Καλύπτει το Έλεος του Θεού Όλες τις Αμαρτίες Σας;
«Ιεχωβά ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων . . . συγχωρών ανομίαν και παράβασιν και αμαρτίαν, αλλ’ ουδόλως παρέχων εξαίρεσιν από τιμωρίαν.»—Έξοδ. 34:6, 7, ΜΝΚ.
1. Έως πού, ισχυρίζονται μερικοί, ότι φθάνει το έλεος του Θεού;
ΕΙΝΑΙ το έλεος του Θεού απεριόριστο; Έχει παρασταθή ο Θεός στο αληθινό φως από πολλούς ως ένας Θεός τοιαύτης συμπαθείας και παντελούς αγάπης που εκτείνει ανοικτές αγκάλες στον καθένα, οτιδήποτε τρόπο ζωής και αν διάγη αυτός; Λόγου χάριν όπως ελέχθη από έναν καθηγητή των θρησκευτικών σ’ ένα περιοδικό που εκδίδεται από μια θεολογική σχολή: «Αν η Εκκλησία είναι πιστή στην κλήσι της πρέπει να δηλώση με παρρησία ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι άτομα πλασμένα κατ’ εικόνα Θεού, για τα οποία ο Χριστός απέθανε, και ότι με την χάριν του Θεού αυτοί που δεν ήσαν λαός είναι λαός του Θεού, διότι άλλοτε δεν είχαν λάβει έλεος αλλά τώρα έχουν λάβει έλεος.» Καλύπτει το έλεος του Θεού έναν ο οποίος εμμένει στην εκτέλεσι τέτοιων πραγμάτων; Τα ίδια φρονεί και ένας άλλος κληρικός, καθώς έγραψε πάνω στο ίδιο θέμα σ’ ένα εκκλησιαστικό περιοδικό που εκδίδεται «με εκκλησιαστική έγκρισι.» «Αν ο Θεός δεν αποστρέφεται, αλλά μάλλον αγαπά τον ομοφυλόφιλο με την φύσιν με την οποίαν επλάσθη, εμείς τίποτε λιγώτερο δεν μπορούμε να κάμωμε. Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δεχθούμε τον ομοφυλόφιλο όπως είναι.» Τον δέχεται ο Θεός όπως είναι;
2. Ποια πράξις του Ιησού θα έκανε μερικούς να παρανοήσουν τη στάσι του Ιησού απέναντι των αμαρτωλών, και πώς ο Ιησούς απήντησε στους επικριτάς του;
2 Μια απρόσεκτη ανάγνωσις της Αγίας Γραφής θα μπορούσε να κάμη μερικούς να συμφωνήσουν με τις απόψεις που εκφράζουν αυτοί οι δύο θρησκευτικοί ηγέται. Μπορεί να έχουν υπ’ όψιν εμπειρίες του Ιησού Χριστού όπως αυτή που αναγράφεται στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιον, κεφάλαιον 9. «Και ενώ εκάθητο εις την τράπεζαν εν τη οικία, ιδού, πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ελθόντες συνεκάθηντο μετά του Ιησού και των μαθητών αυτού. Και ιδόντες οι Φαρισαίοι είπον προς τους μαθητάς αυτού, Διά τι ο διδάσκαλός σας τρώγει μετά των τελωνών και αμαρτωλών; Ο δε Ιησούς ακούσας, είπε προς αυτούς, Δεν έχουσι χρείαν ιατρού οι υγιαίνοντες, αλλ’ οι πάσχοντες. Υπάγετε δε και μάθετε τι είναι, «Έλεον θέλω, και ουχί θυσίαν·» διότι δεν ήλθον διά να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς.»—Ματθ. 9:10-13.
ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΝΟΧΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ
3. Τι δείχνουν τα λόγια του Ιησού στην απάντησί του στους επικριτάς του, ως προς τη στάσι του απέναντι των αμαρτωλών, και πώς το έδειξε αυτό με τα έργα του;
3 Δεν θα εφαίνετο αυτό, σε συμπτωματική ανάγνωσι, ως να δείχνη ότι ο Ιησούς επεδοκίμαζε τους αμαρτωλούς επειδή ήθελε να τους συναναστρέφεται και επέκρινε τους Φαρισαίους που είχαν αντίρρησι σ’ αυτό; Σημειώστε όμως την προεισαγωγική δήλωσι του Ιησού: «Δεν έχουσι χρείαν ιατρού οι υγιαίνοντες, αλλ’ οι πάσχοντες.» Δεν θα εσήμαινε αυτό μάλλον ότι ο λόγος για τον οποίον ο Ιησούς τους συνανεστρέφετο ήταν να τους θεραπεύση και όχι απλώς να τους δεχθή στην πάσχουσα κατάστασι στην οποία τους βρήκε ως αμαρτωλούς: Ο Ιησούς επέδειξε έλεος, όπως ενουθέτησε και άλλους στην επί του Όρους Ομιλία, λέγοντας, «Μακάριοι οι ελεήμονες, διότι αυτοί θέλουσιν ελεηθή.» (Ματθ. 5:7) Εν τούτοις, η επίδειξις ελέους από τον Ιησούν στους αμαρτωλούς δεν αποτελούσε συγχώρησι των αμαρτιών των. Αντιθέτως, ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο συμπαθείας όπως και σ’ εκείνους που ήσαν φυσικώς ασθενείς. Σε μια περίπτωσι ένας λεπρός είδε τον Ιησούν και προσέπεσε σ’ αυτόν και τον παρεκάλεσε λέγοντας: «Κύριε, εάν θέλης, δύνασαι να με καθαρίσης.» Ο δε Ιησούς εξέτεινε το χέρι του και τον ήγγισε λέγοντας: «Θέλω, καθαρίσθητι.» Αμέσως η λέπρα του ανθρώπου εξαφανίσθηκε απ’ αυτόν. Κάποτε είπε στον ασθενούντα απλώς να σηκώση το κρεββάτι του και να βαδίση. Αλλά σε άλλες περιπτώσεις είπε: «Συγκεχωρημέναι είναι εις σε αι αμαρτίαι σου.»—Λουκ. 5:12, 13, 20.
4. (α) Ποια ήταν μια από τις πιο σπουδαίες όψεις της διακονίας του Ιησού; (β) Πώς ο απόστολος Παύλος, στην πρώτη επιστολή του προς Κορινθίους, τονίζει την αληθινή σχέσι των αμαρτωλών με το έλεος του Θεού;
4 Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Ιησούς δεν εδέχετο τους ανθρώπους με τα αμαρτήματά των όπως ήσαν. Μάλλον, μια από τις πιο σπουδαίες απόψεις της διακονίας του ήταν να θεραπεύη ανθρώπους από τις πνευματικές των ασθένειες, φέρνοντας αυτούς σε θέσι να γίνουν δεκτοί από τον Θεό λόγω αλλαγής πορείας της ζωής των. (1 Πέτρ. 3:12· Μαλ. 3:18· Πράξ. 10:34, 35) Οι μαθηταί του Ιησού δεν είχαν διεστραμμένη άποψι του θείου ελέους. Παραδείγματος χάριν, ο απόστολος Παύλος έγραψε στους επιδοκιμασμένους Χριστιανούς της Κορίνθου μετά είκοσι δύο περίπου χρόνια αφότου ο Ιησούς ετερμάτισε επιτυχώς την επίγεια διακονία του: «Ή δεν εξεύρετε ότι οι άδικοι δεν θέλουσι κληρονομήσει την βασιλείαν του Θεού; Μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, ούτε κλέπται, ούτε πλεονέκται, ούτε μέθυσοι, ούτε λοίδοροι, ούτε άρπαγες, δεν θέλουσι κληρονομήσει την βασιλείαν του Θεού. Και τοιούτοι υπήρχετε τινές· αλλά απελούσθητε, αλλά ηγιάσθητε, αλλ’ εδικαιώθητε, δια του ονόματος του Κυρίου Ιησού, και δια του πνεύματος του Θεού ημών.»—1 Κορ. 6:9-11.
5. Με ποια λόγια ο Ιωάννης χαρακτηρίζει την αμαρτία και εκείνους που την πράττουν, και ποιο, ετόνισε, θα είναι το τέλος των τοιούτων;
5 Ο Ιωάννης, ένας απόστολος του Ιησού και ένας τον οποίον ο Ιησούς ιδιαίτερα αγαπούσε, εχαρακτήρισε την αμαρτίαν και εκείνους που την πράττουν με αυτά τα λόγια και έδειξε τι θα είναι το τέλος αυτών: «Πας όστις πράττει την αμαρτίαν, πράττει και την ανομίαν διότι η αμαρτία είναι η ανομία. Και εξεύρετε ότι εκείνος εφανερώθη, διά να σηκώση τας αμαρτίας ημών· και αμαρτία εν αυτώ δεν υπάρχει. Πας όστις μένει εν αυτώ, δεν αμαρτάνει· πας ο αμαρτάνων, δεν είδεν αυτόν, ουδέ εγνώρισεν αυτόν. Τεκνία, ας μη σας πλανά μηδείς· όστις πράττει την δικαιοσύνην, είναι δίκαιος· καθώς εκείνος είναι δίκαιος. Όστις πράττει την αμαρτίαν, είναι εκ του διαβόλου· διότι απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει. Διά τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, διά να καταστρέψη τα έργα του διαβόλου.»—1 Ιωάν. 3:4-8.
ΚΑΜΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΜΑΡΤΑΝΟΝΤΑΣ
6. Ποια είναι η εκπεφρασμένη θέσις του Θεού απέναντι εκείνων που αμαρτάνουν;
6 Εκείνοι που θα ήθελαν ν’ αποκτήσουν την εύνοια του Θεού ή να παραμείνουν σ’ αυτή πρέπει να σημειώσουν καλά τα λόγια του Παύλου στις εκκλησίες της Γαλατίας: «Μη πλανάσθε· ο Θεός δεν εμπαίζεται· επειδή ό,τι αν σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει· διότι ο σπείρων εις την σάρκα εαυτού, θέλει θερίσει εκ της σαρκός φθοράν· αλλ’ ο σπείρων εις το πνεύμα, θέλει θερίσει εκ του πνεύματος ζωήν αιώνιον.» (Γαλ. 6:7, 8) Ο Θεός συγχωρεί αμαρτίες και προσβλέπει με έλεος και συμπάθεια στα τέκνα του Αδάμ που γεννήθηκαν στην αμαρτία. (Ψαλμ. 51:5) Εν τούτοις, ο αληθινός Θεός αποκαλύφθηκε στον Μωυσή ως «Ιεχωβά ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός φυλάττων έλεος . . . συγχωρούν ανομίαν και παράβασιν και αμαρτίαν, αλλ’ ουδόλως παρέχων εξαίρεσιν από τιμωρίαν.» (Έξοδ. 34:6, 7, ΜΝΚ) Ακόμη και στην περίπτωσι του Βασιλέως Δαβίδ, με τον οποίον ο Ιεχωβά είχε κάμει διαθήκη για τη βασιλεία, ο Θεός δεν έκαμε εξαίρεσι. Ο Δαβίδ τιμωρήθηκε για τις αμαρτίες του, αλλ’ επειδή μετενόησε συγχωρήθηκε με έλεος. Εν τούτοις, η συγχωρητικότης του Ιεχωβά δεν παρέχεται σ’ εκείνους οι οποίοι εκουσίως παραβαίνουν τις δίκαιες αρχές που αποτελούν τη βάσι του θρόνου του, ούτε σ’ εκείνους που κάνουν την αμαρτία τρόπον ζωής. (Παράβαλε Εβραίους 1:8, 9.) Αντιθέτως. Η θέσις του είναι θέσις ενεργού εχθρότητος στους τοιούτους και αυτοί διόλου δεν θα διαφύγουν την κρίσι που τους επιφυλάσσει.
7. Ποια είναι η κατάλληλη άποψις που πρέπει να έχωμε για το έλεος του Ιεχωβά, και πώς θεωρούν μερικοί το έλεός του;
7 Αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήση να συμπεράνωμε ότι ο Ιεχωβά δεν είναι ένας Θεός υπομονής και μακροθυμίας. Σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, στην πολιτεία του με το έθνος Ισραήλ στους αρχαίους χρόνους είπε: «Δεν θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψη ο ασεβής από της οδού αυτού, και να ζη.» (Ιεζ. 33:11) Και, μολονότι μερικοί από τους ασεβείς επωφελούνται ασύνετα από την υπομονή του, και εμπαίζουν μάλιστα την προειδοποίησι ότι μια μέρα η μακροθυμία του θα παύση, αυτός εξακολουθεί ν’ ανέχεται για να μπορέσουν οι ειλικρινείς να επιστρέψουν σ’ αυτόν και να σωθούν.—2 Πέτρ. 3:3, 4, 9, 15· Ρωμ. 2:4.
