ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Η ελληνική γλώσσα ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών. (Η εβραϊκή προέρχεται από μια άλλη οικογένεια, τη σημιτική.) Η ελληνική είναι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν εξαρχής οι Χριστιανικές Γραφές (εκτός από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, το οποίο γράφτηκε πρώτα στην εβραϊκή) και στην οποία επίσης εμφανίστηκε η πρώτη πλήρης μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών, δηλαδή η Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Είναι κλιτή γλώσσα, που πετυχαίνει ποικιλία έκφρασης χρησιμοποιώντας θέματα, προθήματα και καταλήξεις.
Κοινή Ελληνική. Η περίοδος από το 300 Π.Κ.Χ. περίπου μέχρι σχεδόν το 500 Κ.Χ. ήταν η εποχή της Κοινής Ελληνικής, ενός μείγματος διαφόρων ελληνικών διαλέκτων, μεταξύ των οποίων η αττική διάλεκτος έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο. Η Κοινή Ελληνική έγινε η διεθνής γλώσσα. Το πολύ χαρακτηριστικό της πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες γλώσσες εκείνης της εποχής ήταν η σχεδόν παγκόσμια εμβέλειά της. Το πόσο διαδεδομένη ήταν η χρήση της φαίνεται από το γεγονός ότι τα διατάγματα που εξέδιδαν οι αυτοκρατορικοί κυβερνήτες και η ρωμαϊκή σύγκλητος μεταφράζονταν στην Κοινή Ελληνική για να διανεμηθούν σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εύλογα, λοιπόν, η κατηγορία που τοποθετήθηκε πάνω από το κεφάλι του Ιησού Χριστού όταν αυτός κρεμάστηκε στο ξύλο ήταν γραμμένη όχι μόνο στη λατινική, την επίσημη γλώσσα, και στην εβραϊκή, αλλά επίσης στην ελληνική (Κοινή).—Ματ 27:37· Ιωα 19:19, 20.
Σχετικά με τη χρήση της ελληνικής στη γη του Ισραήλ, ένας λόγιος έκανε τα εξής σχόλια: «Μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του Ιουδαϊκού λαού απέρριπτε τον ελληνισμό και τις συνήθειές του, δεν απέφευγε διόλου τις δοσοληψίες με τους Έλληνες καθώς και τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. . . . Οι δάσκαλοι στην Παλαιστίνη διάκειντο ευνοϊκά προς την ελληνική μετάφραση των Γραφών, θεωρώντας την μέσο για τη μετάδοση της αλήθειας στους Εθνικούς». (Ελληνισμός [Hellenism], του Ν. Μπέντγουιτς, 1919, σ. 115) Φυσικά, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα έγινε κατά κύριο λόγο προς όφελος των Ιουδαίων, ιδίως των Ιουδαίων της Διασποράς, οι οποίοι δεν μιλούσαν πια τη γνήσια εβραϊκή αλλά γνώριζαν την ελληνική. Παλιές εβραϊκές λέξεις που σχετίζονταν με την Ιουδαϊκή λατρεία αντικαταστάθηκαν με ελληνογενείς όρους. Η λέξη συναγωγή, που σημαίνει «συγκέντρωση», αποτελεί παράδειγμα υιοθέτησης ελληνικών λέξεων από τους Ιουδαίους.
Χρήση της Κοινής Ελληνικής από τους θεόπνευστους Χριστιανούς συγγραφείς. Εφόσον οι συγγραφείς των θεόπνευστων Χριστιανικών Γραφών είχαν ως μέλημά τους να μεταδώσουν το άγγελμά τους με κατανοητό τρόπο σε όλους τους ανθρώπους, δεν χρησιμοποίησαν την κλασική αρχαία ελληνική, αλλά την Κοινή. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς ήταν Ιουδαίοι. Αν και Σημίτες, δεν ενδιαφέρονταν για τη διάδοση του σημιτισμού, αλλά για την αλήθεια της αγνής Χριστιανοσύνης, μέσω δε της ελληνικής γλώσσας μπορούσαν να προσεγγίσουν περισσότερους ανθρώπους. Μπορούσαν να εκπληρώσουν καλύτερα την αποστολή τους, η οποία ήταν να “κάνουν μαθητές από όλα τα έθνη”. (Ματ 28:19, 20) Επίσης, η Κοινή Ελληνική αποτελούσε ένα θαυμάσιο εργαλείο το οποίο τους επέτρεπε να εκφράζουν καλά τις λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις που ήθελαν να παρουσιάσουν.
