Η Αγάπη προς τον Πλησίον Δεν Αντικαθιστά την Αγάπη προς τον Θεό
Η ΤΗΡΗΣΙΣ ενός νόμου δεν απαλλάσσει ένα άτομο από το να υπακούη σε άλλους νόμους. Παραδείγματος χάριν: Αν οδηγήτε ένα αυτοκίνητο, γνωρίζετε ότι πρέπει όχι μόνο να μένετε στη δεξιά πλευρά του δρόμου (ή στην αριστερά, ανάλογα με τη χώρα στην οποία ζήτε), αλλ’ ότι πρέπει επίσης να τηρήτε τα όρια της ταχύτητος και να προσέχετε τα φώτα της τροχαίας. Δεν θα ενομίζατε ότι δικαιολογείτε την ταχύτητά σας απλώς επειδή εμείνατε στην ορθή πλευρά του δρόμου, ούτε θα ενομίζατε ότι δικαιολογείτε το ότι βρίσκεσθε στην εσφαλμένη πλευρά απλώς επειδή δεν υπερέβητε την κανονισμένη ταχύτητα και εδώσατε προσοχή στα φώτα της τροχαίας. Δεν είναι έτσι;
Αλλ’ αυτή η υποκειμένη αρχή δεν εκτιμάται πάντοτε όταν πρόκειται για πνευματικά πράγματα, τη θρησκεία, για τη λατρεία των Θεού. Μια περίπτωσις επί του σημείου αυτού περιλαμβάνει τις δύο μεγάλες εντολές της ζωής που ο Ιησούς Χριστός εξέθεσε για τους ακολούθους του: «Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου», και, «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.» Η ανθρώπινη τάσις είναι να τονίζεται η μία από τις εντολές αυτές και, ένεκα τούτου, να συγχωρήται η παραμέλησις της άλλης εντολής, ίσως ασυναισθήτως.—Μάρκ. 12:29-31, ΜΝΚ.
Έτσι είναι κοινή αδυναμία στον «Χριστιανικό κόσμο» να ενδιαφέρωνται μόνο για την εκδήλωσι αγάπης προς τον πλησίον, αφήνοντας την πιο σπουδαία εντολή, το ν’ αγαπούμε τον Θεό εξ όλης καρδίας, διανοίας, ψυχής και δυνάμεως, να λησμονήται τελείως. Έτσι βρίσκομε πολλούς καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς με καλές διαθέσεις, που ασχολούνται με το «κοινωνικόν ευαγγέλιον», με ανθρωπιστικά σχέδια, όπως την καταπολέμησι των ασθενειών, της πολιτικής διαφθοράς, των οικονομικών και κοινωνικών κακών, αλλ’ οι οποίοι ολίγο στοχάζονται, αν στοχάζονται καν, την πρώτη και μεγαλύτερη εντολή, το αν αυτό αληθινά είναι το θέλημα του Θεού γι’ αυτούς ή όχι. Συνειδητά ή ασυναίσθητα δικαιολογούν την έλλειψι αγάπης προς τον Θεό, επειδή επιδεικνύουν εκείνο που θεωρούν ότι είναι αγάπη προς τον πλησίον.
Χαρακτηριστικό αυτού του τρόπου του σκέπτεσθαι είναι το λαϊκό Αμερικανικό ποίημα, που τόσο συχνά αναφέρεται με επιδοκιμασία, για έναν Αμπού μπεν Αντέμ. Μια νύχτα εξύπνησε να δη έναν άγγελο που έγραφε σ’ ένα χρυσό βιβλίο τα ονόματα εκείνων που αγαπούσαν τον Κύριο. Όταν ερώτησε τον άγγελο αν το όνομά του ήταν μεταξύ εκείνων και ο άγγελος του είπε ότι δεν ήταν, αυτός απήντησε: «Σε παρακαλώ, λοιπόν, γράψε με ως έναν που αγαπά τους συνανθρώπους του.» Το ποίημα προχωρεί και λέγει: «Ο άγγελος έγραψε και εξηφανίσθη. Την επόμενη νύχτα ήλθε πάλι με μια μεγάλη λυχνία, και έδειξε τα ονόματα εκείνων που ευλογήθηκαν με την αγάπη του Θεού, και να! Το όνομα του Μπεν Αντέμ προηγείτο από όλα τα υπόλοιπα.» Με άλλα λόγια, η αγάπη προς τον πλησίον είναι ανώτερη από την αγάπη προς την Θεό. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Η αγάπη προς τον Θεό έρχεται πρώτη. Όχι ότι η αγάπη προς τον πλησίον μπορεί κι αυτή να παραμεληθή, διότι, όπως καλά το διατυπώνει ο απόστολος Ιωάννης, «Όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού τον οποίον είδε, τον Θεόν, τον οποίον δεν είδε, πώς δύναται να αγαπά;»—1 Ιωάν. 4:20.
Είναι αλήθεια ότι εκείνοι που εκδηλώνουν αγάπη προς τον πλησίον μπορεί να επιμένουν ότι αγαπούν τον Θεό και ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το δείχνουν. Αλλ’ αυτό είναι απλώς δική των αντίληψις των πραγμάτων. Ο λόγος του Θεού μάς λέγει ότι «αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού.» Αν, λοιπόν, δεν υπακούωμε στις απαιτήσεις του Θεού για μας, δεν μπορούμε να ισχυριζώμεθα ότι τον αγαπούμε. Ο Αδάμ μπορεί να μετέσχε του απαγορευμένου καρπού λόγω της αγάπης του για την Εύα, αλλά αυτό δεν εδικαιολόγησε ούτε έφερε συγχώρησι στην απειθή του πράξι. Έπειτα υπήρχε ο Βασιλεύς Σαούλ· αυτός, κατ’ ουσίαν, εχρησιμοποίησε ακριβώς αυτό το επιχείρημα. Όταν αντιμετώπισε την αποτυχία του να υπακούση στην εντολή του Θεού, την εδικαιολόγησε με βάσι το ενδιαφέρον του για ό,τι ήθελε ο λαός του Ισραήλ. Αλλ’ αυτό δεν εχρησίμευσε ως δικαιολογία στα όμματα του Θεού. Για την απείθειά του ο Βασιλεύς Σαούλ απερρίφθη από τον Ιεχωβά Θεό.—1 Ιωάν. 5:3· 1 Σαμ. 15:22, 23.
Υπήρχε επίσης ο Βασιλεύς Σολομών. Είχε τόση «αγάπη προς τον πλησίον», για τις συζύγους του, ώστε έκαμε προμήθεια για να υποστηρίξη τις ειδωλολατρικές των μορφές λατρείας, και στο τέλος δεν αγαπούσε πια τον Ιεχωβά, τον Θεόν του πατρός που Δαβίδ, με όλη του την καρδιά, τη διάνοια, την ψυχή και τη δύναμι. Μήπως η ‘αγάπη του προς τον πλησίον’ εδικαιολόγησε την έλλειψι αγάπης προς τον Ιεχωβά Θεό; Καθόλου! Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Βασιλεύς Σολομών, παρ’ όλη τη σοφία του, παρ’ ότι εχρησιμοποιήθη για να οικοδομήση τον ναό του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ και να συγγράψη σχεδόν όλο το Γραφικό βιβλίο των Παροιμιών καθώς και το βιβλίο του Εκκλησιαστού και το Άσμα Ασμάτων, απέθανε μακριά από την εύνοια του Θεού.—1 Βασ. 11:1-9.
Ο Ιησούς Χριστός, εν τούτοις, δεν έκαμε αυτό το λάθος. Ανεγνώρισε ότι η πρωταρχική του υποχρέωσις ήταν προς τον ουράνιο Πατέρα του, να πράττη το θέλημά του, να δίνη μαρτυρία για το όνομά Του και τη βασιλεία Του. Έτσι, όταν σε μια περίστασι, αναμφιβόλως επειδή είχε θρέψει τα πλήθη με άρτους και ιχθείς, εγνώρισεν ο Ιησούς «ότι μέλλουσι να έλθωσι, και να αρπάσωσιν αυτόν δια να κάμωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος.» Η αγάπη προς τον πλησίον θα μπορούσε να είχε συναινέσει στη λαϊκή απαίτησι, αλλά όχι και η αγάπη του προς τον Θεό, διότι εγνώριζε ότι δεν ήταν τέτοιο το θέλημα του Θεού, επειδή η βασιλεία του δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Εν τούτοις, θέτοντας το Θεό πρώτα, ο Ιησούς ακολούθησε την πορεία που τελικά θα έχη ως αποτέλεσμα το πιο μεγάλο καλό για το ανθρώπινο γένος, για τους πλησίον του ενόσω ήταν στη γη, διότι θα σημαίνη την αποκατάστασί των στον Παράδεισο στον νέο κόσμο του Θεού.—Ιωάν. 6:15· 18:36· Λουκ. 23:43.
Αν την ιδούμε από αυτή την άποψι, είναι φανερό ότι η αγάπη προς τον πλησίον αυτή καθ’ εαυτήν, χωρίς να ληφθή υπ’ όψιν ο σκοπός του Θεού, είναι πολύ μυωπική πράγματι. Τι απαιτεί αγάπη προς τον Θεό; Απλώς το να πηγαίνωμε σε κάποια εκκλησία συμπτωματικά; Το να έχωμε γραμμένο το όνομά μας στον κατάλογο κάποιας εκκλησίας και να πληρώνωμε τις οφειλές μας; Πολύ δύσκολα. Και ειδικά όχι, αν εκείνο που ακούμε είναι θρησκευτικές ομιλίες που δεν έχουν καμμιά σχέσι με ό,τι η Γραφή λέγει για τον Θεό και τις απαιτήσεις του. Για ν’ αγαπούμε τον Θεό πρέπει να γνωρισθούμε μ’ αυτόν, διότι πώς μπορούμε αληθινά ν’ αγαπούμε έναν, για τον οποίο γνωρίζομε ολίγα ή τίποτε; Ο Θεός έκαμε να αναγραφή γνώσις για τον εαυτό του στα δύο μεγάλα του βιβλία, το Βιβλίο της φύσεως και το Βιβλίο των βιβλίων, την Αγία Γραφή, ιδιαίτερα στο δεύτερο. Και αφού η Γραφή δείχνει ότι έχομε ανάγκη βοηθείας για να την κατανοήσωμε και ο Θεός επρομήθευσε τέτοια βοήθεια, για ν’ αγαπούμε τον Θεό πρέπει να επωφεληθούμε αυτής της βοηθείας. Το να διαβάζομε τη Γραφή χωρίς να την κατανοούμε, δεν θα μας βοηθήση ν’ αγαπούμε τον Θεό.—Πράξ. 8:30, 31.
Το Βιβλίο αυτό μας λέγει, επίσης, ποιες είναι οι απαιτήσεις του Θεού για μας, όσον αφορά τη διαγωγή, τις συναναστροφές και την αποστολή μας στη ζωή. Προσέχοντας τη συμβουλή της, θα είμεθα ικανοί να ισορροπήσωμε την αγάπη μας προς τον Θεό με την αγάπη μας προς τον πλησίον μ’ ένα νοήμονα τρόπο.