ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Η λέξη Χριστιανός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που εμφανίζεται μόνο τρεις φορές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, προσδιορίζει τους ακολούθους του Χριστού Ιησού, τους υποστηρικτές της Χριστιανοσύνης.—Πρ 11:26· 26:28· 1Πε 4:16.
«Στην Αντιόχεια [της Συρίας] ήταν που για πρώτη φορά οι μαθητές ονομάστηκαν με θεϊκή πρόνοια Χριστιανοί». (Πρ 11:26) Πιθανώς, λοιπόν, αυτό το όνομα χρησιμοποιούνταν ήδη το έτος 44 Κ.Χ., όταν έλαβαν χώρα τα γεγονότα που περιγράφονται στα συμφραζόμενα, αν και η γραμματική δομή της εν λόγω φράσης δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην κάτι τέτοιο. Μερικοί πιστεύουν ότι αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, γύρω στο 58 Κ.Χ., στην πόλη της Καισάρειας, ο όρος ήταν πολύ γνωστός και χρησιμοποιούνταν ακόμη και από δημόσιους αξιωματούχους, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή ο Βασιλιάς Ηρώδης Αγρίππας Β΄ είπε στον Παύλο: «Ακόμη λίγο και θα με πείσεις να γίνω Χριστιανός».—Πρ 26:28.
Οι Βιβλικοί συγγραφείς, όταν απευθύνονταν στους ομοπίστους τους ή αναφέρονταν στους ακολούθους του Χριστού, χρησιμοποιούσαν εκφράσεις όπως «πιστοί στον Κύριο», «αδελφοί» και “μαθητές” (Πρ 5:14· 6:3· 15:10), «εκλεγμένοι» και “πιστοί” (Κολ 3:12· 1Τι 4:12), «δούλοι του Θεού» και «δούλοι του Χριστού Ιησού» (Ρω 6:22· Φλπ 1:1), “άγιοι”, «εκκλησία του Θεού» και “εκείνοι που επικαλούνται τον Κύριο”. (Πρ 9:13· 20:28· 1Κο 1:2· 2Τι 2:22) Αυτοί οι όροι, που είχαν δογματικό περιεχόμενο, χρησιμοποιούνταν πρωτίστως ως προσαγορεύσεις εντός της εκκλησίας. Οι έξω αναφέρονταν στη Χριστιανοσύνη με την έκφραση “Η Οδός” (Πρ 9:2· 19:9, 23· 22:4), οι δε ενάντιοι την αποκαλούσαν “η αίρεση των Ναζωραίων” ή απλώς “αυτή η αίρεση”.—Πρ 24:5· 28:22.
Στην Αντιόχεια της Συρίας έγιναν για πρώτη φορά γνωστοί ως «Χριστιανοί» οι ακόλουθοι του Χριστού. Είναι εντελώς απίθανο να ονόμασαν πρώτοι οι Ιουδαίοι τους ακολούθους του Ιησού «Χριστιανούς» (στην ελληνική) ή «Μεσσιανιστές» (στην εβραϊκή), διότι εκείνοι είχαν απορρίψει τον Ιησού ως τον Μεσσία ή Χριστό, οπότε δεν θα μπορούσαν συγχρόνως να τον αναγνωρίζουν εμμέσως ως τον Χρισμένο, ή αλλιώς τον Χριστό, χαρακτηρίζοντας τους ακολούθους του «Χριστιανούς». Μερικοί πιστεύουν πως ο ειδωλολατρικός πληθυσμός ίσως τους έδωσε το παρωνύμιο «Χριστιανοί» χλευαστικά ή σκωπτικά, αλλά η Γραφή δείχνει ότι αυτό το όνομα ήταν θεόδοτο, καθώς αναφέρει ότι «ονομάστηκαν με θεϊκή πρόνοια Χριστιανοί».—Πρ 11:26.
