ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • w50 15/4 σ. 115-123
  • Η Εκδήλωσις της Αγάπης

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Η Εκδήλωσις της Αγάπης
  • Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1950
  • Υπότιτλοι
  • ΜΑΚΡΟΘΥΜΗ, ΑΓΑΘΟΠΟΙΟΣ, ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΗ
  • ΟΧΙ ΚΑΥΧΗΣΙΟΛΟΓΟΣ, ΕΠΗΡΜΕΝΗ
  • ΟΧΙ ΑΠΡΕΠΗΣ, ΙΔΙΟΤΕΛΗΣ, ΘΥΜΩΔΗΣ, ΜΝΗΣΙΚΑΚΗ
  • ΚΛΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
  • ΑΝΕΧΕΤΑΙ, ΠΙΣΤΕΥΕΙ, ΕΛΠΙΖΕΙ
Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1950
w50 15/4 σ. 115-123

Η Εκδήλωσις της Αγάπης

«Τώρα δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα· μεγαλητέρα δε τούτων είναι η αγάπη.»—1 Κορινθίους 13:13.

1. Τι περιμένει ο Θεός να εξασκήσωμε και έτσι να είμαστε κατάλληλοι για ποιο πράγμα;

Ο ΙΕΧΩΒΑ Θεός είναι η πηγή της αγάπης. Ως Δημιουργός, ενεφύτευσε στα νοήμονα πλάσματά του την θαυμαστή αυτή ιδιότητα που ονομάζεται «αγάπη». Χωρίς αυτή ο τέλειος άνθρωπος δεν θα είχε πλασθή κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού. Ο μεγάλος αόρατος εχθρός του ανθρώπου, ο πονηρός πολέμιος του Θεού που ονομάζεται Σατανάς ή Διάβολος, ενήργησε επί χιλιάδες χρόνια προσπαθώντας να διαστρέψη και να αποκλείση αυτή τη θεοειδή ιδιότητα από την ανθρώπινη καρδιά. Προσπάθησε να κάνη όλο το ανθρώπινο γένος να μισή τον Θεό ή να τον αγαπά με μια υποκριτική αγάπη. Μόνο ο Θεός η Πηγή είναι εκείνος που μπορεί να αναζωογονήση ή να καλλιεργήση αγνή αγάπη στο ανθρώπινο στήθος. Με τη δική του εκδήλωσι αγάπης μάς φανερώνει τι είναι αγάπη, έτσι ώστε εκείνοι που είναι τώρα αφωσιωμένοι σ’ αυτόν, ορθά λέγουν: «Ημείς αγαπώμεν αυτόν, διότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς.» (1 Ιωάννου 4:19) Δεν ζητεί από μας να είμαστε θαυμασίως σοφοί· δεν ζητεί να είμαστε ισχυροί και δυνατοί από φυσική άποψι· δεν περιμένει από μας, μέσα στην ατέλειά μας, να ανταποκριθούμε με ακρίβεια στις απαιτήσεις της δικαιοσύνης και να μην αμαρτήσωμε ποτέ. Αλλά ζητεί από μας να εξασκούμε αγάπη με καθαρή καρδιά. Αυτό είναι πρωταρχικής σπουδαιότητος, αν θέλωμε ν’ αποδειχθούμε κατάλληλοι για αιώνια ζωή στον δίκαιο νέο του κόσμο.

2. Πώς και σε ποιους μετεδίδοντο χαρίσματα; Τι χρειαζόταν επίσης;

2 Το πνεύμα του Θεού είναι η αόρατη ενεργός του δύναμις. Είναι η ενέργειά του που αυτός εξασκεί για να γίνη το θέλημά του και να πραγματοποιηθή ο σκοπός του. Μ’ αυτό εκτελεί πολλά πράγματα που είναι θαυμαστά στον άνθρωπο ακόμη και στον εικοστόν αυτόν αιώνα. Στον πρώτον αιώνα, μέσω του αγίου του πνεύματος, ο Ιεχωβά Θεός έθετε τη δύναμί του επάνω σ’ εκείνους που εγίνοντο ακόλουθοι του αγαπητού του Υιού Ιησού Χριστού. Μ’ αυτό το πνεύμα τούς χορηγούσε σε μια στιγμή διάφορα χαρίσματα, τα οποία ο ηλεκτρονικός αιών δεν μπορεί να τα αναπαραγάγη. Υπήρχαν χαρίσματα δυνάμεως για τη θεραπεία ασθενών και αναπήρων προσώπων, ναι, για την έγερσι νεκρών στη ζωή· χαρίσματα δυνάμεως για προφητεία ή παροχή ειδικής πληροφορίας και γνώσεως· χαρίσματα ομιλίας σε ξένη γλώσσα και μεταφράσεως γλωσσών. Αυτά εδίδοντο σ’ εκείνους που επίστευαν στον Ιεχωβά Θεό και τον Ιησού Χριστό. Αυτοί αφιέρωναν τη ζωή τους στον Θεό για να τον υπηρετήσουν καθώς μας έδειξε ο Υιός του, και ο Θεός τούς εδέχετο μέσω της θυσίας και της δικαιοσύνης του Υιού του. Τους μετεδίδοντο θαυματουργικά χαρίσματα μέσω των δώδεκα αποστόλων του Υιού του Ιησού Χριστού. Αυτά τα χαρίσματα εχρησιμοποιούντο για την απόδειξι του γεγονότος ότι ο Χριστιανισμός προήρχετο από τον ζώντα και αληθινό Θεό και ήταν η οδός για την απόκτησι αιωνίου ζωής. Αλλά ένας Χριστιανός τότε μπορούσε να κατέχη μερικά από τα χαρίσματα αυτά του πνεύματος ή όλα, και εντούτοις μόνο αυτό να μην του εγγυάται αιώνια ζωή. Έπρεπε να χρησιμοποιή αυτά τα χαρίσματα μ’ ένα κατάλληλο τρόπο, δηλαδή, μ’ ένα κατάλληλο ελατήριο. Ενώ χρησιμοποιούσε τα χαρίσματα έπρεπε να εξασκή και να καλλιεργή την απαραίτητη ιδιότητα της αγάπης. Αλλιώς, η χρησιμοποίησις των πνευματικών του χαρισμάτων και η επιτέλεσις αξιοσημειώτων κατορθωμάτων δεν θα του ελογαριάζετο ενώπιον του Θεού. Θα ήταν μηδέν και θα καταντούσε στο μηδέν. Μόνο η αγάπη θα ήταν η επίτευξίς του. Τι είναι, λοιπόν, αγάπη; Όχι τι οι άνθρωποι του κόσμου ονομάζουν έτσι, αλλά τι ο Ιεχωβά Θεός αποκαλεί «αγάπη»;

3. Πώς πρέπει να ορισθή η αγάπη, και γιατί είναι σπουδαία;

3 Εκτός από τον ορισμό που δίνει το λεξικό, η αγάπη έχει προσδιορισθή ως η «τελεία εκδήλωσις της ανιδιοτελείας». Κατ’ ανάγκην είναι ανιδιοτελής, πρέπει όμως να είναι, όχι αρνητική, αλλά θετική. Πρέπει να εκδηλώνεται και να μην αναχαιτίζεται εκεί που υπάρχει περίπτωσις να γίνη ένα καλό. Ενώ είναι ανιδιοτελής και δεν ζητεί κάτι για τον εαυτό της, πρέπει, όμως, να ζητή ενεργητικά τη δόξα του Θεού του Δημιουργού και τη διαρκή ευημερία των άλλων πλασμάτων του. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε υστερεί από το να είναι τελεία αγάπη. Επομένως αγάπη είναι η ιδιότης εκείνη που είναι εμφυτευμένη μέσα μας και που εκδηλώνεται με την αδιάρρηκτη προσκόλλησί μας στον Ιεχωβά Θεό και την Θεοκρατική του οργάνωσι και με τις ανιδιοτελείς μας πράξεις στους άλλους και με το ενεργό ενδιαφέρον μας για την αιώνια ευημερία των άλλων πλασμάτων. Μπορεί καλύτερα να ορισθή αν εκθέσωμε πώς ενεργεί· γνωρίζοντας δε τούτο, μπορούμε να υπολογίσωμε αν τα λόγια μας, οι πράξεις και οι διαθέσεις μας αποτελούν εκδήλωσι αγάπης. Πρέπει αυτό να το προσέχωμε καθημερινά, εξακολουθητικά, αν ενδιαφερόμεθα να αποδειχθούμε άξιοι για να μας χορηγήση ο Θεός το δώρο της αιωνίου ζωής. Η αγάπη είναι εξαιρετικά σπουδαία για ν’ αποκτήσωμε τη ζωή αυτή. Ιδιοτέλεια οποιασδήποτε μορφής δεν συμβάλλει στην απόκτησι ζωής. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η ιδιοτέλεια είναι εκείνη που στο τέλος καταστρέφει τον κόσμο και απειλεί να επιφέρη θάνατο σε όλους τους ανθρώπους. Μόνο που εμποδίζονταν να το πράξη αυτό στη μακρά διαδρομή των αιώνων. Η αγάπη του Θεού και μόνη είναι εκείνη που θα σώση τους ανθρώπους καλής θελήσεως.

4. Στο ζήτημα τούτο πώς μας επηρεάζει ο αληθινός Χριστιανισμός;

4 Το δέκατο τρίτο κεφάλαιο της πρώτης επιστολής του Παύλου προς τους Κορινθίους είναι φημισμένο για την περιγραφή που δίνει του πώς η αληθινή αγάπη ενεργεί ή δεν ενεργεί. Στα αρχικά εδάφια του περιφήμου αυτού κεφαλαίου ο απόστολος αναφέρει έναν αριθμό χαρισμάτων του πνεύματος, δηλαδή, γλώσσες, προφητεία, κατανόησι όλων των μυστηρίων και όλης της γνώσεως, και πίστι. Είναι ταχύς στο να μας βεβαιώση ότι το να κατέχωμε αυτά τα χαρίσματα δεν μας προξενεί διαρκές καλό αν δεν έχομε αγάπη. Ο Χριστιανισμός δεν είναι απλώς ένα άκαρδο σύστημα θαυματοποιίας που κρατεί τους ανθρώπους στην οργάνωσί του με θαύματα που εμπνέουν το δέος. Είναι αλλαγή ζωής, είναι το να γίνωμε θεοειδείς σ’ αυτή την ιδιότητα που εξαιρετικά διέκρινε τον Θεό στην πολιτεία του με το ανθρώπινο γένος. Ο Χριστιανός δεν αγαπά με απλή λατρεία χειλέων. Δεν λέγει απλώς γλυκόηχες ματαιολογίες, όπως «σ’ αγαπώ», και να περιορίζεται σε τούτο. Δεν είναι απλώς μια ψυχρή λέξις αυτό που προφέρομε τώρα. Όχι· αν πράγματι αγαπούμε κάποιον, θα υπάρξη μια ενεργός εκδήλωσις της αγάπης μας. Υπάρχει ενέργεια στην αγάπη, υπάρχει δύναμις, υπάρχει κίνησις σ’ αυτή από μέρους εκείνου που αγαπά προς το αντικείμενο της αγάπης του. Όταν δίνομε με αγάπη, υπάρχει ανιδιοτελές αίσθημα, υπάρχει φιλική διάθεσις, υπάρχει στοργή, υπάρχει θερμή αφοσίωσις. Όταν δίνομε κάτι από τον εαυτό μας με αγάπη, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότης να βρούμε μια ανταπόκρισι. Αυτή η θεία ιδιότης είναι εκείνη που δίνει αξία στη ζωή. Το να την αναπτύξωμε μας κάνει να είμεθα κάτι στα μάτια του Θεού του Ζωοδότου μας. Ας δούμε λοιπόν, τι Αυτός ενέπνευσε τον απόστολο να πη για την αγάπη.

5. Η αγάπη είναι καρπός τίνος, και πώς αποκτάται και τελειοποιείται;

5 Καθώς εξετάζομε ποια πρέπει να είναι η εκδήλωσίς της πάντοτε, στον πρώτον αιώνα και στον εικοστόν αυτόν αιώνα, βλέπομε ότι η αγάπη παράγει στη ζωή μας εκείνο που ο απόστολος Παύλος αλλού ονομάζει καρπούς του πνεύματος του Θεού. Σημειώστε τους καρπούς αυτούς όπως τους περιγράφει ο απόστολος εις Γαλάτας 5:22, 23, λέγοντας: «Ο δε καρπός του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια· κατά των τοιούτων δεν υπάρχει νόμος.» Αφού οι εκδηλώσεις της αγάπης αντιστοιχούν με τους καρπούς του πνεύματος, έπεται ότι για να αγαπούμε, πρέπει να έχωμε το πνεύμα του Θεού. Η αόρατη ενεργός του δύναμις πρέπει να λειτουργή επάνω μας και να εργάζεται μέσω ημών. Δεν μπορεί να υπάρχη αντίρρησις γι’ αυτό, διότι μας λέγεται καθαρά: «Η αγάπη του Θεού είναι εκκεχυμένη εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος εις ημάς.» (Ρωμαίους 5:5) Αλλά ας θυμηθούμε ότι η ιδιότης αυτή δεν είναι θαυματουργικό χάρισμα του πνεύματος, τέτοιο που είναι οι γλώσσες, η προφητεία, οι ερμηνείες των γλωσσών, οι θεραπείες κλπ. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να προσευχηθούμε στον Θεό να μας γεμίση ξαφνικά μ’ αυτήν και να περιμένωμε σε μια στιγμή να γεμίσωμε απ’ αυτή στην πλήρη της τελειότητα. Είναι «καρπός» του πνεύματος, πράγμα που σημαίνει ότι αν έχομε το πνεύμα του, θα έχωμε και την θεοειδή αυτή ιδιότητα. Αλλά μπορούμε να την χάσωμε αν δεν φυλαγόμαστε από την έμφυτη ιδιοτέλεια που ο Σατανάς θα ήταν δυνατόν να διεγείρη ξανά μέσα μας. Συνεπώς, πρέπει να καλλιεργούμε την αγάπη έτσι ώστε να διαμένη μέσα μας και να αναπτυχθή στην τελειότητα. Μπορούμε, βέβαια, να περιμένωμε, χωρίς απογοήτευσι, ότι θα έχωμε περισσότερη αγάπη αν προσευχόμεθα να έχωμε περισσότερο από το πνεύμα του Θεού, επιθυμώντας τους καρπούς του στη ζωή μας.

ΜΑΚΡΟΘΥΜΗ, ΑΓΑΘΟΠΟΙΟΣ, ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΗ

6, 7. Πώς η αγάπη είναι μακρόθυμη, καθώς δείχνεται από τον Θεό και καθώς απαιτείται από μας;

6 Φέρνοντας τώρα στο νου ποιοι είναι οι καρποί του πνεύματος, βλέπομε το πνεύμα του Θεού να εκδηλώνεται στην αγάπη, καθώς λέγει ο απόστολος «Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί· η αγάπη δεν φθονεί· η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται.» (1 Κορινθίους 13:4) Το πνεύμα του Θεού μπορούμε να περιμένωμε ότι θα μας κινήση σε συμπεριφορά που είναι όμοια με τη δική Του και την οποίαν αυτός διατάσσει. Από την πτώσι ακόμη του ανθρώπου στην αμαρτία και στο θάνατο, ο Θεός υπήρξε μακρόθυμος σ’ εμάς, ο σκοπός δε τούτου ήταν η αιώνια σωτηρία όλων εκείνων που έχουν ευθεία καρδιά. Αν δεν ήταν τόσο μακρόθυμος και πρόθυμος να μας υποφέρη τόσο υπομονητικά, κανείς από μας δεν θα ήταν σήμερα στην οδό της σωτηρίας. Μπορούμε να αποβλέπωμε στο ότι η μακροθυμία του και η υπομονή του σημαίνει όχι μόνο σωτηρία για μας, αλλά επίσης σωτηρία και για άλλους ακόμη που θ’ ακούσουν προτού τελειώση ο καιρός της μακροθυμίας του. (2 Πέτρου 3:15) Ζητεί και άλλοι να βελτιωθούν με την ευκαιρία της σωτηρίας που χορηγεί η υπομονή του.

7 Ο Θεός είναι το παράδειγμά μας σ’ αυτό, και επομένως, αν έχομε κι εμείς επίσης αγάπη, θα είμαστε μακρόθυμοι, υπομονητικοί. Θα είμεθα τέτοιοι, αποβλέποντας στη βελτίωσι της διαγωγής των άλλων καθώς μανθάνουν και παρατηρούν περισσότερα. Θέλομε να ανεχθούμε πολλούς απ’ αυτούς, διότι αποβλέπομε στην τελική τους σωτηρία και θέλομε να τους βοηθήσωμε προς αυτή την κατεύθυνσι. Δεν λησμονούμε πόσο μακρόθυμος και υπομονητικός υπήρξε ο Θεός μαζί μας και θέλομε να είμεθα όμοιοι μ’ αυτόν απέναντι των άλλων. Γι’ αυτό συγκρατούμε τους εαυτούς μας για να περιμένωμε κάποιον άλλον. Αν αυτός δεν προχωρεί τόσο γρήγορα στο σωστό δρόμο καθώς εμείς νομίζομε ότι πρέπει να προχωρή, τότε, η αγάπη μάς βοηθεί να είμεθα υπομονητικοί. Αν στο σπίτι που ζούμε δεν τα εκτελεί όλα όπως ακριβώς εμείς θέλομε να γίνουν, το υποφέρομε αυτό, περιμένοντας τον καιρό που θα υπάρξη μια αλλαγή προς το καλύτερο. Δεν απαιτούμε· δεν επιβάλλομε τη θέλησί μας σ’ αυτόν. Και αν άνθρωποι δεν αποδέχονται την αλήθεια τόσο γρήγορα όσο εμείς τους προτρέπομε· αν δεν προοδεύουν τόσο γοργά στην εκμάθησί της όπως εμείς θα επιθυμούσαμε, εξακολουθούμε ακόμη να τους υπηρετούμε με την αλήθεια όπως μπορούμε. Η αγάπη μάς κάνει μακρόθυμους, υπομονητικούς μαζί τους. Μας κρατεί στην ορθή συμπεριφορά.

8. Προς ποιους πρέπει να είναι φιλάγαθη η αγάπη, και αυτό άσχετα με τι;

8 Η αγάπη είναι φιλάγαθη («χρηστεύεται», Κείμενον), η αγαθωσύνη δε ή χρηστότης είναι μέρος των καρπών του πνεύματος του Θεού. Υπάρχει ευρύ έδαφος για να την εξασκήσωμε, διότι κατά καιρούς πρέπει να εκδηλωθή στους Χριστιανούς αδελφούς μας καθώς επίσης και στους έξω. Αλλιώς, γιατί ο απόστολος θα έγραφε στους αδελφούς του λέγοντας: «Γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαγχνοι, συγχωρούντες αλλήλους, καθώς ο Θεός συνεχώρησεν εσάς δια του Χριστού»; (Εφεσίους 4:32) Με μια τέτοια κατάστασι της καρδιάς, λαμβάνομε μια φιλάγαθη άποψι των αδελφών μας. Ενθυμούμεθα ότι βρίσκονται ακόμη με ατελή, αμαρτωλών κλίσεων σάρκα, το ίδιο όπως κι εμείς, και δεν μπορούμε να είμεθα περισσότερο απαιτητικοί μαζί τους από ό,τι είναι ο Θεός μ’ εμάς. Δεν πειράζει αν δεν εκτιμούν την αγαθότητά μας τον καιρό που τους εκδηλώνεται. Ο Θεός, επίσης, είναι αγαθός προς τους αχαρίστους και ακόμη προς τους πονηρούς. Αν είμεθα τέκνα του, θα δείξωμε αυτό το χαρακτηριστικό όμοια μ’ αυτόν. (Λουκάς 6:35) Ναι, δείχνομε την ευγνωμοσύνη μας στον Θεό και την ανταπόκρισί μας στην κλήσι του για σωτηρία, αλλά και τότε ακόμη δεν μπορούμε να κάνωμε τέλεια έργα δικαιοσύνης που θα εκέρδιζαν σωτηρία για μας. Γι’ αυτό θα ήταν ανάγκη να μας μεταχειρίζεται με χρηστότητα, με έλεος. Αλλιώς η δικαιοσύνη του θα μας κατέστρεφε. Τι αίσθημα υπάρχει στα θεόπνευστα λόγια που απευθύνονται σ’ εμάς: «Αλλ’ ότε εφανερώθη η χρηστότης και η φιλανθρωπία του Σωτήρος ημών Θεού, ουχί εξ έργων δικαιοσύνης, τα οποία επράξαμεν ημείς, αλλά κατά το έλεος αυτού έσωσεν ημάς.»! «Δια να δείξη εις τους επερχομένους αιώνας τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού δια της προς ημάς αγαθότητος [«εν χρηστότητι», Κείμενον] εν Χριστώ Ιησού.»—Τίτον 3:4, 5· Εφεσίους 2:7.

9. Πώς πρέπει να μας επηρεάζη η χρηστότης; αλλά πώς θα μπορούσαμε να καταφρονήσωμε την χρηστότητα του Θεού;

9 Καθώς παρατηρούμε πώς η συμπεριφορά επηρεάζει τους ανθρώπους, σημειώνομε ότι η τραχύτης τείνει να σκληρύνη και να πικράνη πλείστα άτομα. Αλλά η αγαθή διάθεσις ή χρηστότης—ιδιαίτερα όταν η ψυχρή δικαιοσύνη ή ανταπόδοσις του ίσου θα ζητούσε μια άλλη συμπεριφορά—τείνει να μαλακώση το άτομο προς το οποίο την εκδηλώνομε. Θερμαίνει και ελκύει, και αυτό είναι εκείνο που μας σύρει στον Θεό με μετάνοια για τις αμαρτίες μας και με την επιθυμία να συγχωρηθούμε μέσω της εξιλαστηρίου θυσίας του Υιού του. Αν ακούμε για την φιλάγαθη διευθέτησί του και όμως εξακολουθούμε να μένωμε στην κοσμικότητα και στην ανυπακοή προς αυτόν, τότε τον καταφρονούμε. Θα ήταν δυνατόν να προχωρήσωμε πάρα πολύ προς την κατεύθυνσι αυτή και έτσι να μην επωφεληθούμε από τον σκοπό της διευθετήσεώς του. Θα κάνωμε καλά να θεωρήσωμε ότι απευθύνονται σ’ εμάς τα ακόλουθα ερωτήματα: «Και νομίζεις τούτο, ω άνθρωπε, συ ο κρίνων τους πράττοντας τα τοιαύτα, και πράττων αυτά, ότι θέλεις εκφύγει την κρίσιν του Θεού; Ή καταφρονείς τον πλούτον της χρηστότητος αυτού και της υπομονής και της μακροθυμίας, αγνοών ότι η χρηστότης του Θεού σε φέρει εις μετάνοιαν;» (Ρωμαίους 2:3, 4) Βλέποντας ότι η αγάπη του Θεού μάς φανερώνεται μ’ αυτό τον τρόπο, την μιμούμεθα απλώς όταν δείχνομε αγαθότητα στους άλλους αντί να δείχνωμε ανυπομονησία και τραχύτητα.

10. Πώς θα επιτύχωμε να διάγωμε μαζί επωφελώς;

10 Όταν ο απόστολος είπε στον νεανία Τιμόθεο, που ήταν επόπτης μιας συναθροίσεως, τι να πράττη, αυτό ήταν μια οδηγία να είναι φιλάγαθος μ’ έναν τρόπο που αρμόζει στον καθένα, δηλαδή: «Πρεσβύτερον μη επιπλήξης, αλλά πρότρεπε ως πατέρα· τους νεωτέρους, ως αδελφούς· τας πρεσβυτέρας, ως μητέρας· τας νεωτέρας, ως αδελφάς, μετά πάσης καθαρότητος. Τας χήρας τίμα, τας αληθώς χήρας.» (1 Τιμόθεον 5:1-3) Όταν υπάρχει πραγματική στοργή μεταξύ των μελών μιας οικογενείας, αυτά συμπεριφέρονται το ένα προς το άλλο με ευγένεια, με χρηστότητα, με διακριτικότητα. Έτσι ακριβώς πρέπει να συμπεριφερώμεθα ο ένας προς τον άλλον σε μια Χριστιανική συνάθροισι, προς μερικούς με τον ίδιο σεβασμό και αγαθότητα ωσάν να ήταν πατέρες μας ή μητέρες μας, προς άλλους ωσάν να ήταν φυσικοί αδελφοί μας ή αδελφές μας. Πρέπει να δοθούμε σε μια συνεχή στενή επαφή ο ένας με τον άλλον, είτε ανήκομε σ’ έναν οίκο Μπέθελ της Εταιρίας Σκοπιά, είτε σ’ έναν ιεραποστολικό οίκο ή οίκο σκαπανέων, είτε σε μια εγκατάστασι Τμήματος, είτε σε μια ωργανωμένη συνάθροισι Χριστιανών. Η στενή, όμως, αυτή συντροφιά και οικειότης δεν πρέπει να δημιουργήση περιφρόνησι του ενός προς τον άλλον. Όχι· αλλά πρέπει να συμπεριφερώμεθα ο ένας προς τον άλλον με την στοργική εκείνη διακριτικότητα που αναφέραμε, αν θέλομε να διάγωμε και να εμμένωμε μαζί στην υπηρεσία του Θεού. Αν είμεθα μακρόθυμοι, υπομονητικοί, ευγενείς και φιλάγαθοι, και όχι απαιτητικοί και τραχείς, θα περνούμε θαυμάσια μ’ εκείνους που είναι γύρω μας. Πιθανόν οι άλλοι να δυσκολεύωνται να ζουν μαζί μας, αλλά εμείς θα καταβάλωμε προσπάθεια να ζούμε μαζί τους. Αυτή η πορεία μάς ωφελεί, και τελικά κάνει τα πράγματα ευκολώτερα για μας.

11. Τι δεν φθονεί η αγάπη και γιατί;

11 Η αγάπη είναι γενναιόδωρη. Δεν φθονεί, διότι ο φθόνος δεν είναι καρπός του πνεύματος, αλλά είναι έργον της πεπτωκυίας σαρκός μας. «Φανερά δε είναι τα έργα της σαρκός· τα οποία είναι μοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρεία, φαρμακεία, έχθραι, έριδες, ζηλοτυπίαι, θυμοί, μάχαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κώμοι, και τα όμοια τούτων· περί των οποίων σας προλέγω, καθώς και προείπον, ότι οι τα τοιαύτα πράττοντες βασιλείαν Θεού δεν θέλουσι κληρονομήσει.» (Γαλάτας 5:19-21) Η βασιλεία του Θεού είναι επικράτεια αγάπης. Δεν υπάρχει τόπος εκεί για φθόνο. Η αγάπη είναι ικανοποιημένη με το να έχη θέσει ο Θεός πρόσωπα στην οργάνωσί του εκεί που θέλει. Δεν δυσαρεστείται λόγω της θέσεως, των συνθηκών ή των αποκτημάτων που έχει ένας άλλος, ώστε να επιθυμή να τα έχη για τον εαυτό της. Δεν ταράσσεται διότι τα έχει το άλλο άτομο, ώστε να αισθάνεται ότι αυτό δεν τα αξίζει και ότι δεν είναι στη θέσι που του ταιριάζει. Αυτό το ιδιοτελές πλήγμα της καρδιάς άρχισε με τον πρώτιστο εχθρό του Θεού, τον Σατανά ή Διάβολο, και μ’ αυτό όλη η αγάπη του για τον Θεό εξέλιπε. Εφθόνησε την θέσι του Θεού και ήθελε να είναι όμοιός του, όχι σε αγάπη αλλά στην υψηλή του θέσι και εξουσία. Η αγάπη δεν μιμείται τον πρώτιστο εχθρό του Θεού.

