Η Προσευχή μια Πολύτιμη Στοργική Προμήθεια
«Μη μεριμνάτε περί μηδενός· αλλ’ εν παντί πράγματι ας γνωρίζωνται τα ζητήματά σας προς τον Θεόν μετ’ ευχαριστίας δια της προσευχής και της δεήσεως.»—Φιλιππησ. 4:6
1. Ποια γεγονότα τονίζουν τη θαυματουργική φύσι της προσευχής;
ΚΑΙ ΜΟΝΟ αν σκεφθούμε αυτή την προμήθεια της προσευχής, δεν μπορούμε να μην απορήσωμε για όλο αυτό το θαύμα. Ο άνθρωπος εξήρθη πολύ όταν στις 10 Ιανουαρίου 1946, έπειτα από εκτεταμένες προετοιμασίες, είχε για πρώτη φορά επαφή με τη σελήνη μέσω συνθημάτων ραντάρ, των οποίων η άκρως ασθενής ηχώ επέστρεφε σ’ αυτόν «έπειτα από ένα χρονικό διάστημα μεταξύ 2,38 και 2,72 δευτερολέπτων, που αντιστοιχούσαν προς την απόστασι της σελήνης από 221.000 έως 253.000 μίλια.» Οι ακτίνες ραντάρ του ανθρώπου μπορεί να φθάνουν τη σελήνη με την ταχύτητα του φωτός, αλλά τι είναι αυτό αν συγκριθή με τις προσευχές μας που φθάνουν ως τον ίδιο το θρόνο του Ιεχωβά, ο οποίος, επειδή είναι πολύ πιο πάνω από το υλικό σύμπαν, πρέπει να είναι αναρίθμητα έτη φωτός μακριά, και τούτο σε μια μόνο στιγμή χρόνου! Και πόσο εύκολα μπορούμε να έλθωμε σε επαφή με τον Ιεχωβά στην προσευχή!
2. Ποιος είναι ο πρώτος όρος της προσευχής, και από ποιες δύο απόψεις;
2 Εν τούτοις, για να λάβη χώραν αυτό το θαύμα, πρέπει να προσευχώμεθα στον ένα αληθινό και ζώντα Θεόν, Ιεχωβά. (Έξοδ. 6:3· Ησ. 46:9) Προσευχές που αναπέμπονται σε θεούς που υπάρχουν μόνο στις διάνοιες των ανθρώπων δεν θα εισακουσθούν ποτέ, όπως το διεπίστωσαν οι ιερείς του Βάαλ στον καιρό του Ηλία προς λύπην των. (1 Βασ. 18:26-29· Ψαλμ. 115:4-8) Η πρώτη, λοιπόν, απαίτησις για προσευχή είναι πίστις. «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν, πρέπει να πιστεύση, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» Σημειώστε ότι πρέπει να πιστεύωμε όχι μόνο ότι ο Θεός υπάρχει, αλλά και ότι θ’ ανταμείψη εκείνους που τον εκζητούν θερμά, ότι θ’ απαντήση στις προσευχές μας. Όπως τονίζει ο Ιάκωβος: «Ας ζητή όμως μετά πίστεως, χωρίς να διστάζη παντελώς· διότι ο διστάζων ομοιάζει με κύμα θαλάσσης κινούμενον υπό ανέμων και συνταραττόμενον. Διότι ας μη νομίζη ο άνθρωπος εκείνος, ότι θέλει λάβει τι παρά του Ιεχωβά.» Και όπως είπε ο Ιησούς: «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, . . . δεν θέλει είσθαι ουδέν αδύνατον εις εσάς»—Εβρ. 11:6· Ιάκ. 1:6, 7, ΜΝΚ· Ματθ. 17:20.
3. (α) Ποια παραδείγματα δίνει ο λόγος του Θεού για το ότι ο Θεός απαντά σε προσευχή; (β) Ποιο σύγχρονο παράδειγμα έχομε;
3 Και μήπως δεν έχομε υγιά βάσι για τέτοια πίστι; Δεν είναι ο Θεός ικανός «υπερεκπερισσού να κάμη υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν»; Και αφού μας αγαπά, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι είναι εξίσου πρόθυμος όσο και ικανός—και μάλιστα τόσο διαφορετικός από τον ατελή άνθρωπο, ο οποίος πολύ συχνά δεν είναι ούτε καν πρόθυμος αλλά ανίκανος, ή μπορεί να είναι ικανός αλλά απρόθυμος. Ναι, «εάν λοιπόν σεις, πονηροί όντες, εξεύρητε να δίδητε καλάς δόσεις εις τα τέκνα σας, πόσω μάλλον ο Πατήρ σας ο εν τοις ουρανοίς, θέλει δώσει αγαθά εις τους ζητούντας παρ’ αυτού;» Δεν απήντησε μήπως ο Θεός στην προσευχή του Ηλία όταν αντιμετώπισε τους 450 προφήτας του Βάαλ; στην προσευχή του Εζεκία όταν ο στρατός του Σενναχειρείμ απειλούσε την Ιερουσαλήμ; στις προσευχές υπέρ του Πέτρου όταν είχε φυλακισθή από τον Ηρώδη Αγρίππα; Και η ευημερία της κοινωνίας Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά, και μάλιστα παρ’ όλα τα εμπόδια, είναι απόδειξις ότι ο Ιεχωβά Θεός είναι εξίσου ικανός όσο και πρόθυμος ν’ απαντήση σε προσευχή σήμερα όπως πάντοτε ήταν στους περασμένους καιρούς. Είναι αλήθεια, ότι μπορεί να μην κατανοούμε πάντοτε με ποια ιδιαίτερα μέσα απαντά ο Θεός στην προσευχή σήμερα, αλλά γνωρίζομε ότι χρησιμοποιεί την οργάνωσί του, που αποτελείται από αόρατα όσο και από ορατά πλάσματα, τον λόγον του και το άγιό του πνεύμα ή ενεργό δύναμι.—Εφεσ. 3:20· Ματθ. 7:11· 1 Βασ. 18:36-38· 2 Βασ. 19:19, 35· Πράξ. 12:5, 7.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΩΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
