Αντισταθείτε στην Τάσι «Προς Φθόνον»
ΥΠΑΡΧΕΙ μια έντονη τάσις στην ατελή ανθρωπότητα να φθονή εκείνους που προεξέχουν, που έχουν μεγαλύτερες επιτυχίες ή περισσότερα υλικά αποκτήματα. Τόσο ισχυρή είναι αυτή η τάσις ώστε η Γραφή λέγει: «Προς φθόνον επιθυμεί το πνεύμα το οποίον κατώκησεν εν ημίν.»—Ιακ. 4:5.
Μολονότι το πνεύμα, η τάσις ή η διάθεσις να φθονούμε ‘κατοικεί’ σε όλους εμάς τους ατελείς ανθρώπους, αυτό δεν κάνει το φθόνο κάτι που συγχωρείται στα όμματα του Θεού. Οι φθόνοι καταδικάζονται μαζί με την πορνεία, την ασέλγεια, τη μέθη ως εξευτελιστικές πράξεις της σαρκός που μας εμποδίζουν να κληρονομήσωμε τη βασιλεία του Θεού. (Γαλ. 5:19-21) Αλλά γιατί ο Ιεχωβά Θεός εκδηλώνει τόσο έντονη αποδοκιμασία του φθόνου;
Διότι ο φθόνος είναι ριζωμένος στην ιδιοτέλεια και είναι τελείως ξένος στην προσωπικότητα, στις οδούς και στους τρόπους ενεργείας του Δημιουργού. Η επικρατούσα ιδιότης του Ιεχωβά Θεού είναι η αγάπη, και μόνον εκείνοι που εκδηλώνουν τέτοια αγάπη αναγνωρίζονται απ’ αυτόν ως επιδοκιμασμένοι δούλοι του.
Ο φθονερός άνθρωπος, που στερείται αγάπης, αρνείται να ‘χαίρεται μετά χαιρόντων.’ (Ρωμ. 12:15) Μπορεί μάλιστα να καταφύγη και σε απάτη, κλοπή ή άλλες ανέντιμες πράξεις προσπαθώντας να πάρη εκείνα που έχουν οι άλλοι. Ή, μπορεί να προσπαθή να υποτιμήση το άτομο που φθονεί, σμικρύνοντας τα επιτεύγματα αυτού του ατόμου με ακατάλληλη επίκρισι ή με αμφισβήτησι των ικανοτήτων και ελατηρίων του. Έτσι, ο φθόνος γεννά ανταγωνισμόν, διχόνοια, φιλονεικίες, μίση, ακόμη δε και βίαιες διαμάχες, καταστρέφοντας εκείνο που αλλιώς θα μπορούσε ν’ αποτελέση αγαθές σχέσεις με συνανθρώπους. Αυτό υπονοούν τα εδάφια Ιακώβου 4:1, 2, όπου διαβάζομε τα εξής: «Πόθεν προέρχονται πόλεμοι και μάχαι μεταξύ σας; Ουχί εντεύθεν, εκ των ηδονών σας αίτινες στρατεύονται εντός των μελών σας; Επιθυμείτε, και δεν έχετε· φονεύετε και φθονείτε, και δεν δύνασθε να επιτύχητε!»
Φυσικά, η τάσις προς φθόνο δεν περιορίζεται σ’ εκείνους που προσπαθούν να φθάσουν σε εξέχουσα θέσι και ευημερία με ανέντιμες μεθόδους. Λόγου χάριν, η σκληρή εργασία και η αποδοτικότης είναι αξιέπαινα πράγματα. Ωστόσο ένα άτομο μπορεί να δώση μεγάλη έμφασι σ’ αυτά λόγω της τάσεως του να φθονή. Πώς συμβαίνει αυτό; Διότι αυτός μπορεί να εργάζεται σκληρά, όχι απλώς για να εκτελέση κάτι αξιόλογο, αλλά με την επιθυμία να λάμψη περισσότερο από τους άλλους σε έργα, επιδεξιότητα ή παραγωγικότητα. Ο φθόνος τον ωθεί να φθάση σ’ εκείνο που έχουν φθάσει οι άλλοι και μάλιστα να τους ξεπεράση. Αυτή η άποψις αναγνωρίζεται από τον οξυδερκή συγγραφέα του Εκκλησιαστού; «Εγώ εθεώρησα πάντα μόχθον, και πάσαν επίτευξιν έργου, ότι διά τούτο ο άνθρωπος φθονείται υπό του πλησίον αυτού· και τούτο ματαιότης, και θλίψις πνεύματος.»—Εκκλ. 4:4.