ΟΧΙ ΚΑΥΧΗΣΙΟΛΟΓΟΣ, ΕΠΗΡΜΕΝΗ

12, 13. Προς ποιες κατευθύνσεις η αγάπη δεν καυχάται;

12 Ένα άτομο μπορεί πραγματικά να έχη επιτελέσει κάτι στην υπηρεσία του Θεού. Μπορεί να έχη ένα αξιοσύστατο αρχείον υπηρεσίας. Μπορεί προσωπικώς να έχη ωραία προτερήματα και μπορεί να κατέχη μια σπουδαία θέσι στην οργάνωσι του λαού του Θεού. Αν όμως έχει αγάπη, δεν θα καυχησιολογή, δεν θα κομπάζη. «Η αγάπη ου περπερεύεται.» (1 Κορινθίους 13:4, Κείμενον) Δεν ζητεί η αγάπη να κερδίση την επιδοκιμασία και τον θαυμασμό των πλασμάτων. Δεν πηγαίνει πριν από άλλους σε μια οικογένεια ή σ’ ένα σπίτι ή σε μια Χριστιανική ομάδα και να φλυαρή για τον εαυτό της μ’ ένα κενόδοξο τρόπο. Το πρόσωπο που έχει αγάπη δεν ανακοινώνει στους άλλους την υψηλή ιδέα που έχει για τον εαυτό του και δεν προσπαθεί να δυσφημήση άλλα πρόσωπα που δυνατόν να φθονή ή να περιφρονή. Δεν θα καυχησιολογή επειδή ένας άλλος έχασε μια θέσι ευνοίας και τώρα αυτός ο ίδιος ήλθε στη θέσι αυτή. Μάλλον, θα είναι προσεκτικός και περίφοβος μήπως την χάση και αυτός. (Ρωμαίους 11:18) Με καυχησιολογία μπορεί να πείσωμε μερικούς άλλους να νομίζουν ότι είμαστε πραγματικά τόσο μεγάλοι όσο ισχυριζόμαστε, αλλά αν έχομε αγάπη δεν θα καυχησιολογούμε για τα προσόντα μας. Αδιάφορο πόσο χαρούμενοι και ενθουσιασμένοι μπορεί να είμεθα για τα προτερήματά μας ή τα κατορθώματά μας, θα είμεθα προσεκτικοί να εξασκούμε αυτόν τον καρπό του πνεύματος που λέγεται εγκράτεια ή αυτοέλεγχος. Έτσι θα καταστείλωμε όλες τις τάσεις για καυχησιολογία και κομπασμό.

13 Ένα πρόσωπο που αγαπά δεν θα καυχάται για ανθρωπίνους ηγέτας, τους οποίους άλλοι ακολουθούν και ειδωλοποιούν. (Ψαλμός 97ος 7) Αν έχομε αυτοπεποίθησι και βεβαιότητα για τον εαυτό μας, δεν θα μιλούμε κομπαστικά για κείνο που θα κάνωμε αύριο ή στην καινούργια μας θέσι. Θα συγκρατούμε τον εαυτό μας, γνωρίζοντας ότι δεν ξέρομε τι θα φέρη η αυριανή μέρα, και έτσι θα λέμε, «Αν θέλει ο Θεός.» (Παροιμίαι 27:1· Λουκάς 12:19· Ιάκωβος 4:13-16) Αν υπάρχει κάποια περίπτωσις για καύχησι, θα καυχώμεθα στον Ιεχωβά Θεό που επιτελεί το έργο του μέσω ημών με τη δύναμι του πνεύματός του. «Εις τον Θεόν θέλομεν καυχάσθαι όλην την ημέραν, και το όνομά σου εις τον αιώνα θέλομεν υμνεί.» (Ψαλμός 44:8) Αυτό θα έχη το καλύτερο αποτέλεσμα σε όλα τα ταπεινά άτομα που μας ακούουν: «Εις τον Ιεχωβά θέλει καυχάσθαι η ψυχή μου· οι ταπεινοί θέλουσιν ακούσει, και θέλουσι χαρή.»—Ψαλμός 34:2, Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφρασις.

14, 15. Πώς η αγάπη δεν επαίρεται για τον εαυτό της ή για άλλους, και γιατί;

14 Ένας άλλος τρόπος με τον οποίον η αγάπη προφυλάττει ένα άτομο και το οδηγεί στη σωστή συμπεριφορά, είναι ότι «δεν επαίρεται». Ποτέ δεν θα την δήτε να λαμβάνη υπερήφανο ύφος, να επιδεικνύεται, να παρελαύνη ή να ενεργή αλαζονικά. Το σφάλμα για όλη αυτή την κακή συμπεριφορά βρίσκεται στη διάνοια. Αυτή είναι που φουσκώνει. Όταν πάρη αυτό το δρόμο, κάνει τον κάτοχό της να αισθάνεται τον εαυτό του σπουδαίο. Παίρνοντας πολύ σοβαρά τον εαυτό του, τείνει να γίνη αλαζονικός και να απαιτή από τους άλλους περισσότερα από ό,τι πρέπει. Μια τέτοια διαγωγή προδίδει μια σαρκική διάνοια, και όχι το πνεύμα του Θεού. (Κολοσσαείς 2:18) Αν ένας Χριστιανός προσπαθεί να είναι ένα νέου είδους άτομο και να δείχνη αγάπη, θα ενδυθή ταπεινοφροσύνη. Στη διανοητική αυτή κατάστασι θα ταπεινώνη σοφά τον εαυτό του και θα εκτιμά τους άλλους ως καλύτερους από ό,τι είναι αυτός. (Κολοσσαείς 3:12· Φιλιππησίους 2:3) Θα το κάνη αυτό προς το συμφέρον της ενότητος του λαού του Θεού. Θα αντισταθή στην ιδέα ότι κάποια υπέρτερη γνώσις που κατέχει πρέπει να τον φυσιώση και θα ζητή να οικοδομήση άλλους. Γνωρίζει ότι ο Θεός δεν υψώνει άτομα επηρμένα και υπερήφανα, αλλά τα ταπεινώνει και υψώνει τους ταπεινούς. (Εφεσίους 4:1-3· 1 Πέτρου 5:5) Ενώ ένα άτομο μπορεί να μην επαίρεται για τον εαυτό του, μπορεί να επαίρεται για κάποιον ηγέτη εν αντιθέσει προς ένα άλλον.

15 Ο απόστολος Παύλος εγνώριζε για την ιδιοτελή αυτή διάθεσι μερικών στην Κόρινθο, και προσπάθησε να την αναχαιτίση, όχι ακριβώς επειδή μερικοί εφυσιώνοντο υπέρ ενός άλλου και επομένως εναντίον του Παύλου, αλλά επειδή αυτό ήταν ιδιοτέλεια και ωδηγούσε σε έλλειψι ενότητος. Εξήγησε πώς αυτός και ο Απολλώς δεν ήταν ηγέται, αλλά δούλοι του πραγματικού Ηγέτου Ιησού Χριστού, και έπειτα επρόσθεσε: «Ταύτα δε, αδελφοί, μετέφερα παραδειγματικώς εις εμαυτόν και εις τον Απολλώ, δια σας· δια να μάθητε δια του παραδείγματος ημών να μη φρονήτε υπέρ ό,τι είναι γεγραμμένον, δια να μη επαίρησθε είς υπέρ του ενός κατά του άλλου. Τινές όμως εφυσιώθησαν [επήρθησαν], ως εάν εγώ δεν έμελλον να έλθω προς εσάς· πλην θέλω έλθει ταχέως προς εσάς, εάν ο Κύριος θελήση, και θέλω γνωρίσει ουχί τον λόγον των πεφυσιωμένων, αλλά την δύναμιν.» (1 Κορινθίους 4:6, 18, 19) Δεν είναι πολύ παράδοξο ότι όταν ο απόστολος ήλθε στην Κόρινθο φοβόταν μήπως εύρη ανάμεσα σ’ εκείνους που ωμολογούσαν ότι ήταν Χριστιανοί, φυσιώσεις, αλαζονεία, εγωισμούς και όλες τις διαιρέσεις και την ακαταστασία που μπορεί να παραγάγη μια επηρμένη κατάστασις διανοίας. Η κατάστασις αυτή των πραγμάτων δεν ήταν κατάστασις αγάπης, διότι η αγάπη δημιουργεί ειρήνη και ενότητα. Κρατεί μαζί τους Χριστιανούς και τους ωθεί να εργάζωνται μαζί και να μάχωνται κατά του κοινού εχθρού, και όχι να μάχωνται ο ένας εναντίον του άλλου. Είναι ένας τέλειος δεσμός μεταξύ των ακολούθων του Χριστού, και γι’ αυτό ο Παύλος τούς παρακαλεί, επάνω από όλα τα άλλα, να ενδυθούν μ’ αυτή. «Και εν πάσι τούτοις, ενδύθητε την αγάπην, ήτις είναι σύνδεσμος της τελειότητος.»—Κολοσσαείς 3:14.

