Πώς Έρχεται ο Χριστός τη Δεύτερη Φορά;
Ο Ιησούς Χριστός υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο. Το γεγονός ότι πολλοί απεγοητεύθησαν ως προς την επάνοδόν του, δεν πιστοποιεί ότι ποτέ δεν θα επανέλθη, αλλ’ ότι απλώς αυτοί στερούνται κατανοήσεως. Πώς θα επανέλθη ο Χριστός; και πότε; και γιατί;
ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ του Χριστού με πεποίθησι τον ανέμεναν να επανέλθη, να έλθη για δεύτερη φορά. Γι’ αυτό και τον ερώτησαν, «Τι το σημείον της παρουσίας σου, και της συντελείας του αιώνος;» Αν και οι λεγόμενοι Χριστιανοί συμφωνούν γενικά στο ότι ο Χριστός θα επανέλθη, εν τούτοις διαφωνούν πολύ στο πώς θα έλθη.—Ματθ. 24:3.
Αυτό έγινε πολύ φανερό στο συνέδριο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, που συνήλθε στο Έβανστον του Ιλλινόις, στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου 1954. Συζητώντας το θέμα της συνεδριάσεως, «Ο Χριστός—Η Ελπίς του Κόσμου», μερικοί επέμειναν ότι ο Χριστός θα ήρχετο κατά γράμμα, με το ίδιο ανθρώπινο σώμα που είχε όταν ήταν στη γη, θα κατέστρεφε τους ασεβείς και θα απελύτρωνε τους ακολούθους του. Άλλοι διακρατούσαν τη γνώμη ότι ο Χριστός έρχεται δια της εφαρμογής των Χριστιανικών αρχών στα ανθρώπινα προβλήματα της ασθενείας, της πείνας, της δουλείας και των ομοίων. Τι έχει να πη η Γραφή, και πώς ο Χριστός θα έλθη πάλι;
Για να εκτιμήσωμε την αλήθεια περί του πώς επανέρχεται ο Χριστός, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να καταλάβωμε πώς ήλθε την πρώτη φορά, και γιατί ήλθε μ’ αυτό τον τρόπο. Ήλθε με τρόπον ο οποίος ήταν μοναδικός, διότι είχε προανθρώπινη ύπαρξι. Η σχετική Γραφική μαρτυρία είναι σαφής. Ο Ιησούς είπε: «Ουδείς ανέβη εις τον ουρανόν, ειμή ο καταβάς εκ του ουρανού.» «Πριν γείνη ο Αβραάμ εγώ είμαι.» «Δόξασόν με συ, Πάτερ, πλησίον σου, με την δόξαν την οποίαν είχον παρά σοι πριν γείνη ο κόσμος.»—Ιωάν. 3:13· 8:58· 17:5.
Όταν ήταν στη γη ο Ιησούς, δεν ήταν εν μέρει άνθρωπος και εν μέρει πνεύμα. Όχι, «εαυτόν εκένωσε, λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους.» Δεν περιεβλήθη σάρκα, αλλά «ο Λόγος έγεινε σαρξ», όπως μας λέγεται· αυτός «εγεννήθη εκ γυναικός».—Φιλιππησ. 2:7· Ιωάν. 1:14· Γαλ. 4:4.
Και γιατί ο Λόγος έγινε σαρξ; Πρώτ’ απ’ όλα, για να μπορέση να κηρύξη την αλήθεια στο ανθρώπινο γένος. Είπε ότι ήλθε για να κηρύξη, και εδήλωσε στον Πιλάτο: «Εγώ δια τούτο εγεννήθην, και δια τούτο ήλθον εις τον κόσμον, δια να μαρτυρήσω εις την αλήθειαν.» Δεύτερον, έγινε, επίσης, σαρξ για να καταδείξη ότι ένα τέλειο ανθρώπινο πλάσμα θα μπορούσε ν’ αποδειχθή πιστό υπό δοκιμασίαν: «Έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε.» Και τέλος, εγεννήθη εκ γυναικός, για να μπορέση να δώση την ψυχή ή ζωή του ως «λύτρον αντί πολλών.» Όλο το ανθρώπινο γένος υπήχθη σε καταδίκη λόγω της αμαρτίας ενός τελείου ανθρώπου· μόνον η θυσία μιας τελείας ζωής θα μπορούσε να λυτρώση το ανθρώπινο γένος από την καταδίκη της αμαρτίας και τον θάνατο.—Ιωάν. 18:37· Εβρ. 5:8, 9· Ματθ. 20:28.
ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΑΝΕΛΘΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;
Πρέπει ν’ αναμένωμε ότι θα επανέλθη ο Χριστός με ανθρώπινο σώμα; Όχι. Γιατί όχι; Μεταξύ άλλων λόγων, διότι επετέλεσε τον τριπλό σκοπό για τον οποίον, όπως είδαμε πιο πάνω, έγινε σαρξ, κι έτσι δεν έχει πια ανάγκη ανθρωπίνου σώματος. Όχι μόνον αυτό, αλλά και επειδή έχει θυσιάσει την ανθρώπινη ζωή του ως αντίλυτρον, το να την πάρη πίσω θα εσήμαινε ματαίωσιν της λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Εκτός απ’ αυτό, μας λέγεται σαφώς ότι ‘εθανατώθη μεν σαρκί, εζωοποιήθη δε πνεύματι.’ Επίσης, ότι σε αντίθεσι με τον πρώτον Αδάμ, ο οποίος ήταν «εκ της γης, χοϊκός,» ο Χριστός Ιησούς ως ο ‘έσχατος Αδάμ έγεινεν εις πνεύμα ζωοποιούν.’ Ανελήφθη στον ουρανό, κάτι που δεν μπορούσε κανείς άνθρωπος να το κάμη, διότι «σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσωσιν.» Αυτός είναι τώρα ‘απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως του Πατρός του.’—1 Πέτρ. 3:18, Κείμενον· 1 Κορ. 15:47, 45, 50· Εβρ. 1:3.
Μερικοί υποδεικνύουν τις εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάστασί του και το γεγονός ότι ο τάφος ήταν κενός, ως απόδειξιν ότι ο Ιησούς έχει ακόμη το ανθρώπινο σώμα του και ότι πρέπει συνεπώς ν’ αναμένωμε ότι θα επανέλθη ως άνθρωπος. Σημειώστε, εν τούτοις, ότι η Μαρία δεν ανεγνώρισε τον Ιησούν· ενόμισε πως ήταν ο κηπουρός, ώσπου αυτός εφώναξε «Μαρία!» με τον παλαιόν οικείον τόνον. Οι δύο μαθηταί που επορεύοντο προς Εμμαούς, ενόμισαν πως είναι ξένος. Αφού δε μερικοί απόστολοι επανέλαβαν την αλιευτική εργασία τους και φάνηκε σ’ αυτούς ο Ιησούς στην ακρογιαλιά, εκείνο που τους έκαμε να καταλάβουν ότι ήταν ο Ιησούς δεν ήταν η εμφάνισίς του, αλλά, η θαυματουργική σύλληψις ιχθύων. Μόνο για να ικανοποιήση τον δύσπιστο Θωμά ενεφανίσθη ο Ιησούς με μορφή όμοια μ’ εκείνην που είχε πριν πεθάνη.—Ιωάν. 20:1-29.
Ούτε οι λόγοι των αγγέλων, ότι ο Ιησούς θα ήρχετο «ούτω, καθ’ ον τρόπον» απήλθε, εσήμαιναν πως θα ήρχετο με σάρκινο σώμα. Οι άγγελοι είπαν ότι ο Ιησούς θα ήρχετο, όχι με την ίδια μορφή, αλλά με τον ίδιο τρόπο. Ο τρόπος του ήταν αθόρυβος και αθέατος εκτός μόνο στους αμέσους ακολούθους του. Έτσι και η επάνοδός του θα παρετηρείτο πρώτα από μόνο τους ακολούθους του, που θα είχαν πίστι σ’ αυτόν.—Πράξ. 1:11.
