Γνήσια Μετάνοια—Πώς Γίνεται Φανερή;
«Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, Θεέ, δεν θέλεις καταφρονήσει.»—Ψαλμ. 51:17.
1. (α) Για να λάβωμε συγχώρησι, σε ποιον πρέπει να εξομολογούμεθα, και γιατί; (β) Γιατί ένα αμάρτημα κατά του Ιεχωβά Θεού είναι επίσης αμάρτημα και κατά της εκκλησίας;
ΟΙ πρεσβύτεροι δεν είναι ‘εξομολογητές’ εξουσιοδοτημένοι να συγχωρούν όλα τα αμαρτήματα που μπορεί να διέπραξαν μέλη της εκκλησίας. Ο Ιεχωβά Θεός είναι εκείνος που συγχωρεί τα αμαρτήματα των μετανοούντων και το κάνει αυτό με βάσι τη λυτρωτική θυσία του Υιού του. Επομένως, η συγχώρησις ενός ατόμου από τον Ιεχωβά δεν εξαρτάται από την εξομολόγησι των αμαρτιών του στους πρεσβυτέρους. (1 Ιωάν. 1:8, 9· 2:1, 2) Εν τούτοις, με το να διαπράξη ένα σοβαρό παράπτωμα, το άτομο μπορεί επίσης ν’ αμαρτήση και εναντίον της εκκλησίας. Αυτό συμβαίνει διότι τα σοβαρά παραπτώματα επιφέρουν μεγάλη μομφή και αναστάτωσι στην εκκλησία με την οποία είναι συνταυτισμένος ο παραβάτης. Οι πρεσβύτεροι, λοιπόν, που εκπροσωπούν την εκκλησία πρέπει να εξακριβώνουν αν το άτομο έχη μετανοήσει γνήσια προτού παράσχουν συγχώρησι σ’ αυτόν για τη δυσφήμησι που προξένησε στην εκκλησία.
2. (α) Τι μαθαίνομε από το εδάφιο 2 Κορινθίους 2:7 σχετικά με τη συγχώρησι αμαρτιών από την εκκλησία; (β) Για ποια ακριβώς ενέργεια η εκκλησία συγχώρησε τον μετανοούντα Κορίνθιο;
2 Το ότι η εκκλησία μπορεί να συγχωρήση ή ν’ αναστείλη τη συγχώρησι σε ωρισμένες περιπτώσεις, είναι φανερό απ’ αυτά που είπε ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους για αποδοχή ενός αποκεκομμένου ατόμου που είχε μετανοήσει και την επαναφορά του στην εκκλησία. Ο Παύλος έγραψε: «Πρέπει μάλλον να συγχωρήσητε αυτόν, και να παρηγορήσητε.» (2 Κορ. 2:7) Ο απόστολος συνέστησε τη συγχώρησι αυτού του ατόμου διότι η «επίπληξις (που υπέστη) η υπό των πλειοτέρων» εξυπηρέτησε τον σκοπό της οδηγώντας τον σε μετάνοια. (2 Κορ. 2:6) Επειδή αυτός ο άνθρωπος μετενόησε ειλικρινά και ευθυγράμμισε τη ζωή του έτσι ώστε να εναρμονίζεται με τις δίκαιες απαιτήσεις του Ιεχωβά, ήταν ορθό να τον δεχθή πάλι η εκκλησία. Το άτομο αυτό είχε ζητήσει τη συγχώρησι του Ιεχωβά για το αμάρτημά του και τώρα και η εκκλησία επίσης τον συγχώρησε, όχι με την έννοια ότι του έδωσε ‘άφεσι’ του αμαρτήματός του, αλλά τον συγχώρησε για την αναστάτωσι, τη μομφή και τη θλίψι που επέφερε το αδίκημά του στην εκκλησία.
3. Τι πρέπει να κάνουν οι πρεσβύτεροι όταν άτομα που διέπραξαν σοβαρά αμαρτήματα ισχυρίζονται ότι έχουν ελέγξει τους εαυτούς τους;
3 Σε ωρισμένες περιπτώσεις, το αμαρτωλό παρελθόν ενός ατόμου, όταν φέρεται σε φως, μπορεί να είναι πολύ επαίσχυντο. Επί μια περίοδο μηνών και ετών ακόμη μπορεί να συμπεριφέρθηκε μ’ ένα τρόπο που θα εθεωρείτο αμαρτωλός και από τον κόσμο ακόμη. Κατόπιν, μπορεί να προσέλθη στους πρεσβυτέρους και να δηλώση ότι πρόσφατα έπαυσε ν’ αδικοπραγή και προσευχήθηκε στον Θεό για συγχώρησι. Μπορεί να πιστεύη ότι έχει ελέγξει ο ίδιος τον εαυτό του. Ή, όταν έγινε γνωστή η επαίσχυντη διαγωγή του, μπορεί να είπε στους πρεσβυτέρους ότι είχε ελέγξει τον εαυτό του και, επομένως, δεν θεώρησε αναγκαίο να τους πλησιάση και να τους αναφέρη αυτό το ζήτημα. Τι πρέπει να κάνουν οι πρεσβύτεροι; Πρέπει να καθορίσουν τι είδους πνευματική υποβοήθησι χρειάζεται το άτομο και αν πράγματι μετενόησε ειλικρινά. Ίσως απαιτηθούν αρκετές συζητήσεις μ’ αυτό το άτομο για να εξακριβωθούν τα αληθινά του αισθήματα, τα ελατήρια και οι ανάγκες του. Εκείνος που αληθινά μετανοεί θα δεχθή ευχαρίστως και ταπεινά τη στοργική αυτή υποβοήθησι των πρεσβυτέρων.
ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ ΛΥΠΗ Ή ΓΝΗΣΙΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ—ΠΟΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΔΥΟ;
4. Η μεγάλη λύπη είναι πάντοτε ένδειξις αληθινής μετανοίας; Εξηγήστε.
4 Ένας παραβάτης πρέπει, ασφαλώς, να αισθάνεται λύπη, τύψεις συνειδήσεως και θλίψι για την αμαρτωλή του πορεία. Ανάλογα με τη συναισθηματική ιδιοσυγκρασία του ατόμου, αυτά τα αισθήματα μπορεί να συνοδεύωνται από δάκρυα ή όχι. Εν τούτοις, οι πρεσβύτεροι πρέπει να έχουν υπ’ όψιν ότι η λύπη, οι τύψεις συνειδήσεως και η θλίψις δεν αποτελούν κατ’ ανάγκην απόδειξι γνήσιας μετανοίας. Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος έγραψε: «Η κατά Θεόν λύπη γεννά μετάνοιαν προς σωτηρίαν αμεταμέλητον· η λύπη όμως του κόσμου γεννά θάνατον.» (2 Κορ. 7:10) Γι’ αυτό, οι πρεσβύτεροι κατάλληλα αναζητούν να διαπιστώσουν τι υποκινεί τη λύπη του αδικοπραγούντος.
5. Τι υποκινεί την κατά κόσμον λύπη και γιατί αυτή δεν είναι γνήσια μετάνοια;
5 Η κατά κόσμον λύπη μπορεί να πηγάζη απλώς από ένα αίσθημα προσωπικής αποτυχίας και από την απογοήτευσι που προκύπτει, από ανησυχία για την απώλεια εκτιμήσεως ή ωρισμένων ωφελημάτων, ή από την προοπτική της πειθαρχίας ή της αισχύνης που θα υποστούν. Πρόκειται για μια λύπη λόγω των ανεπιθυμήτων και επιβλαβών αποτελεσμάτων της αδικοπραγίας ή λόγω του γεγονότος ότι το παράπτωμα ήλθε σε φως. Μολονότι αυτά τα αισθήματα είναι φυσιολογικά αυτά καθ’ εαυτά, αν αποτελούν τους μόνους λόγους της λύπης, τότε το άτομο δεν θλίβεται αληθινά επειδή διέπραξε το αμάρτημα, αλλά στενοχωρείται επειδή εξετέθη. Δεν ανησυχεί πραγματικά για τη μομφή που επέφερε στον Θεό η παράβασίς του.
