-
Ο Θεός, το Κράτος και ΕσείςΗ Σκοπιά—1996 | 1 Μαΐου
-
-
Ο Θεός, το Κράτος και Εσείς
«Εκκλησία και Κράτος Συγκρούονται σε Δημοψήφισμα για το Διαζύγιο στην Ιρλανδία»
ΑΥΤΟΣ ο τίτλος στην εφημερίδα Δε Νιου Γιορκ Τάιμς (The New York Times) δείχνει ότι οι άνθρωποι σήμερα μπορεί να χρειαστεί να κάνουν κάποια επιλογή ανάμεσα σε αυτά που επιθυμεί το Κράτος και σε εκείνα που διδάσκει η εκκλησία τους.
Το άρθρο δήλωνε: «Ενόψει του δημοψηφίσματος που θα γίνει σε λιγότερο από ένα μήνα και το οποίο αφορά την κατάργηση της συνταγματικής απαγόρευσης του διαζυγίου, η Ιρλανδία, στη συντριπτική της πλειονότητα Ρωμαιοκαθολική, παρίσταται μάρτυς μιας σπάνιας σύγκρουσης ανάμεσα στους κυβερνητικούς και στους εκκλησιαστικούς της ιθύνοντες». Το Κράτος πρότεινε την άρση της απαγόρευσης του διαζυγίου, ενώ η Καθολική Εκκλησία αντιτίθεται έντονα στο διαζύγιο και σε νέο γάμο. Οι Ιρλανδοί Καθολικοί έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στην Εκκλησία και στο Κράτος. Τελικά, κέρδισε το Κράτος με μικρή διαφορά.
Κάτι ακόμη πιο συγκλονιστικό είναι η σφοδρή διαμάχη για εθνική κυριαρχία που επί χρόνια αντιμετωπίζει ο πληθυσμός της Βόρειας Ιρλανδίας. Πολλοί έχουν χάσει τη ζωή τους. Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες έχουν διιστάμενες απόψεις αναφορικά με το Κράτος στο οποίο θα πρέπει να υποτάσσονται: στη συνεχιζόμενη βρετανική διακυβέρνηση στη Βόρεια Ιρλανδία ή σε μια κεντρική κυβέρνηση για ολόκληρη την Ιρλανδία.
Παρόμοια, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, οι πολιτικές εξουσίες ζητούσαν από μέλη διαφορετικών θρησκειών, συμπεριλαμβανομένων Καθολικών και Ορθοδόξων, να μάχονται για εδάφη. Ποιο ήταν το πρώτιστο καθήκον των απλών πολιτών; Έπρεπε να ακολουθήσουν εκείνους που ισχυρίζονταν ότι εκπροσωπούσαν το Κράτος ή έπρεπε να υπακούσουν στον Θεό, ο οποίος λέει: «Δεν πρέπει να δολοφονήσεις . . . Πρέπει να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου»;—Ρωμαίους 13:9.
Ίσως σκέφτεστε ότι τέτοιες καταστάσεις μπορεί να μη σας επηρεάσουν ποτέ. Ωστόσο, θα μπορούσαν. Στην πραγματικότητα, πιθανώς να σας αγγίζουν ακόμη και τώρα. Στο βιβλίο του Το Κράτος στην Καινή Διαθήκη (The State in the New Testament), ο Οσκάρ Κουλμάν μιλάει για «αποφάσεις ζωής και θανάτου που πρέπει ή μπορεί να κληθούν να λάβουν σύγχρονοι Χριστιανοί, σε καταστάσεις έσχατης ανάγκης, όταν απειλούνται από ολοκληρωτικές κυβερνήσεις». Ωστόσο, μιλάει επίσης για «την εξίσου πραγματική και σπουδαία ευθύνη που έχει ο κάθε Χριστιανός—ακόμη και ο Χριστιανός ο οποίος ζει κάτω από τις λεγόμενες ‘ομαλές’, ‘καθημερινές’ συνθήκες—να αντιμετωπίσει και να επιλύσει κάποιο σοβαρό πρόβλημα που του παρουσιάζεται απλά και μόνο επειδή είναι Χριστιανός».
Έτσι, θα πρέπει να ενδιαφέρει τους Χριστιανούς σήμερα η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη θρησκεία και στο Κράτος; Ασφαλώς και θα πρέπει. Από τα πολύ παλιά χρόνια, οι Χριστιανοί προσπαθούν να καλλιεργούν ισορροπημένη άποψη για τις κοσμικές εξουσίες. Ο Ηγέτης τους, ο Ιησούς Χριστός, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε από το Ρωμαϊκό Κράτος. Οι μαθητές του έπρεπε να εξισορροπήσουν τις Χριστιανικές τους υποχρεώσεις με τα καθήκοντά τους απέναντι στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επομένως, η εξέταση της σχέσης που είχαν αυτοί με τις εξουσίες θα παράσχει κατευθυντήριες γραμμές στους σημερινούς Χριστιανούς.
-
-
Η Πρώτη Χριστιανοσύνη και το ΚράτοςΗ Σκοπιά—1996 | 1 Μαΐου
-
-
Η Πρώτη Χριστιανοσύνη και το Κράτος
ΜΟΛΙΣ λίγες ώρες πριν από το θάνατό του, ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Επειδή . . . δεν είστε μέρος του κόσμου, αλλά εγώ σας έχω εκλέξει και ξεχωρίσει από τον κόσμο, γι’ αυτόν το λόγο σας μισεί ο κόσμος». (Ιωάννης 15:19) Μήπως αυτό σημαίνει, όμως, ότι οι Χριστιανοί θα έπρεπε να υιοθετήσουν εχθρική στάση απέναντι στις εξουσίες αυτού του κόσμου;
Όχι Κοσμικοί Αλλά Ούτε και Εχθρικοί
Ο απόστολος Παύλος είπε στους Χριστιανούς που ζούσαν στη Ρώμη: «Κάθε ψυχή ας υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες». (Ρωμαίους 13:1) Παρόμοια, ο απόστολος Πέτρος έγραψε: «Για χάρη του Κυρίου υποταχτείτε σε κάθε ανθρώπινη δημιουργία: είτε σε βασιλιά ως ανώτερο είτε σε κυβερνήτες ως σταλμένους από αυτόν για να επιβάλλουν τιμωρία σε κακοποιούς αλλά να επαινούν εκείνους που κάνουν το καλό». (1 Πέτρου 2:13, 14) Η υποταγή στο Κράτος και στους κατάλληλα διορισμένους εκπροσώπους του ήταν μια αρχή την οποία σαφώς αποδέχονταν οι πρώτοι Χριστιανοί. Αυτοί προσπαθούσαν να είναι νομοταγείς πολίτες και να ζουν ειρηνικά με όλους τους ανθρώπους.—Ρωμαίους 12:18.
Κάτω από το θέμα «Εκκλησία και Κράτος», Η Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας (The Encyclopedia of Religion) δηλώνει: «Τους πρώτους τρεις αιώνες μ.Χ., η Χριστιανική εκκλησία ήταν πολύ απομακρυσμένη από την επίσημη ρωμαϊκή κοινωνία . . . Ωστόσο, οι Χριστιανοί ηγέτες . . . δίδασκαν τους ανθρώπους να υπακούν στο ρωμαϊκό νόμο και να είναι όσιοι στον αυτοκράτορα, στα πλαίσια που καθόριζε η Χριστιανική πίστη».
Τιμή, Όχι Λατρεία
Οι Χριστιανοί δεν ήταν εχθρικοί απέναντι στο Ρωμαίο αυτοκράτορα. Σέβονταν την εξουσία του και του απέδιδαν την τιμή που άρμοζε στο αξίωμά του. Στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αυτοκράτορα Νέρωνα, ο απόστολος Πέτρος έγραψε στους Χριστιανούς που ζούσαν σε διάφορα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «Να τιμάτε ανθρώπους κάθε είδους, . . . να αποδίδετε τιμή στο βασιλιά». (1 Πέτρου 2:17) Στον ελληνόφωνο κόσμο, η λέξη ‘βασιλιάς’ δεν εφαρμοζόταν μόνο στους τοπικούς βασιλιάδες αλλά και στο Ρωμαίο αυτοκράτορα. Ο απόστολος Παύλος έδωσε την εξής συμβουλή στους Χριστιανούς που ζούσαν στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «Να αποδίδετε σε όλους αυτά που τους οφείλονται, . . . σε εκείνον που ζητάει την τιμή, την τιμή». (Ρωμαίους 13:7) Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ασφαλώς ζητούσε την τιμή. Με τον καιρό, ζητούσε μάλιστα και λατρεία. Εδώ, όμως, οι πρώτοι Χριστιανοί τράβηξαν τη διαχωριστική γραμμή.