4. Μέσω τίνος πρέπει να προσερχώμεθα σε προσευχή, και γιατί, προφανώς, δεν ανεφέρθη ο όρος αυτός στην υποδειγματική προσευχή του Ιησού;
4 Επί πλέον, αν οι προσευχές μας πρόκειται να φθάσουν στον Θεό, πρέπει ν’ αναγνωρίσωμε τον προσδιωρισμένο του τρόπο, διότι ο Ιεχωβά είναι Θεός τάξεως. Ως ο μέγας Κυρίαρχος του σύμπαντος δεν είναι ένας που επιτρέπει στους υπηκόους του να παρεισδύουν αδιάκριτα πλησίον του, και ειδικά δεν επιτρέπει σ’ εκείνους που είναι εχθροί του λόγω αμαρτίας. Έχει έναν που χρησιμοποιεί ως αγωγόν και που πρέπει να τον αναγνωρίσωμε αν θα θέλαμε να έχωμε ακρόασι πλησίον του, να το πούμε έτσι. Από την άνοιξι του 33 μ. Χ. ο αγωγός αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, καθώς ακριβώς είπε: «Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι’ εμού.» Ενώ πολλοί μπορεί να ισχυρίζονται ότι πλησιάζουν τον Θεό μέσω της Μαρίας ή άλλων λεγομένων αγίων, σε τούτο πλανώνται θλιβερά· διότι, οπουδήποτε και αν θέλωμε να κυττάξωμε στον λόγον του Θεού, ούτε μια φορά δεν διαβάζομε για δεήσεις που απευθύνονται μέσω αυτών ή για διαταγές να ενεργούμε έτσι. «Διότι είναι είς Θεός, είς [μόνο] και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.» Αφού έτσι έχει το πράγμα, θα μπορούσε να γίνη η ερώτησις, Γιατί ο Ιησούς δεν περιέλαβε αυτή την απαίτησι στην υποδειγματική προσευχή που έδωσε στους μαθητάς του; Αναμφιβόλως επειδή, όταν έδωσε αυτή την προσευχή, δεν είχε πλήρως δοκιμασθή. Αλλά, στην τελευταία ημέρα της διακονίας του, είχε ‘τελειώσει το έργον το οποίον του είχε δώσει ο Πατήρ του να κάμη’ και έτσι μπορούσε να πη: «Όσα αν αιτήσητε παρά του Πατρός εν τω ονόματί μου, θέλει σας δώσει. Έως τώρα δεν ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου· αιτείτε και θέλετε λαμβάνει, δια να ήναι πλήρης η χαρά σας.»—Ιωάν. 14:6· 1 Τιμ. 2:5, 6· Ιωάν. 17:4· 16:23, 24.
5. Ποιο πρέπει να είναι το φρόνημά μας στην προσευχή, και γιατί;
5 Για να φθάσουν οι προσευχές μας στον Θεό, πρέπει επίσης να εκφέρωνται με κάθε ειλικρίνεια. Εκείνοι που προσεύχονται απλώς «δια να φανώσιν εις τους ανθρώπους», προσεύχονται εις μάτην, διότι ο Θεός μισεί τους υποκριτάς. Ακούει μόνο εκείνους που προσεύχονται «εν πνεύματι και αληθεία». Μόνο «η δέησις των ευθέων [είναι] ευπρόσδεκτος εις αυτόν», διότι «το πρόσωπον αυτού βλέπει ευθύτητα». Ομοίως, πρέπει να προσερχώμεθα στον Θεό με ταπεινοσύνη. Λόγω της μεγαλωσύνης του και της δικής μας ασημότητος, η υπερηφάνεια θα ήταν πολύ απρεπής. Εκτός αυτού, προσερχόμενοι στον Θεό με αιτήματα, προσερχόμεθα σαν επαίται, όχι σαν πελάται. Δεν μπορούμε να διαπραγματευώμεθα με τον Θεό, διότι δεν έχομε τίποτε να προσφέρωμε. Πολύ κατάλληλο, λοιπόν, είναι ότι ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερηφάνους και δίδει χάριν στους ταπεινούς.—Ματθ. 6:5· Ιωάν. 4:24· Παροιμ. 15:8· Ψαλμ. 11:7· 1 Πέτρ. 5:5.
6. Τι θα πούμε για τη σωματική μας στάσι στην προσευχή, και όμως τι μπορεί να λεχθή υπέρ του γονατίσματος;
6 Παρεμπιπτόντως αναφέρομε ότι δεν υπάρχει Γραφική υποστήριξις για τη συνήθεια της συμπτύξεως των χειρών και λήψεως αγιοφανούς στάσεως στην προσευχή. Όπως δείχνει ο λόγος του Θεού, η σωματική μας στάσις δεν έχει σπουδαιότητα. Εν τούτοις, το να γονατίζωμε όταν προσευχώμεθα κατ’ ιδίαν είναι αξιοσύστατο ως υποβοήθησις τού να έχωμε το ορθό φρόνημα της ταπεινοσύνης ενώπιον του Πλάστου μας. (Ψαλμ. 95:6· Δαν. 6:10· Λουκ. 22:41· Εφεσ. 3:14) Επίσης, το γονάτισμα συμβάλλει σε συγκέντρωσι. Είναι πολύ εύκολο ν’ αφήσωμε τη διάνοιά μας να περιπλανάται ή να μισοκοιμώμαστε όταν προσευχώμεθα ξαπλωμένοι στο κρεββάτι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Παύλος μάς ενουθέτησε όχι μόνο να ‛εμμένωμεν εις την προσευχήν’, αλλά και να ‛αγρυπνώμεν εις αυτήν μετά ευχαριστίας.’—Κολ. 4:2.
ΣΕ ΑΡΜΟΝΙΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
7-10. (α) Με τι πρέπει να είναι σύμφωνες οι προσευχές μας για να τύχουν απαντήσεως; (β) Ποια Γραφικά παραδείγματα το διευκρινίζουν αυτό; (γ) Ποιο μάθημα υπάρχει εδώ για μας;
7 Επίσης, αν θα θέλαμε να εισακούη ο Θεός τις προσευχές μας, πρέπει αυτές να είναι σε αρμονία με το θέλημά του. Ο Ιησούς, και μας εδίδαξε να προσευχώμεθα, «Γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης», και ο ίδιος προσηυχήθη, «Ουχί ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ.» Ο ίδιος όρος σημειώνεται από τον απόστολο Ιωάννη: «Εάν ζητώμεν τι κατά το θέλημα αυτού, ακούει ημάς.» Ο όρος αυτός είναι τόσο λογικός και προφανής, ώστε φαίνεται παράδοξο ότι πλείστα άτομα όταν προσεύχωνται τον παραβλέπουν—όμως, ίσως όχι τόσο παράδοξο όταν σημειώσωμε πόσο ιδιοτελείς και κακά μελετημένες είναι πλείστες προσευχές. Δεν έχουν προτεραιότητα οι σκοποί του Θεού; Δεν είναι πολύ πιο σπουδαίοι από οποιαδήποτε συμφέροντα που μπορεί να έχωμε εμείς προσωπικώς; Εκτός αυτού, δεν συγκρούονται συχνά οι προσευχές των ανθρώπων, όπως σε καιρό πολέμου, οπότε και τα δύο μέρη προσεύχονται για νίκη; Άσχετα με την πανσοφία του και την παντοδυναμία του, ο Θεός δεν θα μπορούσε ν’ απαντήση σε συγκρουόμενες προσευχές.—Ματθ. 6:10· 26:39· 1 Ιωάν. 5:14.
8 Σημειώστε πως η αρχή αυτή εφηρμόσθη στη ζωή του Μωυσέως. Όταν αυτός επεκαλέσθη τον Ιεχωβά τον καιρό που ο Φαραώ και τα στρατεύματά του είχαν περικυκλώσει τους Ισραηλίτας, ο Θεός έκαμε ένα θαύμα και διήνοιξε την Ερυθρά θάλασσα, διότι η προσευχή αυτή ήταν σε αρμονία με τον σκοπό του Ιεχωβά να κάμη όνομα για τον εαυτό του και ν’ απελευθερώση τον λαό του από την Αιγυπτιακή δουλεία. Ομοίως, όταν το έθνος Ισραήλ άξιζε να καταστραφή επειδή είχε κατασκευάσει τον χρυσό μόσχο και αργότερα πάλι επειδή εστασίασε όταν άκουσε την αναφορά των απίστων κατασκόπων, ο Ιεχωβά εν τούτοις εφείσθη των Ισραηλιτών επειδή ο Μωυσής Τον ικέτευσε με βάσι το όνομά Του και τη διαθήκη Του με τους προπάτοράς των. Ο Ιεχωβά επίσης άκουσε και απήντησε στις προσευχές του Μωυσέως υπέρ του λαού του σε άλλες περιπτώσεις.—Έξοδ. 14:15-28· 32:7-14· Αριθμ. 11:1, 2· 12:1-15· 14:11-20· 21:5-9.
9 Αλλά δεν συνέβη το ίδιο όταν ο Μωυσής προσηυχήθη να του επιτραπή να μπη στη Γη της Επαγγελίας. Ο Μωυσής είχε χάσει το δικαίωμά του επειδή επέτρεψε στους ‛γογγύζοντας Ισραηλίτας να παροργίσουν αυτόν τόσον, ώστε να λαλήση και ενεργήση αστοχάστως εν Μεριβά’, ο δε Ιεχωβά δεν μετέβαλε γνώμη. Μολονότι, λοιπόν, ο Μωυσής αινούσε τον Ιεχωβά και τον ευχαριστούσε για την αγαθότητά του και παρακαλούσε: «Ας διαβώ, δέομαι, και ας ίδω την γην την αγαθήν, την πέραν του Ιορδάνου, εκείνο το όρος το αγαθόν, και τον Λίβανον», ο Μωυσής προσηύχετο εις μάτην. Αντί ν’ αποκτήση εκείνο που επιθυμούσε, επεπλήχθη με τα λόγια, «Αρκεί εις σε· μη λαλήσης προς εμέ πλέον περί τούτου.» Προφανώς ο Μωυσής είχε φθάσει στο τέλος της μακροθυμίας του Ιεχωβά. Οι λόγοι του Μωυσέως ήσαν καθαρά αισθηματικοί, διότι η παρουσία του στη Γη της Επαγγελίας δεν ήταν καθόλου ουσιώδης για την εκτέλεσι των σκοπών του Ιεχωβά. Δεν είχε διορισθή ο Ιησούς του Ναυή για να οδηγήση τον λαό; Ναι, είχε.—Ψαλμ. 106:32, 33· Δευτ. 3:24-28.
10 Υπάρχουν μερικά σοβαρά μαθήματα για μας στις πείρες του Μωυσέως. Εν πρώτοις, οι δεήσεις μας είναι πιθανώτερο να λάβουν απάντησι αν περιλαμβάνουν το όνομα του Ιεχωβά. Και, περαιτέρω, μια σοβαρή σκέψις είναι ότι ο Ιεχωβά δεν επηρεάζεται καθόλου από αισθηματισμό, αλλά υποκινείται και οδηγείται από σοφία, δικαιοσύνη και αγάπη. Υποβοηθητική στο να μας απομακρύνη από όλον αυτόν τον εγωκεντρικό αισθηματισμό είναι η υποδειγματική προσευχή που μας έδωσε ο Ιησούς, διότι αυτή δίδει την πρώτη θέσι στα πρώτα πράγματα. Και ποιο έρχεται πρώτο; «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης.» Το ν’ αφήσωμε τον παγκόσμιο θρίαμβο της δικαιοσύνης με την υπεράσπισι του ονόματος και της κυριαρχίας του Ιεχωβά να είναι πρωταρχικού ενδιαφέροντος στις προσευχές μας, θα μας βοηθήση να τα καταστήσωμε αυτά πρωταρχικού ενδιαφέροντος και στην καθημερινή μας ζωή.—Ματθ. 6:9, 10.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
11. Ποια εδάφια δείχνουν ότι οι προσωπικές υποθέσεις είναι κατάλληλα θέματα για προσευχή;
11 Ότι οι προσωπικές υποθέσεις, πνευματικές και υλικές, μολονότι δευτερεύουσες, αποτελούν επίσης κατάλληλο θέμα για προσευχή, το δείχνουν οι Γραφές, διότι μας λέγουν: «Μη μεριμνάτε περί μηδενός· αλλ’ εν παντί πράγματι ας γνωρίζωνται τα ζητήματά σας προς τον Θεόν μετ’ ευχαριστίας δια της προσευχής και της δεήσεως.» Και πάλι: «Πάσαν την μέριμναν υμών ρίψατε επ’ αυτόν, διότι αυτός φροντίζει περί υμών.» Οτιδήποτε για το οποίον ενδιαφερόμεθα, ή οτιδήποτε μας επηρεάζει ή καταβαρύνει πολύ τη διάνοιά μας, αποτελεί κατάλληλο θέμα για προσευχή, είτε είναι πνευματικής είτε υλικής φύσεως. ‛Αναφέρατέ το στον Πατέρα!’ Και έχοντας απαλλαγή από το φορτίο μας, πρέπει να παύσωμε να στενοχωρούμεθα και έχωμε πίστι ότι «πάντα συνεργούσι προς το αγαθόν εις τους αγαπώντας τον Θεόν.»—Φιλιππησ. 4:6· 1 Πέτρ. 5:7· Ρωμ. 8:28.
12, 13. Για ποια πράγματα πρέπει να παρακαλούμε, όπως. δείχνουν οι Γραφές;
12 Από αυτή την άποψι, θα μπορούσε ορθώς να λεχθή ότι εκείνο για το οποίο προσευχόμεθα δείχνει τον βαθμό της πνευματικής μας ωριμότητος. Αν δίνωμε στον Ιεχωβά ‘αποκλειστική αφοσίωσι’ και ‘ζητώμεν πρώτον την βασιλείαν και την δικαιοσύνην αυτού’, τα προσωπικά πράγματα, για τα οποία προσευχόμεθα, θα είναι πρωτίστως πνευματικής φύσεως και συνεπώς θα είναι επίσης, κατά πάσαν πιθανότητα, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ανάμεσα σ’ αυτά τα πράγματα, για τα οποία μπορούμε και οφείλομε να προσευχώμεθα, είναι μια διαρκώς μεγαλύτερη μερίδα του αγίου πνεύματος ή ενεργού δυνάμεως του Θεού, που ο Θεός μάς δίδει με χαρά, όπως ακριβώς δείχνει ο Ιησούς στο κατά Λουκάν 11:13. Η σοφία είναι ένα άλλο χάρισμα που ο Θεός δίνει γενναιόδωρα σε όλους όσοι ζητούν και για το οποίο πρέπει να προσευχώμεθα. (Ιάκ. 1:5) Και, όπως ο Δαβίδ, πρέπει πάντοτε να προσευχώμεθα: «Δίδαξόν με να κάμω το θέλημά σου· διότι συ είσαι ο Θεός μου.» Μπορεί να προσευχώμεθα εις μάτην ν’ απαλλαγούμε από μια δοκιμασία, αλλά δεν προσευχόμεθα εις μάτην αν ζητούμε σοφία για ν’ αντιμετωπίσωμε τη δοκιμασία, και δύναμι για να την υπομείνωμε. Αυτή ήταν η πείρα του Παύλου, διότι, αφού παρεκάλεσε μάταια τον Θεό τρεις φορές για ένα οδυνηρό ‘σκόλοπα εις την σάρκα’, ο Θεός τον παρηγόρησε με τα εξής λόγια: «Αρκεί εις σε η χάρις μου· διότι η δύναμίς μου εν αδυναμία δεικνύεται τελεία.»—Ψαλμ. 143:10· 2 Κορ. 12:7-10.
13 Και αφού ‘εν αμαρτία μάς εγέννησεν η μήτηρ μας’, έχομε ανάγκη συνεχώς να προσευχώμεθα, «Συγχώρησον εις ημάς τας αμαρτίας ημών», ικετεύοντας με βάσι τη θυσία του Χριστού, όπως ήδη εσημειώθη. «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, είναι πιστός και δίκαιος, ώστε να συγχωρήση εις ημάς τας αμαρτίας, και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας.» Αφού έτσι έχει το πράγμα, πόσο ανόητο είναι να βαστάζωμε το βάρος της ενοχής της αμαρτίας, όταν μπορούμε ν’ ανακουφισθούμε απ’ αυτό με την προσευχή, αποφασίζοντας να ενεργούμε προσεκτικώτερα στο μέλλον!—Ψαλμ. 51:5· Λουκ. 11:4· 1 Ιωάν. 1:9.
14. Όπως δείχνει το 1 Τιμόθεον 2:1, 2, για ποιους πρέπει να προσευχώμεθα και για ποιον λόγο;
14 Είναι επίσης σύμφωνο με το θέλημα του Θεού για μας το να προσευχώμεθα «υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ βασιλέων, και πάντων των όντων εν αξιώμασι, δια να διάγωμεν βίον ατάραχον και ησύχιον εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι». Όχι ότι πρέπει να προσευχώμεθα να καταστή δυνατόν να μεταστραφούν αυτοί στην καθαρή λατρεία του Ιεχωβά παρά τις διαθέσεις των, αλλ’ απλώς να μην εναντιώνωνται στη διακονία μας. Συνεπώς οι προσευχές αυτές δεν είναι ιδιοτελείς. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται δεήσεις να γίνη το θέλημα του Θεού σε νομικές υποθέσεις που εκδικάζονται ή επίκειται η εκδίκασίς των.—1 Τιμ. 2:1, 2.a
15. Για ποια υλικά πράγματα μπορούμε να παρακαλούμε;
15 Ότι για υλικά πράγματα μπορούμε επίσης να προσευχώμεθα, το έδειξε ο Ιησούς περιλαμβάνοντας στην υποδειγματική του προσευχή την παράκλησι, «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος εις ημάς σήμερον.» Όχι πολυτέλειες, όχι περισσότερα από όσα χρειαζόμεθα, αλλά να αρκούμεθα σε «διατροφάς και σκεπάσματα». Καθώς διαβάζομε αλλού: «Δύο ζητώ παρά σου· μη αρνηθής ταύτα εις εμέ πριν αποθάνω· ματαιότητα και λόγον ψευδή απομάκρυνε απ’ εμού· πτωχείαν και πλούτον μη δώσης εις εμέ· τρέφε με με αυτάρκη τροφήν· μήποτε χορτασθώ, και σε αρνηθώ, και ειπώ, Τις είναι ο Ιεχωβά; ή μήποτε ευρεθείς πτωχός κλέψω, και λάβω το όνομα του Θεού μου επί ματαίω.» Παρεμπιπτόντως, σημειώστε ότι εδώ πάλι το υλικό γίνεται παρεμπίπτον στο πνευματικό!—Ματθ. 6:11· 1 Τιμ. 6:8· Παροιμ. 30:7-9, ΜΝΚ.
ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΩΝΤΑΣ ΜΕ ΣΥΝΕΠΕΙΑ
16, 17. (α) Για ποιο πράγμα πρέπει να προσευχώμεθα όπως δείχνει η πείρα του Νεεμία; (β) Πώς ο Παύλος δείχνει ότι εκτιμούσε το ίδιο;
16 Περαιτέρω, πάντοτε έχομε ανάγκη να παρακαλούμε τον Ιεχωβά να ευλογήση τις προσπάθειές μας, διότι αν ο Ιεχωβά δεν οικοδομήση οίκον, και δεν φυλάξη πόλιν, οικοδομούμε και αγρυπνούμε ματαίως. (Ψαλμ. 127:1) Μεταξύ των δούλων του Ιεχωβά που εκτιμούσαν αυτή την αλήθεια ήταν ο Νεεμίας. Όταν ο Βασιλεύς Αρταξέρξης τον ερώτησε τι ήθελε, ο Νεεμίας τι έκαμε πρώτ’ απ’ όλα; «Και προσηυχήθην εις τον Θεόν του ουρανού.» Ο δε Ιεχωβά αμέσως απήντησε στην προσευχή του. «Εν ριπή οφθαλμού» η προσευχή είχε φθάσει στον θρόνο του Ιεχωβά και έγινε ενέργεια σύμφωνα μ’ αυτήν, διότι ο βασιλεύς τού εχορήγησε κάθε του αίτημα και ο Νεεμίας επραγματοποίησε την πρώτιστη επιθυμία της καρδιάς του: την ανοικοδόμησι των τειχών της Ιερουσαλήμ παρά τη βίαιη εναντίωσι, και τούτο μέσα σε πενήντα δύο ημέρες μόνο.—Νεεμ. 2:1-8· 6:15.
17 Ο απόστολος Παύλος επίσης εκτιμούσε αυτή την αλήθεια. Κατ’ επανάληψιν τονίζει την προσευχή στις επιστολές του, αναφέροντάς την πάρα πολλές φορές. Δεν εβασίζετο στις φυσικές του ικανότητες ούτε στις υπερφυσικές του δυνάμεις για αποτελέσματα. Εγνώριζε ότι η ευλογία του Θεού και όχι το φύτευμα του Παύλου ή το πότισμα του Απολλώ, έφερνε την αύξησι. Τελειώνει την καθεμιά από τις δεκατέσσερες επιστολές του με ό,τι πράγματι είναι μια προσευχή για να δοθή χάρις σ’ εκείνους στους οποίους έγραφε. (1 Θεσ. 5:28) Αυτό φαίνεται επίσης από το ότι επανειλημμένως παρακαλεί τις διάφορες εκκλησίες να προσεύχωνται γι’ αυτόν και το έργο του, όπως όταν έγραψε: «Το λοιπόν προσεύχεσθε, αδελφοί, περί ημών, δια να τρέχη ο λόγος του Ιεχωβά και να δοξάζηται, καθώς και εις εσάς.» Αν ο προικισμένος απόστολος Παύλος ανεγνώριζε την ανάγκη της ευλογίας του Θεού στη διακονία του, πολύ περισσότερο πρέπει να την αναγνωρίζωμε εμείς!—2 Θεσ. 3:1, ΜΝΚ· Εφεσ. 6:18-20.
18, 19. Ποιες υποχρεώσεις αναλαμβάνομε με τις ίδιες τις προσευχές μας;
18 Φυσικά, το να προσευχώμεθα για την ευλογία του Ιεχωβά επάνω στις προσπάθειές μας υπονοεί ότι εμείς οι ίδιοι κάνομε κάθε τι που μπορούμε, καταβάλλοντας τις καλύτερες προσπάθειές μας. Το να προσευχώμεθα χωρίς να ενεργούμε σύμφωνα με τις προσευχές μας θα καταντούσε υποκρισία. Ο Θεός δεν κάνει για μας εκείνο που μπορούμε να κάμωμε μόνοι μας. Μπορούμε να ελπίζωμε ότι θα θερίσωμε μόνο ‘αν δεν αποκάμνωμεν πράττοντες το καλόν’. Ενώ «ο Θεός [είναι] ο αυξάνων», δεν πρέπει να λησμονούμε ότι δεν θα υπήρχε τίποτε για να το κάμη να αυξήση ο Θεός, αν δεν είχε πρώτα φυτεύσει ο Παύλος και ποτίσει ο Απολλώς. Ούτε μπορούμε να περιμένωμε ότι ο Θεός θα απαντήση στις προσευχές μας, όταν ενεργούμε αντίθετα προς ό,τι προσευχόμεθα. Πώς μπορεί ο Θεός να απαντήση στην προσευχή μας, «Μη φέρης ημάς εις πειρασμόν», αν γινώμεθα αμελείς ως προς το να ‘κάμωμεν εις τους πόδας μας ευθείας οδούς’ ή, χειρότερα ακόμη, αν βαδίζωμε εσκεμμένως στον πειρασμό; Οποιαδήποτε και αν είναι η ακριβής σημασία των λόγων εκείνων του Ιησού, ένα πράγμα είναι βέβαιο: μας κατευθύνουν σε μια πορεία αποφυγής των πειρασμών. Ας ζητήσωμε, λοιπόν, ό,τι θέλομε, σοφία, άγιο πνεύμα, ειρήνη, πνευματική ευημερία, τον άρτον μας τον επιούσιον, και ας γνωρίζωμε ότι ακριβώς με το να ζητούμε, υποχρεωνόμεθα να κάμωμε το μέρος μας.—Γαλ. 6:9· 1 Κορ. 3:7· Ματθ. 6:13· Εβρ. 12:13.
19 Μια άλλη άποψις αυτής της αρχής της συνεπείας είναι η υποχρέωσις να ενεργούμε, στο βαθμό που απόκειται στη δύναμί μας, καθώς ζητούμε να ενεργήση ο Θεός. Πρέπει να συμπεριφερώμεθα στους άλλους καθώς θέλομε ο Θεός να συμπεριφερθή σ’ εμάς. Θέλομε να μας επιδειχθή έλεος; Τότε πρέπει να δείξωμε έλεος. (Ματθ. 5:7) Μόνο αν δείχνωμε έλεος στους άλλους, μπορούμε ειλικρινώς να ικετεύωμε για έλεος. Γι’ αυτό ακριβώς ο Ιησούς διετύπωσε την υποδειγματική του προσευχή με τον τρόπο που την διετύπωσε (Κριτική Έκδοσις Κειμένου): «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφήκαμεν τοις οφειλέταις ημών.» Σημειώστε τον χρόνον που ανάγεται στο παρελθόν—ζητούμε να μας συγχωρήση ο Θεός όχι απλώς καθώς σκοπεύομε να συγχωρήσωμε άλλους, μόνο και μόνο για να λησμονήσωμε τελείως να τους συγχωρήσωμε αφού εμείς ελάβαμε συγχώρησι, αλλά καθώς διαρκώς εκδηλώνομε συγχώρησι!—Ματθ. 6:12.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ
20, 21. (α) Από ποιες απόψεις η προσευχή είναι έκφρασις αγάπης; (β) Πώς μπορεί αυτό να εξεικονισθή;
20 Ούτε θα παραβλέψωμε πόσο στενά είναι συνδεδεμένες μεταξύ των η προσευχή και η αγάπη. Η πολύτιμη προμήθεια της προσευχής δεν αποκαλύπτει μήπως την αγάπη του Θεού για μας; Το ότι ο μέγας Κυρίαρχος του σύμπαντος επρονόησε για ασθενή, ατελή και αμαρτωλά πλάσματα από χώμα να προσέρχωνται στην παρουσία του οποτεδήποτε επιθυμούν και με οτιδήποτε είναι στην καρδιά τους και στη διάνοιά τους, ασφαλώς είναι μια άλλη απόδειξις ότι «ο Θεός είναι αγάπη». Και, αντιστρόφως, δεν είναι μήπως η προσευχή μια έκφρασις αγάπης από μέρους μας, αγάπης για τον Ιεχωβά, για τους αδελφούς μας, ναι, και αγάπης για τον εαυτό μας, επειδή έχομε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης;
21 Όπως έχει επαρκώς τονισθή προηγουμένως σ’ αυτό το περιοδικό, κάνοντας αφιέρωσι, δεν αφιερωνόμεθα σε μια απρόσωπη αιτία, αλλά σ’ ένα πρόσωπο, στον στοργικό ουράνιο Πατέρα μας, τον Ιεχωβά Θεό. Συνεπώς, οι προσευχές μας θα μπορούσαν να παρομοιωθούν με τηλεφωνικές προσκλήσεις που ένα παιδί, ενώ βρίσκεται μακριά στο σχολείο, κάνει στον πατέρα του που παραμένει στο σπίτι. Ο ουράνιος Πατέρας μας έχει κάμει όλες τις προμήθειες, έχει λάβει φροντίδα για όλες τις δαπάνες—και μη νομίζετε ότι αυτό δεν του εστοίχισε κάτι. Του εστοίχισε τη ζωή του μονογενούς του Υιού—και χαροποιεί την καρδιά του το να τον επισκεπτώμεθα με την προσευχή, διότι αληθινά μας αγαπά. Επιθυμούμε να επισκεπτώμεθα εκείνους που αγαπούμε· δεν είναι έτσι; Αν αγαπούμε τον ουράνιο Πατέρα μας, θα τον επισκεπτώμεθα συχνά. Το κάνομε αυτό τόσο, όσο θα μπορούσαμε, ή έχομε έλλειψι εκτιμήσεως;
22. Πώς η αγάπη για τον Θεό θα επηρεάση περαιτέρω τις προσευχές μας;
22 Η αγάπη μάς κάνει να εκτιμούμε τι πράττει ο Θεός εξακολουθητικά για μας και θα μας κάμη να θέλωμε να πηγαίνωμε σ’ αυτόν συχνά με το πνεύμα του αίνου και της ευχαριστίας και να παρατείνωμε την παραμονή μας στην παρουσία του. Όπως οι διάνοιες εκείνων που αγαπούν επαναστρέφουν συχνά στο αντικείμενον της αγάπης των, έτσι, επειδή αγαπούμε τον Ιεχωβά, οι διάνοιές μας πρέπει να επαναστρέφουν σ’ αυτόν και την αγαθότητά του, όταν δεν είναι απασχολημένες με πράγματα που απαιτούν προσοχή και επιμέλεια. Και ιδιαίτερα, όταν έχωμε βαθιά συγκινηθή για κάποια ευλογία που ελάβαμε, η αγάπη θα κάμη τις καρδιές μας να υπερχειλίζουν από αυθόρμητες εκφράσεις αίνου. Λοιπόν, «κατά πάντα ευχαριστείτε· διότι τούτο είναι το θέλημα του Θεού προς εσάς.» Καθώς το εξέφρασε ο Ιώβ: ‛Αν ευφραινώμεθα εις τον Παντοδύναμον, θα επικαλούμεθα τον Θεόν εν παντί καιρώ.’ Τότε θα αινούμε συνεχώς τον Ιεχωβά «επτάκις της ημέρας».—1 Θεσ. 5:18· Ιώβ 27:10· Ψαλμ. 119:164.
23, 24. (α) Ποιος είναι ένας άλλος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να δείξωμε αγάπη με τις προσευχές μας, όπως βλέπομε από ποια Γραφικά παραδείγματα; (β) Ποια ιδιαίτερα προνόμια έχομε από αυτή την άποψι σήμερα;
23 Αγαπούμε τους αδελφούς μας; Ένας τρόπος με τον οποίο μπορούμε να το δείξωμε αυτό είναι το να προσευχώμεθα γι’ αυτούς. Εκτός από το λαμπρό παράδειγμα τούτου που εδόθη από τον Ιησούν, όπως εσημειώθη ήδη, έχομε και το παράδειγμα του Παύλου. Αυτός, όχι μόνο διακονούσε τους αδελφούς του δημοσία και στα σπίτια τους και έγραφε στοργικές επιστολές διδασκαλίας και ενθαρρύνσεως, όταν δεν μπορούσε να είναι προσωπικώς μαζί τους, αλλά προσηύχετο επίσης εξακολουθητικά γι’ αυτούς. Αναφέρομε δύο μόνο παραδείγματα: «Εγώ . . . δεν παύομαι ευχαριστών τον Θεόν υπέρ υμών, μνημονεύων υμάς εν ταις προσευχαίς μου.» «Προσεύχομαι, να περισσεύση η αγάπη σας έτι μάλλον και μάλλον εις επίγνωσιν και εις πάσαν νόησιν.» Και από αυτή την άποψι επίσης ας μιμηθούμε τον Παύλο καθώς και αυτός εμιμείτο τον Χριστό.—Εφεσ. 1:15, 16· Φιλιππησ. 1:9· 1 Κορ. 11:1.
24 Ειδικά πρέπει να ενθυμούμεθα να προσευχώμεθα για τους αδελφούς μας που έχουν τις μεγαλύτερες ευθύνες, και για κείνους που μπορεί να υποφέρουν διωγμό. Ας επιμένωμε σε τέτοιες προσευχές, όπως ακριβώς μας προέτρεψε ο Ιησούς στην παραβολή του για την ενοχλητική χήρα: «Ο δε Θεός δεν θέλει κάμει την εκδίκησιν των εκλεκτών αυτού, των βοώντων προς αυτόν ημέραν και νύκτα, αν και μακροθυμή δι’ αυτούς; σας λέγω, ότι θέλει κάμει την εκδίκησιν αυτών ταχέως.» Αν οι καρδιές μας αληθινά βρίσκωνται κοντά στους αδελφούς αυτούς, θα ‘αιτώμεν’ προς χάριν των.—Λουκ. 18:7, 8· Ματθ. 7:7.
25. Ποιο αποτέλεσμα θα έχη στις προσευχές μας μια κατάλληλη αγάπη του εαυτού μας;
25 Ομοίως μια κατάλληλη αγάπη του εαυτού μας σημαίνει το να έχωμε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης· και αυτό θα μας κάμη να θέλωμε να προσέλθωμε στον Θεό με προσευχή, όπως εσημειώσαμε προηγουμένως. Θα μας κάμη να θέλωμε να επισκεπτώμεθα τον Θεό τακτικά, κάθε πρωί όταν εγειρώμεθα, και κάθε βράδυ προτού αποσυρθούμε για ύπνο, και στην ώρα των γευμάτων. Έπειτα θα ενθυμούμεθα, επίσης, να προσευχώμεθα προτού ενασχοληθούμε στη διακονία και ενόσω ενασχολούμεθα σ’ αυτήν, ιδιαίτερα δε αν έχωμε το προνόμιο να κηρύττωμε τον λόγον από το δημόσιο βήμα. Κατόπιν, θα ακούωμε επίσης προσεκτικά τις προσευχές που αναπέμπουν άλλοι εις επήκοόν μας και θα μπαίνωμε στο πνεύμα των, όπως στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις, αντί ν’ αφήνωμε τη διάνοιά μας να περιπλανάται. Και αν έχωμε το προνόμιο να αναπέμπωμε δημόσια προσευχή, αυτό θα μας παρακινήση να μιλούμε καθαρά, με συνεκτικότητα και θέρμη, ώστε όλοι όσοι ακούουν να μπορούν απ’ την καρδιά τους να πουν, «Αμήν!»
26. Γιατί και πώς η προσευχή κάνει την αγάπη να αυξάνη;
26 Και, τελικά, ας σημειώσωμε ότι η προσευχή, όχι μόνο είναι έκφρασις αγάπης, αλλά και μας κάνει ν’ αυξάνωμε σε αγάπη. Ακουστή προσευχή που αναπέμπεται με ειλικρίνεια παρουσία των αδελφών μας μάς συνδέει όλους με αγάπη· τα εγκάρδια αισθήματα που ακούομε να εκφράζωνται είναι και δικά μας αισθήματα· σκεπτόμεθα και αισθανόμεθα όμοια. Τι προνόμιο είχαν οι απόστολοι ν’ ακούουν τον Ιησού να αναπέμπη την προσευχή που αναγράφεται στο 17 κεφάλαιο του ευαγγελίου του Ιωάννου! Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθή και για κείνους που άκουαν τις προσευχές που αναγράφονται εις 1 Βασιλέων 8:15-54· Έσδρας 9:6-15· Νεεμίας 9:5-38· Ησαΐας 37:14 -20. Η προσευχή στην οικογένεια συνδέει την οικογένεια στενώτερα, και η προσευχή στις διάφορες εκκλησιαστικές συναθροίσεις συνδέει στενώτερα τα μέλη της εκκλησίας. Λόγω μικροπροστριβών με τον σύντροφό μας στην οικογένειά μας ή στην εκκλησία μπορεί ενίοτε να πληγωθούν τα αισθήματά μας και εξαιτίας τούτου να διατηρούμε κάποια δυσαρέσκεια. Αλλά όταν τον ακούμε, ταπεινά, ένθερμα και με παιδική απλότητα να μας αντιπροσωπεύη στην προσευχή προς τον Θεό, όλες οι δυσαρέσκειες διαλύονται.
27, 28. Τι δείχνει ότι η προσευχή είναι μια πολύτιμη στοργική προμήθεια του Ιεχωβά για μας;
27 Η προσευχή είναι πράγματι ένα εκπληκτικό θαύμα, μια πολύτιμη στοργική προμήθεια. Δεν μπορούμε να κρατήσωμε ακεραιότητα προς τον Θεό χωρίς τη βοήθειά της. Πονηροί άνθρωποι μπορεί να μας αφαιρέσουν τις Γραφές μας, τις ευκαιρίες μας να συνερχώμεθα με τους αδελφούς μας και να ενασχολούμεθα στη διακονία του αγρού, αλλά δεν μπορούν ποτέ να αφαιρέσουν από μας την πολύτιμη προμήθεια της προσευχής. Και γνωρίζομε για ποια πράγματα πρέπει να προσευχώμεθα, πρώτ απ’ όλα για τον θρίαμβο της δικαιοσύνης στο σύμπαν και έπειτα για κάθε τι που είναι σύμφωνο με το θέλημα του Ιεχωβά για μας, δηλαδή, για το πνεύμα του, τη σοφία του, τη συγχώρησι των αμαρτιών, τις ευλογίες του πάνω στις προσπάθειές μας και τις καθημερινές ανάγκες της ζωής. Και ότι ο Ιεχωβά απαντά σήμερα στην προσευχή, μπορούμε να το δούμε από την επέκτασι της καθαράς λατρείας, από την ευτυχία του λαού του, καθώς και από το ότι οι δούλοι του κρατούν ακεραιότητα παρά τη δριμύτατη εναντίωσι και τον διωγμό.
28 Επειδή ζούμε σε κρισίμους και δυσκόλους καιρούς, έχομε περισσότερη ανάγκη από οποτεδήποτε άλλοτε να είμεθα άγρυπνοι, να αποφεύγωμε την παγίδα της υπερβολικής εμπιστοσύνης στον εαυτό μας, να έχωμε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης, η οποία απαιτεί αυξημένη μελέτη του λόγου του Θεού, σκέψι, συναναστροφή με τους αδελφούς μας, διακονία του αγρού και ειδικώς προσευχή. Και λόγω της πνευματικής ευημερίας της κοινωνίας του Νέου Κόσμου και του αυξημένου φωτός που λάμπει στο δρόμο μας, δεν έχομε μήπως περισσοτέρους λόγους από οποτεδήποτε άλλοτε να προσφέρωμε αίνο και ευχαριστία στον ουράνιο Πατέρα μας; Αληθινά το πολύτιμο προνόμιο της προσευχής αποτελεί απόδειξι ότι ο Θεός είναι αγάπη, και μέσω αυτής δίδομε απόδειξι ότι αγαπούμε αυτόν και τον πλησίον μας.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε Η Σκοπιά 15ης Σεπτεμβρίου 1952, σελίδες 282-285.