ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • w58 1/6 σ. 261-263
  • Μαρτυρία από τις Κατακόμβες

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Μαρτυρία από τις Κατακόμβες
  • Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1958
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • ΤΟΠΟΙ ΚΑΤΑΦΥΓΗΣ
  • ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΙ Σ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
  • ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ
  • Οι Κατακόμβες—Τι Ήταν;
    Ξύπνα!—1995
  • Οι Κατακόμβες της Οδησσού—Ένας Υπόγειος Λαβύρινθος
    Ξύπνα!—2010
  • Ομοιώματα
    Ξύπνα!—2014
  • Ταφή, Τάφος
    Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 2
Δείτε Περισσότερα
Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1958
w58 1/6 σ. 261-263

Μαρτυρία από τις Κατακόμβες

Η ΑΛΗΘΙΝΗ Χριστιανική πίστις δεν έχει τίποτα να φοβηθή από την εκταφή μνημονευμάτων του παρελθόντος. Η αρχαιολογία δεν εξασθενεί την πίστι, αλλά μάλλον πιστοποιεί για να επιβεβαιώση τα όσα γράφει η Βίβλος. Η ιστορία μεταδίδει μια εικόνα εκείνων, τα οποία επίστευαν οι αληθινοί λάτραι, που συμπίπτει με την αληθινή πίστι των ημερών μας. Ταυτόχρονα δε αναγράφει την ανάπτυξι της αποστασίας και τη συγχώνευσι των νοθευμένων πεποιθήσεων των ψευδοχριστιανών με τις «ειδωλολατρικές» τελετουργίες του παλαιού κόσμου, ο οποίος ομοίως βρίσκει σήμερα το αντίστοιχό του.

Ιδιαίτερα τους τελευταίους λίγους αιώνες εξετάφη ένα θησαυροφυλάκιο πληροφοριών από τις κατακόμβες που βρίσκονται έξω από την πόλι της Ρώμης. Είναι αληθές ότι υπάρχουν παρόμοιοι τόποι θαμμένοι κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και σε άλλες χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Περσία, η Συρία, η Μάλτα, η Ελλάς, κλπ., αλλ’ εκείνοι που βρίσκονται στην περιοχή της Ρώμης ενδιαφέρουν ιδιαίτερα λόγω της χρήσεως των από τους πρώτους Χριστιανούς.

Σύμφωνα με τον αρχαίο Ρωμαϊκό νόμο δεν επετρέπετο να θάπτωνται νεκροί μέσα στην πόλι. Γι’ αυτό, σε ακτίνα ολίγων μιλίων από τη Ρώμη υπήρχαν καθωρισμένοι πολυάριθμοι τόποι ενταφιασμού. Στην περίπτωσι των Ρωμαίων, ολίγος χώρος εχρειάζετο, λόγω της συνηθείας που υπήρχε να καίωνται οι νεκροί. Εν τούτοις, οι πολλοί Ιουδαίοι που υπήρχαν εκεί δεν έκαιαν τους νεκρούς, αλλ’ έθαφταν τα σώματα εκείνων που απέθνησκαν. Επειδή ήταν από πολύν καιρό κοινή συνήθεια να ενταφιάζεται το σώμα μέσα σ’ ένα υπόγειο ή σε άλλο χώρο που ηνοίγετο σε μια πλαγιά λόφου, δεν είναι παράδοξο το ότι οι Ιουδαίοι θα εχρησιμοποιούσαν υπογείους χώρους για ενταφιασμούς. (Μάρκ. 15:46) Όπως αναφέρει ο Μπουργκόν, «η συνήθεια του ενταφιασμού μέσα σε κατακόμβες δεν ήταν εξ αρχής ούτε ειδωλολατρική, ούτε Χριστιανική, αλλά Ιουδαϊκή.» Αυτός ο τρόπος ενταφιασμού είχε υιοθετηθή από τη Χριστιανική κοινότητα, της οποίας πολλά μέλη ήσαν και αυτά Ιουδαίοι.

Στην αρχή οι τόποι του ενταφιασμού των ήσαν σχετικά μικροί και ανήκαν σε ιδιώτας. Σε μερικές περιπτώσεις εκείνοι που εγίνοντο Χριστιανοί άνοιγαν την ιδιοκτησία των για να χρησιμοποιηθή κι από άλλους της Χριστιανικής πίστεως. Τα ονόματα που φέρουν τώρα οι κατακόμβες αυτές σε πολλές περιπτώσεις δείχνουν τον ιδιοκτήτη του χώρου. Άλλες κατακόμβες ωνομάσθησαν με τ’ όνομα εκείνου που ήταν διωρισμένος επιστάτης του τόπου ή με τ’ όνομα ενός επιφανούς μάρτυρος που ετάφη εκεί, ή το όνομα μπορεί να ήταν ενδεικτικόν της τοποθεσίας. Σε μερικούς τόπους φαίνεται ότι είχαν ληφθή οι ονομασίες προγενεστέρων ειδωλολατρικών χώρων ταφής.

Η κάθοδος στις κατακόμβες από ένα άνοιγμα εισόδου, που είναι στην επιφάνεια, οδηγεί σ’ ένα λαβύρινθο στενών διαδρόμων που ανοίχθηκαν μ’ εκσκαφή στα πορώδη πετρώματα και μπορεί να εκτείνωνται σε πολλά στρέμματα και να διασταυρώνωνται σε τόσο πολλές και διάφορες γωνίες, ώστε ένας που δεν είναι κατατοπισμένος σ’ αυτές εύκολα θα εχάνετο. Αντίθετα με την παλαιότερη γνώμη ότι όλες οι κατακόμβες συνεδέοντο κατά ένα τρόπον μεταξύ των, υπάρχουν τουλάχιστον τριάντα πέντε διάφορες κατακόμβες κοντά στη Ρώμη. Οι διάδρομοι έχουν συνήθως, φάρδος μεταξύ τριών και πέντε ποδών και ύψος ίσως επτά ή οκτώ ποδών. Κατά μήκος των τοιχωμάτων υπάρχουν χώροι όμοιοι με ράφια (λοκούλι) που εχρησιμοποιούντο ως τάφοι, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν φάρδος αρκετό για να τοποθετηθή ένα σώμα περιτυλιγμένο σε επιγυψωμένα πανιά, μολονότι μερικοί τέτοιοι χώροι περιελάμβαναν περισσότερα σώματα. Κατόπιν το κάθετο άνοιγμα εσφραγίζετο με κεραμίδια ή με μια μαρμάρινη πλάκα και κονίαμα.

Κατόπιν εγέμιζε ο χώρος, απητείτο κι άλλος χώρος, κι έτσι οι φοσσόρες, ή σκαφείς, άνοιγαν κοιλότητες στο στερεό αλλά εύκολα ανασκαπτόμενο έδαφος και παρείχετο έτσι περισσότερος χώρος τοιχωμάτων, τόσο ώστε σε μερικά τμήματα υπάρχουν έως δώδεκα σειρές κοιλωμάτων ταφής σε κάθε πλευρά του διαδρόμου. Δεν ήσαν στο ίδιο επίπεδο όλοι οι διάδρομοι. Συχνά υπήρχαν τρεις ή τέσσερες στοές· στην κατακόμβη του Καλίξτου υπάρχουν επτά διάφορα επίπεδα.

Μερικοί απ’ τους πιο εύπορους εφρόντιζαν να λαξευθή ένας θόλος μέσα στο τοίχωμα και κάτω απ’ αυτόν ελαξεύετο μια σαρκοφάγος ή ένα κοίλωμα όμοιο με φέρετρο, που μπορούσε να επισφραγισθή με μια οριζοντία μαρμάρινη πλάκα. Αυτά ελέγοντο αρκοζόλια. Μερικές οικογενειακές ομάδες είχαν συχνά ένα ολόκληρο δωμάτιο (κουμπίκουλουμ) πέρα από τον κύριο διάδρομο, και στα τοιχώματα των θόλων αυτών ήσαν διατεταγμένοι οι ατομικοί χώροι ταφής. Οι χώροι αυτοί διέθεταν, επίσης, μέρος όπου μπορούσε να συγκεντρωθή μια ομάς για λατρεία.

Θα ήταν ένα τεράστιο έργον να καταμετρηθή πραγματικά η έκτασις των διαδρόμων στις κατακόμβες, αλλ’ υπελογίσθη ότι είναι ίσως πεντακόσια ή και περισσότερα μίλια, δηλαδή ίσου μήκους με μια υπόγεια σήραγγα που θα εξετείνετο από τη Νεάπολι προς τα επάνω της Ιταλικής χερσονήσου έως σχεδόν τη Ζυρίχη της Ελβετίας.

ΤΟΠΟΙ ΚΑΤΑΦΥΓΗΣ

Στους χρόνους των φοβερών διωγμών οι ατελεύτητοι σκοτεινοί διάδρομοι μέσα στις κατακόμβες παρείχαν τόπους καταφυγής μακριά από τους Ρωμαίους. Λόγω του Ρωμαϊκού αισθήματος σεβασμού προς τους νεκρούς των, οι τόποι ταφής ήσαν κάπως ασφαλείς από εισβολές, ακόμη κι από τους εξημμένους διώκτας, επροστατεύοντο δε μάλιστα κι από τον νόμο. Αν και οι κατακόμβες δεν κατεσκευάζοντο για καταφύγια, αλλά μάλλον για ενταφιασμούς, εξυπηρετούσαν και τους δύο σκοπούς. Ακόμη και εκκλησιαστικές συνελεύσεις μπορούσαν να γίνουν εκεί με κάποιο μέτρον ασφαλείας. Οι οικογενειακοί θάλαμοι ή κρύπται δεν ήσαν και πολύ μεγάλοι, αλλά μια μετρίου μεγέθους ομάς μπορούσε εύκολα να συνέρχεται σ’ έναν τέτοιο θάλαμο για λατρεία, η δε στήλη του αέρος που ανήρχετο στην επιφάνεια επροφύλαττε τον τόπο από το να είναι υπέρμετρα υγρός και πνιγηρός.

Απ’ αυτό δεν πρέπει να συμπεράνη κανείς ότι τα νεκροταφεία αποτελούσαν ένα ανενόχλητο άσυλο. Κατά καιρούς υφίσταντο επιδρομές, και όσοι ευρίσκοντο εκεί μέσα εθανατώνοντο. Πράγματι, ο Ευσέβιος αναγράφει ότι στον τρίτον αιώνα, επί ηγεμονίας Βαλερίου, οι συναθροίσεις μέσα στις κατακόμβες, ακόμη και η απλή είσοδος εκεί απηγορεύθησαν ειδικά, και πάλιν επί βασιλείας Διοκλητιανού έγινε εισβολή στις κατακόμβες με την προσπάθεια να εξοντωθή η Χριστιανοσύνη.

ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΙ Σ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Ο όρος «κατακόμβη», επεκράτησε να χρησιμοποιήται σχετικά με τους υπογείους αυτούς λαβυρίνθους ταφής, αλλ’ αυτό δεν ήταν η αρχική συνήθεια. Κατακούμπας ανεφέρετο σε μια κοιλάδα της Αππίας Οδού που εχρησιμοποιείτο για ενταφιασμούς. Το όνομα είναι πολύ προσφυές· σημαίνει «παρά το κοίλον». Οι Χριστιανοί, όμως, τις ωνόμαζαν κοιμητήρια. Δεν υπάρχει σκέψις περί αθανασίας της ψυχής μέσα σ’ αυτόν τον όρο, αλλ’ αντιθέτως μια έκφρασις ελπίδος στην ανάστασι.

Μια περικοπή από τον Χέμανς στη Σύγχρονη Επιθεώρησι, που βρίσκεται στην Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ, πιστοποιεί περαιτέρω τη Χριστιανική πίστι στον θάνατο της ψυχής: «Ενώ το ‘Ζήθι εν ειρήνη’ πολύ σπανίζει στις Ρωμαϊκές επιγραφές, εμφαίνεται κοινώς μεταξύ των επιγραφών της Αφρικής και διαφόρων Γαλλικών πόλεων, αλλιώς η διακριτική αυτή φράσις του ειδωλολατρικού επιταφίου, ‘Ζήθι’ (ωσάν και στις επιτύμβιες αναγραφές να εμφανίζεται η ζωή μάλλον παρά ο θάνατος στον οφθαλμό της διανοίας), δεν ανάγεται στη Χριστιανική ορολογία.» Όχι δεν υπήρχε πίστις σε μια αθάνατη ψυχή, ούτε στις συναφείς της διδασκαλίες περί πυρίνου άδου, καθαρτηρίου και όλων εκείνων που έλεγαν οι λαϊκές μάζες για τους νεκρούς.—Ιεζ. 18:4· Πράξ 24:15.

Οι κατακόμβες με τη Χριστιανική τους τέχνη μήπως χύνουν φως σε άλλες Χριστιανικές πεποιθήσεις; Ναι, πράγματι, και πιστοποιούν ότι πολλές διδασκαλίες του σημερινού δόγματος του «Χριστιανισμού» δεν διεκρατούντο από τους πρώτους Χριστιανούς. Λόγου χάριν, δεν υπήρχαν προσκυνούμενες εικόνες του Εσταυρωμένου. Κι ο σταυρός ακόμη σπάνια βρίσκεται Η Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία παρατηρεί τα εξής: «Ενώ υπήρχαν είδωλα παντού, οι πιστοί φαίνεται ότι απείχαν απ’ αυτόν τον κλάδο της τέχνης.» (1 Κορ 10:14) Και μήπως θ’ ανεμέναμε να είναι αλλιώς εφόσον οι Χριστιανοί απηχθάνοντο τις ειδωλολατρικές πράξεις των «Εθνικών» γειτόνων των; Πραγματικά, αυτή η πλήρης έλλειψις ειδώλων και λειψάνων μεταξύ των Χριστιανών είναι εκείνη που έδωσε αφορμή στην κατηγορία περί αθεϊσμού που διετυπώθη εναντίον των από τον Ρωμαϊκό κόσμο.

Ο Κίλλεν, στο βιβλίο Η Αρχαία Εκκλησία, τονίζει τη μαρτυρία των κατακομβών σε άλλο ένα θέμα, όταν λέγη: «Αυτοί οι μάρτυρες της πίστεως της πρώτης Εκκλησίας της Ρώμης εντελώς αποστρέφονται τη λατρεία της Παρθένου Μαρίας, διότι οι επιγραφές της Στοάς Λιθοξόου, διατεταγμένες όλες υπό την επίβλεψι του πάπα, δεν περιέχουν προσφωνήσεις στη μητέρα του Κυρίου μας. . . . Τονίζουν μόνο τον Ιησούν ως τον μέγαν Μεσίτην, Λυτρωτήν και Φίλον.» Και η Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, υπό Χερστ, προσθέτει: «Η λατρεία της Παρθένου Μαρίας δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία των κατακομβών. Μόνο στον μετέπειτα συμβολισμό, όταν η Εκκλησία εισήρχετο στο μακρό της μεσονύκτιο της δεισιδαιμονίας, βρίσκομε ίχνη θείας τιμής που απεδίδετο σ’ αυτήν.»—Αποκάλ 22:9.

Επιγραφές όπως «Στον Βασίλειο τον Πρεσβύτερο, και στη Σύζυγο Του Φελίσιτα», καταδεικνύουν ότι οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί ενέμεναν ακόμη στον Γραφικό κανόνα ότι ορθόν είναι ο επίσκοπος να είναι «μιας γυναικός ανήρ». (1 Τιμ. 3:2) Δεν υπήρχε απαίτησις αγάμου ζωής. Πράγματι, η Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ κάνει την περιεκτική δήλωσι ότι «καμμιά ειδική Ρωμαϊστική διδασκαλία δεν βρίσκει υποστήριξι σε επιγραφές που χρονολογούνται πριν από τον τέταρτον αιώνα.» Έως τον πέμπτον αιώνα δεν είχε εμφανισθή η προσκύνησις των αγίων, προς το τέλος δε του αιώνος εκείνου ή στην αρχή του έκτου αιώνος ανεφάνησαν οι πρώτες ενδείξεις της πίστεως ότι ο Πέτρος είχε λάβει ειδική εξουσία από τον Χριστό, μολονότι και τότε ακόμη ο Πέτρος δεν εμφανίζεται με τις κλείδες όπως στον μετέπειτα συμβολισμό.

Μεταξύ των πρώτων και των μεταγενεστέρων εικονογραφιών των κατακομβών προεξέχουν οι επανειλημμένες εικονίσεις σκηνών απ’ όλα τα μέρη της Βίβλου. «Δεν μπορεί κανείς να προσβλέψη στις εκφραστικές αυτές αναμνήσεις της πρώτης Χριστιανικής τέχνης χωρίς να πεισθή ότι η Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων όχι μόνον ήταν πλήρως κατατοπισμένη στις Άγιες Γραφές και ότι συνεπλήρωσε τη συλλογή του ιερού κανόνος σε μια πολύ αρχαία εποχή, αλλά και ότι η διάνοιά της ήταν εμποτισμένη με μια έντονη αγάπη της Γραφής και μια αντίληψι της κατατοπίσεως σε κάθε μέρος αυτής ως αναγκαίο για κάθε τάξι πιστών. . . . Η ιδία η κατακόμβη εγείρεται σαν ένας μάρτυς εναντίον της σκοπίμου και συνεχούς αποκρύψεως του Θείου λόγου από τον λαό.»—Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, υπό Χερστ.

ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ

Ενώ οι κατακόμβες προσμαρτυρούν τη διαφύλαξι της αληθινής λατρείας μεταξύ των πιστών Χριστιανών, λέγουν επίσης και για την έγερσι της αποστασίας. Ο απόστολος Παύλος το προείπε αυτό όταν είπε: «Εγώ εξεύρω τούτο, ότι μετά την αναχώρησίν μου θέλουσιν εισέλθει εις εσάς λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου· και εξ υμών αυτών θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, δια να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών.» (Πράξ. 20:29, 30) «Και τώρα γνωρίζετε εκείνο [την προσωπική παρουσία των αποστόλων] το οποίον κωλύει αυτόν, ώστε να αποκαλυφθή εν τω εαυτού καιρώ. Και τότε θέλει αποκαλυφθή ο άνομος.»—2 Θεσ. 2:6, 8.

Η εξαίρετη ενότης της Χριστιανικής σκέψεως του πρώτου αιώνος άρχισε να εξαφανίζεται μετά τον θάνατο των αποστόλων, και πολλοί άρχισαν να ‘αποστρέφουν την ακοήν αυτών από της αληθείας.’ (2 Τιμ. 4:4) Βαθμιαίως η διάταξις περί Χριστιανών επισκόπων, οι οποίοι ήσαν υπηρέται της εκκλησίας, μετεστράφη σε μια διάταξι κληραρχίας. Η Ελληνική φιλοσοφία και άλλα ειδωλολατρικά έθιμα προσεμίχθησαν στην παραδεδεγμένη διδασκαλία. Το έτος 321 μ.Χ. πολλοί είχαν παραδεχθή την ημέρα της ειδωλολατρικής λατρείας του ηλίου, από δε τη Σύνοδο της Νικαίας, το έτος 325 μ.Χ., η γενομένη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνον συγχώνευσις της ειδωλολατρικής θρησκείας της Ρώμης με τις αποστάτιδες Χριστιανικές εκκλησίες, επροχώρησε με γοργότερο ακόμη ρυθμό. Όσοι ήθελαν έτσι να γίνουν μέρος του κόσμου, ήθελαν, επίσης, να εγκολπωθούν και τα δαιμονολατρικά του προσαρτήματα, για να εξακολουθήσουν να είναι σε εύνοια με τον κόσμο.—Ιάκ 1:27· 4:4.

Το έτος 378 (μ.Χ.) ο Αυτοκράτωρ Γρατιανός παρεχώρησε το δικαίωμα στον Δάμασον, επίσκοπον της Ρώμης, να φέρη τον τίτλον του Μεγίστου Ποντίφηκος. Στη διάρκεια της διοικήσεως της εκκλησίας απ’ αυτόν πολλά είχαν γίνει για τον εξωραϊσμό των τάφων των μαρτύρων. Ο άλλοτε υγιής Χριστιανικός σεβασμός προς το παράδειγμα ακεραιότητος που είχε δοθή απ’ εκείνους που εμαρτύρησαν εμολύνθη τώρα με τη διεφθαρμένη ηρωολατρία της Ρώμης και μετεστράφη στην αγιολατρία του επομένου αιώνος.

Όταν οι κατακόμβες εκαθαρίσθησαν και διεκοσμήθησαν με εκτενέστερες επιγραφές και καλλιτεχνήματα, κατέστησαν λειψανοθήκες στις οποίες συνέρρεε ο λαός, και οι μάρτυρες έγιναν αντικείμενα λατρείας. Όταν η τρομοκρατία του Διοκλητιανού αντικατεστάθη από μια εποχή ανεκτικότητος προς τους Χριστιανούς και τα πράγματα προχωρούσαν σε μια επιδοκιμασία του κράτους προς τη νέα συγχωνευμένη θρησκεία, οι ήδη αποστάται Χριστιανοί ενεκολπώθησαν και τις σκέψεις και τα σύμβολα των ειδωλολατρών. Οι απλές πήλινες λυχνίες που εχρησιμοποιούντο μέσα στις κατακόμβες δεν ήσαν πια ακόσμητες, αλλ’ έφεραν το ειδωλολατρικό σύμβολο του ιχθύος (η ονομασία του οποίου στην Ελληνική γλώσσα ευρέθη ότι σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα των λέξεων «Ι ησούς Χ ριστός, Θ εού Υ ιός, Σ ωτήρ»), το Κωνσταντίνειο μονόγραμμα, κλπ.

Έτσι, λοιπόν, συμβαίνει ώστε τα ειδωλολατρικής προελεύσεως αυτά σύμβολα, όπως ο ιχθύς, το παγώνι, η άγκυρα και το περιστέρι, είτε ελέγετο ότι έφεραν μια νέα σημασία στην εκκλησία είτε όχι, έφθασαν να αποτελούν μέρος της λεγομένης Χριστιανικής τέχνης μέσα στις κατακόμβες, όπως εχρησιμοποιούντο επί μακρόν χρόνον από τους ειδωλολάτρας και βρίσκονται στους τόπους ταφής των νεκρών των. Μερικά βιβλία πραγματεύονται εκτενώς για τη σημασία των συμβόλων και εικονογραφιών αυτών, αλλ’ η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία ειλικρινώς παραδέχεται ότι «οι συγγραφείς κατά καιρούς εύρισκαν ένα πλουσιώτερο δογματικό περιεχόμενο στις εικόνες των κατακομβών από ό,τι μπορεί ν’ αποδείξη μια αυστηρή εξέτασις.»—Τόμ. Γ΄, σελίς 423.

Αν και έχει παρατηρηθή ότι οι κατακόμβες παρείχαν τόπους καταφυγής και συγκεντρώσεως σε καιρούς διωγμού, είναι πρόδηλον τώρα ότι δεν παρέμεναν αχρησιμοποίητες, όταν έπαυε ο διωγμός. Εγίνετο επάνοδος στις κατακόμβες ως τόπους λατρείας όταν έληγε ο διωγμός, αλλ’ αυτή τη φορά για μια λατρεία πολύ διάφορη από εκείνη που ησκείτο από τους πρώτους Χριστιανούς.

Τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; Τίνα δε συμβίβασιν ο ναός τον Θεού με τα είδωλα; διότι σεις είσθε ναός Θεού ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός, “Ότι θέλω κατοικεί εν αυτοίς και περιπατεί· και θέλω είσθαι Θεός αυτών, και αυτοί θέλουσιν εισθαι λαός μου.”—2 Κορ. 6:14, 16.

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση