-
Κωνσταντίνος ο Μέγας—Υπέρμαχος της Χριστιανοσύνης;Η Σκοπιά—1998 | 15 Μαρτίου
-
-
Το 313 Κ.Χ., ο Κωνσταντίνος προχώρησε σε μια συνεργασία με τον Αυτοκράτορα Λικίνιο, τον ηγεμόνα των ανατολικών επαρχιών. Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων, παραχώρησαν από κοινού ελευθερία λατρείας και ίσα δικαιώματα σε όλες τις θρησκευτικές ομάδες. Εντούτοις, πολλοί ιστορικοί υποβαθμίζουν τη σημασία αυτού του εγγράφου, λέγοντας ότι ήταν απλώς μια κοινότοπη επίσημη επιστολή και όχι ένα σημαντικό αυτοκρατορικό έγγραφο που σηματοδοτούσε την αλλαγή πολιτικής απέναντι στη Χριστιανοσύνη.
-
-
Κωνσταντίνος ο Μέγας—Υπέρμαχος της Χριστιανοσύνης;Η Σκοπιά—1998 | 15 Μαρτίου
-
-
Η Θρησκεία στο Σχέδιο Δράσης του Κωνσταντίνου
Αναφορικά με τη γενική στάση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων του τρίτου και του τέταρτου αιώνα απέναντι στη θρησκεία, το βιβλίο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αναφέρει: «Και όταν ακόμη οι κάτοχοι του αυτοκρατορικού θρόνου δεν τύχαινε να είναι βαθιά θρησκευόμενες προσωπικότητες, πάλι τότε, υπείκοντας στο πνεύμα της εποχής, βρίσκονταν στην ανάγκη να δώσουν στη θρησκεία το προβάδισμα στα πλαίσια του πολιτικού τους προγράμματος και τουλάχιστον να προσδώσουν θρησκευτική χροιά σε κάθε τους πράξη».
Ασφαλώς, ο Κωνσταντίνος ήταν άνθρωπος της εποχής του. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του, χρειαζόταν κάποια «θεϊκή» κηδεμονία, κάτι που δεν μπορούσαν να του προσφέρουν οι ρωμαϊκοί θεοί οι οποίοι έχαναν τη λάμψη τους. Η αυτοκρατορία, μαζί με τη θρησκεία της και τους υπόλοιπους θεσμούς της, βρισκόταν σε παρακμή και χρειαζόταν κάτι καινούριο για να την τονώσει και να εδραιώσει και πάλι τη θέση της. Η εγκυκλοπαίδεια Υδρία αναφέρει: «Ο Κωνσταντίνος . . . ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το Χριστιανισμό, γιατί σε αυτόν στήριζε όχι μόνο τη νίκη του αλλά και την αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας. Οι χριστιανικές εκκλησίες που υπήρχαν παντού έγιναν το πολιτικό του στήριγμα. . . . Συγκέντρωσε γύρω του μεγάλους ιεράρχες της εποχής του . . . και τους ζήτησε να εξασφαλίσουν αρραγή ενότητα».
Ο Κωνσταντίνος διέβλεπε ότι η «Χριστιανική» θρησκεία—αν και ήταν ήδη αποστατική και βουτηγμένη στη διαφθορά—θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά ως αναζωογονητική και ενοποιητική δύναμη η οποία θα εξυπηρετούσε το μεγάλο του σχέδιο για αυτοκρατορική κυριαρχία. Υιοθετώντας τα θεμέλια της αποστατικής Χριστιανοσύνης ώστε να κερδίσει υποστήριξη και να προωθήσει τους δικούς του πολιτικούς στόχους, αποφάσισε να ενοποιήσει το λαό κάτω από μία «καθολική», ή αλλιώς παγκόσμια, θρησκεία. Τα ειδωλολατρικά έθιμα και οι γιορτές απέκτησαν «Χριστιανικά» ονόματα. Και οι «Χριστιανοί» κληρικοί απέκτησαν το γόητρο, το μισθό και τη σφαίρα επιρροής των ειδωλολατρών ιερέων.
Επιδιώκοντας θρησκευτική αρμονία για πολιτικούς λόγους, ο Κωνσταντίνος κατέπνιγε αμέσως οποιαδήποτε διιστάμενη άποψη, όχι με γνώμονα τη δογματική αλήθεια αλλά βάσει τού τι ήταν αποδεκτό από την πλειονότητα. Οι σοβαρές δογματικές διαφορές που υπήρχαν εντός της κατακερματισμένης «Χριστιανικής» εκκλησίας τού έδωσαν την ευκαιρία να παρέμβει ως «θεόσταλτος» μεσολαβητής. Από την πολιτεία του με τους Δονατιστές της Βόρειας Αφρικής και τους ακολούθους του Άρειου στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, κατάλαβε γρήγορα ότι η πειθώ δεν ήταν αρκετή για να σφυρηλατήσει μια στερεή, ενοποιημένη πίστη.a Σε μια προσπάθεια να τακτοποιηθεί η αντιλογία γύρω από τον Αρειανισμό, συγκάλεσε την πρώτη οικουμενική σύνοδο στην ιστορία της εκκλησίας.—Βλέπε το πλαίσιο «Ο Κωνσταντίνος και η Σύνοδος της Νίκαιας».
Αναφορικά με τον Κωνσταντίνο, ο ιστορικός Πολ Τζόνσον δηλώνει: «Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους ανέχτηκε τη Χριστιανοσύνη ίσως είναι ότι αυτό έδινε τόσο στον ίδιο όσο και στο Κράτος τη δυνατότητα να ελέγχει την τακτική της Εκκλησίας όσον αφορά τα ορθά δόγματα καθώς και τη συμπεριφορά της απέναντι στους ετερόδοξους».
-