσι την επαγγελίαν του Πατρός, την οποίαν ηκούσατε, είπε, παρ’ εμού. «Θέλετε λάβει δύναμιν, όταν επέλθη το άγιον πνεύμα εφ’ ημάς· και θέλετε είσθαι εις εμέ μάρτυρες και εν Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία, και έως εσχάτου της γης.» (Πράξ. 1:4, 8) Ώστε από την Πεντηκοστή κι έπειτα ετελείτο ένα διάφορο βάπτισμα, όχι για μετάνοια από αμαρτήματα απέναντι της διαθήκης του Νόμου, αλλά «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος,» που συμβολίζει την αφιέρωσι του πιστού.
● Είναι σωστό για τοις Χριστιανούς να προσκαλούν άλλους στο σπίτι τους ή να δέχωνται πρόσκλησι στο σπίτι άλλου προσώπου για γεύμα σε μια κοσμική γιορτή;—Γ. Μπ., Η.Π.Α.
Δεν υπάρχει τίποτα το Γραφικώς εσφαλμένο στο ν’ απολαμβάνουν οι Χριστιανοί ένα γεύμα στο σπίτι τους ή ως φιλοξενούμενοι σε σπίτια φίλων ή συγγενών, οποιαδήποτε μέρα του έτους. Μπορεί σε μια τέτοια κοσμική γιορτή να είναι ο μόνος καιρός που είναι πολλοί συγχρόνως ελεύθεροι από τις εργασίες των κι έτσι μπορούν να ευκαιρήσουν για ν’ απολαύσουν ένα γεύμα με τους φίλους των. Το να συγκεντρωθούν, βέβαια, ειδικά για το σκοπό του να γιορτάσουν την κοσμική γιορτή και να φάγουν ένα γεύμα προς αναγνώρισιν αυτής της γιορτής δεν θα ήταν Γραφικό ή Χριστιανικό. Ενώ είναι αληθές ότι μερικοί κάνουν θρησκεία ωρισμένες μέρες από πράξεις, οι οποίες θα ήσαν συνήθεις τις άλλες μέρες, δεν είναι ανάγκη για μας, αφ’ ετέρου, να κάνωμε θρησκεία αποφεύγοντας σε ωρισμένες μέρες του έτους ό,τι συνήθως εκάναμε τις άλλες μέρες.
Σχετικά με τούτο, καλό είναι να έχωμε υπ’ όψι τη συμβουλή που βρίσκεται στις Γραφές: «Το φαγητόν όμως δεν συνιστά ημάς εις τον Θεόν· διότι ούτε εάν φάγωμεν, περισσεύομεν, ούτε εάν δεν φάγωμεν, ελαττούμεθα. Πλην προσέχετε μήπως αύτη η εξουσία σας γείνη πρόσκομμα εις τους ασθενείς.» Είτε λοιπόν τρώγετε, είτε πίνετε, είτε πράττετέ τι, πάντα πράττετε εις δόξαν Θεού.»—1 Κορ. 8:8, 9· 10:31.