Οι θεόπνευστοι Χριστιανοί συγγραφείς προσέδωσαν δύναμη, αξιοπρέπεια και θέρμη στην Κοινή Ελληνική, χάρη στο εξυψωμένο άγγελμά τους. Οι ελληνικές λέξεις απέκτησαν πλουσιότερη, πληρέστερη και πνευματικότερη σημασία μέσα στα συμφραζόμενα των θεόπνευστων Γραφών.
Αλφάβητο. Όλα τα σύγχρονα ευρωπαϊκά αλφάβητα προέρχονται είτε άμεσα είτε έμμεσα από το ελληνικό αλφάβητο. Ωστόσο, οι Έλληνες δεν εφηύραν το αλφάβητό τους, αλλά το δανείστηκαν από τους Σημίτες. Αυτό είναι φανερό από το γεγονός ότι τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου (του έβδομου αιώνα Π.Κ.Χ. περίπου) έμοιαζαν με τους εβραϊκούς χαρακτήρες (του όγδοου αιώνα Π.Κ.Χ. περίπου). Ακολουθούσαν επίσης γενικά την ίδια σειρά, με λίγες εξαιρέσεις. Επιπρόσθετα, τα ονόματα ορισμένων γραμμάτων παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα στην προφορά τους. Για παράδειγμα: άλφα και ’άλεφ· βήτα και μπαιθ· δέλτα και ντάλεθ, και πολλά άλλα. Η Κοινή Ελληνική είχε 24 γράμματα. Προσαρμόζοντας το σημιτικό αλφάβητο στην ελληνική γλώσσα, οι Έλληνες έκαναν σε αυτό μια σπουδαία προσθήκη, παίρνοντας τα επιπλέον γράμματα για τα οποία δεν είχαν αντίστοιχα σύμφωνα (’άλεφ, χε’, χαιθ, ‛άγιν, βαβ και γιωδ) και χρησιμοποιώντας τα για να συμβολίσουν τα φωνήεντα α, ε, η, ο, υ και ι.
Λεξιλόγιο. Το λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας είναι πολύ πλούσιο και ακριβές. Ο Έλληνας συγγραφέας έχει στη διάθεσή του επαρκείς λέξεις προκειμένου να κάνει λεπτές διαφοροποιήσεις και να μεταδώσει ακριβώς την επιθυμητή νοηματική χροιά. Παραδείγματος χάρη, η Κοινή Ελληνική κάνει διάκριση ανάμεσα στη συνηθισμένη γνώση, που δηλώνεται με τη λέξη γνῶσις (1Τι 6:20), και στη βαθιά γνώση, που δηλώνεται με τη λέξη ἐπίγνωσις (1Τι 2:4), καθώς επίσης ανάμεσα στη λέξη ἄλλος (Ιωα 14:16), που σημαίνει «άλλος» του ίδιου είδους, και στη λέξη ἕτερος, που σημαίνει «άλλος» διαφορετικού είδους. (Γα 1:6) Διάφορες γλώσσες έχουν ενσωματώσει στο λεξιλόγιό τους πολλές ελληνικές λέξεις, καθώς και βασικές ρίζες ελληνικών λέξεων, με αποτέλεσμα ακριβέστερη και πιο εξειδικευμένη διατύπωση.
Ουσιαστικά. Τα ουσιαστικά κλίνονται κατά πτώση, γένος και αριθμό. Οι λέξεις που σχετίζονται με τα ουσιαστικά, όπως οι αντωνυμίες και τα επίθετα, ακολουθούν την κλίση των ουσιαστικών που αντικαθιστούν ή προσδιορίζουν.
Πτώσεις. Γενικά, η Κοινή Ελληνική είχε πέντε πτώσεις. (Ορισμένοι λόγιοι ανεβάζουν τον αριθμό σε οχτώ.) Η κάθε πτώση είχε συνήθως διαφορετικό τύπο ή κατάληξη.
Το Άρθρο. Στην Κοινή Ελληνική δεν υπάρχει αόριστο άρθρο, αλλά μόνο το οριστικό άρθρο ὁ, το οποίο κλίνεται κατά πτώση, γένος και αριθμό όπως τα ουσιαστικά.
Το άρθρο στην Κοινή Ελληνική δεν χρησιμοποιείται μόνο για να εισάγει ουσιαστικά, αλλά επίσης χρησιμοποιείται μαζί με απαρέμφατα, επίθετα, επιρρήματα, φράσεις, ακόμη και ολόκληρες προτάσεις. Χρήση του άρθρου μαζί με επίθετο βρίσκουμε στο εδάφιο Ιωάννης 10:11: «᾿Εγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός». Η έκφραση αυτή είναι δυνατότερη από την απλή: «Εγώ είμαι ο καλός ποιμένας». Είναι σαν να γράφει κανείς τη λέξη «καλός» με πλάγια γράμματα.
Παράδειγμα εφαρμογής του άρθρου σε μια ολόκληρη πρόταση βρίσκουμε στο εδάφιο Ρωμαίους 8:26, όπου στη φράση «για ποια πράγματα πρέπει να προσευχηθούμε» προηγείται το άρθρο στο ουδέτερο γένος (τό . . . τί προσευξώμεθα, Κείμενο). Το οριστικό άρθρο επικεντρώνει την προσοχή στα όσα ακολουθούν με τέτοιον τρόπο ώστε τα ορίζει ως συγκεκριμένο ζήτημα.
Ρήματα. Στην ελληνική τα ρήματα σχηματίζονται από ρηματικές ρίζες χρησιμοποιώντας κυρίως θέματα και καταλήξεις ή προθήματα και επιθήματα. Τα ρήματα κλίνονται κατά φωνή, έγκλιση, χρόνο, πρόσωπο και αριθμό. Η μελέτη τους είναι δυσκολότερη από τη μελέτη των ουσιαστικών. Η καλύτερη κατανόηση της Κοινής Ελληνικής τα πρόσφατα χρόνια, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ρήματα, επέτρεψε στους μεταφραστές να αποδώσουν την πραγματική χροιά και σημασία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών καλύτερα από όσο ήταν κάτι τέτοιο δυνατόν στις παλιότερες μεταφράσεις. Στις επόμενες παραγράφους εξετάζονται μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά των ρημάτων στην Κοινή και το πώς αυτά επηρεάζουν τη Βιβλική κατανόηση.
Διάθεση. Εκτός από την ενεργητική και την παθητική διάθεση των ρημάτων, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Κοινής Ελληνικής είναι η «μέση διάθεση», στην οποία το υποκείμενο συμμετέχει στα αποτελέσματα της ενέργειας και, ενίοτε, προκαλεί την ενέργεια. Η μέση διάθεση τονίζει το ενδιαφέρον που έχει το υποκείμενο για την ενέργεια του ρήματος.
Η μέση διάθεση χρησιμοποιούνταν επίσης με επιτατική έννοια, με σκοπό παρόμοιο με αυτόν για τον οποίο χρησιμοποιούνται σήμερα τα πλάγια γράμματα. Όταν ο Παύλος άκουσε ότι τον περίμεναν δεσμά και θλίψεις στην Ιερουσαλήμ, είπε: «Παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρώ [ποιοῦμαι, Κείμενο] καθόλου την ψυχή μου πολύτιμη για εμένα, αρκεί να τελειώσω την πορεία μου και τη διακονία που έλαβα από τον Κύριο Ιησού». (Πρ 20:22-24) Εδώ το ρήμα ποιοῦμαι βρίσκεται στη μέση διάθεση. Ο Παύλος δεν εννοεί ότι δεν εκτιμάει τη ζωή του, αλλά ότι η εκπλήρωση της διακονίας του είναι κάτι πολύ σπουδαιότερο. Αυτό είναι το δικό του συμπέρασμα, άσχετα με το τι μπορεί να νομίζουν οι άλλοι.
Η μέση διάθεση χρησιμοποιείται στο εδάφιο Φιλιππησίους 1:27: «Μόνο να συμπεριφέρεστε [πολιτεύεσθε, Κείμενο] με τρόπο αντάξιο προς τα καλά νέα σχετικά με τον Χριστό». Σε αυτό το εδάφιο, το ρήμα πολιτεύομαι βρίσκεται στη μέση διάθεση, πολιτεύεσθε, που σημαίνει κατά κυριολεξία «ενεργείτε ως πολίτες», δηλαδή συμμετέχετε στις δραστηριότητες των πολιτών, παίρνοντας μέρος στη διακήρυξη των καλών νέων. Οι Ρωμαίοι πολίτες έπαιζαν γενικά ενεργό ρόλο στα κοινά, διότι η ρωμαϊκή υπηκοότητα έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, ειδικά σε πόλεις των οποίων οι κάτοικοι είχαν πολιτογραφηθεί ως Ρωμαίοι, όπως συνέβαινε με τους Φιλίππους. Άρα, εδώ ο Παύλος λέει στους Χριστιανούς ότι δεν πρέπει να είναι αδρανείς, έχοντας απλώς την ιδιότητα του Χριστιανού, αλλά πρέπει να συμμετέχουν στη Χριστιανική δραστηριότητα. Αυτό βρίσκεται σε αρμονία με ό,τι τους λέει πιο κάτω: «Όσο για εμάς, η υπηκοότητά μας υπάρχει στους ουρανούς».—Φλπ 3:20.
Χρόνοι. Άλλο ένα σπουδαίο και ιδιάζον χαρακτηριστικό της ελληνικής γλώσσας, το οποίο συμβάλλει στην ακρίβειά της, είναι το πώς χρησιμοποιεί τους χρόνους των ρημάτων. Τα ρήματα και οι χρόνοι τους περιλαμβάνουν δύο στοιχεία: τον τρόπο της ενέργειας (ζήτημα πρωταρχικής σημασίας) και το χρόνο της ενέργειας (ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας). Στην ελληνική γλώσσα η ενέργεια εξετάζεται από τρεις κυρίως οπτικές γωνίες, η καθεμιά από τις οποίες έχει τα δικά της προσδιοριστικά χαρακτηριστικά: (1) συνεχιζόμενη ενέργεια («πράττω»), που εκφράζεται βασικά από τον ενεστώτα χρόνο, ο οποίος δηλώνει πρωτίστως την ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη ή που επαναλαμβάνεται συνήθως ή διαδοχικά· (2) συντελεσμένη ή ολοκληρωμένη ενέργεια («έχω πράξει»), για την οποία κυριότερος χρόνος είναι ο παρακείμενος· (3) ακαριαία ή στιγμιαία ενέργεια («έπραξα»), που εκφράζεται από τον αόριστο. Υπάρχουν φυσικά και άλλοι χρόνοι, όπως ο παρατατικός, ο υπερσυντέλικος και ο μέλλοντας.
Ας καταδείξουμε με παραδείγματα τη διαφορά στους χρόνους των ρημάτων της Κοινής Ελληνικής: Στο εδάφιο 1 Ιωάννη 2:1, ο απόστολος Ιωάννης λέει: «Αν κανείς διαπράξει αμαρτία, έχουμε βοηθό που είναι μαζί με τον Πατέρα». Το ρήμα ἁμάρτῃ του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου που αποδίδεται «διαπράξει αμαρτία» είναι στον αόριστο, επομένως ο χρόνος της ενέργειας είναι στιγμιαίος. Ο αόριστος εδώ υποδεικνύει μια μεμονωμένη πράξη αμαρτίας, ενώ ο ενεστώτας θα υποδήλωνε την κατάσταση του να είναι κανείς αμαρτωλός ή τη συνεχιζόμενη ή εξελισσόμενη αμαρτία. Άρα, ο Ιωάννης δεν μιλάει για κάποιον που αμαρτάνει συνεχώς, αλλά για εκείνον που “διαπράττει κάποια αμαρτία”. (Παράβαλε Ματ 4:9, όπου ο αόριστος [προσκυνήσῃς, Κείμενο] υποδεικνύει ότι ο Διάβολος δεν ζήτησε από τον Ιησού να τον λατρεύει συνεχώς, αλλά να κάνει «μια πράξη λατρείας».)
Ωστόσο, αν στα εδάφια 1 Ιωάννη 3:6, 9 δεν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα ρήματα εκεί είναι στον ενεστώτα (οὐχ ἁμαρτάνει· ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, Κείμενο), τότε ο Ιωάννης θα φαίνεται να αντιφάσκει με τα προαναφερθέντα λόγια του. Γι’ αυτό, μερικές σύγχρονες μεταφράσεις, λαβαίνοντας υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται για συνεχιζόμενη ενέργεια, έχουν τις εξής αποδόσεις: «δεν εμμένει στην αμαρτία» (ΜΝΚ)· «δεν πράττει την αμαρτία» (Ph· ΒΑΜ)· «δεν συνεχίζει να αμαρτάνει» (TEV). Ο Ιησούς πρόσταξε τους ακολούθους του στο εδάφιο Ματθαίος 6:33: «Εξακολουθήστε, λοιπόν, να επιζητείτε πρώτα τη βασιλεία» (ΜΝΚ), κάτι που υποδηλώνει συνεχή προσπάθεια, όπως φαίνεται από τον ενεστώτα ζητεῖτε του πρωτότυπου κειμένου.
Παρόμοια, στις αποτρεπτικές προστακτικές, ο ενεστώτας και ο αόριστος παρουσιάζουν σαφή διαφορά. Στον ενεστώτα, η αποτρεπτική προστακτική δεν σημαίνει μόνο ότι κάποιος δεν πρέπει να κάνει κάτι. Σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσει να το κάνει. Καθ’ οδόν προς τον Γολγοθά, λέγοντας ο Ιησούς Χριστός στις γυναίκες που τον ακολουθούσαν μή κλαίετε (Κείμενο), εννοούσε ότι έπρεπε να σταματήσουν να κλαίνε για αυτόν, δεδομένου ότι έκλαιγαν ήδη. (Λου 23:28) Ανάλογα, σε εκείνους που πουλούσαν περιστέρια στο ναό, ο Ιησούς είπε στην ουσία ότι έπρεπε να σταματήσουν να κάνουν (μή ποιεῖτε, Κείμενο) τον οίκο του Πατέρα του οίκο εμπορίου. (Ιωα 2:16) Στην Επί του Όρους Ομιλία είπε μή μεριμνᾶτε (Κείμενο), δηλαδή σταματήστε να ανησυχείτε για το τι θα φάτε, τι θα πιείτε ή τι θα φορέσετε. (Ματ 6:25) Από την άλλη πλευρά, η αποτρεπτική προστακτική του αορίστου δήλωνε ότι κάτι δεν θα έπρεπε να γίνεται ποτέ ή σε καμιά περίπτωση. Ο Ιησούς λέει στους ακροατές του: «Γι’ αυτό, ποτέ μην ανησυχήσετε [δηλαδή μην ανησυχήσετε καμιά στιγμή] για την αυριανή ημέρα». (Ματ 6:34) Εδώ ο αόριστος (μή . . . μεριμνήσητε, Κείμενο) χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι οι μαθητές δεν θα έπρεπε να ανησυχήσουν ποτέ.
Ένα άλλο παράδειγμα που δείχνει ότι στη μετάφραση είναι απαραίτητο να λαβαίνεται υπόψη ο χρόνος του ρήματος της Κοινής Ελληνικής εμφανίζεται στο εδάφιο Εβραίους 11:17. Ορισμένες μεταφράσεις αγνοούν την ιδιαίτερη σημασία του χρόνου του ρήματος. Αναφορικά με τον Αβραάμ, η Αγία Γραφή σε Νεοελληνική Μεταφορά λέει: «Πρόσφερε τον μονογενή του εκείνος που αποδέχθηκε τις υποσχέσεις». Εδώ το ρήμα προσέφερεν στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο βρίσκεται στον παρατατικό, κάτι που μπορεί να μεταδίδει την ιδέα ότι ο Αβραάμ σκόπευε ή αποπειράθηκε να κάνει την εν λόγω πράξη, αλλά δεν την πραγματοποίησε ή δεν την επιτέλεσε. Γι’ αυτό, σε αρμονία με ό,τι συνέβη πραγματικά, το ρήμα της Κοινής αποδίδεται ορθότερα «αποπειράθηκε να προσφέρει». Παρόμοια, στο εδάφιο Λουκάς 1:59, όπου γίνεται λόγος για την ώρα της περιτομής του γιου του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο παρατατικός που χρησιμοποιείται (ἐκάλουν, Κείμενο) υποδεικνύει ότι, αντί για την απόδοση: «Το ονόμασαν Ζαχαρία, κατά το όνομα του πατέρα του» (KJ), η περικοπή πρέπει να αποδοθεί: «Επρόκειτο να . . . καλέσουν [το παιδάκι] με το όνομα του πατέρα του, Ζαχαρία» (ΜΝΚ). Αυτό βρίσκεται σε αρμονία με ό,τι συνέβη πραγματικά, δηλαδή με το γεγονός ότι του δόθηκε το όνομα Ιωάννης, σύμφωνα με τις οδηγίες του αγγέλου Γαβριήλ.—Λου 1:13.
Τόνοι και Πνεύματα. Στην Κοινή Ελληνική υπήρχαν τρεις τόνοι: η οξεία (΄), η περισπωμένη ( ͏͂) και η βαρεία (`). Όσον αφορά τα πνεύματα, το φωνήεν στην αρχή μιας λέξης έπαιρνε είτε «ψιλή» (᾿) είτε «δασεία» (῾), εκτός αν η λέξη άρχιζε με δίφθογγο, οπότε στις περισσότερες περιπτώσεις το πνεύμα τοποθετούνταν πάνω από το δεύτερο γράμμα. Επιπρόσθετα, το γράμμα ρ στην αρχή λέξης έπαιρνε πάντα δασεία (ῥαββεί).
Κάτω από μερικά φωνήεντα (α, η, ω) γραφόταν ένα μικρό γιώτα (ι) (που ονομάζεται υπογεγραμμένη).