8. Πώς η μακροθυμία του Ιεχωβά ευεργετεί όλη την ανθρωπότητα;
8 Όλη η ανθρωπότης, και οι ασεβείς ακόμη, ευεργετούνται από το έλεος του Θεού. Ο Θεός δεν παρακρατεί απ’ αυτούς τα όσα είναι αναγκαία για ζωή. Ο Ιησούς εξέθεσε αυτή την ιδιότητα της παρ’ αξίαν αγαθότητος του Ιεχωβά ως παράδειγμα σ’ εμάς, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο ουράνιος Πατήρ μας «ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους.» (Ματθ. 5:45) Και όταν ο Αδάμ και η Εύα παρήκουσαν στον νόμο του Θεού τρώγοντας από το απαγορευμένο δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού στον Κήπο της Εδέμ, το έλεος στους αγέννητους απογόνους των υπεκίνησε τον Ιεχωβά να τους αφήση να ζήσουν ώσπου να γεννήσουν τέκνα.
9. Πώς αναρίθμητα εκατομμύρια ανθρώπων εχρησιμοποίησαν την περίοδο μακροθυμίας του Ιεχωβά, και τι θα γίνη τελικά σ’ αυτούς;
9 Πολλοί έχουν δεχθή τη συνεχιζόμενη παρ’ αξίαν αγαθότητα και μακροθυμία του Ιεχωβά και δεν τους διέφυγε ο σκοπός της, αναρίθμητα όμως εκατομμύρια ανθρώπων από την εποχή του Αδάμ εχρησιμοποίησαν την ενδιάμεση αυτή περίοδο χρόνου, την περίοδο μακροθυμίας του Ιεχωβά, σαν μια ευκαιρία για να ζουν σε αντίθεσι με τον Θεό και να εκτελούν κάθε είδους πράξεις ανομίας ενάντια στο δεδηλωμένο θέλημα του Θεού για τα πλάσματά του. (2 Κορ. 6:1· Ρωμ. 1:28-32) Αλλά ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένος να τους ανέχεται επ’ άπειρον όπως δεν ήταν υποχρεωμένος στον Αδάμ και την Εύα, οι οποίοι κατήλθαν σε αιώνιο θάνατο στον ωρισμένο καιρό όπως είχε διατάξει γι’ αυτούς ο Ιεχωβά. (Γέν. 3:19· 5:5) Η χρονική περίοδος μακροθυμίας του Ιεχωβά πλησιάζει στο τέλος της. Όταν τελειώση, οι αγγελικές δυνάμεις του Ιεχωβά θ’ αναλάβουν το ανατεθειμένο σ’ αυτές έργον της εκτελέσεως, το δε έλεος του Ιεχωβά δεν θα καλύψη εκείνους που θα ευρεθούν να επιδίδονται ακόμη στις άνομες πράξεις των, που δεν μετεστράφησαν και δεν έλαβαν το σημείο των αληθινών μαθητών του Ιησού Χριστού. (Ιεζ. 9:5, 6) Όταν έλθη εκείνος ο καιρός, θα καλύψη το θείον έλεος όλες τις αμαρτίες σας;
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΙΣ
10. (α) Πώς οι αφιερωμένοι και βαπτισμένοι θεωρούν το έλεος του Θεού προς όφελός των; (β) Ποια παρηγοριά μπορούν να λάβουν από τα λόγια του Ιωάννου στην επιστολή 1 Ιωάννου 2:1-6;
10 Αν δεν εγνωρίσατε ακόμη και αν δεν έχετε δεχθή ως έναν τρόπον ζωής τις δίκαιες εντολές του Ιεχωβά, δεν πρέπει να χάσετε χρόνο. Πρέπει να σπεύσετε αν πρόκειται να σταθήτε ενώπιον των εκτελεστικών δυνάμεων του Ιεχωβά με το σημείον αναγνωρίσεώς σας ως αληθινών Χριστιανών. Υπάρχουν όμως πολλοί που διαβάζουν αυτές τις σελίδες και οι οποίοι ανεγνώρισαν ήδη την αμαρτωλή τους κατάστασι ενώπιον του Θεού και οι οποίοι μετενόησαν απ’ αυτή την κακή πορεία, μετεστράφησαν και εδέχθησαν τη θεία προμήθεια για καταλλαγή, το απερίγραπτο αυτό χάρισμα του Θεού για την ανθρωπότητα, τη θυσία του αγαπητού του Υιού. Μήπως αυτό, λοιπόν, τους εγγυάται τη συνεχή εύνοια του Θεού το αμετάβλητο έλεός του υπέρ αυτών; Εκείνοι που αφιερώθηκαν στον Θεό και εσυμβόλισαν αυτή την πράξι με το εν ύδατι βάπτισμα γνωρίζουν ότι απαιτείται συνεχής επαγρύπνησις. (1 Κορ. 10:12) Γνωρίζοντας ότι είναι ατελείς, είναι ενήμεροι του εσωτερικού των αγώνος, και έτσι με την σάρκα είναι δούλοι στο νόμο της αμαρτίας μολονότι ως προς το πνεύμα είναι δούλοι στον νόμον του Θεού. (Ρωμ. 7:25) Γνωρίζουν ότι υπάρχει μια σχετική έλξις στην αδικοπραγία και ότι οι αμαρτίες μπορούν να προσλάβουν μια ποικιλία μορφών—αμαρτίες κατά της ανθρωπότητος, αμαρτίες κατά του Θεού και του Χριστού, αμαρτίες κατά του ιδίου των σώματος, αμαρτίες στη συμμετοχή σε αμαρτίες των άλλων, και πολλά άλλα τέτοια παραπτώματα. Εν τούτοις αυτοί παρηγορούνται με τα λόγια του Ιωάννου: «Εάν τις αμαρτήση, έχομεν παράκλητον προς τον Πατέρα, τον Ιησούν Χριστόν τον Δίκαιον. Και αυτός είναι ιλασμός περί των αμαρτιών ημών· και ουχί μόνον περί των ημετέρων, αλλά και περί όλου του κόσμου. Και εν τούτω γνωρίζομεν, ότι εγνωρίσαμεν αυτόν, εάν τας εντολάς αυτού φυλάττωμεν. Όστις λέγει, Εγνώρισα αυτόν, και τας εντολάς αυτού δεν φυλάττει, ψεύστης είναι και εν τούτω η αλήθεια δεν υπάρχει· όστις όμως φυλάττη τον λόγον αυτού, αληθώς εν τούτω η αγάπη του Θεού είναι τετελειωμένη. Εν τούτω γνωρίζομεν, ότι είμεθα εν αυτώ. Όστις λέγει ότι μένει εν αυτώ, χρεωστεί, καθώς εκείνος περιεπάτησε, και αυτός ούτω να περιπατή.»—1 Ιωάν. 2:1-6.
11. Πώς μπορούμε να δείξωμε από τα λόγια του Ιησού ότι η κατάχρησις και των καθημερινών ακόμη πράξεων μπορεί να μας κάμη να χάσωμε την οδόν της ζωής;
11 Εκείνοι που οδεύουν προς τη ζωή επαναπαύονται με εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού που εκδηλώθηκε μέσω του Ιησού Χριστού και προσπαθούν να βαδίζουν στην οδόν εκείνου. Αλλά μολονότι αποφεύγουν τα χονδροειδή αμαρτήματα τα οποία προφανώς θα τους απεμάκρυναν από το έλεος του Θεού, γνωρίζουν ότι υπάρχουν πολλές πράξεις εκτελέσεως ή παραλείψεως που μπορούν να εκθέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τη στάσι των απέναντι του Θεού. Γνωρίζουν παραδείγματος χάριν, ότι ο Ιησούς δεν απέδωσε κακά πράγματα στους μαθητάς του αλλά τους κατέστησε προσεκτικούς από καταχρήσεις ωρισμένων καθημερινών ενεργειών που θα τους έκαναν ν’ απωλέσουν την οδόν της ζωής. Ο Ιησούς είπε: «Προσέχετε δε εις εαυτούς, μήποτε βαρυνθώσιν αι καρδίαι σας από κραιπάλης και μέθης και μεριμνών βιωτικών, και επέλθη αιφνίδιος εφ’ υμάς η ημέρα εκείνη [επιβολής κρίσεως του Θεού]· διότι ως παγίς θέλει επέλθει.» (Λουκ. 21:34, 35) Εκείνοι που ακολουθούν στενά τα βήματα του Ιησού κατανοούν λοιπόν ότι τίποτε δεν θα μπορούσαν να παραβλέψουν ή να θεωρήσουν ως πολύ ασήμαντο για να απασχολήση ζωηρά την επιμελή προσοχή των.
12. Πόσο σοβαρό είναι για μας το να είμεθα συγχωρητικοί στους άλλους; Δώστε Γραφική συμβουλή.