Τι όμως θα λεχθή για το Αποκάλυψις 1:7, το οποίον λέγει: «Ιδού, έρχεται μετά των νεφελών, και θέλει ιδεί αυτόν πας οφθαλμός»; Επειδή η Γραφή συχνά αναφέρει την όρασι με μεταφορική έννοια και επειδή θα ήταν φυσικώς αδύνατον κάθε άνθρωπος επάνω στη γη να ιδή κατά γράμμα τον Ιησούν αν επρόκειτο να έλθη με ανθρώπινο σώμα, πρέπει να συμπεράνωμε ότι εδώ αναφέρεται η μεταφορική όρασις· ειδικά, λόγω της σαφούς δηλώσεως του Ιησού: «Έτι ολίγον, και ο κόσμος πλέον δεν με βλέπει.»—Ιωάν. 14:19.
Ναι, και όταν εξετάσωμε περαιτέρω τα ένδοξα και δυνατά έργα που θα επιτελέση ο Χριστός στη δεύτερη έλευσί του, καταφαίνεται περισσότερο ακόμη ότι αυτός δεν θα επανήρχετο ως άνθρωπος. Το να ηγήται ένας άνθρωπος των πνευματικών δυνάμεων που θα λάβουν μέρος στην εκτέλεσι των σκοπών του Ιεχωβά στη διάρκεια της δευτέρας παρουσίας του Χριστού, θα ήταν ακόμη πιο άτοπο και ακατανόητο από το να ηγήται ένας στρατηγός επάνω σε όνο μιας απέραντης φάλαγγος τεθωρακισμένων αυτοκινήτων καθώς αυτά εμπλέκονται σε μάχη, ή ένας ναύαρχος να χρησιμοποιή ένα ιστιοφόρο για να ηγηθή στολίσκου υπερντρέντνωτ σε μια ναυτική επίθεσι. Ο Χριστός Ιησούς επανέρχεται για να κρίνη και να εκτελέση κρίσιν και, ως Αρχηγός ισχυρών πνευματικών δυνάμεων είναι ο ισχυρότερος και ενδοξότερος όλων αυτών.—Αποκάλ. 19:11-15.
Όχι μόνο δεν πρέπει ν’ αναμένωμε ότι ο Χριστός θα είναι ορατός στους ανθρωπίνους οφθαλμούς όταν θα έλθη πάλι, αλλά δεν πρέπει ούτε να φανταζώμεθα ότι θα εγκαταλείψη τους ουρανούς και θα έλθη μέσα στα όρια της γηίνης ατμοσφαίρας για να είναι παρών. Αυτός επανέρχεται ή «επισκέπτεται» τη γη όπως έκαμε ο Ιεχωβά στους περασμένους χρόνους, στρέφοντας την προσοχή του στα πράγματα της γης. Έτσι, λοιπόν, ο Ιεχωβά δεν κατέβη ούτε «επεσκέφθη» κατά γράμμα τους Ισραηλίτας ενόσω ήσαν στην Αίγυπτο ή στον καιρό της γεννήσεως του Ιωάννου του Βαπτιστού· αντί τούτου, σύμφωνα με την απόδοσι της Μεταφράσεως Νέου Κόσμου, «έστρεψε την προσοχή του» σ’ αυτούς. Ομοίως, όταν άρχισε να καλή ένα λαόν από τα έθνη για το όνομά του, δεν «επεσκέφθη» κατά γράμμα, αλλά «έστρεψε την προσοχή του στα έθνη.» (Έξοδ. 4:31· Λουκ. 1:68· Πράξ. 15:14, ΜΝΚ) Βλέπε επίσης: Μία Αμερικανική Μετάφρασις και Μόφφατ.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Οι Γραφές ορίζουν τρεις διαδοχικές μορφές της δευτέρας ελεύσεως του Χριστού και χρησιμοποιούν τρεις λέξεις για ν’ αναφερθούν σ’ αυτές: η «παρουσία» του· η «επιφάνεια», ή εκδήλωσις· και η «αποκάλυψις» ή φανέρωσις. Πολλά μέρη των Γραφών μιλούν για την πράξι της δευτέρας «ελεύσεως» του Χριστού, όπως το Πράξεις 7:52· αλλά οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές μιλούν επίσης πολλές φορές για τη δευτέρα «παρουσία» του, που σημαίνει το να είναι αοράτως παρών, όχι το να είναι καθ’ οδόν.
Απαντώντας στο ερώτημα των αποστόλων του για το σημείο της δευτέρας «παρουσίας» του, ο Ιησούς δεν τους είπε να παρατηρήσουν στον ουρανό, αλλά τους έδωσε ένα σύνθετο σημείο με το οποίο θα μπορούσαν να πουν ότι αυτός είναι παρών. Όλα τα γεγονότα δείχνουν ότι αυτό το σημείο παρετηρήθη από το έτος 1914. Μήπως δεν είδαμε από εκείνο το έτος πολέμους, σεισμούς, λοιμούς και λιμούς σε μια έκτασι άνευ προηγουμένου; Και δεν είδαμε από τότε διωγμούς Χριστιανών σε όλα τα έθνη και το κήρυγμα των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού σε όλη την οικουμένη;—Ματθαίος 24· Μάρκος 13· Λουκάς 21.
Επιπρόσθετα, η Βιβλική χρονολογία, βασισμένη στην προφητεία του Δανιήλ σχετικά με τους «επτά καιρούς», όταν θεωρήται υπό το φως του Θείου μετρητικού κανόνος ‘εκάστης ημέρας αντί ενός έτους’, επιβεβαιώνει το 1914 ως τον χρόνον της ελεύσεως εκείνου «εις ον ανήκει» η βασιλεία, δηλαδή του Χριστού Ιησού.—Δαν. 4:1-37· Ιεζ. 4:6· 21:27.
Όλα αυτά τα γεγονότα, τα σχετικά με τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, εκθέτουν την απατηλότητα της διδασκαλίας ότι ο Χριστός επανέρχεται με το να εφαρμόση ο άνθρωπος τις αρχές του Χριστού στα προβλήματά του. Ο Ιησούς μάς είπε ν’ αναμένωμε ακριβώς το αντίθετο: η «παρουσία» του θα εχαρακτηρίζετο από ‘πλήθυνσιν της ανομίας’ και θα ήταν ζήτημα αν θα εύρισκε την «πίστιν επί της γης». Ο δε Παύλος προείπε ότι οι «έσχατες ημέρες» θα ήσαν «καιροί κακοί». Το ν’ αναμένεται η εφαρμογή των αρχών του Χριστού από τον άνθρωπο για την επάνοδο του Χριστού, θα εσήμαινε ότι ποτέ δεν πρόκειται να επανέλθη ο Χριστός.—Ματθ. 24:12· Λουκ. 18:8· 2 Τιμ. 3:1.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Αφού παρετηρήσαμε το πώς έρχεται ο Χριστός, ως ένα πνεύμα αόρατο και με τη στροφή της προσοχής του στις υποθέσεις της γης, και ότι η παρουσία του άρχισε στα έτος 1914, με ποιες ενέργειες έδειξε ότι έστρεψε την προσοχή του στις υποθέσεις της γης; Τα εδάφια της Αποκαλύψεως 11:15-18 και 12:1-12 δείχνουν ότι ο Ιεχωβά άρχισε να κυβερνά δια του Υιού του, Χριστού Ιησού, όταν τα έθνη ωργίσθησαν, δηλαδή, στο έτος 1914, και ότι επακολούθησε πόλεμος στον ουρανό με αποτέλεσμα να εκβληθή ο Σατανάς και οι δαίμονές του. Αφότου ο Ιησούς ανελήφθη στους ουρανούς ανέμενε υπομονητικά ως το 1914 για ν’ αρχίση έτσι να άρχη ανάμεσα στους εχθρούς του.—Ψαλμ. 110:1-6· Εβρ. 10:13.
Αφού εξεκαθάρισε τους ουρανούς από τους εχθρούς του, ο Χριστός κατόπιν έστρεψε την προσοχή του στους ακολούθους του επάνω στη γη, τόσο σ’ εκείνους που εκοιμώντο στον θάνατο, όσο και σ’ εκείνους που ζούσαν, για να προβή στην «επιφάνειά» του, ή εκδήλωσι. Τα γεγονότα δείχνουν ότι, όπως ακριβώς ο Χριστός ήλθε στον Ιουδαϊκό ναό τριάμισυ έτη μετά την έλευσί του ως Μεσσία, έτσι και στο έτος 1918, τριάμισυ έτη μετά την έναρξι της παρουσίας του, ήλθε στον πνευματικό του ναό για κρίσι και ανταμοιβή. Αυτό εσήμαινε ανάστασιν και απόδοσιν του «στεφάνου της δικαιοσύνης» στον Παύλο και «εις πάντας όσοι επιποθούσι την επιφάνειαν αυτού,» και οι οποίοι εκοιμώντο στον θάνατο, εσήμαινε δε επίσης την εύνοια του Ιεχωβά και αύξησι των προνομίων υπηρεσίας της Βασιλείας για τους Χριστιανούς εκείνους που ήσαν ακόμη ζώντες και οι οποίοι βρέθηκαν πιστοί.—2 Τιμ. 4:8.