6. Τι δείχνει ότι η συναισθηματική εκδήλωσι του Ησαύ σχετικά με το ότι ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ δεν ήταν μια αληθινή μετάνοια;
6 Αυτό φαίνεται καλά στην περίπτωσι του Ησαύ. Για ένα γεύμα επώλησε τα πρωτοτόκιά του στον Ιακώβ. Ύστερα από χρόνια, όταν ο Ιακώβ έλαβε την ευλογία που εδικαιούτο ως πρωτότοκος, ο Ησαύ ξέσπασε σε μια συναισθηματική εκδήλωσι λύπης. «Ανέκραξε κραυγήν μεγάλην και πικράν σφόδρα,» θέλοντας να πείση τον πατέρα του τον Ισαάκ ν’ αλλάξη τη γνώμη του για την ευλογία του Ιακώβ. Ο Ησαύ δεν μετενόησε για τη μη πνευματική στάσι που τον υπεκίνησε να ‘περιφρονήση τα πρωτοτόκιά’ του. Όχι, αλλά εθλίβη για το γεγονός ότι απώλεσε οφέλη λόγω της πορείας ενεργείας του.—Γέν. 25:29-34· 27:34 ·Εβρ. 12:16, 17.
7, 8. Πώς καταδεικνύεται ότι η αναγνώρισι αμαρτήματος εκ μέρους του Βασιλέως Σαούλ δεν ήταν γνήσια μετάνοια;
7 Μια άλλη σχετική περίπτωσις είναι ο Βασιλεύς Σαούλ. Όταν του είπε ο προφήτης Σαμουήλ ότι είχε καταφρονήσει την εντολή του Θεού να καταστρέψη τους Αμαληκίτες, ο Σαούλ προσπάθησε να δικαιολογηθή, επιμένοντας ότι εξετέλεσε τον λόγο του Ιεχωβά. Με σαφή λόγια ο Σαμουήλ τότε εξέθεσε την παράβασι του βασιλέως και προσέθεσε: «Επειδή συ απέρριψας τον λόγον του Ιεχωβά δια τούτο και αυτός απέρριψε σε από του να ήσαι βασιλεύς.» Ο Σαούλ, ακούοντας τούτο, ωμολόγησε τα εξής: «Ημάρτησα· διότι παρέβην το πρόσταγμα του Ιεχωβά και τους λόγους σου, φοβηθείς τον λαόν και υπακούσας εις την φωνήν αυτών· τώρα λοιπόν συγχώρησον, παρακαλώ, το αμάρτημά μου και επίστρεψον μετ’ εμού, δια να προσκυνήσω τον Ιεχωβά.» (1 Σαμ. 15:17-25, ΜΝΚ) Αλλ’ αυτή η αναγνώρισις του αμαρτήματος δεν αποτελούσε αληθινή μετάνοια. Γιατί;
8 Ο Σαούλ πάλι παρέστησε μικρό το αμάρτημά του, προσπαθώντας να το δικαιολογήση με βάσι το ότι υπέκυψε στον φόβο του λαού. Δεν ανεγνώρισε εγκάρδια ότι αμάρτησε στον Ιεχωβά. Τα λόγια του προφανώς υπεκινούντο από φόβο μήπως απορριφθή ως βασιλεύς και υποστή δημόσιο όνειδος. Αυτό είναι προφανές από το αίτημα του Σαούλ να επιστρέψη μαζί με τον Σαμουήλ. Πώς αυτό; Δεν επιθυμούσε απλώς να επιστρέψη ο Σαμουήλ και ν’ αναπέμψη μεσολαβητική προσευχή προς όφελος του Σαούλ. Όταν ο Σαμουήλ επέμενε ν’ αναχωρήση, ο Σαούλ παρακάλεσε: «Τίμησόν με τώρα, παρακαλώ, έμπροσθεν των πρεσβυτέρων του λαού μου και έμπροσθεν του Ισραήλ, και επίστρεψον μετ’ εμού.» (1 Σαμ. 15:30) Ο Σαούλ, λοιπόν, ενδιαφερόταν για το πώς θα εφαίνετο στα όμματα των άλλων. Ήθελε να τιμηθή με την παρουσία του Σαμουήλ, όχι να καταισχυνθή με την απουσία του. Το ότι ωμολόγησε, λοιπόν, ο Σαούλ το αμάρτημά του, ήταν μια έκφρασις των χειλέων του, δεν ήταν «κατά Θεόν λύπη» για την παράβασί του ενώπιον του Ιεχωβά Θεού.