Το ρήμα χρηματίζω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου που χρησιμοποιείται σε αυτό το εδάφιο αποδίδεται κατά κανόνα απλώς «ονομάστηκαν», πράγμα που ισχύει για τις περισσότερες μεταφράσεις στο εδάφιο Πράξεις 11:26. Ωστόσο, κάποιες μεταφράσεις υποδεικνύουν ότι ο Θεός έπαιξε ρόλο στην επιλογή του ονόματος “Χριστιανός”. Αξιοπρόσεκτες ως προς αυτό είναι η Μετάφραση Νέου Κόσμου, η Κατά Λέξη Μετάφραση του Γιανγκ και Η Απλή Αγγλική Βίβλος. Η μετάφραση του Γιανγκ λέει: «Οι μαθητές επίσης ονομάστηκαν θεόθεν Χριστιανοί πρώτα στην Αντιόχεια».
Το ρήμα χρηματίζω, όπως χρησιμοποιείται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, σχετίζεται πάντοτε με κάτι το υπερφυσικό ή θεϊκό, με κάποιο θέσφατο. Το Αναλυτικό Ταμείο της Αγίας Γραφής ([Exhaustive Concordance of the Bible] 1890, σ. 78), του Στρονγκ, στο ελληνικό του λεξικό, ορίζει αυτό το ρήμα ως «εξαγγέλλω θέσφατο . . . ιδιαίτερα, κάποιο θεϊκό μυστικό». Το Ελληνικό και Αγγλικό Λεξικό ([Greek and English Lexicon] 1885, σ. 786), του Έντουαρντ Ρόμπινσον, δίνει τις ακόλουθες έννοιες: «Κάτι που λέγεται σε συνάρτηση με μια θεϊκή απόκριση, θέσφατο, διακήρυξη, αποκρίνομαι, εξαγγέλλω θέσφατο, δίνω προειδοποίηση από τον Θεό». Το Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Greek-English Lexicon of the New Testament] 1889, σ. 671), του Θάγιερ, λέει: «δίνω θεϊκή εντολή ή νουθεσία, διδάσκω από τον ουρανό . . . λαβαίνω θεϊκή εντολή, νουθεσία, καθοδήγηση . . . είμαι αγωγός θεϊκών αποκαλύψεων, γνωστοποιώ τις εντολές του Θεού». Ο Τόμας Σκοτ, στο έργο του Επεξηγηματικές Σημειώσεις ([Explanatory Notes] 1832, Τόμ. 3, σ. 419), λέει αναφορικά με αυτό το εδάφιο: «Η λέξη αφήνει να εννοηθεί ότι αυτό έγινε κατόπιν θεϊκής αποκάλυψης, διότι αυτή τη σημασία έχει γενικά στην Καινή Διαθήκη, και αποδίδεται “προειδοποιούμαι από τον Θεό”, ακόμη και όταν το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο δεν έχει τη λέξη ΘΕΟΣ». Σχετικά με το εδάφιο Πράξεις 11:26, το Σχολιολόγιο (Commentary) του Κλαρκ λέει: «Η λέξη [χρηματίσαι] στο κοινό μας κείμενο, την οποία αποδίδουμε ονομάστηκαν, σημαίνει στην Καινή Διαθήκη ορίζω, προειδοποιώ ή αναγορεύω, με Θεϊκή κατεύθυνση. Με αυτή την έννοια χρησιμοποιείται η λέξη στο εδ. Ματ 2:12 . . . Επομένως, αν το όνομα ορίστηκε Θεϊκά, το πιθανότερο είναι ότι το έδωσαν ο Σαύλος και ο Βαρνάβας κατόπιν σχετικής οδηγίας και ότι, ως εκ τούτου, το όνομα Χριστιανός προέρχεται από τον Θεό».—Βλέπε Ματ 2:12, 22· Λου 2:26· Πρ 10:22· Ρω 7:3· Εβρ 8:5· 11:7· 12:25, όπου υπάρχει αυτό το ρήμα στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο.
Οι Γραφές χαρακτηρίζουν τον Ιησού Χριστό Γαμπρό, Κεφαλή και Σύζυγο των χρισμένων ακολούθων του. (2Κο 11:2· Εφ 5:23) Εύλογα, λοιπόν, όπως μια σύζυγος παίρνει με χαρά το όνομα του συζύγου της, έτσι και η τάξη αυτή της «νύφης» του Χριστού έλαβε ευχαρίστως ένα όνομα το οποίο φανερώνει ότι τα μέλη της ανήκουν σε εκείνον. Με αυτόν τον τρόπο, όσοι παρατηρούσαν εκείνους τους Χριστιανούς του πρώτου αιώνα καταλάβαιναν αμέσως, όχι μόνο από τη δράση τους, αλλά και από το όνομά τους, ότι ήταν εντελώς διαφορετικοί από όσους ασκούσαν τον Ιουδαϊσμό. Αποτελούσαν μια αναπτυσσόμενη κοινότητα, όπου δεν υπήρχε ούτε Ιουδαίος ούτε Έλληνας αλλά όλοι ήταν ένα υπό την Κεφαλή τους και τον Ηγέτη τους, τον Ιησού Χριστό.—Γα 3:26-28· Κολ 3:11.
Τι Σημαίνει να Είναι Κάποιος Χριστιανός. Ο Ιησούς απηύθυνε στους ακροατές του την πρόσκληση να γίνουν ακόλουθοί του, λέγοντας: «Αν κάποιος θέλει να έρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το ξύλο του βασανισμού του και ας με ακολουθεί συνεχώς». (Ματ 16:24) Όσοι είναι αληθινοί Χριστιανοί πιστεύουν απόλυτα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο κατ’ εξοχήν Χρισμένος του Θεού και ο μονογενής Γιος του, το Υποσχεμένο Σπέρμα που θυσίασε την ανθρώπινη ζωή του ως λύτρο, που αναστήθηκε και εξυψώθηκε στα δεξιά του Ιεχωβά και έλαβε την εξουσία να καθυποτάξει τους εχθρούς του και να δικαιώσει την κυριαρχία του Ιεχωβά. (Ματ 20:28· Λου 24:46· Ιωα 3:16· Γα 3:16· Φλπ 2:9-11· Εβρ 10:12, 13) Οι Χριστιανοί θεωρούν ότι η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού, η απόλυτη αλήθεια, καθώς επίσης ότι είναι ωφέλιμη για τη διδασκαλία και τη διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων.—Ιωα 17:17· 2Τι 3:16· 2Πε 1:21.
Από τους αληθινούς Χριστιανούς δεν απαιτείται απλώς μια ομολογία πίστης. Είναι αναγκαίο να καταδεικνύει κάποιος τα πιστεύω του με έργα. (Ρω 10:10· Ιακ 2:17, 26) Δεδομένου ότι γεννιούνται αμαρτωλοί, όσοι γίνονται Χριστιανοί μετανοούν, μεταστρέφονται, αφιερώνουν τη ζωή τους στον Ιεχωβά για να τον λατρεύουν και να τον υπηρετούν, και κατόπιν βαφτίζονται. (Ματ 28:19· Πρ 2:38· 3:19) Πρέπει να παραμένουν καθαροί από πορνεία, ειδωλολατρία και βρώση αίματος. (Πρ 15:20, 29) Βγάζουν από πάνω τους την παλιά προσωπικότητα που χαρακτηρίζεται από ξεσπάσματα θυμού, αισχρολογία, ψέματα, κλοπές, μέθη και «παρόμοια πράγματα», και εναρμονίζουν τη ζωή τους με τις Βιβλικές αρχές. (Γα 5:19-21· 1Κο 6:9-11· Εφ 4:17-24· Κολ 3:5-10) «Κανείς σας», έγραψε ο Πέτρος στους Χριστιανούς, «ας μην υποφέρει ως φονιάς ή κλέφτης ή κακοποιός ή ως άτομο που ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων». (1Πε 4:15) Οι Χριστιανοί οφείλουν να δείχνουν καλοσύνη και στοχαστικότητα, να είναι πράοι και μακρόθυμοι, ασκώντας με αγάπη εγκράτεια. (Γα 5:22, 23· Κολ 3:12-14) Προμηθεύουν για τους δικούς τους και τους φροντίζουν, ενώ αγαπούν τον πλησίον τους όπως τον εαυτό τους. (1Τι 5:8· Γα 6:10· Ματ 22:36-40· Ρω 13:8-10) Η κύρια προσδιοριστική ιδιότητα από την οποία αναγνωρίζονται οι αληθινοί Χριστιανοί είναι η ιδιαίτερη αγάπη που έχουν ο ένας για τον άλλον. «Από αυτό», είπε ο Ιησούς, «θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας».—Ιωα 13:34, 35· 15:12, 13.
Οι αληθινοί Χριστιανοί μιμούνται το παράδειγμα του Ιησού, του Μεγάλου Δασκάλου και Πιστού Μάρτυρα του Ιεχωβά. (Ιωα 18:37· Απ 1:5· 3:14) «Πηγαίνετε . . . κάντε μαθητές από όλα τα έθνη», είναι η εντολή του Ηγέτη τους. (Ματ 28:19, 20) Για να την εκτελέσουν, οι Χριστιανοί “δίνουν μαρτυρία δημόσια και από σπίτι σε σπίτι”, προτρέποντας τους ανθρώπους παντού να φύγουν από τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη και να θέσουν την ελπίδα και την πεποίθησή τους στη Βασιλεία του Θεού. (Πρ 5:42· 20:20, 21· Απ 18:2-4) Αυτά είναι πράγματι καλά νέα, αλλά η διακήρυξη ενός τέτοιου αγγέλματος επιφέρει μεγάλο διωγμό και παθήματα στους Χριστιανούς, όπως συνέβη και με τον Ιησού Χριστό. Οι ακόλουθοί του δεν είναι υπεράνω εκείνου. Αρκεί να είναι σαν εκείνον. (Ματ 10:24, 25· 16:21· 24:9· Ιωα 15:20· 2Τι 3:12· 1Πε 2:21) Αν κανείς «υποφέρει ως Χριστιανός, ας μην ντρέπεται, αλλά ας δοξάζει τον Θεό με αυτό το όνομα», συμβούλεψε ο Πέτρος. (1Πε 4:16) Οι Χριστιανοί αποδίδουν στον «Καίσαρα» όσα ανήκουν στις ανώτερες εξουσίες αυτού του κόσμου—τιμή, σεβασμό, φόρο—αλλά ταυτόχρονα παραμένουν αποχωρισμένοι από τις υποθέσεις αυτού του κόσμου (Ματ 22:21· Ιωα 17:16· Ρω 13:1-7), και γι’ αυτό ο κόσμος τούς μισεί.—Ιωα 15:19· 18:36· 1Πε 4:3, 4· Ιακ 4:4· 1Ιω 2:15-17.
Εύλογα αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι διέθεταν τέτοιες υψηλές αρχές ηθικής και ακεραιότητας και ένα συναρπαστικό άγγελμα που το μετέδιδαν με φλογερό ζήλο και παρρησία, προσέλκυσαν γρήγορα την προσοχή τον πρώτο αιώνα. Τα ιεραποστολικά ταξίδια του Παύλου, παραδείγματος χάρη, ήταν σαν φωτιά που εξαπλωνόταν ραγδαία από τη μια πόλη στην άλλη—την Αντιόχεια της Πισιδίας, το Ικόνιο, τα Λύστρα, τη Δέρβη και την Πέργη σε ένα ταξίδι· τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο σε ένα άλλο—και έκαναν τους ανθρώπους να σταθούν, να σκεφτούν και να πάρουν θέση, είτε δεχόμενοι είτε απορρίπτοντας τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού. (Πρ 13:14–14:26· 16:11–18:17) Πολλές χιλιάδες άτομα εγκατέλειψαν τις οργανώσεις της ψεύτικης θρησκείας στις οποίες ανήκαν, ασπάστηκαν ολόκαρδα τη Χριστιανοσύνη και ανέλαβαν με ζήλο το έργο κηρύγματος μιμούμενοι τον Χριστό Ιησού και τους αποστόλους. Αυτό, με τη σειρά του, τους έκανε αντικείμενα μίσους και διωγμού, ο οποίος υποκινούνταν κατά κύριο λόγο από τους ηγέτες της ψεύτικης θρησκείας και από παραπληροφορημένους πολιτικούς άρχοντες. Ο ηγέτης τους, ο Ιησούς Χριστός, ο Άρχοντας της Ειρήνης, είχε θανατωθεί κατηγορούμενος για στασιασμό. Τώρα, οι φιλειρηνικοί Χριστιανοί κατηγορούνταν ότι “αναστάτωναν την πόλη”, ότι “είχαν αναστατώσει την κατοικημένη γη” και ότι “παντού μιλούσαν εναντίον τους”. (Πρ 16:20· 17:6· 28:22) Όταν ο Πέτρος έγραψε την πρώτη του επιστολή (περ. 62-64 Κ.Χ.) φαίνεται πως η δράση των Χριστιανών ήταν πασίγνωστη σε μέρη όπως “ο Πόντος, η Γαλατία, η Καππαδοκία, η Ασία και η Βιθυνία”.—1Πε 1:1.
Μαρτυρίες από Μη Χριστιανικές Πηγές. Μη Βιβλικοί συγγραφείς των πρώτων δύο αιώνων επίσης αναγνώρισαν την παρουσία και την επιρροή των πρώτων Χριστιανών στον ειδωλολατρικό τους κόσμο. Για παράδειγμα, ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος, που γεννήθηκε γύρω στο 55 Κ.Χ., κάνει λόγο για τις φήμες που επέρριπταν στον Νέρωνα την ευθύνη για τον εμπρησμό της Ρώμης (64 Κ.Χ.), και κατόπιν προσθέτει: «Ο Νέρων, λοιπόν, για να διασκεδάσει τις φήμες ενοχοποίησε και τιμώρησε με ακραία βαναυσότητα μια τάξη ανθρώπων που ήταν απεχθείς για τις διαστροφές τους [κατά την αντίληψη των Ρωμαίων], τους “Χριστιανούς”, όπως τους αποκαλούσαν οι μάζες. . . . Ως εκ τούτου, αρχικά συνελήφθησαν όσοι ήταν δηλωμένα μέλη της αίρεσης. Στη συνέχεια, με βάση τα όσα αποκάλυψαν εκείνοι, καταδικάστηκαν αμέτρητα άτομα, όχι τόσο με την κατηγορία του εμπρησμού όσο με την κατηγορία της μισανθρωπίας. Τους γελοιοποιούσαν δε προτού τους θανατώσουν: τους κάλυπταν με δέρματα θηρίων και τους έριχναν στα σκυλιά τα οποία τους κατασπάραζαν· ή τους έδεναν σε σταυρούς και, όταν έπεφτε το σούρουπο, τους έκαιγαν για να χρησιμεύουν ως νυχτερινός φωτισμός». (Χρονικά [Annales], XV, XLIV) Ο Σουητώνιος, ένας άλλος Ρωμαίος ιστορικός ο οποίος γεννήθηκε στα τέλη του πρώτου αιώνα Κ.Χ., αφηγείται τα όσα συνέβησαν στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Νέρωνα: «Επιβλήθηκαν ποινές στους Χριστιανούς, ανθρώπους που πίστευαν σε μια νέα και βλαβερή δεισιδαιμονία».—Οι Βίοι των Καισάρων (Νέρων, XVI, 2).
Ο Φλάβιος Ιώσηπος, στο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία (ΙΗ΄, 64 [iii, 3]), αναφέρει ορισμένα γεγονότα από τη ζωή του Ιησού, προσθέτοντας: «Και το φύλο των Χριστιανών, το οποίο πήρε το όνομά του από αυτόν, δεν έχει εξαφανιστεί μέχρι σήμερα [το 93 περίπου Κ.Χ.]». Ο Πλίνιος ο Νεότερος, κυβερνήτης της Βιθυνίας το 111 ή το 112 Κ.Χ., ο οποίος βρέθηκε αντιμέτωπος με το “Χριστιανικό πρόβλημα”, έγραψε στον Αυτοκράτορα Τραϊανό, εκθέτοντας τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε και ζητώντας τη συμβουλή του. «Τους ρωτώ ο ίδιος προσωπικά αν είναι Χριστιανοί», έγραψε ο Πλίνιος. Αν το ομολογούσαν, τιμωρούνταν. Εντούτοις, άλλοι «αρνούνταν ότι ήταν ή ότι υπήρξαν ποτέ Χριστιανοί». Όταν υποβάλλονταν σε δοκιμασία, αυτοί όχι μόνο πρόσφεραν ειδωλολατρικές θυσίες, αλλά και «εξύβριζαν το όνομα του Χριστού: τίποτα από αυτά, από όσο ξέρω, δεν θα εξωθούνταν να κάνει ένας γνήσιος Χριστιανός». Στην απαντητική επιστολή του ο Τραϊανός επαίνεσε τον Πλίνιο για τους χειρισμούς του: «Έχεις ακολουθήσει τη σωστή διαδικασία . . . στα πλαίσια της έρευνας που διεξάγεις για όσους κατηγορούνται ότι είναι Χριστιανοί».—Επιστολές (Epistulae), του Πλίνιου, 10, 96, 3, 5· 97, 1.
Οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα δεν είχαν ναούς, δεν έχτιζαν βωμούς, δεν χρησιμοποιούσαν εσταυρωμένους ούτε μισθοδοτούσαν ιερωμένους με άμφια και τίτλους. Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν γιόρταζαν τις εθνικές γιορτές και αρνούνταν κάθε στρατιωτική υπηρεσία. «Μια προσεκτική ανασκόπηση όλων των πληροφοριών που υπάρχουν στη διάθεσή μας δείχνει ότι, μέχρι την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου [ο οποίος κυβέρνησε από το 161 ως το 180 Κ.Χ.], κανένας Χριστιανός δεν έγινε στρατιώτης· και κανένας στρατιώτης, αφού έγινε Χριστιανός, δεν παρέμεινε σε στρατιωτική υπηρεσία».—Η Άνοδος της Χριστιανοσύνης (The Rise of Christianity), του Έ. Μπαρνς, 1947, σ. 333.
Ωστόσο, όπως δείχνει η επιστολή του Πλίνιου, δεν ήταν όλοι όσοι έφεραν το όνομα Χριστιανός ασυμβίβαστοι όταν υποβάλλονταν σε δοκιμασία. Ακριβώς όπως είχε προειπωθεί, το πνεύμα της αποστασίας ήταν ήδη σε δράση προτού κοιμηθούν οι απόστολοι τον ύπνο του θανάτου. (Πρ 20:29, 30· 2Πε 2:1-3· 1Ιω 2:18, 19, 22) Μέσα σε λιγότερο από 300 χρόνια, ο σιταγρός της Χριστιανοσύνης είχε κατακλυστεί από τα ζιζάνια των αποστατικών αντίχριστων ώσπου ο πονηρός Κωνσταντίνος ο Μέγας (που έχει ενοχοποιηθεί για τη δολοφονία τουλάχιστον εφτά στενών φίλων και συγγενών του) πρωταγωνίστησε σε γεγονότα τα οποία οδήγησαν στη δημιουργία μιας κρατικής θρησκείας μεταμφιεσμένης σε «Χριστιανοσύνη».