12 Έχοντας, λοιπόν, ενώπιόν μας αυτή τη συγκινητική συμβουλή του Ιησού, μπορούμε να αγνοούμε ή να υποτιμούμε τα λόγια με τα οποία ο Ιησούς μάς εδίδαξε να προσευχώμεθα: «Συγχώρησον εις ημάς τας αμαρτίας ημών, καθώς και ημείς συγχωρούμεν εις τους αμαρτάνοντας εις ημάς»; Κάνομε εμείς αυτό το αίτημα στον Θεό με ειλικρίνεια και διάκρισι; Δεν πρόκειται για λέξεις που εκλαμβάνονται ελαφρά. Ο Ιησούς προσέθεσε: «Εάν συγχωρήσητε εις τους ανθρώπους τα πταίσματα αυτών, θέλει συγχωρήσει και εις εσάς ο Πατήρ σας ο ουράνιος.» (Ματθ. 6:12, 14, 15) Ο Ιησούς προχωρώντας έδωσε την εξής νουθεσία: «Μη κρίνετε διά να μη κριθήτε· διότι με οποίαν κρίσιν κρίνετε, θέλετε κριθή· και με οποίον μέτρον μετρείτε, θέλει αντιμετρηθή εις εσάς. Και διά τι βλέπεις το ξυλάριον το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε δοκόν την εν τω οφθαλμώ σου δεν παρατηρείς; Ή πώς θέλεις ειπεί προς τον αδελφόν σου, Άφες να εκβάλω το ξυλάριον από του οφθαλμού σου, ενώ η δοκός είναι εν τω οφθαλμώ σου; Υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε θέλεις ιδεί καθαρώς δια να εκβάλης το ξυλάριον εκ του οφθαλμού του αδελφού σου.»—Ματθ. 7:1-5.
Η ΘΕΤΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ
13. Ποιες διάφορες έννοιες έχει η λέξις «έλεος» όπως χρησιμοποιείται στις Γραφές;
13 Η άσκησις ελέους, όπως η λέξις αυτή χρησιμοποιείται στην Ελληνική γλώσσα, πολύ συχνά μεταδίδει την ιδέα της αποχής, της ασκήσεως περιορισμού, όπως γίνεται στην επιβολή ποινής, περιορισμού που υποκινείται από συμπόνοια ή συμπάθεια. Με αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιείται η λέξις στην Αγία Γραφή. Η άσκησις ελέους από τον Θεό είναι πάντοτε σε αρμονία με τις άλλες ιδιότητές του και τους δικαίους κανόνες του, περιλαμβανομένης και της δικαιοσύνης και της αληθείας. (Ψαλμ. 40:11· Ωσηέ 2:19) Και επειδή όλοι οι άνθρωποι είναι κληρονομικώς αμαρτωλοί και υφίστανται τη θανατική ποινή της αμαρτίας, είναι σαφές ότι η συγχώρησις σφαλμάτων, δηλαδή η ελάφρυνσις της κρίσεως ή της ποινής, συχνά περιέχονται στην άσκησι ελέους από τον Θεό. Εν τούτοις η Εβραϊκή και η Ελληνική λέξις δεν περιορίζονται στη συγχώρησι ή στην περιστολή της εφαρμογής μιας δικαστικής ποινής. Πολύ συχνά, το έλεος αναφέρεται, όχι σε μια αρνητική πράξι, μια συγκράτησι (όπως στην περίπτωσι ποινής), αλλά και σε μια θετική πράξι, μια έκφρασι αγαθής συμπαθείας ή οίκτου που φέρνει ανακούφισι σ’ εκείνους οι οποίοι είναι σε μειονεκτική θέσι και έχουν ανάγκη ελέους. Όπως θα ανεμένετο λοιπόν, οι Γραφές τονίζουν ότι η ελεήμων ιδιότης του Ιεχωβά Θεού δεν είναι μια ιδιότης που ενεργεί μόνον όταν τα άτομα είναι πραγματικά «σε δοκιμασία» ενώπιον αυτού ένεκα της διαπράξεως κάποιας ιδιαίτερης αδικοπραγίας. Μάλλον, είναι μια χαρακτηριστική ιδιότης της θείας προσωπικότητος, είναι ο κανονικός τρόπος στάσεως του Θεού απέναντι εκείνων που βρίσκονται σε ανάγκη, μια όψις της αγάπης του.—2 Κορ. 1:3· 1 Ιωάν. 4:8.
14. Πώς οι πράξεις ελέους του Ιησού τονίζουν τη σημασία αυτής της λέξεως;
14 Το ίδιο συμβαίνει και με τον Ιησούν επίσης. Αυτός δεν περιώρισε τις πράξεις ελέους του σ’ εκείνους που ηναντιώνοντο σ’ αυτόν ή τον έβλαπταν. Οι τυφλοί, οι δαιμονόπληκτοι, οι λεπροί, και εκείνοι των οποίων τα τέκνα υπέφεραν ήσαν μεταξύ εκείνων οι οποίοι επεκαλούντο την εκδήλωσι του ελέους και του οίκτου του. (Ματθ. 9:27· 15:22· 17:15· Μάρκ. 5:18,19· Λουκ. 17:12, 13) Ο Ιησούς, απαντώντας, στην παράκλησι, «Ελέησόν μας,» έκαμε θαύματα που ανεκούφιζαν τους τοιούτους. Και τα έκαμε όχι με τυπικό αδιάφορο τρόπο άλλα επειδή εκινείτο από ευσπλαχνία.—Ματθ. 20:33, 34.
15. Πώς ο Ιωάννης παραβάλλει την αγάπη του Θεού με τη δική μας;
15 Δεν προσδίδει αυτό περισσότερο νόημα στα λόγια του ετεροθαλούς αδελφού του Ιησού, του Ιακώβου, ο οποίος προειδοποίησε: «Η κρίσις θέλει είσθαι ανίλεως εις τον όστις δεν έκαμεν έλεος»; (Ιακ. 2:13) Το έλεος του Θεού σ’ εμάς είναι τόσο μεγάλο ώστε και εμείς αναγκαζόμεθα να κάνωμε έλεος στους συνανθρώπους μας, μολονότι η δική μας εκδήλωσις ελέους μπορεί να είναι συγκριτικά μικρή. Ο Ιωάννης είπε: «Αγαπητοί, ας αγαπώμεν αλλήλους· διότι η αγάπη είναι εκ του Θεού· και πας όστις αγαπά, εκ του Θεού εγεννήθη, και γνωρίζει τον Θεόν. Όστις δεν αγαπά, δεν εγνώρισε τον Θεόν· διότι ο Θεός είναι αγάπη. Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού προς ημάς, ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλεν ο Θεός εις τον κόσμον, δια να ζήσωμεν δι’ αυτού. Εν τούτω είναι, η αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς, και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών. Αγαπητοί, επειδή ούτως ηγάπησεν ημάς ο Θεός, και ημείς χρεωστούμεν να αγαπώμεν αλλήλους.»—1 Ιωάν. 4:7-11.
ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΦΤΑΝΕΙ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
16. Πώς παραβάλλεται το έλεος του Θεού σ’ εμάς με το έλεος που εμείς μπορούμε να εκδηλώσωμε, και πώς το επεξήγησε αυτό ο Ιησούς στα εδάφια Ματθαίος 18:23-35;
16 Αυτό μπορεί να φαίνεται δύσκολο κατά καιρούς και τα παραπτώματα ή φαινομενικά μειονεκτήματα των Χριστιανών αδελφών μας μπορεί να είναι τέτοια ώστε να είμεθα διατεθειμένοι ν’ αγνοήσωμε αυτή την απαίτησι της επιδείξεως αγάπης και παροχής ελέους, διαλογιζόμενοι ότι ασφαλώς ο Ιησούς δεν εννοούσε ότι πρέπει να παραβλέπουμε τέτοια ‘υπερβολικά’ σφάλματα των άλλων. Αλλά ο Παύλος μεγεθύνει την αγάπη του Θεού πάνω απ’ όλα όσα θα μπορούσαμε να εκδηλώσωμε, όταν είπε: «Ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπη εις ημάς, διότι ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών.» (Ρωμ. 5:8) Πόσο μεγαλύτερες είναι οι αμαρτίες που μας συνεχώρησε ο Θεός από οποιεσδήποτε που καλούμεθα να συγχωρήσωμε στους Χριστιανούς αδελφούς μας! Και η ανάγκη που έχομε από το θείον έλεος να μας παράσχη ένα τρόπο εξιλεώσεως δεν μπορεί να εξισωθή με τις ανάγκες των αδελφών μας για τις οποίες μπορούμε να φροντίσωμε. Μήπως φαίνεται παράδοξα ότι το θείον έλεος δεν μπορεί να επεκταθή σ’ εκείνους οι οποίοι υστερούν σε έλεος;—Κολ. 3:13· παράβαλε με Ματθαίον 18:23-35.
17. Πώς εμείς, και αφιερωμένοι αν είμεθα, μπορεί να έλθωμε σε κρίσι, και τι διαβεβαίωσι μάς παρέχει ο Ιάκωβος;
17 Πολύ σοβαρά, λοιπόν, πρέπει να μας ενδιαφέρη το ερώτημα: Καλύπτει το θείον έλεος όλες τις αμαρτίες μου; Αν εγώ αφιερώθηκα στον Ιεχωβά Θεό και εσυμβόλισα την αφιέρωσι με το εν ύδατι βάπτισμα, κάνοντας αίτησι στον Θεό για αγαθή συνείδησι, θα μπορούσα ακόμη να υποβάλλωμαι στην κρίσι του Θεού για παράλειψι ασκήσεως ελέους, αγάπης στους άλλους; (1 Κορ. 13:1-3) Ο Ιάκωβος προειδοποίησε, όπως εγράψαμε ήδη: «Η κρίσις θέλει είσθαι ανίλεως εις τον όστις δεν έκαμεν έλεος.» Εν τούτοις, ο Ιάκωβος ακολούθησε αυτή τη νουθεσία με την παρηγορητική διαβεβαίωσι: «Το έλεος καυχάται κατά της κρίσεως.» (Ιακ. 2:13) Πώς; Και με τι τρόπο που θα μας εισήγαγε σε κρίσι θα ήταν δυνατόν να παραλείψωμε την παροχή ελέους και τώρα ακόμη, πριν από την ημέρα της κρίσεως;
18. Ποιο παράδειγμα ελέους θα μπορούσε να εξετασθή, ποιο πρότυπο ελέους ακολουθεί και από ποιες απόψεις;
18 Ένα εξέχον παράδειγμα ελέους, που ασκήθηκε με την πλήρη έννοια της λέξεως, είναι εκείνο που επέδειξε ο Ιωσήφ, ο ευνοούμενος γυιος του Ιακώβ. Αλλά ο Ιωσήφ, στο έλεος που εξεδήλωσε, ακολουθούσε το πρότυπο που επέδειξε ο ίδιος ο Ιεχωβά Θεός ταυτόχρονα. Αν ο Ιωσήφ κατενόησε εξ αρχής το πλήρες μέτρον του θείου ελέους και έγινε σ’ αυτόν και στον οίκον του πατρός του, η αφήγησις της Βίβλου δεν το λέγει αυτό. Αλλά ο Ιωσήφ εβασίζετο πλήρως στην απελευθέρωσι του Ιεχωβά και ποτέ δεν ταλαντεύθηκε στην απόφασί του ν’ ακολουθήση την κατεύθυνσι του Ιεχωβά και να συμμορφωθή αυστηρά με τις δίκαιες απαιτήσεις του Ιεχωβά τις οποίες είχε μάθει από τον πατέρα του τον Ιακώβ. Και όταν ο Ιωσήφ ήταν στη μεγαλύτερη ανάγκη, το έλεος του Ιεχωβά που εκδηλώθηκε σ’ αυτόν πάντοτε τον βοηθούσε και, στον ωρισμένο καιρό, τον έφερε στη δεύτερη θέσι τοιαύτης εξουσίας ώστε μπορούσε, αν το ήθελε, να εκδικηθή όλους εκείνους που τον είχαν κακομεταχειρισθή χωρίς ο ίδιος να υποστή τιμωρία. Ή, μπορούσε να χρησιμοποιήση τη θέσι του για να αποβή μια μεγάλη ευλογία σ’ αυτούς. Το πώς ο Ιωσήφ ήσκησε έλεος, όχι μόνο στους ενόχους αδικοπραγίας, αλλά και συμπάθεια και συμπόνια σ’ εκείνους που ήσαν σε ανάγκη, και πώς αυτή η αληθινή ιστορία ζωής μπορεί να μας δείξη τον τρόπο με τον οποίο το έλεος καυχάται κατά της κρίσεως, αφήνομε να το δείξη το επόμενο άρθρο. Μια προσεκτική ανάγνωσις του βιβλίου της Γενέσεως, κεφάλαια 37 έως 47, προτού εξετάσετε αυτές τις σελίδες θ’ αποδειχθή πολύ ενδιαφέρουσα και διδακτική.
[Εικόνα στη σελίδα 685]
Ο Ιησούς στοργικά εθεράπευε και τους φυσικώς και πνευματικώς ασθενείς, μολονότι δεν συγχωρούσε την αμαρτία.