ΟΧΙ ΑΠΡΕΠΗΣ, ΙΔΙΟΤΕΛΗΣ, ΘΥΜΩΔΗΣ, ΜΝΗΣΙΚΑΚΗ

16, 17. Πώς η αγάπη «δεν ασχημονεί»;

16 Συνεχίζοντας την περιγραφή του για το πώς εκδηλώνεται η θεοειδής αυτή ιδιότης, ο Παύλος λέγει: «Η αγάπη . . . δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται, δεν διαλογίζεται το κακόν.»—1 Κορινθίους 13:4, 5.

17 Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι δεν είναι απρεπής από καμμιά άποψι. Όταν άτομα διαπράττουν σεξουαλικές καταχρήσεις μεταξύ τους, κατεργάζονται εκείνο που είναι ασχημοσύνη και είναι βέβαιο ότι θα τους γίνη με τον καιρό ανταπόδοσις για όλη την παραβίασι του φυσικού νόμου που έκαμαν. Από όσα αφηγείται ο Παύλος πρέπει να παραδεχθούμε ότι είχαν εκδηλωθή σε κάποιο βαθμό σεξουαλικές καταχρήσεις στη Χριστιανική εκκλησία των πρώτων χρόνων, ο δε απόστολος διεμαρτύρετο γι’ αυτές. Αλλά για να συμπεριφερθούμε απρεπώς προς τους αδελφούς μας ή προς τους έξω, δεν χρειάζεται να διαπράξωμε σεξουαλικές καταχρήσεις ή ανηθικότητες. Θα μπορούσαμε να είμαστε τραχείς, θα μπορούσαμε να είμαστε αυθάδεις, σκαιοί, χυδαίοι, αγενείς, και αυτό βέβαια δεν θα ήταν εκδήλωσις αγάπης προς τους άλλους—ή όχι; Στις συναθροίσεις της εκκλησίας, καθώς και μετά τις συναθροίσεις, η αγάπη θα μας υποκινή να φερώμεθα μ’ ένα ευπρεπή βοηθητικό τρόπο. Στη διάρκεια των συναθροίσεων θα αποφεύγωμε να γινώμεθα εμπόδιο στο να λάβουν οι άλλοι την πλήρη ωφέλεια από όσα λέγονται ή δείχνονται με το να προξενούμε ταραχή ή να ενεργούμε θορυβωδώς. Δεν θα προσπαθούμε να ελαττώσωμε την προσήλωσι των άλλων σ’ εκείνο που δείχνεται εκεί, ελκύοντας την προσοχή στους εαυτούς μας και απομακρύνοντας τις σκέψεις και την προσοχή των αδελφών από τον οδηγό της συναθροίσεως ή από εκείνον που κατάλληλα ομιλεί στη θέσι του. «Πάντα ας γίνωνται ευσχημόνως και κατά τάξιν», αυτό δε εννοεί στις συναθροίσεις της εκκλησίας και από κείνους που είναι στη συνάθροισι. Αυτοί ας μετέχουν στη συνάθροισι μ’ ένα εύτακτο και γεμάτον σεβασμό τρόπο, απαντώντας στις ερωτήσεις ή μιλώντας και παίρνοντας μέρος στις επιδείξεις με τη σειρά τους, για να μπορούν όλοι να λαμβάνουν την πλήρη ωφέλεια της συναθροίσεως και για να δαπανάται ο χρόνος καλά.—1 Κορινθίους 14:40.

18. Ως μέλη τίνος θα φερώμεθα ο ένας προς τον άλλον, και γιατί;

18 Δεν θα είμεθα, λοιπόν, σκαιοί ή χωρίς σεβασμό απέναντι οιουδήποτε, ούτε ακόμη του πιο ασθενούς ή ελάχιστα ελκυστικού μεταξύ μας. Θα φερώμεθα ο ένας προς τον άλλον όπως τα μέλη του ανθρωπίνου μας σώματος φέρονται το ένα προς το άλλο. Κανένα μέλος του σώματός μας δεν μεταχειρίζεται εκ προθέσεως το άλλο υβριστικά ή ατιμωτικά. «Αλλά πολύ περισσότερον τα μέλη του σώματος τα οποία φαίνονται ότι είναι ασθενέστερα, ταύτα είναι αναγκαία· και εκείνα τα οποία νομίζομεν ότι είναι τα ατιμότερα του σώματος, εις ταύτα αποδίδομεν τιμήν περισσοτέραν· και τα άσχημα ημών έχουσι περισσοτέραν ευσχημοσύνην. Τα δε ευσχήμονα ημών δεν έχουσι χρείαν. Αλλ’ ο Θεός συνεκέρασε το σώμα, δόσας περισσοτέραν τιμήν εις το ευτελέστερον, δια να μη ήναι σχίσμα εν τω σώματι, αλλά να φροντίζωσι τα μέλη το αυτό υπέρ αλλήλων.» (1 Κορινθίους 12:22-25) Αν μεταχειριζόμεθα ο ένας τον άλλον μ’ αυτό τον τρόπο, θα κάνωμε τον καθένα να αισθάνεται άνετα μεταξύ μας. Οποιονδήποτε που θα μπορούσε να είναι μια κηλίδα στη συνάθροισί μας ή θα μπορούσε να μας φέρη σε αμηχανία και ντροπή, θα τον καλύπτωμε με εύσπλαχνο τρόπο για να μην επέλθη βλάβη στους έξω. Θέλομε να περιπατούμε με ευσχημοσύνη απέναντι όλων σαν στο μεγάλο φως της ημέρας, χωρίς να αισχυνώμεθα για τίποτε. Θέλομε να περιπατούμε με ευσχημοσύνη προς τους έξω. (Ρωμαίους 13:13· 1 Θεσσαλονικείς 4:12) Η θεία αυτή ιδιότης είναι εκείνη που μας κάνει να θέλωμε να ενεργούμε καθώς πρέπει.

19, 20. Πώς η αγάπη «δεν ζητεί τα εαυτής», και όμως ωφελείται;

19 Επειδή «δεν ζητεί τα εαυτής», η αγάπη δεν είναι ποτέ ιδιοτελής. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Παύλος είναι συνεπής με τον εαυτό του όταν λέγει, εις Φιλιππησίους 2:4: «Μη αποβλέπετε έκαστος τα εαυτού, αλλ’ έκαστος και τα των άλλων», και εις 1 Κορινθίους 10:24: «Μηδείς ας μη ζητή το εαυτού συμφέρον· αλλ’ έκαστος τα του άλλου.» Αφού η αγάπη είναι ανιδιοτελής, δεν αποβλέπει πάντοτε ή μόνο στο δικό της καλό, αλλά αποβλέπει επίσης στην ευημερία και την οικοδομή των άλλων. Επιθυμεί και άλλοι να κερδίσουν το βραβείο της ζωής και να απολαμβάνουν τώρα τις πνευματικές ευλογίες καθώς επίσης και τα υλικά αγαθά που ο Θεός χορηγεί σήμερα σ’ εκείνους που τον υπηρετούν. Επομένως η αγάπη αποβλέπει όχι μόνο στο ατομικό όφελος, αλλά και στο όφελος του πλησίον της επίσης. Αν κάποιος το εφαρμόζει αυτό στον εαυτό του, αδιάφορο πού βρίσκεται, πού εργάζεται, ή ποια Χριστιανική ομάδα παρακολουθεί, θα εκδηλώνη απ’ αυτή την άποψι αγάπη. Θα είναι ευτυχής. Θα απολαμβάνη καλύτερα τη ζωή, η αγάπη δε αυτή που δείχνει στους άλλους, θα βρίσκη ανταπόκρισι σε άλλα άτομα που θα εκδηλώνουν αυτή την ίδια ιδιότητα σ’ αυτόν.