Ενώ δικαζόταν ενώπιον κάποιου Ρωμαίου ανθύπατου το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., αναφέρεται ότι ο Πολύκαρπος είπε: «Είμαι Χριστιανός. . . . Διδασκόμαστε να αποδίδουμε όλη την οφειλόμενη τιμή . . . στις αρχές και στις εξουσίες που είναι χειροτονημένες από τον Θεό». Εντούτοις, ο Πολύκαρπος προτίμησε να πεθάνει παρά να λατρέψει τον αυτοκράτορα. Ο απολογητής του δεύτερου αιώνα Θεόφιλος της Αντιόχειας έγραψε: «Προτιμώ να τιμώ τον αυτοκράτορα, όχι λατρεύοντάς τον, αλλά προσευχόμενος για αυτόν. Αλλά εγώ λατρεύω τον Θεό, τον ζωντανό και αληθινό Θεό».
Οι αρμόζουσες προσευχές σχετικά με τον αυτοκράτορα δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με τη λατρεία του αυτοκράτορα ή με τον εθνικισμό. Ο απόστολος Παύλος εξήγησε το σκοπό αυτών των προσευχών: «Προτρέπω, λοιπόν, πρώτα από όλα, να γίνονται δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, προσφορές ευχαριστιών, σχετικά με κάθε είδους ανθρώπους, σχετικά με βασιλιάδες και όλους εκείνους που είναι σε υψηλές θέσεις· για να ζούμε εμείς μια ήρεμη και ήσυχη ζωή με πλήρη θεοσεβή αφοσίωση και σοβαρότητα».—1 Τιμόθεο 2:1, 2.
«Στο Περιθώριο της Κοινωνίας»
Αυτή η γεμάτη σεβασμό διαγωγή των πρώτων Χριστιανών δεν οδήγησε στο να αποκτήσουν τη φιλία του κόσμου στον οποίο ζούσαν. Ο Γάλλος ιστορικός Α. Άμαν αναφέρει ότι οι πρώτοι Χριστιανοί «ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας». Στην ουσία, ζούσαν στο περιθώριο δύο κοινωνιών, της ιουδαϊκής και της ρωμαϊκής, αντιμετωπίζοντας μεγάλη προκατάληψη και πολλές παρανοήσεις και από τις δύο αυτές κοινωνίες.
Για παράδειγμα, όταν οι Ιουδαίοι ηγέτες τον κατηγόρησαν ψευδώς, ο απόστολος Παύλος είπε υπερασπιζόμενος τον εαυτό του ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτη: «Ούτε εναντίον του Νόμου των Ιουδαίων ούτε εναντίον του ναού ούτε εναντίον του Καίσαρα έχω διαπράξει καμιά αμαρτία. . . . Επικαλούμαι τον Καίσαρα!» (Πράξεις 25:8, 11) Γνωρίζοντας ότι οι Ιουδαίοι συνωμοτούσαν για να τον θανατώσουν, ο Παύλος επικαλέστηκε τον Νέρωνα, αναγνωρίζοντας έτσι την εξουσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Κατόπιν, στην πρώτη του δίκη στη Ρώμη, φαίνεται πως ο Παύλος αθωώθηκε. Αλλά αργότερα φυλακίστηκε ξανά και, σύμφωνα με την παράδοση, εκτελέστηκε με διαταγή του Νέρωνα.