Όταν το κίνητρο ενός ατόμου στο έργο μολυνθή από αυτοεγκωμιασμό, κάθε ενδιαφέρον και συμπάθεια απ’ αυτόν για τους άλλους συχνά εκλείπουν. Οι σωματικοί και διανοητικοί περιορισμοί των υπολογίζονται πολύ λίγο η καθόλου. Ο ανταγωνισμός και αντιζηλεία αντικαθιστούν ένα πνεύμα φιλικής συνεργασίας. Μπορεί να χρησιμοποιήται ένας άδικος κανών κρίσεως ώστε η απλή ποσότης ν’ αποτελή κανόνα για σύγκρισι, παραλείποντας την εξέτασι της ποιότητος ή της ειλικρινούς και ανιδιοτελούς προσπαθείας που κατεβλήθη στο έργον ενός άλλου. Η αξία ενός ατόμου μπορεί να κριθή κυρίως από το τι αυτό το άτομο μπορεί να παραγάγη, παρά από το τι είναι το ίδιο το άτομο.
Ασφαλώς οι προσπάθειες να επισκιασθούν οι άλλοι είναι επιβλαβείς, και εκείνοι που καταβάλλουν τέτοιες προσπάθειες ‘παλεύουν με τον άνεμο,’ δηλαδή διεξάγουν ένα μάταιο αγώνα. Ένας που κοινολογεί τα επιτεύγματα του και συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους διεγείρει ανταγωνισμό και φθόνο. Προσπαθώντας να εντυπωσιάση τους άλλους με τη δική του ανωτερότητα, αρνείται φθονερά ν’ αναγνωρίση τις καλές ιδιότητες που μπορεί να κατέχουν οι άλλοι. Φυλάττει ζηλόφθονα τη θέσι του, από φόβο μήπως οι άλλοι εξισωθούν με αυτόν και ίσως τον ξεπεράσουν. Κάθε τέτοια πράξις είναι αντίθετη στη Γραφική εντολή που δίδεται στους Χριστιανούς: «Μη γινώμεθα κενόδοξοι, αλλήλους ερεθίζοντες, αλλήλους φθονούντες.»—Γαλ. 5:26.
Στις εκκλησίες του λαού του Θεού σήμερα, ιδιαίτερα οι πρεσβύτεροι πρέπει να προσέχουν να μην αρχίσουν να σκέπτωνται πολύ ψηλά για τον εαυτό τους και για τα επιτεύγματά των. Αυτό θα μπορούσε να κάμη τους άλλους ν’ αποφύγουν να μετάσχουν σε ωρισμένα προνόμια απλώς επειδή αυτοί οι ίδιοι θέλουν να εξέχουν ιδιαιτέρως. Πρέπει πάντοτε να έχουν υπ’ όψιν ότι ο Ιεχωβά Θεός είναι Εκείνος που δίνει την αύξησι. Η εκκλησία δεν ανήκει σε κανέναν άνθρωπο, αλλά στον Θεό.—Πράξ. 20:28· 1 Κορ. 3:7.
Αν ένας άνθρωπος ή ομάς ανθρώπων διστάζουν ν’ αφήσουν τους άλλους να μετέχουν στην εκτέλεσι των καθηκόντων, αυτό θα ήταν ενέργεια αντίθετη με την οδηγία του πνεύματος του Θεού. Ο απόστολος Παύλος έδωσε οδηγίες στον Τιμόθεο ως επίσκοπο να μεταδώση εκείνο που έμαθε «εις πιστούς ανθρώπους οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι.» (2 Τιμ. 2:2) Το ορθό πνεύμα, λοιπόν, είναι να εργάζονται οι πρεσβύτεροι για να βοηθήσουν τους άλλους μέσα στην εκκλησία ν’ αποκτήσουν τα απαιτούμενα προσόντα για να υπηρετούν μαζί τους επιμελούμενοι των εκκλησιαστικών καθηκόντων. Αν απετύγχαναν ως προς αυτό από φόβο, είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα, ότι η σπουδαιότης των θα μπορούσε να ελαττωθή μέσα στην εκκλησία, τότε θα εργάζονταν εναντίον όχι μόνον των ειδικών των συμφερόντων, αλλά και των συμφερόντων ολοκλήρου της εκκλησίας. Προφανώς πολλοί ικανοί άνθρωποι μπορούν να εκτελέσουν πολύ περισσότερο έργο παρά ένας μόνον ή ολίγοι. Επίσης, όσο πιο ικανούς πρεσβυτέρους έχει μια εκκλησία, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το σύνολο των καλών ιδιοτήτων που μπορούν να ενωθούν για την προώθησι των πνευματικών συμφερόντων της.
Η κατάλληλη στάσις στο να κάνωμε τους άλλους να μετέχουν σε προνόμια ελέχθη από τον Μωυσή ο οποίος είπε στον Ιησού του Ναυή: «Ζηλοτυπείς υπέρ εμού; είθε πας ο λαός του Ιεχωβά να ήσαν προφήται, και ο Ιεχωβά να επέθετεν επ’ αυτούς το πνεύμα αυτού!»—Αριθ. 11:29, ΜΝΚ.
Η παράλειψις ν’ αντανακλούμε αυτή την στάσι μπορεί να οδηγήση σε σοβαρές συνέπειες. Ο Ιησούς Χριστός στη διάρκεια της επιγείου διακονίας του το διευκρίνισε αυτά στους αποστόλους του. Όταν κάποιος, προφανώς εξουσιοδοτημένος από το πνεύμα του Θεού, εξέβαλε δαιμόνια εν ονόματι του Ιησού, ο απόστολος Ιωάννης και άλλοι προσπάθησαν να τον σταματήσουν, επειδή αυτός δεν τους συνώδευε. Προφανώς εκείνοι είχαν τη γνώμη ότι αυτός ο άνθρωπος δεν αποτελούσε μέρος της αποκλειστικής ομάδος των και η εκτέλεσις θαυμάτων απ’ αυτόν θα εμείανε τη δράσι των. Ο Ιησούς, όταν το άκουσε αυτό, τους διώρθωσε. Κατόπιν προσέθεσε μια έντονη προειδοποίησι: «Όστις σκανδαλίση ένα των μικρών των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει εις αυτόν καλήτερον να περιτεθή μύλου πέτραν περί τον τράχηλον αυτού, και να ριφθή εις την θάλασσαν.» (Μάρκ. 9:38-42) Μια τέτοια εγωκεντρική στάσις όπως εκδηλώθηκε από τους αποστόλους θα μπορούσε να οδηγήση στο να σκανδαλισθούν οι νέοι και οι ταπεινοί. Ο Θεός δεν θα έπαιρνε στα ελαφρά μια τέτοια επιβλαβή πορεία.
Αν επιθυμούμε να έχωμε μια στάσι επιδοκιμασμένη από τον Ιεχωβά Θεό, πρέπει επομένως να αναγνωρίσωμε τον φθόνο όπως πράγματι είναι—αμάρτημα κατά του Θεού και των συνανθρώπων, εκδήλωσις αστόργου πνεύματος. Λόγω της κακής καρποφορίας που φέρνει ο φθόνος, έχομε σοβαρούς λόγους να τον μισούμε. Αυτό το μίσος μπορεί να μας προστατεύση από το να γίνωμε φθονεροί εμείς οι ίδιοι και από το να διεγείρωμε ανταγωνισμό και φθόνο στους άλλους.