Ο Θεάνθρωπος του «Χριστιανικού Κόσμου»
ΣΤΟΝ «Χριστιανικό κόσμο» η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου καλείται «Ενσάρκωσις.» Η έννοια της λέξεως «ενσάρκωσις» είναι ότι ο Θεός ανέλαβε στον εαυτό του την ανθρώπινη φύσι στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Έτσι αυτός έγινε ένας Θεάνθρωπος.
Μολονότι η ιδέα περί ενός Θεανθρώπου δεν είναι ξένη στον ειδωλολατρισμό, ωστόσο το ότι ο Λόγος θα εγίνετο σαρξ ανήκει στον «Χριστιανικό κόσμο» και μόνο, λέγουν αυτοί οι θρησκευόμενοι. Ισχυρίζονται ότι οι ειδωλολατρικές θρησκείες διδάσκουν μια αποθέωσι ή ενδόξασι του ανθρώπου, ότι δεν διδάσκουν μια ενσάρκωσι του αληθινού Θεού. Κατά τον Άγγλο εκκλησιαστικό ιστορικό Κάρολο Χάρντγουικ, αν καθαρίσωμε τις ειδωλολατρικές ενσαρκώσεις απ’ όλες τις ασελγείς και Βακχικές προσθήκες που τις παραμορφώνουν και τις εξευτελίζουν, πάλι αυτές υστερούν θετικά από το δόγμα της ενσαρκώσεως, όπως αυτό διδάσκεται στον «Χριστιανικό κόσμο», παρά τις καταπληκτικές ομοιότητες.
Αλλά το ν’ αρνήται κανείς απλώς την ειδωλολατρικότητα του δόγματος δεν θεμελιώνει τη διδασκαλία περί ενσαρκώσεως ως «Χριστιανικήν.» Ο Ε. Ντρόουν, στο βιβλίο του Ο Δημιουργικός Χριστός, συσχετίζει την εκδοχή του «Χριστιανικού κόσμου» περί ενσαρκώσεως με την ειδωλολατρική Ελληνική μυθολογία. Λέγει: «Αυτή η ιδέα περί ουσίας . . . υπεισήλθε στη Χριστιανική θεολογία από Ελληνικές πηγές. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Ενσάρκωσις πολύ συχνά ηρμηνεύετο φυσικώς αντί ηθικώς.»
Υπάρχουν επίσης και άλλου χαρακτήρος αντιρρήσεις. Ένας επιφανής καθηγητής, ο Δρ Τσαρλς Α. Μπριγγς, ο οποίος εχρημάτισε και ιερεύς της Προτεσταντικής Επισκοπελιανής Εκκλησίας, εδίδαξε ότι η παρθένος γέννησις ήταν μόνο ένα «μικρότερο ζήτημα συνδεδεμένο με την Ενσάρκωσι . . . [ότι αυτό] δεν μπορεί να είναι τόσο ζωτικό όσο υπέθεσαν πολλοί.» Κατά τον Αδόλφον Χάρνακ, Γερμανόν θεολόγον και καθηγητήν της θεολογίας, ο Ιησούς δεν ήταν Θεός εν σαρκί, αλλ’ ήταν απλώς άλλος ένας Ιουδαίος ραββίνος. Ο Όττο Πφλάιντερερ, Γερμανός Προτεστάντης θεολόγος και τακτικός καθηγητής της θεολογίας, κατεπλάγη με τα «αναρίθμητα παράλληλα στους μύθους ειδωλολατρικών ηρώων και Χριστιανών αγίων,» περιλαμβανομένου και του Ιησού Χριστού.
Ότι θα έπρεπε να υπήρχαν αντιγνωμίες πάνω σ’ αυτό το δόγμα δεν είναι διόλου εκπληκτικό, εφόσον το δόγμα της ενσαρκώσεως δεν βρίσκει βάσι μέσα στη Βίβλο, τη μόνη αξιόπιστη αυθεντία για την αλήθεια. (Ιωάν. 17:17) Οι αρχαίοι Ιουδαίοι στη μακρά ιστορία των ούτε μια φορά δεν διεκήρυξαν ότι οι κριταί, βασιλείς, στρατηγοί, ιερείς ή προφήται των ήσαν θεοί. Οι Εβραίοι και οι Ιουδαίοι Χριστιανοί εντελώς απεστρέφοντο το μόλυσμα της ειδωλολατρικής μυθολογίας. Αυτά τα γεγονότα καθιστούν αδύνατη τη φαντασιώδη ιδέα ότι οι Χριστιανοί Ιουδαίοι απερρόφησαν την ιστορία του Ιησού από την ειδωλολατρική μυθολογία. Ούτε η Βίβλος ούτε οι πιστοί Χριστιανοί του πρώτου αιώνος διακρατούσαν την ειδωλολατρική εκδοχή ότι ο Ιησούς ήταν ένας Θεάνθρωπος. Γι’ αυτό, όταν οι αποστάται Χριστιανοί προσπαθούσαν να παραστήσουν την περί Θεανθρώπου ειδωλολατρική εκδοχή ως Χριστιανική, βρήκαν σκληρό το έδαφος. Το ίδιο το δόγμα αυτό δεν είχε αποκρυσταλλωθή παρά μόνο τριακόσια περίπου χρόνια μετά την εποχή του Ιησού και δεν καθωρίσθη παρά στο έτος 451 μ.Χ. στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Ο περίφημος Αμερικανός θεολόγος Ερρίκος Π. Βαν Ντούζεν, του οποίου η Πρεσβυτεριανή θρησκεία διδάσκει ότι ο Ιησούς ήταν ένας Θεάνθρωπος, στο βιβλίο του Παγκόσμιος Χριστιανοσύνη, σελίς 75, αποκαλεί τον καθορισμό της φύσεως του Χριστού στη Χαλκηδόνα «απεσταγμένη ανοησία.»
Στη διάρκεια των πρώτων δύο αιώνων υπήρχε σημαντική εναντίωσις στο δόγμα περί ενσαρκώσεως. Οι Εβιωνίται, ένα Ιουδαιο-Χριστιανικό θρήσκευμα, που άρχισε στον πρώτον αιώνα, επέμεναν ότι ο Ιησούς είχε μια φυσική γέννησι, ότι δεν ήταν ενσαρκωμένος Θεός. Ο Άρειος, ένας πρεσβύτερος της Αλεξανδρείας, ο οποίος έζησε στις αρχές του τετάρτου αιώνος, εδίδασκε ότι ο Ιησούς ούτε συναιώνιος ήταν ούτε ισότιμος με τον Θεό, ότι ήταν η αρχή πάσης κτίσεως, αλλά δεν ήταν «ομοούσιος με τον Πατέρα.» Οι Δοκήται, θρήσκευμα Ιουδαίων Χριστιανών, που ήκμασε κατά τον δεύτερον αιώνα, επίστευαν ότι το σώμα του Ιησού ήταν απλώς φαινόμενον, ένα όραμα, μια αυταπάτη, όχι υλικό. Ο Γνωστικισμός ήταν μια συγχώνευσις ανεξαρτήτων «Χριστιανικών» πεποιθήσεων. Ο ισχυρισμός του ήταν ότι το κακόν είναι έμφυτον στην ύλη και ότι γι’ αυτόν τον λόγο το σώμα του Ιησού δεν μπορούσε να ήταν υλικό. Ο Βαλεντίνος, ο πιο επιφανής ηγέτης της Γνωστικής κινήσεως, εδίδασκε ότι το αιθέριο σώμα του Ιησού επέρασε από τη Μαρία αλλά δεν γεννήθηκε απ’ αυτήν. Άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είχε δύο θελήσεις, μια ανθρώπινη και μια θεία, και ούτω καθεξής.
Απ’ αυτό το μείγμα των αντιμαχομένων γνωμών ο «Χριστιανικός κόσμος» παρέλαβε το δόγμα του περί ενσαρκώσεως. Επειδή μερικοί ενόμιζαν ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος και άλλοι ισχυρίζοντο ότι ήταν ο Θεός, η σύνοδος της Νικαίας το 325 μ.Χ. μ’ επί κεφαλής ένα ειδωλαλάτρη πολιτικόν αυτοκράτορα, δηλαδή τον Κωνσταντίνον, απεφάνθη περί Θεανθρώπου, για να ευαρεστήση και τα δύο μέρη. Το δόγμα αυτό, μολονότι δεν βασίζεται στην Αγία Γραφή, πιστεύεται γενικά από τους Προτεστάντας και τους Καθολικούς ίσαμε σήμερα. Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία λέγει απότομα: «Ο Χριστός είναι ο Θεός.» Ένα έντυπο της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας χαρακτηρίζει τον Ιησούν ως «Θεόν και άνθρωπον.»
ΗΤΑΝ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ;
Άσχετα με το τι έχει πει οποιαδήποτε σύνοδος ή άνθρωπος για τη φύσι του Ιησού, η μόνη αξιόπιστη πηγή θρησκευτικής αληθείας είναι η Αγία Γραφή. Αυτή αποκαλύπτει ότι ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού και ως τοιούτος δεν ήταν και δεν είναι ο Θεός. Ο ίδιος ο Ιησούς είπε: «Υιός του Θεού είμαι.» Στη Μαρία ο άγγελος Γαβριήλ είπε: «Το γεννώμενον εκ σου άγιον, θέλει ονομασθή Υιός Θεού.» Τίποτα δεν λέγεται περί Θεανθρώπου ή ανθρωπο-Θεού. Σε κανένα μέρος της Γραφής δεν καλείται ο Ιησούς «Θεάνθρωπος» ή «Θεός ενσαρκωμένος». Αυτές οι υποθέσεις είναι αυστηρά ανθρώπινες πλάνες χρωματισμένες με ειδωλολατρισμό.—Ιωάν. 10:36· Λουκ. 1:34, 35· 2:21.
Στις Γραφές ο Ιησούς χαρακτηρίζεται ως «η αρχή της κτίσεως του Θεού.» Είναι η πρώτη δημιουργία του Θεού, που καλείται ο Λόγος του Θεού ή Λόγος. Μετά την αμαρτία του Αδάμ, ο Παντοδύναμος Θεός εσκόπευε να στείλη αυτόν τον μονογενή του Υιόν στη γη για να λυτρώση τον άνθρωπο από την αμαρτία. Αυτός επρόκειτο να γίνη ο δεύτερος τέλειος άνθρωπος ή δεύτερος Αδάμ. Αυτό θα απαιτούσε να εγκαταλείψη την ουράνια ζωή για να γεννηθή ως άνθρωπος. Όχι ενσάρκωσις, αλλά μια τέλεια ανθρώπινη γέννησις. Αυτό επετελέσθη από το άγιο πνεύμα ή δύναμι του Θεού, όπως τονίζει το χωρίον Λουκάς 1:26-38. Εγεννήθη από την παρθένον Μαρία και ωνομάσθη Ιησούς, ο οποίος έγινε «ο άνθρωπος.»—Αποκάλ. 3:14· Ιωάν. 1:29· 19:5· 1 Κορ. 15:45.
Ήταν ο Ιησούς σαρξ και αίμα; Ο Ιωάννης μάς λέγει: «Ο Λόγος έγεινε σαρξ, και κατώκησε μεταξύ ημών.» Για τον Ιησούν ο Παύλος είτε: «Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος, και αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών.» Αν ο Ιησούς ήταν ένας Θεάνθρωπος, θα ήταν ανώτερος από τους αγγέλους και τον άνθρωπο. Οι Γραφές μάς λέγουν ότι έγινε ‘ολίγον τι κατώτερος των αγγέλων.’ Ούτε ήταν ισότιμος με τον Πατέρα του, διότι ο ίδιος είπε: «Ο Πατήρ μου είναι μεγαλήτερός μου.»—Ιωάν. 1:14· Εβρ. 2:14, 9· Ιωάν. 14:28· Φιλιππησ. 2:5-7.
Αν ο Ιησούς ήταν μια ενσάρκωσις, τότε δεν ήταν ο δεύτερος Αδάμ· η ζωή του, ο θάνατος και η ανάστασίς του, θα ήσαν όλα ένα ψέμα. Η Χριστιανική πίστις θα ήταν μάταιη. Θα ήμεθα ακόμη στις αμαρτίες μας χωρίς ελπίδα. Δόξα τω Θεώ, ο λόγος του παραμένει αληθής! Ο Χριστός είναι αληθής. Αυτός ήταν ο δεύτερος Αδάμ, ένας τέλειος άνθρωπος που παρέδωσε την ψυχή του «λύτρον αντί πολλών.» Εκείνοι που διδάσκουν ότι ο Ιησούς ήταν ένας Θεάνθρωπος δεν έχουν Γραφική βάσι για να το πουν αυτό. Ας μη φανή παράδοξο ότι, όταν ο κλήρος αντιμετωπίζη συζήτησι γι’ αυτό το δόγμα της ενσαρκώσεως, που καλείται από την Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία «το κεντρικό δόγμα της Χριστιανοσύνης,» σπεύδει να καλυφθή πίσω απ’ την ασθενή απάντησι, «Αυτό είναι μυστήριο.»—Ματθ. 20:28.