Σχετικά με τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν οι πρώτοι Χριστιανοί στη ρωμαϊκή κοινωνία, ο κοινωνιολόγος και θεολόγος Ερνστ Τρολτς έγραψε: «Αποκλείονταν όλες οι θέσεις και τα επαγγέλματα που είχαν οποιαδήποτε σχέση με ειδωλολατρία ή με τη λατρεία του Αυτοκράτορα, ή εκείνα τα οποία είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη με αιματοχυσία ή με τη θανατική ποινή, ή εκείνα που μπορεί να έφερναν τους Χριστιανούς σε επαφή με την ειδωλολατρική ανηθικότητα». Μήπως αυτή η στάση δεν άφηνε περιθώρια για σχέσεις ειρήνης και αμοιβαίου σεβασμού ανάμεσα στους Χριστιανούς και στο Κράτος;
Απόδοση στον Καίσαρα ‘Αυτών που του Οφείλονται’
Ο Ιησούς εξέθεσε μια αρχή η οποία θα κατηύθυνε τη διαγωγή των Χριστιανών απέναντι στο Ρωμαϊκό Κράτος, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση, όταν δήλωσε: «Αποδώστε . . . αυτά που είναι του Καίσαρα στον Καίσαρα, αλλά αυτά που είναι του Θεού στον Θεό». (Ματθαίος 22:21) Αυτή η συμβουλή που δόθηκε στους ακολούθους του Ιησού ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη στάση πολλών εθνικιστών Ιουδαίων, οι οποίοι εχθρεύονταν τη ρωμαϊκή κυριαρχία και αμφισβητούσαν τη νομιμότητα της πληρωμής φόρων σε μια ξένη δύναμη.
Αργότερα, ο Παύλος είπε στους Χριστιανούς που ζούσαν στη Ρώμη: «Υπάρχει, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να υποτάσσεστε, όχι μόνο λόγω αυτής της οργής, αλλά και λόγω της συνείδησής σας. Διότι γι’ αυτό πληρώνετε και φόρους· διότι αυτοί [οι κυβερνητικές «ανώτερες εξουσίες»] είναι δημόσιοι υπηρέτες του Θεού, που υπηρετούν διαρκώς γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Να αποδίδετε σε όλους αυτά που τους οφείλονται, σε εκείνον που ζητάει το φόρο, το φόρο· σε εκείνον που ζητάει το φόρο υποτελείας, το φόρο υποτελείας». (Ρωμαίους 13:5-7) Μολονότι οι Χριστιανοί δεν ήταν μέρος του κόσμου, είχαν την υποχρέωση να είναι έντιμοι φορολογούμενοι πολίτες, πληρώνοντας το Κράτος για τις υπηρεσίες που πρόσφερε.—Ιωάννης 17:16.
Αλλά μήπως τα λόγια του Ιησού αφορούν μόνο την πληρωμή φόρων; Εφόσον ο Ιησούς δεν προσδιόρισε ακριβώς τι είναι του Καίσαρα και τι είναι του Θεού, υπάρχουν καταστάσεις που βρίσκονται κοντά στη διαχωριστική γραμμή για τις οποίες πρέπει να λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τις περιστάσεις ή σύμφωνα με την κατανόηση που έχουμε για ολόκληρη την Αγία Γραφή. Με άλλα λόγια, η απόφαση σχετικά με το ποια πράγματα μπορεί να αποδώσει ο Χριστιανός στον Καίσαρα μερικές φορές περιλαμβάνει τη συνείδηση του Χριστιανού, όπως αυτή διαφωτίζεται από τις Γραφικές αρχές.
Προσεκτική Εξισορρόπηση Μεταξύ Δύο Ανταγωνιζόμενων Αξιώσεων
Πολλοί άνθρωποι μάλλον ξεχνούν ότι, αφού πρώτα ο Ιησούς δήλωσε πως αυτά που είναι του Καίσαρα πρέπει να αποδοθούν στον Καίσαρα, στη συνέχεια πρόσθεσε: «Αλλά [αποδώστε] αυτά που είναι του Θεού στον Θεό». Ο απόστολος Πέτρος έδειξε τι έχει προτεραιότητα για τους Χριστιανούς. Αφού σύστησε την υποταγή στο «βασιλιά», ή αλλιώς στον αυτοκράτορα, και στους «κυβερνήτες» του, αμέσως κατόπιν ο Πέτρος έγραψε: «Να είστε ως ελεύθεροι, και εντούτοις να διακρατείτε την ελευθερία σας, όχι ως πρόσχημα για κακία, αλλά ως δούλοι του Θεού. Να τιμάτε ανθρώπους κάθε είδους, να αγαπάτε ολόκληρη την αδελφότητα, να φοβάστε τον Θεό, να αποδίδετε τιμή στο βασιλιά». (1 Πέτρου 2:16, 17) Ο απόστολος έδειξε ότι οι Χριστιανοί είναι δούλοι του Θεού, όχι κάποιου ανθρώπινου άρχοντα. Μολονότι θα πρέπει να δείχνουν κατάλληλη τιμή και σεβασμό στους εκπροσώπους του Κράτους, αναμένεται να το κάνουν αυτό φοβούμενοι τον Θεό, του οποίου οι νόμοι είναι υπέρτατοι.
Χρόνια νωρίτερα, ο Πέτρος δεν είχε αφήσει καμιά αμφιβολία όσον αφορά την υπεροχή των νόμων του Θεού έναντι των ανθρώπινων. Το Ιουδαϊκό Σάνχεδριν ήταν ένα διοικητικό σώμα στο οποίο οι Ρωμαίοι είχαν παραχωρήσει και πολιτική και θρησκευτική εξουσία. Όταν το Σάνχεδριν διέταξε τους ακολούθους του Ιησού να πάψουν να διδάσκουν στο όνομα του Χριστού, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι απάντησαν με σεβασμό αλλά και σταθερότητα: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους». (Πράξεις 5:29) Σαφώς, οι πρώτοι Χριστιανοί έπρεπε να εξισορροπούν προσεκτικά την υπακοή στον Θεό με την κατάλληλη υποταγή στις ανθρώπινες εξουσίες. Ο Τερτυλλιανός έθεσε το ζήτημα ως εξής στις αρχές του τρίτου αιώνα Κ.Χ.: «Αν είναι όλα του Καίσαρα, τι θα απομείνει για τον Θεό;»
Συμβιβασμός με το Κράτος
Καθώς περνούσε ο καιρός, η στάση που είχαν υιοθετήσει οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα απέναντι στο Κράτος εξασθένησε σταδιακά. Η αποστασία που προείπε ο Ιησούς και οι απόστολοι άνθισε το δεύτερο και τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. (Ματθαίος 13:37, 38· Πράξεις 20:29, 30· 2 Θεσσαλονικείς 2:3-12· 2 Πέτρου 2:1-3) Η αποστατική Χριστιανοσύνη έκανε συμβιβασμούς με το ρωμαϊκό κόσμο, υιοθέτησε τις ειδωλολατρικές γιορτές και τη φιλοσοφία του και δέχτηκε να συμμετέχει όχι μόνο σε δημόσιες υπηρεσίες αλλά και στη στρατιωτική υπηρεσία.
Ο καθηγητής Τρολτς έγραψε: «Από τον τρίτο αιώνα και έπειτα, η κατάσταση έγινε πιο δυσχερής, διότι πλήθυναν οι Χριστιανοί που εντάσσονταν στα υψηλότερα στρώματα της Κοινωνίας και στα πιο διακεκριμένα επαγγέλματα, στο στρατό και στους επίσημους κύκλους. Σε αρκετές περικοπές [μη Βιβλικών] Χριστιανικών συγγραμμάτων, υπάρχουν αγανακτισμένες διαμαρτυρίες για τη συμμετοχή σε αυτά τα πράγματα· από την άλλη μεριά, συναντούμε επίσης απόπειρες συμβιβασμού—επιχειρηματολογία με σκοπό την κατασίγαση των ταραγμένων συνειδήσεων . . . Από την εποχή του Κωνσταντίνου αυτές οι δυσκολίες εξαφανίστηκαν· έπαψε να υφίσταται η σύγκρουση ανάμεσα στους Χριστιανούς και στους ειδωλολάτρες και όλες οι κρατικές θέσεις ήταν διαθέσιμες».
Προς τα τέλη του τέταρτου αιώνα Κ.Χ., αυτή η νοθευμένη, συμβιβασμένη μορφή Χριστιανοσύνης έγινε η κρατική θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Σε όλη την ιστορία του, ο Χριστιανικός κόσμος—ο οποίος εκπροσωπείται από τις Καθολικές, τις Ορθόδοξες και τις Προτεσταντικές Εκκλησίες—εξακολουθεί να συμβιβάζεται με το Κράτος, με το να αναμειγνύεται βαθιά στην πολιτική του και να υποστηρίζει τους πολέμους του. Πολλά ειλικρινή μέλη εκκλησιών τα οποία έχουν συγκλονιστεί από αυτό θα χαίρονταν αναμφίβολα να μάθουν ότι σήμερα υπάρχουν Χριστιανοί οι οποίοι εμμένουν στη θέση που διακρατούσαν οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα όσον αφορά τη σχέση τους με το Κράτος. Τα επόμενα δύο άρθρα θα εξετάσουν αυτό το ζήτημα εκτενέστερα.
-