-
Ποιοι Γεννώνται και Πάλι;Η Σκοπιά—1957 | 15 Μαΐου
-
-
πλάσματος.—Πράξ. 10:44, 47.
Σαφώς, λοιπόν, καταφαίνεται ότι υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για την ‘εκ νέου γέννησι’. Αυτά είναι το ύδωρ της αληθείας και το πνεύμα του Θεού. Η γνώσις του Θείου λόγου, αυτή και μόνη, δεν είναι αρκετή. Στη διάρκεια του χρόνου που ήσαν οι μαθηταί με τον Ιησούν, περιλαμβανομένων και των σαράντα ημερών μετά την ανάστασί του, ο Ιησούς τούς εδίδασκε για τη βασιλεία του Θεού. Αυτοί είχαν το ύδωρ της αληθείας. Αλλά η άλλη προϋπόθεσις έλειπε. Διότι έπρεπε ακόμη να γεννηθούν εκ του πνεύματος. Ως τον καιρό της πνευματικής των γεννήσεως ήσαν μόνο πιθανοί υιοί του Θεού. Η γέννησίς των από το πνεύμα δεν έλαβε χώραν πριν από την Πεντηκοστή. Πώς, όμως, πρέπει να νοήσωμε το Ιωάν. 20:22, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς, την ημέρα της αναστάσεώς του, είπε στους μαθητάς του, «Λάβετε πνεύμα άγιον»; Επρόκειτο μόνο για συμβολική πράξι, για προειδοποίησι του τι έμελλε να γίνη αργότερα. Το υποσχεμένο βάπτισμα του πνεύματος του Θεού, η γέννησίς των ως πνευματικών υιών του Θεού, δεν έγινε πριν από την πεντηκοστή ημέρα μετά την ανάστασι του Ιησού.
Αλλά μήπως δεν είχε εκχυθή το πνεύμα του Ιεχωβά επάνω σε πιστούς άνδρας πολύ πριν από την ημέρα της Πεντηκοστής; Είναι αληθές ότι το πνεύμα του Ιεχωβά ήταν εκείνο, λόγου χάριν, που παρεκίνησε τους προφήτας να γράψουν τις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές. Εν τούτοις, κανείς από εκείνους τους ανθρώπους δεν είχε γεννηθή από το πνεύμα για να γίνη υιός του Θεού ούτε εδόθη σ’ αυτούς κάποια όμοια με γέννησι παροχή δικαιώματος για ουράνια ελπίδα. Ο Δαβίδ είχε το πνεύμα του Θεού επάνω του. Εν τούτοις, δεν μετέβη στον ουρανό. Διότι μετά ένδεκα αιώνες ο Πέτρος είπε: «Ο Δαβίδ δεν ανέβη εις τους ουρανούς.» Ο Ηλίας όσον και ο Ελισσαιέ είχαν το πνεύμα του Ιεχωβά, ο Ελισσαιέ μάλιστα «διπλασίαν μερίδα»· και όμως δεν μετέβησαν στον ουρανό. Διότι μετά 900 έτη, ο «εκ του ουρανού καταβάς» είπε: «Ουδείς ανέβη εις τον ουρανόν, ειμή ο καταβάς εκ του ουρανού, ο Υιός του ανθρώπου.»—Πράξ. 2:34· Ιωάν. 3:13.
Τότε ποια ήταν η ελπίς εκείνων των προ Χριστού δούλων του Ιεχωβά; Ήταν μια ελπίς ζωής επάνω στη γη υπό τη διακυβέρνησι της ουρανίου βασιλείας. Ώστε ο όρος ‘γεννημένοι πάλιν’ δεν εφαρμόζεται σε κανένα από τους αρχαίους άνδρας πίστεως, ούτε εφαρμόζεται σήμερα στον «πολύν όχλον» των άλλων προβάτων, η ελπίς των οποίων είναι να διαφυλαχθούν ζώντες δια μέσου του επερχομένου πολέμου του Αρμαγεδδώνος για ν’ απολαύσουν ζωή για πάντα επάνω στη γη. Οι μόνοι που ‘γεννώνται πάλιν’ είναι οι 144.000, μαζί με την Κεφαλήν των, τον Χριστόν Ιησούν, οι οποίοι αποτελούν τη Βασιλεία. Τώρα, μόνο ένα υπόλοιπο του ‘γεννημένου εκ του πνεύματος’ «μικρού ποιμνίου» των 144.000 είναι ακόμη στη γη. Αλλ’ αυτοί, μαζί με τους καλής θελήσεως συντρόφους των, διακηρύττουν ενωμένοι τα αγαθά νέα του νέου κόσμου του Θεού, λέγοντας σε όλους τους ακούοντας ότι «πας όστις αν επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή.»—Πράξ. 2:21, ΜΝΚ.
-
-
Ερωτήσεις από ΑναγνώσταςΗ Σκοπιά—1957 | 15 Μαΐου
-
-
Ερωτήσεις Από Αναγνώστας
● Μερικοί προσπαθούν να δικαιολογήσουν το διαζύγιό τους και τη σύναψι άλλου γάμου λέγοντας ότι ο προηγούμενος σύντροφος του βίου των διέπραξε μοιχείαν με άλλον «εν τη καρδία αυτού», έστω κι αν δεν το έπραξε κατά γράμμα. Παραθέτουν το κατά Ματθαίον 5:27, 28. Πώς κρίνεται αυτός ο συλλογισμός;—Φ. Ρ., Ηνωμ. Πολιτείες.
