Εξόριστος στη Σιβηρία!
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΒΑΣΙΛΙ ΚΑΛΙΝ
Αν βλέπατε κάποιον να διαβάζει ήρεμα την Αγία Γραφή παρά το θόρυβο από τις οβίδες, δεν θα θέλατε να μάθετε πώς τα κατάφερνε να είναι τόσο ήρεμος; Ο πατέρας μου παρακολούθησε μια τέτοια σκηνή πριν από 56 και πλέον χρόνια.
ΗΤΑΝ Ιούλιος του 1942, όταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Επειδή η πρώτη γραμμή των Γερμανών περνούσε μέσα από το χωριό του πατέρα μου, το Βιλσανίτσα της Ουκρανίας, ο πατέρας μου κατέλυσε στο σπίτι κάποιων ηλικιωμένων ανθρώπων. Οβίδες έσκαγαν σε όλη τη γύρω περιοχή, και εντούτοις ο άντρας καθόταν δίπλα στη σόμπα ζεσταίνοντας λίγο καλαμπόκι και διαβάζοντας την Αγία Γραφή.
Εγώ γεννήθηκα πέντε χρόνια αργότερα, κοντά στην όμορφη πόλη Ιβάνο-Φρανκόφσκ της δυτικής Ουκρανίας, η οποία ήταν τότε μέρος της Σοβιετικής Ένωσης. Αργότερα, ο πατέρας μου μού μίλησε για την αξιομνημόνευτη συνάντηση που είχε με εκείνον τον άντρα, ο οποίος ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, καθώς και για τη φρίκη των χρόνων του πολέμου. Ο κόσμος είχε εξαντληθεί και είχε σαστίσει από όλα αυτά, και πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνταν: “Γιατί υπάρχει τόση αδικία; Γιατί πεθαίνουν χιλιάδες αθώοι άνθρωποι; Γιατί το επιτρέπει ο Θεός; Γιατί; Γιατί; Γιατί;”
Ο πατέρας είχε μια πολύωρη, ειλικρινή συζήτηση γύρω από αυτά τα ερωτήματα με τον ηλικιωμένο άντρα. Ανοίγοντας την Αγία Γραφή του στο ένα εδάφιο μετά το άλλο, εκείνος έδειξε στον πατέρα τις απαντήσεις σε ερωτήματα τα οποία τον προβλημάτιζαν από καιρό. Του εξήγησε ότι ο Θεός σκόπευε να δώσει τέλος σε όλους τους πολέμους στον προσδιορισμένο του καιρό και ότι η γη θα μετατρεπόταν σε έναν πανέμορφο παράδεισο.—Ψαλμός 46:9· Ησαΐας 2:4· Αποκάλυψη 21:3, 4.
Ο πατέρας γύρισε βιαστικά στο σπίτι και αναφώνησε: «Δεν θα το πιστέψετε! Ύστερα από μία μόνο συζήτηση με Μάρτυρες του Ιεχωβά, άνοιξαν τα μάτια μου! Βρήκα την αλήθεια!» Ο πατέρας είπε ότι αν και πήγαινε τακτικά στην Καθολική Εκκλησία, οι ιερείς δεν κατάφεραν ποτέ να απαντήσουν στα ερωτήματά του. Έτσι, ο πατέρας άρχισε να μελετάει την Αγία Γραφή, και η μητέρα μου ενώθηκε μαζί του. Άρχισαν επίσης να διδάσκουν τα τρία παιδιά τους—την αδελφή μου, η οποία ήταν μόλις 2 χρονών, και τους αδελφούς μου, οι οποίοι ήταν 7 και 11 χρονών. Λίγο αργότερα, το σπίτι τους έπαθε σοβαρές ζημιές από μια βόμβα, και έτσι δεν είχαν πια παρά ένα μόνο δωμάτιο όπου μπορούσαν να μείνουν.
Η μητέρα προερχόταν από μια μεγάλη οικογένεια και είχε πέντε αδελφές και έναν αδελφό. Ο πατέρας της ήταν από τους εύπορους ανθρώπους της περιοχής και έδινε μεγάλη σημασία στο κύρος του και στην κοινωνική του θέση. Γι’ αυτό και στην αρχή οι συγγενείς μας εναντιώθηκαν στη νεοαποκτηθείσα πίστη της οικογένειάς μου. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου πολλοί από αυτούς τους ενάντιους εγκατέλειψαν αντιγραφικές θρησκευτικές συνήθειες, λόγου χάρη τη χρήση εικόνων, και ενώθηκαν με τους γονείς μου στην αληθινή λατρεία.
Οι ιερείς υποκινούσαν φανερά το λαό εναντίον των Μαρτύρων. Ως αποτέλεσμα, οι ντόπιοι έσπαγαν τα παράθυρά τους και τους απειλούσαν. Παρ’ όλα αυτά, οι γονείς μου συνέχισαν να μελετούν την Αγία Γραφή. Έτσι, τον καιρό που γεννήθηκα εγώ το 1947, η οικογένειά μας ήδη λάτρευε τον Ιεχωβά με πνεύμα και αλήθεια.—Ιωάννης 4:24.
Οδηγούμαστε στην Εξορία
Αυτά που συνέβησαν τις πρώτες πρωινές ώρες στις 8 Απριλίου 1951 έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου, αν και ήμουν μόνο τεσσάρων χρονών τότε. Ήρθαν στρατιωτικοί με σκυλιά και μπήκαν στο σπίτι μας. Μας παρουσίασαν μια εντολή εκτόπισης και έψαξαν το σπίτι. Στο κατώφλι μας στέκονταν στρατιώτες που είχαν πολυβόλα και σκυλιά, και στο τραπέζι μας κάθονταν άντρες με στρατιωτικές στολές, περιμένοντάς μας καθώς ετοιμαζόμασταν βιαστικά για να φύγουμε μέσα στην προθεσμία των δύο ωρών που μας δόθηκε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, και έκλαιγα.
Οι γονείς μου διατάχθηκαν να υπογράψουν ένα έγγραφο στο οποίο θα δήλωναν ότι δεν ήταν πια Μάρτυρες του Ιεχωβά και ότι δεν θα είχαν πλέον καμιά σχέση με αυτούς. Αν υπέγραφαν, θα τους άφηναν να ζήσουν στο σπίτι τους και στη γενέτειρά τους. Αλλά ο πατέρας δήλωσε σταθερά: «Είμαι σίγουρος ότι, όπου και αν μας πάτε, ο Θεός μας, ο Ιεχωβά, θα είναι μαζί μας».
«Σκεφτείτε την οικογένειά σας, τα παιδιά σας», εκλιπαρούσε ο αξιωματικός. «Σε τελική ανάλυση, δεν θα σας πάνε σε κάποιο θέρετρο. Θα σας πάνε στο βορειότερο τμήμα της χώρας· εκεί δεν λιώνουν ποτέ τα χιόνια και στους δρόμους περπατούν πολικές αρκούδες».
Εκείνη την εποχή η λέξη «Σιβηρία» ήταν κάτι το φοβερό και μυστηριώδες για όλους. Εντούτοις, η πίστη και η έντονη αγάπη για τον Ιεχωβά αποδείχτηκαν ισχυρότερες από το φόβο για το άγνωστο. Φόρτωσαν τα αποκτήματά μας πάνω σε μια άμαξα και μας πήγαν στην πόλη, όπου μας ανάγκασαν να επιβιβαστούμε σε φορτηγά βαγόνια, μαζί με 20 ως 30 άλλες οικογένειες. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, το ταξίδι μας προς την καρδιά της τάιγκας, δηλαδή των ερημότοπων, της Σιβηρίας.
Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς καθ’ οδόν, συναντούσαμε και άλλα τρένα που μετέφεραν εξορίστους και βλέπαμε τις επιγραφές οι οποίες ήταν κρεμασμένες στα βαγόνια: «Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Αμαξοστοιχία». Αυτό ήταν από μόνο του ένα είδος μαρτυρίας, εφόσον με αυτόν τον τρόπο πολλοί έμαθαν ότι στέλνονταν χιλιάδες Μάρτυρες καθώς και οι οικογένειές τους σε διάφορα μέρη του βορρά και της άπω ανατολής.
Αυτές οι ομαδικές συλλήψεις και η εξορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά τον Απρίλιο του 1951 είναι καλά τεκμηριωμένες. Ο ιστορικός Γουόλτερ Κόλαρς έγραψε σχετικά με όλα αυτά στο βιβλίο του Η Θρησκεία στη Σοβιετική Ένωση (Religion in the Soviet Union): «Αυτό δεν ήταν το τέλος των “Μαρτύρων” στη Ρωσία, παρά μόνο η αρχή ενός καινούριου κεφαλαίου στις προσηλυτιστικές τους δραστηριότητες. Προσπαθούσαν μάλιστα να διαδώσουν την πίστη τους όταν σταματούσαν στους διάφορους σταθμούς καθ’ οδόν προς την εξορία. Εκτοπίζοντάς τους, η σοβιετική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα καλύτερο για τη διάδοση της πίστης τους. Έξω από την απομόνωση των χωριών τους οι “Μάρτυρες” φέρθηκαν σε έναν ευρύτερο κόσμο, έστω και αν αυτός ήταν ο τρομερός κόσμος των στρατοπέδων συγκέντρωσης και καταναγκαστικών έργων».
Η οικογένειά μου στάθηκε τυχερή, εφόσον μας άφησαν να πάρουμε μαζί μας μερικά τρόφιμα—αλεύρι, καλαμπόκι και φασόλια. Μάλιστα, στον παππού μου επέτρεψαν να σφάξει ένα γουρούνι, και έτσι είχαμε να φάμε εμείς και άλλοι Μάρτυρες. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ακούγονταν εγκάρδιοι ύμνοι από τα βαγόνια. Ο Ιεχωβά μάς παρείχε τη δύναμη που χρειαζόμασταν για να υπομείνουμε.—Παροιμίες 18:10.
Χρειάστηκαν σχεδόν τρεις εβδομάδες για να διασχίσουμε τη Ρωσία και τελικά φτάσαμε στην ψυχρή, μοναχική και μακρινή Σιβηρία. Μας πήγαν στο σταθμό Τορέγια της περιοχής Τσούνσκι στην περιφέρεια του Ιρκούτσκ. Από εκεί, μας μετέφεραν σε ένα μικρό χωριό στα βάθη της τάιγκας για «μόνιμη εγκατάσταση», όπως ανέφεραν τα χαρτιά μας. Τα υπάρχοντα 15 οικογενειών χωρούσαν άνετα πάνω σε ένα έλκηθρο, και ένα τρακτέρ το έσυρε μέσα από την ανοιξιάτικη λάσπη. Περίπου 20 οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε στρατώνες, οι οποίοι αποτελούνταν από μεγάλους διαδρόμους που δεν είχαν χωρίσματα. Οι αρχές είχαν προειδοποιήσει τους ντόπιους εκ των προτέρων ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν απαίσιοι άνθρωποι. Γι’ αυτό και στην αρχή οι άνθρωποι μας φοβούνταν και δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να γνωριστούμε καλύτερα.
Η Εργασία στην Εξορία
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εργάζονταν κόβοντας δέντρα, και το έκαναν αυτό υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες. Όλη η εργασία ήταν χειρωνακτική—πριόνιζαν τους κορμούς, τους έσκιζαν, τους φόρτωναν σε άμαξες τις οποίες έσερναν άλογα και κατόπιν τους φόρτωναν σε σιδηροδρομικά βαγόνια. Την κατάσταση τη χειροτέρευαν τα νέφη από σκνίπες από τις οποίες ήταν αδύνατον να ξεφύγει κανείς. Ο πατέρας μου υπέφερε τρομερά. Όλο το σώμα του ήταν πρησμένο, και προσευχόταν ένθερμα στον Ιεχωβά να τον βοηθήσει να υπομείνει. Αλλά παρ’ όλες τις δυσκολίες, η πίστη της συντριπτικής πλειονότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά παρέμεινε ασάλευτη.
Σύντομα μας πήγαν στην πόλη Ιρκούτσκ, όπου η οικογένειά μας έμεινε σε ένα πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης και εργαζόταν σε κάποιο εργοστάσιο κατασκευής πλίθων. Τα άτομα που εργάζονταν εκεί έβγαζαν τους πλίθους απευθείας από τους μεγάλους, καυτούς φούρνους με το χέρι, και η καθορισμένη εργασία αυξανόταν συνεχώς, έτσι ώστε χρειαζόταν να δουλεύουν ακόμη και τα παιδιά για να βοηθούν τους γονείς τους να αντεπεξέρχονται. Αυτή η περίπτωση μας θύμιζε τη δουλεία των Ισραηλιτών στην αρχαία Αίγυπτο.—Έξοδος 5:9-16.
Έγινε φανερό ότι οι Μάρτυρες ήταν σκληρά εργαζόμενα και έντιμα άτομα, όχι «εχθροί του λαού», όπως ισχυρίζονταν κάποιοι. Παρατηρήθηκε ότι κανένας Μάρτυρας δεν πρόσβαλλε τις αρχές, ούτε εναντιώνονταν οι Μάρτυρες στις αποφάσεις εκείνων που βρίσκονταν στην εξουσία. Πολλοί έφτασαν στο σημείο να εκτιμήσουν ακόμη και την πίστη τους.
Η Πνευματική μας Ζωή
Μολονότι οι Μάρτυρες υποβλήθηκαν επανειλημμένα σε έρευνες—πριν εξοριστούν, στη διάρκεια της διαδρομής, καθώς και στους τόπους όπου εξορίστηκαν—πολλοί κατάφεραν να κρύψουν αντίτυπα της Σκοπιάς, ακόμη και Άγιες Γραφές. Αργότερα, έγιναν αντίγραφα όλων αυτών με το χέρι και με άλλα μέσα. Οι Χριστιανικές συναθροίσεις διεξάγονταν τακτικά στους στρατώνες. Όταν ερχόταν ο διοικητής των στρατώνων και έβρισκε μερικούς από εμάς να ψέλνουμε ύμνο, μας διέταζε να σταματήσουμε. Σταματούσαμε. Αλλά όταν πήγαινε στον επόμενο στρατώνα, αρχίζαμε ξανά να ψέλνουμε. Ήταν αδύνατον να μας σταματήσουν.
Ούτε και το έργο κηρύγματος διακόπηκε ποτέ. Οι Μάρτυρες μιλούσαν στους πάντες, παντού. Οι μεγαλύτεροι αδελφοί μου και οι γονείς μου πολλές φορές μου εξηγούσαν πώς κατάφερναν να μεταδίδουν τις Βιβλικές αλήθειες σε άλλους. Ως αποτέλεσμα, η Βιβλική αλήθεια σταδιακά κέρδιζε τις καρδιές ειλικρινών ανθρώπων. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Βασιλεία του Ιεχωβά έγινε γνωστή μέσα και γύρω από το Ιρκούτσκ.
Αρχικά οι Μάρτυρες θεωρούνταν πολιτικοί εχθροί, αλλά αργότερα αναγνωρίστηκε επίσημα ότι η οργάνωσή μας έχει καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχές επιχείρησαν να σταματήσουν τη δραστηριότητά μας. Γι’ αυτό συγκεντρωνόμασταν για να μελετούμε την Αγία Γραφή σε μικρούς ομίλους δύο ή τριών οικογενειών ώστε να μη μας ανακαλύψουν. Μια προσεκτική έρευνα διεξάχθηκε νωρίς ένα πρωί του Φεβρουαρίου του 1952. Αργότερα, συνέλαβαν δέκα Μάρτυρες και πήγαν τους υπόλοιπους από εμάς σε διάφορα μέρη. Τη δική μας οικογένεια τη μετέφεραν στο χωριό Ίσκρα, το οποίο είχε πληθυσμό γύρω στα εκατό άτομα και βρισκόταν περίπου 30 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη Ιρκούτσκ.
Υπομέναμε Καθώς Άλλαζαν οι Περιστάσεις
Η διοίκηση του χωριού μάς υποδέχτηκε με απρόσμενα φιλόξενο τρόπο. Οι άνθρωποι ήταν απλοί και φιλικοί—πολλοί βγήκαν μάλιστα από τα σπίτια τους για να μας βοηθήσουν. Η οικογένειά μας τοποθετήθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο περίπου 17 τετραγωνικών μέτρων μαζί με άλλες δύο οικογένειες. Η μοναδική πηγή φωτός που είχαμε ήταν κάποιες λάμπες πετρελαίου.
Την επομένη το πρωί έγιναν εκλογές. Οι γονείς μου είπαν ότι είχαν ήδη ψηφίσει τη Βασιλεία του Θεού, πράγμα το οποίο οι άνθρωποι φυσικά δεν κατάλαβαν. Γι’ αυτόν το λόγο, τα ενήλικα μέλη της οικογένειάς μου πέρασαν ολόκληρη την ημέρα υπό κράτηση. Στη συνέχεια, πολλοί άνθρωποι τους ρώτησαν για το πιστεύω τους, και έτσι δόθηκε μια θαυμάσια ευκαιρία στην οικογένειά μου να μιλήσει σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού ως τη μόνη ελπίδα για την ανθρωπότητα.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που ζήσαμε στο χωριό Ίσκρα, δεν υπήρχαν άλλοι Μάρτυρες εκεί κοντά για να συναναστραφούμε. Για να φύγουμε από το χωριό, χρειαζόταν να πάρουμε ειδική άδεια από το διοικητή, και εκείνος σπανίως μας την έδινε, εφόσον ο κύριος λόγος για την εκτόπισή μας ήταν να μας απομονώσουν από τους άλλους ανθρώπους. Ωστόσο, οι Μάρτυρες προσπαθούσαν πάντα να έρχονται σε επαφή ο ένας με τον άλλον και να μοιράζονται οποιαδήποτε καινούρια πνευματική τροφή λάβαιναν.
Μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953, μειώθηκαν οι ποινές όλων των καταδικασμένων Μαρτύρων από 25 χρόνια σε 10. Εκείνοι που βρίσκονταν στη Σιβηρία δεν χρειάζονταν πια ειδικό έγγραφο για να μετακινούνται. Αλλά οι αρχές σύντομα άρχισαν να διεξάγουν έρευνες και κατόπιν να συλλαμβάνουν τους Μάρτυρες αν ανακάλυπταν ότι είχαν Άγιες Γραφές ή Βιβλικά έντυπα στην κατοχή τους. Δημιουργήθηκαν ειδικά στρατόπεδα για τους Μάρτυρες, και περίπου 400 αδελφοί και 200 αδελφές στάλθηκαν σε αυτά στην περιοχή γύρω από το Ιρκούτσκ.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλο τον κόσμο έμαθαν για το διωγμό που υποφέραμε στη Σοβιετική Ένωση. Έτσι, από τα μέσα του 1956 ως το Φεβρουάριο του 1957, υιοθετήθηκε ένα ψήφισμα υπέρ μας σε 199 συνελεύσεις περιφερείας οι οποίες διεξάχθηκαν σε όλα τα μέρη του κόσμου. Συνολικά 462.936 άτομα που ήταν παρόντα ενέκριναν το ψήφισμα και το έστειλαν στον τότε πρωθυπουργό της Σοβιετικής Ένωσης, Νικολάι Α. Μπουλγκάνιν. Μεταξύ άλλων, αυτό το ψήφισμα ζητούσε να αφεθούμε ελεύθεροι και να “επιτραπεί να λαβαίνουμε και να εκδίδουμε το περιοδικό Σκοπιά στη ρωσική, στην ουκρανική και σε όσες άλλες γλώσσες κριθεί αναγκαίο, καθώς και άλλα Γραφικά έντυπα τα οποία χρησιμοποιούνται παγκόσμια από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά”.
Στο μεταξύ, η οικογένειά μας είχε σταλεί στο απομακρυσμένο χωριό Κουντιακόβα, περίπου 20 χιλιόμετρα από το Ιρκούτσκ. Ζήσαμε εκεί εφτά χρόνια. Το 1960 ο αδελφός μου Φιόντορ έφυγε για το Ιρκούτσκ, και τον επόμενο χρόνο ο μεγαλύτερος αδελφός μου παντρεύτηκε και η αδελφή μου μετακόμισε αλλού. Κατόπιν, το 1962, ο Φιόντορ συνελήφθη και φυλακίστηκε επειδή κήρυττε.
Η Πνευματική μου Ανάπτυξη
Από το χωριό μας το Κουντιακόβα, έπρεπε να ταξιδεύουμε 20 χιλιόμετρα με τα πόδια ή με ποδήλατο προκειμένου να συναθροιζόμαστε με άλλους για μελέτη της Αγίας Γραφής. Γι’ αυτό προσπαθήσαμε να μετακομίσουμε στο Ιρκούτσκ ώστε να είμαστε σε πιο στενή επαφή με άλλους Μάρτυρες. Αλλά ο επικεφαλής της περιοχής στην οποία ζούσαμε δεν συμφωνούσε με τη μετακίνησή μας και έκανε ό,τι μπορούσε για να την παρεμποδίσει. Ύστερα από αρκετό διάστημα, όμως, αυτός ο άνθρωπος άρχισε να είναι πιο φιλικός απέναντί μας, και καταφέραμε να μετακομίσουμε στο χωριό Πιβοβάρικα, περίπου 10 χιλιόμετρα από το Ιρκούτσκ. Εκεί υπήρχε εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και μια καινούρια ζωή ξεκίνησε για εμένα. Στο Πιβοβάρικα υπήρχαν οργανωμένοι όμιλοι Μελέτης Βιβλίου Εκκλησίας καθώς και αδελφοί που επέβλεπαν τις πνευματικές δραστηριότητες. Πόσο ευτυχισμένος ήμουν!
Είχα φτάσει πια στο σημείο να αγαπώ πάρα πολύ την αλήθεια της Αγίας Γραφής, και ήθελα να βαφτιστώ. Τον Αύγουστο του 1965 πραγματοποιήθηκε η επιθυμία μου καθώς βαφτίστηκα στο μικρό ποταμό Ολχά, εκεί όπου βαφτίζονταν πολλοί καινούριοι Μάρτυρες εκείνη την περίοδο. Στον απλό παρατηρητή, φαινόταν ότι απολαμβάναμε ένα πικνίκ και κάναμε μπάνιο στο ποτάμι. Λίγο αργότερα έλαβα τον πρώτο μου διορισμό ως επίσκοπος της Σχολής Θεοκρατικής Διακονίας. Κατόπιν, το Νοέμβριο του 1965, είχαμε ακόμη μεγαλύτερη αιτία για χαρά επειδή ο Φιόντορ επέστρεψε από τη φυλακή.
Πώς Ευημέρησε το Έργο
Το 1965 συγκεντρώθηκαν όλοι οι εξόριστοι και ανακοινώθηκε ότι είχαμε το δικαίωμα να μετακομίσουμε οπουδήποτε θέλαμε· έτσι τερματίστηκε η «μόνιμη εγκατάστασή» μας. Μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά που μας πλημμύρισε; Αν και πολλοί από εμάς έφυγαν και πήγαν σε άλλα μέρη της χώρας, άλλοι αποφάσισαν να παραμείνουν εκεί όπου ο Ιεχωβά μάς είχε ευλογήσει και είχε υποστηρίξει την πνευματική μας ανάπτυξη και δραστηριότητα. Πολλοί από αυτούς ανέθρεψαν τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους στη Σιβηρία, η οποία, με το πέρασμα του χρόνου, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τελικά τόσο φοβερή.
Το 1967 γνώρισα τη Μαρία, μια κοπέλα της οποίας η οικογένεια είχε επίσης εξοριστεί στη Σιβηρία από την Ουκρανία. Ως παιδιά, είχαμε ζήσει και οι δύο στο ουκρανικό χωριό Βιλσανίτσα. Παντρευτήκαμε το 1968, και τελικά ευλογηθήκαμε με ένα γιο, τον Γιάροσλαβ, και αργότερα με μια κόρη, την Οξάνα.
Εξακολουθούσαμε να επωφελούμαστε από τις κηδείες και τους γάμους προκειμένου να συναθροιζόμαστε σε μεγάλους αριθμούς για πνευματική συναναστροφή. Χρησιμοποιούσαμε επίσης αυτές τις περιστάσεις για να εξηγούμε τις αλήθειες της Αγίας Γραφής στους παρευρισκόμενους συγγενείς και φίλους οι οποίοι δεν ήταν Μάρτυρες. Πολλές φορές οι αξιωματικοί της ασφάλειας παρακολουθούσαν αυτές τις ομιλίες, στις οποίες κηρύτταμε φανερά από την Αγία Γραφή σχετικά με την ελπίδα της ανάστασης ή την προμήθεια του γάμου που έκανε ο Ιεχωβά καθώς και για τις μελλοντικές ευλογίες στο νέο του κόσμο.
Κάποια φορά, καθώς ολοκλήρωνα μια ομιλία κηδείας, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο, άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες, και ένας από τους άντρες που βρίσκονταν μέσα βγήκε και με διέταξε να μπω στο αυτοκίνητο. Δεν φοβήθηκα. Σε τελική ανάλυση, δεν ήμασταν εγκληματίες, απλώς πιστεύαμε στον Θεό. Είχα, όμως, στην τσέπη μου τις εκθέσεις έργου εκείνων που ανήκαν στην εκκλησία μας. Γι’ αυτόν το λόγο θα μπορούσαν να με συλλάβουν. Έτσι τους ρώτησα αν μπορούσα να δώσω χρήματα στη σύζυγό μου προτού τους ακολουθήσω. Τότε, μπροστά στα μάτια τους, της έδωσα ήρεμα το πορτοφόλι μου μαζί με τις εκθέσεις.
Το 1974 η Μαρία και εγώ αρχίσαμε να προετοιμάζουμε Βιβλικά έντυπα κρυφά στο σπίτι μας. Εφόσον είχαμε μικρό παιδί, το κάναμε αυτό αργά το βράδυ για να μην το μάθει. Επειδή όμως εκείνος ήταν περίεργος, προσποιούνταν ότι κοιμόταν και μετά κρυφοκοίταζε για να δει τι κάνουμε. Αργότερα, μας είπε: «Ξέρω ποιος φτιάχνει τα περιοδικά για τον Θεό». Φοβηθήκαμε λίγο, αλλά παρακαλούσαμε πάντοτε τον Ιεχωβά να προστατέψει την οικογένειά μας σε αυτό το σημαντικό έργο.
Τελικά, η στάση των αρχών απέναντι στους Μάρτυρες του Ιεχωβά έγινε πιο ευνοϊκή, και έτσι εμείς κάναμε σχέδια για τη διεξαγωγή μιας μεγάλης σύναξης στο Κέντρο Τέχνης και Αναψυχής Μιρ στην πόλη Ουσόλιε-Σιμπίρσκογε. Διαβεβαιώσαμε τους αξιωματούχους της πόλης ότι οι συναθροίσεις μας διεξάγονται μόνο για μελέτη της Αγίας Γραφής καθώς και για Χριστιανική συναναστροφή. Συγκεντρώθηκαν 700 και πλέον άτομα τον Ιανουάριο του 1990, γεμίζοντας ασφυκτικά την αίθουσα και προσελκύοντας σε μεγάλο βαθμό την προσοχή του κοινού.
Μετά τη συνάθροιση, ένας δημοσιογράφος ρώτησε: «Πότε καταφέρατε να εκπαιδεύσετε τα μικρά σας παιδιά;» Τόσο εκείνος όσο και άλλοι επισκέπτες έμειναν έκπληκτοι καθώς έβλεπαν τα παιδιά να κάθονται με τέτοια προσήλωση επί τέσσερις ώρες σε αυτή την πρώτη δημόσια συνάθροιση. Σύντομα δημοσιεύτηκε σε μια τοπική εφημερίδα ένα θαυμάσιο άρθρο για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, το οποίο ανέφερε: «Μπορεί κάποιος πραγματικά να μάθει κάτι από [τους Μάρτυρες του Ιεχωβά]».
Χαιρόμαστε για τη Μεγαλειώδη Επέκταση
Το 1991 διεξάχθηκαν εφτά συνελεύσεις στη Σοβιετική Ένωση, στις οποίες παρευρέθηκαν 74.252 άτομα. Αργότερα, μετά την ανεξαρτητοποίηση των πρώην δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης, έλαβα ένα διορισμό από το Κυβερνών Σώμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά να πάω στη Μόσχα. Εκεί με ρώτησαν αν ήμουν σε θέση να επεκτείνω τη συμμετοχή μου στο έργο της Βασιλείας. Τότε πια, ο Γιάροσλαβ ήταν παντρεμένος και είχε δικό του παιδί, και η Οξάνα ήταν εφηβικής ηλικίας. Έτσι, το 1993, η Μαρία και εγώ αρχίσαμε την ολοχρόνια διακονία μας στη Μόσχα. Τον ίδιο χρόνο, διορίστηκα συντονιστής του Διοικητικού Κέντρου της Περιφερειακής Θρησκευτικής Οργάνωσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ρωσία.
Τώρα, η Μαρία και εγώ ζούμε και υπηρετούμε στις νέες εγκαταστάσεις του τμήματός μας έξω από την Αγία Πετρούπολη. Το θεωρώ προνόμιο να μπορώ να συνεργάζομαι με άλλους πιστούς αδελφούς φροντίζοντας το γοργά αυξανόμενο πλήθος των διαγγελέων της Βασιλείας στη Ρωσία. Σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότεροι από 260.000 Μάρτυρες στις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, και πάνω από 100.000 στη Ρωσία και μόνο!
Η Μαρία και εγώ σκεφτόμαστε πολλές φορές τους αγαπητούς μας συγγενείς και φίλους οι οποίοι συνεχίζουν πιστοί την υπηρεσία της Βασιλείας στη Σιβηρία, τον τόπο που έγινε η αγαπημένη μας πατρίδα. Σήμερα διεξάγονται τακτικά μεγάλες συνελεύσεις εκεί, και υπάρχουν περίπου 2.000 δραστήριοι Μάρτυρες μέσα στο Ιρκούτσκ και στα περίχωρά του. Πράγματι, η προφητεία του εδαφίου Ησαΐας 60:22 εκπληρώνεται και σε εκείνο το μέρος του κόσμου: «Ο ελάχιστος θα γίνει χίλιοι και ο λιγοστός κραταιό έθνος».
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Μαζί με τον πατέρα μου, την οικογένειά μου και άλλους εξορίστους στο Ιρκούτσκ το 1959
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Παιδιά εξόριστα στο Ίσκρα
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Το χρόνο που παντρευτήκαμε
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Με τη Μαρία σήμερα