20 Δεν θα επιμένη ιδιοτελώς στα δικαιώματά του ή στη δική του κατεύθυνσι. Η αγάπη δεν το κάνει αυτό. Μερικές φορές μπορεί να έχωμε τη γνώμη ότι η δική μας κατεύθυνσις είναι καλύτερη ή ότι έχομε κάποια δικαιώματα. Μπορεί σε μια ειδική περίπτωσι να υπάρχουν κανόνες και διατάξεις που είναι ένας οδηγός για όλους όσοι υπάγονται σ’ αυτούς και που μας δίδουν ωρισμένα δικαιώματα. Αλλά η αγάπη μπορεί να θέση κατά μέρος τα δικαιώματά της που πηγάζουν από αυτούς τους κανόνας και τις διατάξεις, για να είναι φιλάγαθη ή για να μην καταστήση δύσκολη τη συνέχισι μιας φιλίας και ειρηνικής σχέσεως. Γιατί να επιμένωμε στη δική μας κατεύθυνσι, αν αυτή η κατεύθυνσις μπορεί να είναι εμπόδιο στους άλλους; Γιατί να μη συμμορφωθούμε μ’ ένα τοπικό έθιμο, αν η πορεία αυτή θα βοηθήση εκείνον με τον οποίον βρισκόμαστε; Όταν δεν επρόκειτο να θιγή κάποια αρχή δικαιοσύνης, ο Παύλος στο ιεραποστολικό του έργο προσπαθούσε να αρέση σε κάθε εκζητητή της αληθείας, και μας το λέγει αυτό. Δεν λέγει ‘Προσπαθώ να κάνω όλους να μου αρέσουν.’ Όχι· αλλά ζητώντας όχι τη δική του ικανοποίησι, αλλά των ακροατών του, έλεγε: «Εις πάντας έγεινα τα πάντα, δια να σώσω παντί τρόπω τινάς. Κάμνω δε τούτο δια το ευαγγέλιον, δια να γείνω συγκοινωνός αυτού.» (1 Κορινθίους 9:22, 23) Είχε το ευαγγέλιο, το άγγελμα της ζωής, και αυτό έφερνε στον κόσμο. Για να μην εμποδίση, λοιπόν, τους ανθρώπους των διαφόρων εθνικοτήτων να δεχθούν το άγγελμα, κρατούσε πίσω με αγάπη τη δική του κατεύθυνσι και τα δικαιώματά του και προσπαθούσε να αρέση στους ακροατάς του. Αυτό χρησίμευε σαν ένα μέσον ευνοϊκό για να τους βοηθήση να δεχθούν το άγγελμα. Με το να δείχνη έτσι αγάπη, δεν θα απερρίπτετο ο ίδιος αφού θα είχε κηρύξει σε τόσους άλλους. Η αγάπη μάς ωφελεί, ακόμη και όταν εγκαταλείπομε την κατεύθυνσί μας ή τα προσωπικά μας δικαιώματα χάριν των άλλων.

21, 22. (α) Πώς η αγάπη «δεν παροξύνεται», και γιατί; (β) Πώς η αγάπη «δεν διαλογίζεται το κακόν», όπως στην περίπτωσι του Παύλου και του Βαρνάβα;

21 Επειδή παράγει αυτόν τον καρπό του πνεύματος που λέγεται εγκράτεια, ή αυτοέλεγχος, η αγάπη «δεν παροξύνεται». Δεν είναι ευερέθιστη και δεν εξοργίζεται. Δεν παρασύρεται σε εκρήξεις θυμού. Εις Γαλάτας 5:19, 20 αναφέρεται ότι ο θυμός είναι ένα από τα έργα της πεπτωκυίας σαρκός. Επομένως οι γονείς θα φυλάγωνται να μην τιμωρούν τα τέκνα τους μ’ ένα οργίλο ή βίαιο τρόπο, ξεσπώντας σε απειλές προς το ανυπάκουο παιδί ότι ‘θα το σκοτώσουν στο ξύλο!’ Όταν βρισκόμαστε σε όχι ισορροπημένη κατάστασι λόγω οργής ή ερεθισμού, δύσκολα μπορούμε να ενεργήσωμε δίκαια ή με έλεος και κάνωμε το θέλημα του Θεού. Υποκείμεθα περισσότερο στο να είμεθα άστοργοι και να ενεργούμε χωρίς αγάπη. Το να έχωμε ένα μεγάλο μέτρον του πνεύματος του Θεού θα μας βοηθήση να είμεθα βραδείς στο να οργιζώμεθα για να μη βρεθούμε σε θέσι να κάνωμε το κακό. Το πνεύμα Του θα μας βοηθήση να παραγάγωμε τον ευχάριστο εκείνο καρπό της πραότητος ή γλυκειάς διαθέσεως. Θα μας βοηθήση να διακρατήσωμε το σεβασμό και τη στοργή προς τους άλλους και να μην τους κάνωμε να μας φοβούνται ή να μας τρέμουν και να καταπνίγουν την ελεύθερη και άνετη εκδήλωσί τους. Θα συμβάλη στο να διατηρήσωμε φιλίες και ευχάριστες συντροφιές. Κάποτε ο Παύλος και ο συναπεσταλμένος του Βαρνάβας πέρασαν από ένα παροξυσμό θυμού μεταξύ τους. Ο Βαρνάβας επέμενε στην κατεύθυνσί του να πάρουν οι δυο τους μαζί τον ανεψιό του Ιωάννη Μάρκο στο ιεραποστολικό ταξίδι που εσκόπευαν να κάμουν, αλλά ο Παύλος επέμενε να πάρουν μαζί έναν πιο αξιόπιστο άνθρωπο. Η συζήτησις μεταξύ του Παύλου και του Βαρνάβα έγινε τόσο οξεία ώστε διέλυσαν τη συντροφιά και ακολούθησαν χωριστές κατευθύνσεις στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Ποιος ήταν ελλιπής αγάπης σ’ αυτή την περίπτωσι μπορεί να βεβαιωθή για τον εαυτό του ο αναγνώστης της αφηγήσεως των Πράξεων 15:36-41· αλλά μόνο η αγάπη ήταν εκείνη που αργότερα εγεφύρωσε το ρήγμα μεταξύ των δύο ιεραποστόλων.

22 Αν υπήρχε μνησικακία μεταξύ του Παύλου και του Βαρνάβα, το ρήγμα δεν θα είχε γεφυρωθή. Αλλά η αγάπη ήλθε προς βοήθειάν τους στη διάρκεια του χωρισμού τους, διότι η αγάπη «δεν διαλογίζεται το κακόν». Δεν νομίζει ότι αδικήθηκε και έτσι δεν κρατεί στο νου την αδικία σαν κάτι που πρέπει να τακτοποιηθή στον κατάλληλο καιρό και δεν έχει τη γνώμη επομένως ότι έως τότε δεν μπορούν να υπάρχουν σχέσεις μεταξύ αυτού που αδικήθηκε και αυτού που αδίκησε. Δεν θυμώνει με ένα άτομο ώστε να το κρατή σε απόστασι, εντείνοντας τις σχέσεις ως το σημείο της ρήξεως. Είναι πολύ εύκολο σε ωρισμένες περιστάσεις να αποδώσωμε κακά ελατήρια σ’ έναν άλλον, αλλά η αγάπη δεν θα το κάνη αυτό χωρίς βασίμους λόγους. Δεν θα αποδώση ποταπότητα ή κακές προθέσεις σ’ έναν άλλον, αλλά θα τείνη να είναι συγκαταβατική στους άλλους και να δέχεται λογικές δικαιολογίες απ’ τους άλλους. Δίδει στον άλλον το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Με την πορεία αυτή ένας Χριστιανός μπορεί να απατηθή σε μερικές περιπτώσεις, αλλά το να απατηθή για μια τέτοια αιτία δεν θ’ απολήξη σε πραγματική του ζημία, διότι σ’ αυτή την πείρα δεν απέτυχε να προοδεύση στην καλλιέργεια της αγάπης.

ΚΛΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

23, 24. Με ποιους τρόπους η αγάπη «δεν χαίρει εις την αδικίαν»;

23 Αδικία κάθε είδους επικρατεί μέσα στον Χριστιανισμό και έξω απ’ αυτόν, και υπάρχει μια ολοένα αυξανόμενη εναντίωσις προς την αλήθεια. Αλλά η αγάπη δεν έχει μέρος σε τίποτε απ’ αυτά. «Δεν χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει δε εις την αλήθειαν». (1 Κορινθίους 13:6) Στην διαπάλη μεταξύ του αδίκου και του δικαίου παίρνει πάντοτε το μέρος του δικαίου. Ο Σατανάς ή Διάβολος χαίρει στην ανομία και στην αδικία. Το ίδιο κάνει και το μεγάλο σύστημα της ωργανωμένης θρησκείας που αποτελεί τον ‘άνθρωπο της αμαρτίας’. Αλλά δεν το κάνει αυτό η αγάπη. Αυτή δεν βρίσκει ευχαρίστησι σε κανενός είδους αδικία, ακόμη και προς τους εχθρούς και διώκτας μας. Μπορεί κάποτε να συστρέψωμε τα χείλη μας και να πούμε: «Ω, πιστεύω ότι δεν γλυτώνει το άτομο αυτό.» Είναι αλήθεια, το άτομο αυτό έκαμε κάτι που είναι άδικο και του αξίζει να τιμωρηθή. Δεν υπάρχει αμφισβήτησις γι’ αυτό. Αλλά η αληθινή αγάπη δεν θα είναι ευτυχής για οποιαδήποτε κατάχρησι της δικαιοσύνης, για οποιαδήποτε αδικία σ’ αυτόν που έκαμε το κακό. Δεν βρισκόμαστε στην οργάνωσι του Θεού για να πολεμούμε ανθρώπους με αδικία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξασκηθή η δικαιοσύνη, όταν δε ο Ιεχωβά Θεός θα επιτρέψη να επέλθη δικαία ανταπόδοσις στους εχθρούς του, θα αναγνωρίσωμε τη δικαιοσύνη του. Η δικαιοσύνη, όμως, μπορεί να είναι συγκερασμένη με έλεος.