Αυτός ο τρόπος του σκέπτεσθαι αποτελεί μια πλήρη απελπισίας και μάταιη προσπάθεια αυτοδικαιώσεως. Οι λόγοι του Ιησού, τους οποίους στρεβλώνουν για να εξυπηρετήσουν τους ιδιοτελείς των σκοπούς, έχουν ως εξής: «Ηκούσατε ότι ερρέθη εις τους αρχαίους “Μη μοιχεύσης.” Εγώ όμως σας λέγω, ότι πας ο βλέπων γυναίκα δια να επιθυμήση αυτήν, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού.» (Ματθ. 5:27, 28) Το επιχείρημα ότι ένα τέτοιο ενδόμυχο, ανέκφραστο πάθος αποτελεί μοιχεία και δικαιολογεί διαζύγιο και νέο γάμο, εμπίπτει στην ίδια κατηγορία του απατηλού, ιησουϊτικού συλλογισμού που έκαναν οι Φαρισαίοι όταν, με τις παραδόσεις των, ενόθευαν, παρέκαμπταν και ακύρωναν τις εντολές του Θεού.—Ματθ. 15:3-9.
Ο Ιησούς Χριστός, με τους λόγους αυτούς, εφανέρωνε το τι απητείτο από μια καρδιά που ήταν πραγματικά καθαρή, ότι δεν θα φιλοξενούσε ακάθαρτες σκέψεις κι επιθυμίες. Δεν πρόκειται απλώς για μια αποχή από την αδικοπραγία λόγω φόβου της τιμωρίας ή των συνεπειών, αλλά μάλλον πρόκειται για την αγάπη της δικαιοσύνης σε τέτοιο βαθμό που να μην υπάρχη χώρος στη διάνοια και στην καρδιά για να εκτρέφη κανείς ακάθαρτους πόθους. Δεν θα υπάρχη χώρος για να σκεπτώμεθα κακές πράξεις αν υπακούωμε στο Φιλιππησίους 4:8: «Το λοιπόν, αδελφοί, όσα είναι αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα καθαρά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, αν υπάρχη τις αρετή, και εάν τις έπαινος, ταύτα συλλογίζεσθε.» Ανήθικα πράγματα δεν πρέπει ν’ αποτελούν θέμα συνομιλίας μεταξύ Χριστιανών, εκτός αν η συζήτησις καταστή αναγκαία για κάποιο θεοκρατικό λόγο. (Εφεσ. 5:3) Η διάνοια πρέπει ν’ ανακαινισθή με τη δικαιοσύνη υπ’ όψι, ο δε «παλαιός άνθρωπος» με τις γεμάτες επιθυμία σκέψεις και πράξεις πρέπει ν’ αποβληθή για να δώση τόπο στον νέον άνθρωπο που είναι δημιουργημένος σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και τη δικαιοσύνη.—Ρωμ. 12:2· Εφεσ. 4:22-24· Κολ. 3:5-10.
Αν δεν ξερριζώνωμε τις κακές σκέψεις από τη διάνοιά μας, αυτές θα αυξηθούν εκεί και τελικά θα ξεσπάσουν σε πράξεις. Καθώς προειδοποίησε ο Ιάκωβος: «Πειράζεται δε έκαστος, υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας παρασυρόμενος και δελεαζόμενος. Έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν· η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον.» (Ιακ. 1:14, 15) Σημειώστε, εν τούτοις, ότι η αμαρτία είναι εκείνη που γεννά θάνατον, όχι απλώς η επιθυμία. Η ακάθαρτη επιθυμία θα οδηγήση στο θανατηφόρο αμάρτημα αν τραφή και διατηρηθή στο νου αντί ν’ αποβληθή από τον νου και την καρδιά· αλλ’ ώσπου να γεννήση πραγματικά την αμαρτία, η ποινή του θανάτου δεν εφαρμόζεται. Ο Ιησούς είπε: «Το εξερχόμενον εκ του ανθρώπου, εκείνο μολύνει τον άνθρωπον· διότι έσωθεν εκ της καρδίας των ανθρώπων εξέρχονται οι διαλογισμοί οι κακοί, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγεια βλέμμα πονηρόν, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη. Πάντα ταύτα τα πονηρά έσωθεν εξέρχονται, και μολύνουσι τον άνθρωπον.» (Μάρκ. 7:20-23) Η απλή σκέψις αυτών των πραγμάτων δεν θα επέφερε σε έναν την τιμωρία. Μια ανάφλεξις φονικού θυμού, που δεν εκδηλώνεται με πραγματική πράξι φόνου αλλά συγκρατείται, δεν έχει ως αποτέλεσμα την εκτέλεσι του ανθρώπου ως φονέως. Ούτε μια περιπαθής σκέψις διαπράξεως μοιχείας, η οποία όμως ποτέ δεν ενεργείται, καθιστά τον άνθρωπο ένοχο πραγματικής αμαρτίας. Ποτέ, λοιπόν, δεν θ’ αποτελούσε λόγον διαζυγίου. Αλλά όλες αυτές τις κακές σκέψεις πρέπει να τις υπερνικά ο Χριστιανός και να τις εξαλείφη από τον νου και την καρδιά ώστε να μην ενισχυθούν ποτέ ως το σημείο του να ξεσπάσουν σε αμαρτωλή πράξι που θα επέφερε εναντίον του θανάσιμη ποινή. Ο νους μας πρέπει να είναι αγνός. Αυτό ετόνιζε ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον 5:27, 28.
-