9. Τι μαθαίνομε σχετικά με τη μετάνοια από το Γραφικό υπόμνημα για τον Ησαύ και τον Σαούλ;
9 Απ’ όσα λέγει, λοιπόν, η Αγία Γραφή για τον Ησαύ και για τον Βασιλέα Σαούλ, μπορούμε ν’ αντλήσωμε μερικά ζωτικά σημεία που μπορούν να βοηθήσουν τους πρεσβυτέρους να είναι σε θέσι να διακρίνουν αν ένας παραβάτης μετενόησε. Τα δάκρυα μπορεί να συνοδεύουν εκδηλώσεις αληθινής λύπης. Εν τούτοις, όπως τα δάκρυα του Ησαύ, οι συναισθηματικές εκδηλώσεις δεν αποτελούν αυτές καθ’ εαυτές απόδειξι μετανοίας. Σύμφωνα με το ίδιο τεκμήριο, η έλλειψις δακρύων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ο σφάλλων δεν μετενόησε. Το σπουδαίο είναι ότι το άτομο θλίβεται βαθιά για το αδίκημά του, αναγνωρίζοντάς το ως αμάρτημα κατά του Ιεχωβά. Το άτομο αυτό θα θέση υπό αμφισβήτησι τη μετάνοια, στην οποία ισχυρίζεται ότι έφθασε, αν εξακολουθήση να αιτιολογή ή να δικαιολογή τις πράξεις του. Το άτομο πρέπει να μισήση την άδικη πορεία και να την αποστραφή. Μολονότι είναι φυσιολογικό να στενοχωρήται το άτομο λόγω του ότι διέπραξε ένα σοβαρό αμάρτημα, το πρώτιστο μέλημά του πρέπει να είναι όχι τόσο οι δυσάρεστες συνέπειες του παραπτώματός του αλλά, αντιθέτως, η μομφή που επέφερε στον Ιεχωβά Θεό και στην εκκλησία του λαού του. Πρέπει ειλικρινά να θλίβεται για το ότι έβλαψε τη σχέσι του με τον Ύψιστο.
ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ;
10. Γιατί τα αισθήματα λύπης ενός ατόμου για τη μομφή που επέφερε στον Ιεχωβά πρέπει να περιλαμβάνουν και τύψεις συνειδήσεως για το πλήγμα που επέφερε στους αδελφούς και στους συνανθρώπους του;
10 Η λύπη που αισθάνεται ένα άτομο επειδή επέφερε μομφή στον Ιεχωβά, δεν είναι κατ’ ανάγκην κάτι χωριστό ή απομονωμένο από τις τύψεις συνειδήσεως που αισθάνεται για τη βλάβη που προξένησε στους αδελφούς του και στους συνανθρώπους του. Ο απόστολος Ιωάννης τονίζει ότι η αγάπη για τους αδελφούς μας αποτελεί ένδειξι αγάπης για τον Θεό, ότι στην πραγματικότητα είναι κάτι αδιαχώριστο. (1 Ιωάν. 3:11, 17· 4:7, 8, 11, 12, 20, 21) Η αδικοπραγία πάντοτε είναι, αναπόφευκτα, επιβλαβής. Αν εμπλακούμε κάποτε σε κάποιο σοβαρό παράπτωμα, πρέπει να σκεφθούμε καλά τα επόμενα:
11. Αν εμπλακούμε ποτέ σε κάποιο σοβαρό παράπτωμα, ποια είναι μερικά πράγματα που πρέπει να σκεφθούμε σοβαρά;
11 Μετά τη διάπραξι ενός τέτοιου σφάλματος, θλιβόμεθα μ’ όλη μας την καρδιά όταν κατανοήσωμε ότι δεν είμεθα όπως ο στοργικός, ευθύς Θεός τον οποίον υπηρετούμε, ενεργώντας μ’ έναν ιδιοτελή, ακόμη και άπληστο τρόπο, μη δείχνοντας ενδιαφέρον για τα συμφέροντα των άλλων; (1 Θεσσ. 4:3-6) Θα μπορούσαμε πραγματικά να σκεφθούμε ότι η αδικοπραγία, όπως είναι η ανηθικότης, θα μπορούσε να συμβάλη ποτέ στην αληθινή ευτυχία των άλλων; Πόσο ενδιαφέρον δείξαμε για το διαρκές καλό των άλλων και για την ελπίδα που έχουν για ζωή με την εύνοια του Θεού; Οι πράξεις μας μπορεί να μην έθιξαν τους άλλους άμεσα, αλλ’ ωστόσο εμείς επηρεάζομε τους ανθρώπους με το παράδειγμα και την επιρροή μας. (Ρωμ. 14:7) Είμεθα, λοιπόν, τόσο εγωκεντρικοί ώστε να θέλωμε να ευαρεστούμε τον εαυτό μας, έστω κι αν γνωρίζωμε ότι αποτελούμε κακό παράδειγμα, ενεργώντας σαν μια εξασθενητική επιρροή που μπορεί να διαβρώση την πνευματική δύναμι των άλλων; (Παραβάλατε με Ρωμαίους 15:2, 3.) Σύμφωνα με τον Ιησού Χριστό, η οδός προς τη ζωή είναι ‘στενή και τεθλιμμένη και ολίγοι είναι οι ευρίσκοντες αυτήν.’ (Ματθ. 7:14) Πρέπει να γνωρίζωμε οι ίδιοι πόση προσπάθεια απαιτείται για να μείνωμε στη στενή οδό της δικαιοσύνης. Μήπως λοιπόν θέλομε να είμεθα σαν εκείνον που στην πραγματικότητα, βαδίζει σ’ αυτή τη στενή οδό και ρίχνει λίθους που μπορούν να κάνουν τους άλλους να προσκόψουν ή τουλάχιστον να κάνουν την πρόοδόν τους πιο δύσκολη απ’ όσο ήδη είναι; Πόσο διαφορετική θα ήταν αυτή η πορεία από τον ουράνιο Πατέρα μας! (Ησ. 40:11) Όπως δήλωσε ο απόστολος Παύλος, ασφαλώς ‘δεν εμάθαμε ούτω τον Χριστόν.’ (Εφεσ. 4:19-24) Αν αληθινά αγαπούμε και θαυμάζωμε τον Θεό και τον Υιό του για τις θαυμάσιες ιδιότητές τους, δεν αισθανόμεθα μεγάλη αισχύνη και θλίψι όταν ενεργούμε τόσο διαφορετικά απ’ αυτούς, προδίδοντας την εμπιστοσύνη που μας έχουν; Τέτοιες σκέψεις βρίσκονται σε αρμονία με την αληθινή μετάνοια.
12. Ποιο σημείο σχετικά με τη μετάνοια μπορούμε ν’ αποκομίσωμε από την πορεία που ακολούθησε ο Βασιλεύς Μανασσής μετά τη συγχώρησί του από τον Θεό;
12 Ένα άλλο ζωτικό μέρος της μετανοίας φαίνεται στην περίπτωσι του Βασιλέως Μανασσή του Ιούδα. Σχετικά με το αμάρτημά του, η Αγία Γραφή μάς λέγει: «Έπραξε πολλά πονηρά ενώπιον του Ιεχωβά, δια να παροργίση αυτόν.» (2 Βασ. 21:6, ΜΝΚ) Τελικά, ως εκδήλωσις της κρίσεως του Ιεχωβά, ο Μανασσής απήχθη αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα. Εκεί μετενόησε. Η Γραφή αναφέρει τα εξής: «Ικέτευσε Ιεχωβά τον Θεόν αυτού και εταπεινώθη σφόδρα ενώπιον του Θεού των πατέρων αυτού, και προσηυχήθη εις αυτόν· τότε ηλέησεν αυτόν και επήκουσε της δεήσεως αυτού και επανέφερεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ, εις το βασίλειον αυτού.» (2 Χρον. 33:12, 13, ΜΝΚ) Από τότε ο Μανασσής έκαμε ό,τι μπορούσε για να επανορθώση τα σφάλματά του, εκριζώνοντας τις ειδωλολατρικές συνήθειες από το βασίλειό του, κάνοντας θυσίες στον Ιεχωβά και ενθαρρύνοντας τον λαό να υπηρετή τον Ύψιστο. (2 Χρον. 33:15, 16) Αυτό δείχνει ότι η αληθινή μετάνοια σημαίνει εγκατάλειψι της κακής πορείας και αποφασιστική προσπάθεια να κάνωμε ό,τι είναι ορθό.
13. Τι θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν οι καρποί άξιοι της μετανοίας, και γιατί;
13 Ένα άτομο, λοιπόν, που μετανοεί πραγματικά, πρέπει να μπορή να παράγη «καρπούς αξίους της μετανοίας.» (Ματθ. 3:8) Αυτό σημαίνει ότι το άτομο πρέπει να καταβάλη λογικές προσπάθειες για να διορθώση τα πράγματα στον βαθμό που είναι δυνατόν στις παρούσες περιστάσεις του. Παραδείγματος χάριν, ο ισχυρισμός ενός ατόμου ότι μετενόησε δεν θα είχε καμμιά αξία αν αυτό το άτομο δεν έδειχνε ενδιαφέρον ν’ αποζημιώση κάτι το οποίο έκλεψε. Επίσης, αν δεν ελάμβανε θετική απόφασι ν’ ακολουθή μια ορθή πορεία, θα υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες για το αν η μετάνοιά του ήταν γνήσια.
14. Όταν το αμαρτωλό παρελθόν ενός ατόμου είναι πολύ συγκλονιστικό και συνοδεύεται από δυσφήμησι, τι είναι εκείνο που καθορίζει το αν πρέπει ν’ αποκοπή ή όχι;
14 Και πώς πρέπει να θεωρηθή το ζήτημα αν το αμάρτημα ενός ατόμου είναι πολύ συγκλονιστικό και έδωσε αφορμή σε πολλή δυσφήμησι; Και πάλι, το αν ο πταίστης θ’ αποβληθή από την εκκλησία ή όχι, αυτό εξαρτάται από τη γνήσια μετάνοιά του ή την έλλειψι μετανοίας.
15. Πότε είναι κατάλληλο ν’ αναλάβουν οι πρεσβύτεροι ενέργεια αποκοπής, και γιατί;
15 Όταν δεν υπάρχη ένδειξις ειλικρινούς μετανοίας, οι πρεσβύτεροι πρέπει να είναι προσεκτικοί, να μην επιτρέψουν στον εαυτό τους να διέπωνται από συναισθηματικότητα. Δεν μπορούν να συγχωρούν αδικήματα, αγνοώντας απλώς ή θεωρώντας ως ασήμαντη τη μομφή και την αναστάτωσι που επέφερε στην εκκλησία η ανομία ενός αμετανοήτου ατόμου. Αν το έκαναν αυτό, θα επήρχετο επιβλαβής επίδρασις στην εκκλησία συνολικά. Μερικά μέλη της εκκλησίας μπορεί να ενεθαρρύνοντο να ελευθεριάζουν και να καταφρονούν τη θεόπνευστη συμβουλή: «Ως ελεύθεροι, και μη ως έχοντες την ελευθερίαν επικάλυμμα της κακίας, αλλ’ ως δούλοι του Θεού.» (1 Πέτρ. 2:16) Επί πλέον, ο ίδιος ο πταίστης θα μπορούσε να παίρνη στα ελαφρά το αμάρτημά του, ν’ ασκή ακόμη λιγώτερο περιορισμό στο μέλλον και να κάνη και άλλους να εμπλακούν σε ανομίες. Ο σοφός Βασιλεύς Σολομών παρετήρησε: «Επειδή η κατά του πονηρού έργου απόφασις δεν εκτελείται ταχέως, δια τούτο η καρδία των υιών των ανθρώπων είναι όλη έκδοτος εις το να πράττη το κακόν.» (Εκκλησ. 8:11) Όταν, λοιπόν, η γνησιότης της μετανοίας ενός πταίστου υπόκειται σε σοβαρή αμφισβήτησι και όταν υπάρχη σαφής ένδειξις ότι είναι πιθανόν να προκύψη διαφθορά, οι πρεσβύτεροι δεν πρέπει να διστάζουν ν’ ακολουθήσουν τη νουθεσία: «Εκβάλετε τον κακόν εκ μέσου υμών.»—1 Κορ. 5:13.
ΑΔΙΚΟΠΡΑΓΙΑ ΑΠΟ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΙΚΟΥΣ ΥΠΗΡΕΤΑΣ
16. Αν ένας πρεσβύτερος γίνη ένοχος σοβαρού σφάλματος, τι πρέπει να κάνη και γιατί;
16 Επειδή οι πρεσβύτεροι έχουν τόσο βαρειά ευθύνη στη Χριστιανική εκκλησία, η διαγωγή τους πρέπει ασφαλώς να είναι υποδειγματική. Επομένως, αν ένας πρεσβύτερος διαπράξη ένα σοβαρό σφάλμα, είναι ηθικά υποχρεωμένος να πληροφορήση το πρεσβυτέριο ως προς αυτό, έστω κι αν έχη μετανοήσει για το σφάλμα του. Γιατί; Διότι, επειδή έπαυσε να είναι άμεμπτος, είναι τώρα ακατάλληλος να συνεχίση την υπηρεσία του ως επισκόπου. (1 Τιμ. 3:2) Δεν θα εναρμονίζετο με τους θείους κανόνες αγιότητος να υπηρετούν ως πρεσβύτεροι άνθρωποι με σοβαρές πνευματικές κηλίδες.—1 Πέτρ. 1:15, 16· παράβαλε με τον νόμο στο Λευιτικόν 21:17-23, που απηγόρευε σε άνδρες του οίκου Ααρών να εκτελούν χρέη ιερέων αν είχαν κάποιο φυσικό ελάττωμα.
17. Τι πρέπει να γίνη αν ένας πρεσβύτερος φρονή ότι δεν είναι πια άμεμπτος;
17 Φυσικά, όπως και όλα τα άλλα μέλη της εκκλησίας, έτσι, και οι πρεσβύτεροι κατ’ επανάληψιν υστερούν ν’ αντανακλούν με τέλειο τρόπο την εικόνα του Ιεχωβά. Ένεκα των επανειλημμένων σφαλμάτων του, ένας πρεσβύτερος μπορεί να αισθάνεται ότι δεν ανταποκρίνεται πια στις Γραφικές απαιτήσεις και μπορεί να το θέση αυτό υπ’ όψιν και των άλλων πρεσβυτέρων. Αφού εξετάσουν το ζήτημα και λάβουν υπ’ όψιν τα ευσυνείδητα αισθήματα της όλης εκκλησίας οι άλλοι πρεσβύτεροι ωστόσο μπορεί να συμπεράνουν ότι το είδος των σφαλμάτων για τα οποία πρόκειται δεν θέτει σε αμφισβήτησι τις ικανότητες του ατόμου αυτού να υπηρετή ως επίσκοπος. (Βλέπε Γαλάτας 2:11-14, όπου μαθαίνομε ότι ο Πέτρος επεπλήχθη· αυτό το σφάλμα δεν τον κατέστησε ανίκανο να συνεχίση την υπηρεσία του ως πρεσβυτέρου.) Εν τούτοις, αν αυτός ο πρεσβύτερος πιστεύη συνειδητά ότι δεν είναι πια άμεμπτος, οι άλλοι πρεσβύτεροι πρέπει να σεβασθούν τα αισθήματά του και να τον απαλλάξουν από τις ευθύνες του.
18. Τι ευθύνη έχουν οι άλλοι πρεσβύτεροι απέναντι ενός πρεσβυτέρου που γίνεται ένοχος σοβαρού αμαρτήματος;
18 Εξ άλλου, αν υπάρχη έγκυρη κατηγορία εναντίον ενός πρεσβυτέρου ή αν αυτός ομολογήση ένα σοβαρό αμάρτημα, οι άλλοι πρεσβύτεροι πρέπει ν’ αναλάβουν πλήρη ευθύνη για να τον απαλλάξουν από τα καθήκοντα πρεσβυτέρου και πρέπει να τον ελέγξουν όπως πρέπει, επιβάλλοντας σ’ αυτόν οποιουσδήποτε περιορισμούς κρίνουν σκόπιμο. Ή, αν δείξη αμετανόητη στάσι, πρέπει ν’ αναλάβουν ενέργεια αποκοπής.
19. Τι πρέπει να κάνη ένας διακονικός υπηρέτης που διαπράττει σοβαρό αμάρτημα και γιατί;
19 Όπως στην περίπτωσι των πρεσβυτέρων, έτσι και οι διακονικοί υπηρέται που γίνονται ένοχοι σοβαρών σφαλμάτων έχουν μια ηθική ευθύνη να γνωστοποιήσουν το σφάλμα τους στους πρεσβυτέρους. Μόνον εκείνοι που είναι «άμεμπτοι» είναι ενδεδειγμένοι να υπηρετούν μ’ αυτή την ιδιότητα. (1 Τιμ. 3:10) Γι’ αυτό και οι περιπτώσεις αδικοπραγίας εκ μέρους διακονικών υπηρετών, τυγχάνουν του ιδίου χειρισμού με τις περιπτώσεις αδικοπραγίας εκ μέρους των πρεσβυτέρων.
20. Τι καλό μπορεί να προκύψη από ένα παράδειγμα γνήσιας μετανοίας;
20 Αν ο Θεός απαιτή από κάθε μέλος της Χριστιανικής εκκλησίας να είναι ευσυνείδητο στο να τον ευαρεστή και να παραμένη καθαρό για την υπηρεσία του, εκείνοι που είναι πρεσβύτεροι και διακονικοί υπηρέται δεν πρέπει βέβαια να είναι λιγώτερο ευαίσθητοι ως προς τη διαγωγή τους. Αυτοί είναι γενικά πιο πεπειραμένοι στη Χριστιανική οδό ζωής και θεωρούνται πιο υπεύθυνοι από τον Θεό, διότι αποτελούν παραδείγματα. (Παράβαλε με Λουκά 12:48· 1 Πέτρου 5:2, 3) Ακόμη κι αν κάνουν ένα σοβαρό σφάλμα, η ειλικρινής των μετάνοια που εκδηλώνεται με τη μεταστροφή των από το κακό και με τη γνωστοποίησι του σφάλματός των στο πρεσβυτέριο, είναι ένα παράδειγμα. Αυτό μπορεί να χρησιμεύση να βοηθήση τους άλλους που υποπίπτουν σε σοβαρό αμάρτημα ν’ ακολουθήσουν μια όμοια πορεία μετανοίας. Ο ζήλος για τον καθαρισμό των ενώπιον του Θεού, η προθυμία, η αγανάκτησις κατά των σφαλμάτων τους, η προσπάθεια επανορθώσεως του κακού, θα απεργασθούν τη σωτηρία όλων. Επίσης, η στάσις αυτή θα διατηρήση την ειρήνη μέσα στην εκκλησία—ειρήνη με τον Θεό και προς αλλήλους.—2 Κορ. 7:11.
21. Ποια υγιή αποτελέσματα μπορεί να επιφέρη σ’ εμάς η μετάνοια;
21 Πόσο ζωτική είναι η γνήσια μετάνοια! Πραγματικά επειδή είμεθα ατελείς, κάθε μέρα παραλείπομε με κάποιον τρόπο ν’ αντανακλούμε τέλεια την εικόνα του Ιεχωβά Θεού. Αυτό είναι κάτι για το οποίο πρέπει ορθώς να λυπούμεθα. Αλλ’ αυτό δεν πρέπει να μας κάνη να βασανιζώμεθα για κάθε μικρό σφάλμα ή ολίσθημα. Εν τούτοις, η κατανόησις του γεγονότος ότι συχνά σφάλλομε με λόγια και σε έργα, πρέπει να μας διατηρή ταπεινούς και να μας βοηθή να δείχνωμε έλεος όταν οι άλλοι αμαρτάνουν σ’ εμάς. Έπειτα, όταν προσευχώμεθα στον Θεό για συγχώρησι των παραβάσεών μας, πρέπει να έχωμε πεποίθησι ότι αυτός ευαρεστείται στις προσευχές μας. (Ματθ. 6:12, 14, 15) Έτσι, θ’ απολαμβάνωμε μια καθαρή συνείδησι καθόσον επιζητούμε συνεχώς να πράττωμε το θέλημά του. Πράγματι, θα είμεθα αληθινά ευτυχείς, γνωρίζοντας ότι ο Ιεχωβά συνεχώρησε τα αμαρτήματά μας και ότι μας θεωρεί ως καθαρούς δούλους του που έχουν ενώπιόν τους την προοπτική της αιωνίου ζωής.—Ψαλμ. 32:1, 2· 103:10-13.
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Μολονότι ο Βασιλεύς Μανασσής είχε διαπράξει σοβαρά αμαρτήματα, απέδειξε τη γνήσια μετάνοιά του με το να καταστρέψη με ζήλο τα ειδωλολατρικά «άλση» («ιερούς στύλους.» ΜΝΚ)