24 Βλέποντας ότι αυτή υπήρξε η πορεία του Θεού προς εμάς που μετανοούμε, δεν θα δούμε με χαιρεκακία μια ποινή που έρχεται ως τιμωρία στους άλλους. Θα προτιμήσωμε να δη ο τιμωρούμενος την καταλληλότητα της τιμωρίας του και να διορθώση την πορεία του. Εξ άλλου, δεν θα πάμε στον τιμωρημένο και να πούμε: ‘Λοιπόν, αυτό δεν έπρεπε να συμβή. Δεν έπρεπε αυτός να σου μιλήση έτσι ή να σε μεταχειρισθή έτσι.’ Αν εκείνος που τιμωρείται άξιζε την τιμωρία, αν ο τρόπος της τιμωρίας ήταν Γραφικός, τότε αφήστε το άτομο αυτό να υποστή την τιμωρία για το καλό του. Μην αρχίζετε τους λυγμούς μαζί του και συγχρόνως να βρίσκετε εσφαλμένη την ενέργεια του προσώπου που είχε την εξουσία να κάμη τη διόρθωσι και να το ψέγετε. Θα ήταν άδικο να το κάμετε αυτό, και η αγάπη δεν θα το κάμη αυτό ώστε να δημιουργήση στον τιμωρημένο την αίσθησι ότι του συμπεριφέρθηκαν άδικα. Υποθέστε ότι αδικηθήκαμε. Η αγάπη, λοιπόν, θα υποφέρη μάλλον την αδικία αντί να παραβιάση τους κανόνας Κυρίου του Θεού και να κάμη αδικία στους άλλους. Αυτό είναι το σημείο που συζητεί ο απόστολος όταν μιλεί για δίκες μεταξύ μελών της οργανώσεως του Θεού: «Τώρα λοιπόν είναι διόλου ελάττωμα εις εσάς, ότι έχετε κρίσεις μεταξύ σας· δια τι μάλλον δεν αδικείσθε; δια τι μάλλον δεν αποστερείσθε; Αλλά σεις αδικείτε και αποστερείτε, και μάλιστα αδελφούς.» (1 Κορινθίους 6:7, 8) Εκείνο που επεδιώκετο στη δίκη μπορεί να ήταν δίκαιο, αλλά έφερε την οργάνωσι του Θεού μπροστά στο δημόσιο βλέμμα μ’ έναν επίμεμπτο τρόπο. Η αγάπη δεν χαίρει για την αδικία, οσάκις γίνεται μια ζημία, διότι οι βλέψεις της είναι ανιδιοτελείς.

25, 26. Με τι συγχαίρει η αλήθεια, και πώς και επί πόσον καιρό;

25 Ένας από τους καρπούς του πνεύματος είναι η χαρά, και γι’ αυτό η αγάπη είναι πρόσχαρη. (Γαλάτας 5:22) Πού, λοιπόν, βρίσκει τη χαρά της; Βέβαια, στην αλήθεια, στο ορθόν. Γι’ αυτό ακριβώς χαίρει στον Ιεχωβά, διότι αυτός είναι ο ζων και αληθινός Θεός και η αιώνια Πηγή της αληθείας. Ποθεί σφοδρά να αποκτήση την αλήθεια του γραπτού λόγου και σκοπού του Θεού. Όταν διακρίνει την αλήθεια, χαίρει, και αν ακόμη η αλήθεια ανατρέπει προηγούμενες δηλώσεις που εκάναμε ή προηγούμενες δοξασίες που διακρατούσαμε. Για να λάβη μέρος στην διεκδίκησι του ονόματος, του λόγου και της κυριαρχίας του Ιεχωβά, η αγάπη θα εκθέση τα ψεύδη που ο Σατανάς ή Διάβολος και οι ευνοούμενοί του εμηχανεύθησαν εναντίον του Ιεχωβά και του Χριστού του. Η αγάπη δεν κάνει συντροφιά με τους θρησκευτικούς εκείνους ηγέτας που ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν τον Θεό και όμως διαδίδουν θρησκευτικά ψεύδη γι’ Αυτόν, και οι οποίοι πολεμούν την αλήθεια και επιζητούν να την εμποδίσουν και να τη σταματήσουν.—Ρωμαίους 1:18.

26 Ανυπόμονη να έχη και να κρατή την αλήθεια, η αγάπη δοκιμάζει όλα όσα προφητεύονται και κηρύττονται σ’ αυτήν, αλλά κρατεί στερεά μόνο ό,τι είναι καλό. Δεν θα δεχθή με κακεντρέχεια ένα ψεύδος εναντίον άλλου και δεν θα πλάση εναντίον άλλου ένα ψεύδος που βασίζεται σε μια τυχαία μαρτυρία. Αλλ’ αν η αλήθεια ανακαλύπτεται και λέγεται, και αν προκαλεί ζημία σε κάποιον άλλον και αυτός τιμωρείται για τούτο, θα είμεθα ευτυχείς ακόμη και για την αλήθεια αυτή. Δεν μπορούμε να αλλάξωμε το λόγο και το σκοπό του Θεού, ούτε ο Θεός θα συμμορφώση το λόγο του και το σκοπό του μ’ εμάς. Πρέπει να συμμορφώσωμε ή να φέρωμε τους εαυτούς μας σε πλήρη συμφωνία από κάθε πλευρά με τον λόγο Του και το σκοπό Του. Θα είμεθα ανυπόμονοι να το πράξωμε αυτό αν έχομε αγάπη, η οποία προέρχεται απ’ αυτόν. Αν το πράττομε αυτό, είμεθα βέβαιοι ότι θα απολαμβάνωμε τη ζωή, διότι με τη ζωή έχομε αγάπη και έχομε την αλήθεια και βρισκόμαστε με το ορθό μέρος. Η αλήθεια θα διαμένη αιωνίως, και έτσι η αγάπη θα έχη αιώνια αιτία χαράς. Το δίκαιον θα θριαμβεύση σύντομα παντού εναντίον του αδίκου, για την διεκδίκησι της παγκοσμίου κυριαρχίας του Ιεχωβά, δίνοντάς μας επιπρόσθετη αιτία χαράς.

ΑΝΕΧΕΤΑΙ, ΠΙΣΤΕΥΕΙ, ΕΛΠΙΖΕΙ

27, 28. Πώς η αγάπη «καλύπτει πάντα τα σφάλματα», και γιατί ειδικώς τώρα;

27 Πώς θα μπορούσε ο Σατανάς ή Διάβολος να την θανατώση ή να την νικήση, όταν, όπως τελικά λέγει ο απόστολος, η αγάπη «πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει»; (1 Κορινθίους 13:7) Επειδή η αγάπη είναι μακρόθυμη, ένας Χριστιανός που την καλλιεργεί, θα βραδύνη να εκθέση στους άλλους έναν ο οποίος τον αδικεί. Θα ακολουθή τον κανόνα που έχει τεθή από τον Ιησού εις Ματθαίον 18:15-17 και θα προσπαθή να τακτοποιήση τις διαφορές του με τον πταίστη ιδιαιτέρως. Έτσι δεν θα φέρη το πταίσμα, που δεν έχει επανορθωθή, μπροστά στους εκπροσώπους της Χριστιανικής συναθροίσεως, ώσπου η ενέργεια αυτή να γίνη η έσχατη προσφυγή. Μόνο τότε θα ενεργήση έτσι, γιατί η ενέργεια αυτή θα είναι εξυπηρετική των καλυτέρων συμφερόντων του πταίστου. Αν το πταίσμα δεν είναι τόσο σοβαρό, θα το συγχωρήση με αγάπη, μη δημιουργώντας θόρυβο γι’ αυτό. Η αγάπη είναι ελεήμων προς αυτή την κατεύθυνσι: «μπορεί να παραβλέπη τα σφάλματα.» (Γουεϋμάουθ) Θα συγχωρήση τα πταίσματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αγάπη θα καλύψη εκδηλώσεις κακής διαγωγής και παραβάσεις που θα έπρεπε ορθώς να αναφερθούν σ’ εκείνους που είναι περιβεβλημένοι με εξουσία και οι οποίοι θα έπρεπε κάτι να γνωρίζουν γι’ αυτά και να ενεργήσουν για το καλό όλων στην οργάνωσι. Ενδιαφέρον για το καλό των πολλών θα μας υποκινήση να αναφέρωμε τέτοια πράγματα στα κατάλληλα πρόσωπα.

28 Αλλά ένα άτομο που έχει αγάπη φροντίζει να μη φέρη έναν πταίστη σε δημόσιο όνειδος και καταφρόνησι, αν η υπόθεσις μπορεί να διευθετηθή μ’ ένα ήσυχο, ευκολώτερο τρόπο που δεν θα διεγείρη αγώνα και διχασμό μεταξύ εκείνων που θα μπορούσε να είναι αναμεμιγμένοι στην υπόθεσι. Οι Παροιμίες 10:12 λέγουν: «Το μίσος διεγείρει έριδας· αλλ’ η αγάπη καλύπτει πάντα τα σφάλματα.» Αν ένα άτομο μετανοεί για την αμαρτία του αφού του την υπεδείξαμε κατ’ ιδίαν, και αν ομολογεί το σφάλμα του και ζητεί συγχώρησι και επανορθώνει τη ζημία, γιατί να κοινοποιήσωμε το πταίσμα του σε οποιονδήποτε; Γιατί να σπερμολογούμε ή να γράφωμε επιστολές γι’ αυτό; Η αγάπη δεν θα το κάνη αυτό. Έτσι θα δείξη ότι η συγχώρησις που έδωσε ήταν πραγματική, ότι εκάλυψε τελείως την υπόθεσι όπως την εκάλυψε και ο Θεός. Τώρα που εφθάσαμε στο τέλος αυτού του κόσμου, προτρεπόμεθα ειδικώς ν’ ακολουθήσωμε αυτή την ειρηνευτική πορεία: «Πάντων δε το τέλος επλησίασε· φρονίμως λοιπόν διάγετε, και αγρυπνείτε εις τας προσευχάς. Προ πάντων δε έχετε ένθερμον την εις αλλήλους αγάπην· διότι η αγάπη θέλει καλύψει πλήθος αμαρτιών.»—1 Πέτρου 4:7, 8.

29, 30. Πώς η αγάπη «πάντα πιστεύει»; Πώς τα δέχεται;

29 Αλλά μήπως μας κάνει ευπίστους το να δεχώμεθα όλα όσα λέγει ο καθένας, αφού ο απόστολος γράφει, Η αγάπη «πάντα πιστεύει»; Όχι, αλλά μας κάνει να δεχώμεθα την αλήθεια ακόμη και όταν αυτή ηχεί πιο παράδοξα από ένα παραμύθι ή αν όλος ο άπιστος κόσμος την χλευάζει. Πιστεύω σημαίνει έχω πίστι, η δε πίστις είναι ένας καρπός του πνεύματος του Θεού. Η αγάπη, λοιπόν, πιστεύει όλα όσα ο Θεός λέγει στο λόγο του, αν και μπορεί να μην είμεθα ικανοί να τα συλλάβωμε και να μας φαίνωνται αδύνατα, διότι προς το παρόν δεν γνωρίζομε όλα τα γεγονότα και δεν έχομε την επιστημονική τους εξήγησι. Η αγάπη δοκιμάζει τα πνεύματα, δηλαδή τις εμπνευσμένες διακηρύξεις, εκείνες δε που είναι σε αρμονία με τον Θεό τις πιστεύει διότι είναι σε αρμονία με τον γραπτό του Λόγο. Δεν μοιάζει με τους Ισραηλίτες όταν ήσαν στην έρημο αφού βγήκαν από την Αίγυπτο. Οι δώδεκα κατάσκοποι που εστάλησαν από τον προφήτη Μωυσή, επέστρεψαν από την περιοδεία τους στη Γη της Επαγγελίας. Δέκα απ’ αυτούς έδωσαν μια ψευδή αναφορά για το αν θα ήταν δυνατόν να κυριεύσουν τη γη από τους ειδωλολάτρας κατόχους της. Οι Ισραηλίτες επίστευσαν αυτούς τους περισσοτέρους κατασκόπους και κατελήφθησαν από φόβους και στασιαστική διάθεσι. Αλλά ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ έδωσαν μια αληθινή και πιστή αναφορά και τους προέτρεψαν να πιστεύσουν στον Θεό και την ικανότητά του να τους δώση τη γη. Έπειτα από την αναφορά των περισσοτέρων, αυτό εφαίνετο αδύνατο στους Ισραηλίτες. Αρνήθηκαν, λοιπόν, να πιστεύσουν τον Ιησού του Ναυή και τον Χάλεβ. Αυτό απέδειξε ότι δεν αγαπούσαν τον Θεό, διότι αρνήθηκαν να πιστεύσουν ότι ήταν ικανός να υποτάξη τους εχθρούς των στη γη και να εκπληρώση τη διαθήκη του να τους δώση τη γη. Δεν αγαπούσαν εκείνους που έλεγαν την αλήθεια και συνεπώς έχασαν την αλήθεια και τη γη της επαγγελίας. (Αριθμοί 13:1 έως 14:12) Η αγάπη δεν έχει άπιστη καρδιά.

30 Βέβαια, η αγάπη δεν καταπίνει κάθε τι που κηρύττεται ή προφητεύεται, διότι γνωρίζει ότι ο εχθρός Σατανάς ή Διάβολος έχει τους ψευδαποστόλους του στον κόσμο για να εξαπατήση. Ενδυναμώνει, λοιπόν, τους Χριστιανούς στο να μην είναι εύπιστοι, στέλνοντάς τους στο λόγο του Θεού για να δοκιμάσουν κάθε τι με αυτόν τον εμπνευσμένο, αλάθητο κανόνα αληθείας. Η αγάπη συγχαίρει με την αλήθεια. Πιστεύει όλα όσα είναι στο λόγο του Θεού διότι αυτός είναι η αλήθεια. Αν δεν επίστευε όλα όσα περιέχονται σ’ αυτό το λόγο, δεν θα τον χρησιμοποιούσε ως την οριστική αυθεντία για να προσδιορίση τι είναι αλήθεια. Όταν ο Παύλος εκήρυττε το λόγο στους ειλικρινείς Βεροιείς τον παλαιό καιρό, αυτοί έδειξαν ότι είχαν ένα στοχαστικό είδος αγάπης, διότι «εδέχθησαν τον λόγον μετά πάσης προθυμίας, εξετάζοντες καθ’ ημέραν τας γραφάς, αν ούτως έχωσι ταύτα. Πολλοί μεν λοιπόν εξ αυτών επίστευσαν.» (Πράξεις 17:11, 12) Έτσι και σήμερα θα πιστέψωμε με αγάπη όλα όσα μας έρχονται μέσω της Θεοκρατικής οργανώσεως του Ιεχωβά και βασίζονται στον αληθινό λόγο Του.

31. Με ποιους τρόπους η αγάπη «πάντα ελπίζει»;

31 Η πίστις είναι η υπόστασις ή βάσις ελπιζομένων πραγμάτων. Η αγάπη, λοιπόν, «πάντα ελπίζει» εξίσου με το ότι «πάντα πιστεύει». Σ’ αυτά περιλαμβάνονται όλα όσα υποσχέθηκε ο Θεός στο λόγο του και όσα είναι σε αρμονία με ό,τι αυτός υποσχέθηκε. Επομένως οι ελπίδες μας δεν είναι ψεύτικες. Απ’ αυτή την άποψι η ελπίδα μας είναι μια περικεφαλαία στο κεφάλι μας ή στη διάνοιά μας. (1 Θεσσαλονικείς 5:8) Έχομε δίκαιο σε ό,τι επιθυμούμε και περιμένομε, πρωτίστως στην προσδοκία της βασιλείας του Θεού δια του Χριστού Ιησού, η οποία θα διεκδικήση το όνομά Του και την κυριαρχία Του και θα ευλογήση όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως. Η ελπίδα, λοιπόν, αυτή ποτέ δεν θα μας φέρη σε απογοήτευσι και δεν θα μας αφήση να καταισχυνθούμε. Μας κάνει να εμπιστευώμεθα, μας κάνει να χαίρωμε, μας υποστηρίζει. Μας κάνει να περιμένωμε υπομονητικά για καρπό, ενώ εμμένομε στο έργο της διακηρύξεως της αληθείας. Η αγάπη μάς ωθεί να πούμε στους άλλους με πραότητα και σεβασμό την αιτία για την ελπίδα που είναι μέσα μας και μας κάνει να έχωμε τις πιο καλές ελπίδες για όλους εκείνους τους όμοιους με πρόβατα αγαπητούς ανθρώπους που συναντούμε και που προσέχουν στο άγγελμα της αληθείας που τους φέρνομε. Καταβάλλομε προσπάθειες να μη γίνωμε ανυπόμονοι μαζί τους, ενώ επιθυμούμε και περιμένομε την πιο καλή έκβασι για κείνους που είναι αδύνατοι στην πίστι. (Εβραίους 3:6· Ρωμαίους 12:12· 1 Πέτρου 3:15) Έτσι οι ελπίδες μας δεν μας υποκινούν σε ιδιοτελή ενέργεια, διότι όλα όσα επιθυμούμε και περιμένομε είναι εκείνα που η αγάπη διακρατεί με εμπιστοσύνη.

32. Πώς η αγάπη «πάντα υπομένει», και γιατί;

32 Έτσι ενισχυμένη και υποστηριζόμενη από χαρά, πίστι και ελπίδα, η αγάπη «πάντα υπομένει». Αγάπη, λοιπόν, απαιτείται για να κρατήσωμε την ακεραιότητά μας προς τον Ιεχωβά Θεό, διότι το κριτήριον της ακεραιότητός μας προς αυτόν είναι υπομονή. Αφού υπομένει τα πάντα, έπεται ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μπορή να κάνη ο Διάβολος για να δοκιμασθή το βάθος της αφοσιώσεώς μας και της πιστότητός μας στον Θεό εκτός εκείνο που η αγάπη θα το υπομείνη, κρατώντας μας έτσι πιστούς στον Θεό. Θλίψις, μεγάλος αγώνας παθημάτων, σταύρωσις, η αντιλογία των αμαρτωλών, παιδεία από τον Θεό, πειρασμός από τον Διάβολο, δυσκολίες και στερήσεις, το να υποφέρωμε αδίκως για λόγους συνειδήσεως, όλα αυτά είναι πράγματα που η Γραφή αναφέρει ότι θα τα υπομείνη η αγάπη. Η αγάπη είναι ακαταμάχητη. Η απόκτησις αιωνίου ζωής από τον Θεό δια του Χριστού είναι δυνατή μόνο μέσω αυτής, διότι αυτή ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτήσεις του Θεού. Για να μπορούμε να την εκδηλώνωμε παντοτινά, ο Θεός θα μας δώση την δύναμι της αιωνίου ζωής.

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση