Ο Άρθουρ και η Νέλι Κλάους έφτασαν νωρίς για να πιάσουν καλές θέσεις. «Ρουφούσα κάθε λέξη», είπε ο Άρθουρ. Ξαφνικά, άρχισε να νιώθει δυνατούς πόνους στην κοιλιά. Βγήκε απρόθυμα από την αίθουσα, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να ξαναμπεί. Ένας ταξιθέτης τον ρώτησε: «Πώς γίνεται να φεύγεις τώρα;» Ο Άρθουρ ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Καθώς ο Άρθουρ επέστρεφε, άκουσε δυνατά χειροκροτήματα από την αίθουσα. Ψάχνοντας κάποιο σημείο έξω από την αίθουσα όπου θα μπορούσε να ακούσει τι γινόταν μέσα, βρήκε ένα μέρος για να σκαρφαλώσει στην οροφή, που είχε ύψος περίπου 5 μέτρα. Μετά προχώρησε προς έναν μεγάλο φεγγίτη με ανοιχτά παράθυρα.
Εκεί ο Άρθουρ βρήκε αρκετούς αδελφούς που ήταν σε αδιέξοδο, κοιτώντας κάτω προς τον ομιλητή. Είχαν οδηγίες να κόψουν ταυτόχρονα κάμποσα σχοινιά για να ξεδιπλωθεί ένα πανό. Αλλά για να κόψουν όλα τα σχοινιά ταυτόχρονα, χρειάζονταν ένα ακόμα μαχαίρι. Υπήρχε άραγε περίπτωση να έχει μαζί του ο Άρθουρ έναν κοφτερό σουγιά; Η ανακούφισή τους ήταν τεράστια όταν διαπίστωσαν ότι είχε. Ο Άρθουρ και οι άλλοι πήραν τις θέσεις τους και περίμεναν το σήμα. Όταν ο αδελφός Ρόδερφορντ θα έλεγε «Διαφημίστε!» για δεύτερη φορά, έπρεπε να κόψουν τα σχοινιά.
Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν πόσο ομαλά ξεδιπλώθηκε το μεγάλο, τρίχρωμο πανό. Στο κέντρο του ήταν ζωγραφισμένη μια απεικόνιση του Ιησού.
Κατόπιν, οι αδελφοί εξήγησαν στον Άρθουρ ότι είχαν ανέβει με μια σκάλα στην οροφή αλλά μετά κάποιος την πήρε από εκεί. Δεν μπορούσαν να πάνε και να ζητήσουν βοήθεια, γι’ αυτό προσευχήθηκαν στον Ιεχωβά να στείλει κάποιον αδελφό με ένα μαχαίρι. Εκείνοι οι αδελφοί ήταν πεπεισμένοι ότι ο Ιεχωβά είχε απαντήσει στην προσευχή τους με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο.