-
Μας Λέει η Αγία Γραφή Όλη την Αλήθεια για τον Ιησού;Η Σκοπιά—2010 | 1 Απριλίου
-
-
Ποιοι Επέλεξαν τα Περιεχόμενα του Κανόνα;
Κάποιοι συγγραφείς έχουν ισχυριστεί ότι τα περιεχόμενα του κανόνα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών επιλέχθηκαν αιώνες αργότερα, από μια εκκλησία η οποία αποτελούσε πλέον εδραιωμένη εξουσία υπό την εποπτεία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Ωστόσο, τα γεγονότα τούς διαψεύδουν.
Παραδείγματος χάρη, προσέξτε τι λέει ο Όσκαρ Σκαρσάουνε, καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας: «Το ποια συγγράμματα έπρεπε να περιληφθούν στην Καινή Διαθήκη, και ποια όχι, δεν αποφασίστηκε ποτέ από κάποια εκκλησιαστική σύνοδο ή κάποιο μεμονωμένο άτομο . . . Τα κριτήρια ήταν ευρέως γνωστά και πολύ λογικά: Τα συγγράμματα του πρώτου αιώνα Κ.Χ., τα οποία αποδίδονταν στους αποστόλους ή σε συνεργάτες τους, θεωρούνταν αξιόπιστα. Άλλα συγγράμματα, επιστολές ή “ευαγγέλια” που γράφτηκαν μεταγενέστερα δεν περιλήφθηκαν . . . Αυτή η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί ουσιαστικά πολύ πριν από τον Κωνσταντίνο και πολύ προτού εδραιωθεί η εκκλησία την οποία υποστήριζε με την εξουσία του. Την Καινή Διαθήκη μάς την παρέδωσε η εκκλησία αυτών που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, όχι η εκκλησία της εξουσίας».
Ο Κεν Μπέρντινγκ, επίκουρος καθηγητής με αντικείμενο μελέτης τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, σχολιάζει ως εξής το πώς προέκυψε ο κανόνας: «Η εκκλησία δεν καθόρισε κάποιον κανόνα δικής της επιλογής. Θα ήταν ορθότερο να πούμε ότι η εκκλησία αναγνώρισε τα βιβλία που οι Χριστιανοί θεωρούσαν ανέκαθεν ως τον αυθεντικό Λόγο του Θεού».
Ωστόσο, μήπως τα περιεχόμενα του κανόνα επιλέχθηκαν απλώς από εκείνους τους ταπεινούς Χριστιανούς του πρώτου αιώνα; Η Γραφή μάς λέει ότι βρισκόταν σε δράση κάτι πολύ πιο σημαντικό—και πολύ πιο ισχυρό.
Σύμφωνα με τη Γραφή, ένα από τα θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος που δόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες της Χριστιανικής εκκλησίας ήταν “η διάκριση των εμπνευσμένων λόγων”. (1 Κορινθίους 12:4, 10) Άρα, σε ορισμένους από εκείνους τους Χριστιανούς είχε δοθεί η υπερανθρώπινη ικανότητα να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στα λόγια που ήταν όντως θεόπνευστα και σε όσα δεν ήταν. Γι’ αυτό, οι Χριστιανοί σήμερα μπορούν να είναι βέβαιοι ότι οι περικοπές που περιλήφθηκαν στη Γραφή αναγνωρίζονταν ως θεόπνευστες.
Προφανώς, λοιπόν, ο κανόνας καθορίστηκε αρκετά νωρίς, υπό την καθοδηγία του αγίου πνεύματος. Από τα τέλη του δεύτερου αιώνα Κ.Χ., ορισμένοι συγγραφείς έκαναν κάποια σχόλια σχετικά με την κανονικότητα των βιβλίων της Γραφής. Αυτοί οι συγγραφείς, όμως, δεν καθόρισαν τον κανόνα. Απλώς πιστοποίησαν τα όσα είχε ήδη αποδεχτεί ο Θεός μέσω των εκπροσώπων του, οι οποίοι καθοδηγούνταν από το πνεύμα του.
Επίσης, τα αρχαία χειρόγραφα παρέχουν αδιάσειστα στοιχεία υπέρ του κανόνα ο οποίος είναι γενικά αποδεκτός σήμερα. Υπάρχουν πάνω από 5.000 χειρόγραφα των Ελληνικών Γραφών στην πρωτότυπη γλώσσα, μεταξύ των οποίων και μερικά από το δεύτερο και τον τρίτο αιώνα. Αυτά ήταν τα συγγράμματα που θεωρούνταν αυθεντικά τους πρώτους αιώνες Κ.Χ.—όχι τα απόκρυφα—γι’ αυτό αντιγράφονταν και κυκλοφορούσαν ευρέως.
Εντούτοις, οι σημαντικότερες αποδείξεις όσον αφορά την κανονικότητα είναι οι εσωτερικές. Τα κανονικά συγγράμματα εναρμονίζονται με «το υπόδειγμα των υγιών λόγων» που βρίσκουμε στην υπόλοιπη Αγία Γραφή. (2 Τιμόθεο 1:13) Παροτρύνουν τους αναγνώστες να αγαπούν, να λατρεύουν και να υπηρετούν τον Ιεχωβά, ενώ προειδοποιούν σχετικά με τις δεισιδαιμονίες, τις δαιμονικές συνήθειες και τη λατρεία πλασμάτων. Είναι ακριβή από ιστορική άποψη και περιέχουν αληθινές προφητείες. Επίσης, παρακινούν τους αναγνώστες να αγαπούν τους συνανθρώπους τους. Τα βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών διαθέτουν αυτού του είδους τα διακριτικά γνωρίσματα. Ισχύει το ίδιο και για τα απόκρυφα συγγράμματα;
-
-
Μας Λέει η Αγία Γραφή Όλη την Αλήθεια για τον Ιησού;Η Σκοπιά—2010 | 1 Απριλίου
-
-
a Με τη λέξη «κανόνας» εννοείται η συλλογή των Γραφικών βιβλίων τα οποία παρέχουν πειστικές αποδείξεις θεοπνευστίας. Γενικά, τα βιβλία που αναγνωρίζονται ως κανονικά είναι 66 και αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος του Λόγου του Θεού.
-