Από τότε ο Χριστός επιβλέπει ένα έργον διαχωρισμού των «προβάτων» από τα «ερίφια» όπως είχε προείπει, ένα έργον εκπαιδεύσεως των «προβατοειδών» ανθρώπων, για να εκζητήσουν τον Ιεχωβά, την δικαιοσύνην και πραότητα κι έτσι να διαφυλαχθούν στην ημέρα της οργής του. Αυτή η μορφή της παρουσίας του Χριστού αποτελεί πραγματικά ένα καιρόν ευνοίας για τους ακολούθους του επάνω στη γη και θα συνεχισθή ως τον καιρό της «αποκαλύψεώς» του, ή φανερώσεώς του, «όταν ο Κύριος Ιησούς αποκαλυφθή απ’ ουρανού μετά των αγγέλων της δυνάμεως αυτού, εν πυρί φλογός, κάμνων εκδίκησιν εις τους μη γνωρίζοντας Θεόν, και εις τους μη υπακούοντας εις το ευαγγέλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.» Άλλα Γραφικά εδάφια χαρακτηρίζουν την «αποκάλυψιν» αυτή ως τον Αρμαγεδδώνα, «τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος.»—2 Θεσ. 1:7, 8· Αποκάλ. 16:14, 16.
Μετά την καταστροφή όλων των ορατών εχθρών της δικαιοσύνης και το ρίψιμο του Σατανά και των δαιμόνων του στην άβυσσο κατά τον Αρμαγεδδώνα, θ’ αρχίση η χιλιετής βασιλεία του Χριστού. Αυτός, μαζί με το σώμα ή νύμφην του, θα ευλογήση, ως σπέρμα του Αβραάμ, όλες τις φυλές της γης και θα εξακολουθήση να άρχη ώσπου να καταστραφή και αυτός ο θάνατος και να μην υπάρχη πλέον πόνος, ούτε κραυγή, ούτε πένθος, και το θέλημα του Θεού να γίνεται στη γη όπως γίνεται και στον ουρανό. Με τούτο θα εκπληρωθή πλήρως ο σκοπός του Θεού για τη δευτέρα παρουσία του Χριστού. Για να συνοψίσουμε: Είδαμε ότι ο Ιησούς ήλθε την πρώτη φορά ως άνθρωπος για να μαρτυρήση την αλήθεια, για ν’ αποδείξη την ακεραιότητά του υπό δοκιμασίαν και να δώση τη ζωή του ως αντίλυτρο για τον άνθρωπο, και ότι ήταν πραγματικά σαρξ και αίμα· ότι ηγέρθη από τους νεκρούς ως πνεύμα· ότι δεν θα μπορούσε να έχη κληρονομήσει τον ουρανό αν παρέμενε ως άνθρωπος, πολύ δε ολιγώτερο θα μπορούσε να εκπληρώση ως τοιούτος τους ενδόξους σκοπούς της δευτέρας παρουσίας του· ότι ήλθε ως αόρατο πνεύμα και υπό την έννοιαν ότι κατηύθυνε την προσοχή του στις υποθέσεις της γης, και ότι μετά τη δεύτερη έλευσί του εμφανίζονται τρία χαρακτηριστικά, το πρώτο είναι η «παρουσία», που άρχισε στο έτος 1914. Όσοι είναι συνετοί θα επωφεληθούν από την παρούσα εκδήλωσι της ευνοίας του πριν από την αποκάλυψί του με πύρινη καταστροφή των εχθρών του στον Αρμαγεδδώνα.