-
Έμαθα να Στηρίζομαι στον ΙεχωβάΗ Σκοπιά—1998 | 1 Σεπτεμβρίου
-
-
Έμαθα να Στηρίζομαι στον Ιεχωβά
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΓΙΑΝ ΚΟΡΠΑ-ΟΝΤΟ
Ήταν το έτος 1942, και βρισκόμουν κοντά στο Κουρσκ της Ρωσίας υπό τη φρούρηση Ούγγρων στρατιωτών. Ήμασταν κρατούμενοι των δυνάμεων του Άξονα, οι οποίες πολεμούσαν εναντίον των Ρώσων στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο τάφος μου ήταν ήδη σκαμμένος, και μου είχαν δώσει δέκα λεπτά διορία για να αποφασίσω αν θα υπέγραφα ένα έγγραφο που έλεγε ότι, στο εξής, δεν θα ήμουν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Προτού σας πω τι συνέβη στη συνέχεια, θα ήθελα να σας αφηγηθώ πώς βρέθηκα εκεί.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1904 στο μικρό χωριό Ζάχορ, το οποίο βρίσκεται σήμερα στην ανατολική Σλοβακία. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ζάχορ αποτέλεσε μέρος της νεοσχηματισμένης χώρας της Τσεχοσλοβακίας.
-
-
Έμαθα να Στηρίζομαι στον ΙεχωβάΗ Σκοπιά—1998 | 1 Σεπτεμβρίου
-
-
Αρχίζουν οι Σοβαρές Δοκιμασίες
Το 1938 η περιοχή μας περιήλθε στον έλεγχο της Ουγγαρίας, η οποία συμπαρατάχθηκε με τη Γερμανία στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Εκείνον τον καιρό υπήρχαν στο χωριό μας περίπου 50 Μάρτυρες, ενώ οι κάτοικοι ήταν λιγότεροι από χίλιοι. Συνεχίσαμε να κηρύττουμε, παρ’ όλο που αυτό έθετε σε κίνδυνο τη ζωή μας και την ελευθερία μας.
Το 1940 με επιστράτευσε ο ουγγρικός στρατός. Τι θα έκανα; Ασφαλώς, είχα διαβάσει τις προφητείες της Αγίας Γραφής σχετικά με ανθρώπους που θα σφυρηλατούσαν τα πολεμικά τους όπλα σε ειρηνικά εργαλεία και γνώριζα ότι, στον κατάλληλο καιρό, ο Θεός θα εξάλειφε όλους τους πολέμους από τη γη. (Ψαλμός 46:9· Ησαΐας 2:4) Γι’ αυτόν το λόγο, μισούσα τον πόλεμο και αποφάσισα να μην καταταγώ στο στρατό, άσχετα με τις συνέπειες.
Καταδικάστηκα σε 14 μήνες φυλάκιση και εξέτισα την ποινή μου στο Πετς της Ουγγαρίας. Στην ίδια φυλακή βρίσκονταν άλλοι πέντε Μάρτυρες, και εκτιμούσαμε το γεγονός ότι μπορούσαμε να συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας. Κάποιο διάστημα, όμως, έμεινα στην απομόνωση, με αλυσίδες στα πόδια μου. Όταν αρνούμασταν να κάνουμε εργασίες που είχαν σχέση με τον πόλεμο, μας χτυπούσαν. Επίσης, μας ανάγκαζαν να στεκόμαστε σε στάση προσοχής όλη μέρα, με διακοπή δύο ωρών το μεσημέρι. Αυτό το μαρτύριο συνεχίστηκε επί μήνες. Εντούτοις, ήμασταν χαρούμενοι επειδή είχαμε καθαρή συνείδηση ενώπιον του Θεού μας.
Το Ζήτημα του Συμβιβασμού
Κάποια μέρα, ήρθε μια ομάδα 15 Καθολικών ιερέων οι οποίοι προσπάθησαν να μας πείσουν ότι ήταν σημαντικό να υποστηρίξουμε τον πόλεμο και να καταταγούμε στο στρατό. Στη διάρκεια της συζήτησης, εμείς είπαμε: «Αν μπορείτε να αποδείξετε από την Αγία Γραφή ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ότι θα πάμε στον ουρανό αν πεθάνουμε στον πόλεμο, τότε θα καταταγούμε στο στρατό». Ασφαλώς, δεν μπορούσαν να αποδείξουν κάτι τέτοιο και δεν θέλησαν να συνεχίσουν τη συζήτηση.
Το 1941 τελείωσε η ποινή της φυλάκισής μου, και ανυπομονούσα να ξανασμίξω με την οικογένειά μου. Αντί για αυτό, με οδήγησαν αλυσοδεμένο σε μια στρατιωτική βάση στο Σαρόσπατακ της Ουγγαρίας. Όταν φτάσαμε, μου πρόσφεραν μια ευκαιρία να με αφήσουν ελεύθερο. «Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις», μου είπαν, «είναι να υπογράψεις αυτή την υπόσχεση ότι θα πληρώσεις 200 πένγκο όταν επιστρέψεις στο σπίτι».
«Πώς είναι δυνατόν αυτό;» ρώτησα. «Τι τα θέλετε τα χρήματα;»
«Σε αντάλλαγμα για τα χρήματα», μου είπαν, «θα σου δώσουμε ένα πιστοποιητικό που θα βεβαιώνει ότι κρίθηκες ιατρικά ακατάλληλος για στράτευση».
Η απόφαση που έπρεπε να πάρω ήταν δύσκολη. Επί έναν και πλέον χρόνο, είχα υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση· είχα αρχίσει να κουράζομαι. Τώρα, αν δεχόμουν να δώσω μερικά χρήματα, θα με άφηναν ελεύθερο. «Θα το σκεφτώ», ψιθύρισα.
Τι απόφαση θα έπαιρνα; Είχα να σκεφτώ τη σύζυγό μου και τα παιδιά μου. Αλλά περίπου εκείνες τις μέρες, έλαβα μια επιστολή από κάποιο συγχριστιανό η οποία με ενθάρρυνε. Παρέθετε το εδάφιο Εβραίους 10:38, όπου ο απόστολος Παύλος παραθέτει τα λόγια του Ιεχωβά: «“Ο δίκαιός μου θα ζήσει λόγω πίστης”, και “αν οπισθοχωρήσει, η ψυχή μου δεν ευαρεστείται σε αυτόν”». Λίγο αργότερα, μου μίλησαν δύο Ούγγροι αξιωματικοί στους στρατώνες, και ο ένας μου είπε: «Δεν ξέρεις πόσο πολύ σε σεβόμαστε για το γεγονός ότι μένεις τόσο σταθερός στις αρχές της Αγίας Γραφής! Μην παραιτείσαι!»
Την επόμενη μέρα πήγα σε εκείνους που μου πρόσφεραν την ελευθερία μου για 200 πένγκο και είπα: «Εφόσον ο Ιεχωβά Θεός επέτρεψε να φυλακιστώ, αυτός θα φροντίσει και για την απελευθέρωσή μου. Δεν πρόκειται να εξαγοράσω την ελευθερία μου». Έτσι, καταδικάστηκα σε δέκα χρόνια φυλάκιση. Αλλά δεν σταμάτησαν εδώ οι προσπάθειες που κατέβαλλαν για να με κάνουν να συμβιβαστώ. Το δικαστήριο προσφέρθηκε να με απαλλάξει αν δεχόμουν να υπηρετήσω στο στρατό δύο μόνο μήνες, και δεν θα ήμουν υποχρεωμένος ούτε καν να έχω όπλο! Απέρριψα και εκείνη την προσφορά επίσης, και έτσι άρχισα να εκτίω την ποινή της φυλάκισής μου.
Ο Διωγμός Εντείνεται
Με οδήγησαν ξανά στη φυλακή του Πετς. Αυτή τη φορά τα βασανιστήρια ήταν ακόμη πιο οδυνηρά. Έδεσαν τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου και με κρέμασαν από αυτά επί δύο ώρες περίπου. Ως αποτέλεσμα, και οι δύο ώμοι μου εξαρθρώθηκαν. Τέτοια βασανιστήρια επαναλαμβάνονταν επί έξι μήνες περίπου. Μόνο χάρη στον Ιεχωβά κατάφερα να αντέξω.
Το 1942 μια ομάδα από πολιτικούς κρατούμενους, Εβραίους και 26 Μάρτυρες του Ιεχωβά οδηγηθήκαμε στην πόλη Κουρσκ σε μια περιοχή την οποία κατείχαν τα γερμανικά στρατεύματα. Μας παρέδωσαν στους Γερμανούς, και εκείνοι έβαλαν τους φυλακισμένους να εργάζονται μεταφέροντας τρόφιμα, όπλα και ρουχισμό στους στρατιώτες στο μέτωπο. Εμείς οι Μάρτυρες αρνηθήκαμε αυτή την εργασία επειδή παραβίαζε τη Χριστιανική μας ουδετερότητα. Ως αποτέλεσμα, μας επέστρεψαν στους Ούγγρους.
Τελικά, μας έκλεισαν στην τοπική φυλακή του Κουρσκ. Επί αρκετές μέρες, μας χτυπούσαν τρεις φορές τη μέρα με λαστιχένια κλομπ. Δέχτηκα ένα χτύπημα στον κρόταφο και έπεσα στα γόνατα. Καθώς με χτυπούσαν, σκέφτηκα: “Δεν είναι και τόσο δύσκολο να πεθαίνεις”. Ολόκληρο το σώμα μου είχε μουδιάσει, και έτσι δεν αισθανόμουν τίποτα. Επί τρεις μέρες δεν μας έδωσαν τίποτα απολύτως να φάμε. Κατόπιν μας πέρασαν από δίκη, και έξι από εμάς καταδικάστηκαν σε θάνατο. Όταν εκτελέστηκε η ποινή, απομείναμε 20 αδελφοί.
Οι δοκιμές της πίστης που πέρασα εκείνες τις μέρες στο Κουρσκ, τον Οκτώβριο του 1942, ήταν οι μεγαλύτερες που αντιμετώπισα ποτέ. Τα αισθήματά μας εκφράζονταν κατάλληλα από αυτά που είπε ο Βασιλιάς Ιωσαφάτ της αρχαιότητας όταν ο λαός του αντιμετώπιζε φοβερές αντιξοότητες: «Εμείς δεν έχουμε δύναμη μπροστά σε αυτό το μεγάλο πλήθος που έρχεται εναντίον μας· και εμείς δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, αλλά τα μάτια μας είναι στραμμένα προς εσένα».—2 Χρονικών 20:12.
Μας πήγαν και τους 20 σε κάποιο μέρος για να σκάψουμε τον κοινό μας τάφο, υπό τη φρούρηση 18 Ούγγρων στρατιωτών. Όταν τελειώσαμε το σκάψιμο, μας είπαν ότι είχαμε δέκα λεπτά διορία για να υπογράψουμε ένα έγγραφο, το οποίο εν μέρει έλεγε: «Η διδασκαλία των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι εσφαλμένη. Στο εξής, δεν θα πιστεύω σε αυτήν ούτε θα την υποστηρίζω. Θα πολεμήσω για την πατρίδα μου, την Ουγγαρία . . . Βεβαιώνω με την υπογραφή μου ότι προσχωρώ στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία».
Όταν πέρασαν τα δέκα λεπτά, ακούστηκε η εντολή: «Κλίνατε επί δεξιά! Βαδίσατε προς τον τάφο!» Κατόπιν, η διαταγή: «Ο πρώτος και ο τρίτος κρατούμενος να μπουν στο λάκκο!» Σε αυτούς τους δύο έδωσαν άλλα δέκα λεπτά διορία για να αποφασίσουν αν θα υπέγραφαν το έγγραφο. Ένας από τους στρατιώτες ικέτευσε: «Απαρνηθείτε την πίστη σας και βγείτε από τον τάφο!» Κανείς δεν είπε λέξη. Κατόπιν, ο επικεφαλής τούς πυροβόλησε και τους δύο.
«Τι θα γίνει με τους υπόλοιπους;» ρώτησε ένας στρατιώτης τον επικεφαλής.
«Δέστε τους», απάντησε εκείνος. «Θα τους βασανίσουμε λίγο ακόμη και θα τους εκτελέσουμε στις έξι το πρωί».
Ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι, όχι ότι θα πέθαινα, αλλά ότι δεν θα κατάφερνα να αντέξω τα βασανιστήρια και θα συμβιβαζόμουν. Έτσι, έκανα ένα βήμα μπροστά και είπα: «Κύριε, έχουμε κάνει το ίδιο παράπτωμα με τους αδελφούς μας που μόλις εκτελέσατε. Γιατί δεν εκτελείτε και εμάς;»
Αλλά δεν το έκαναν. Έδεσαν τα χέρια μας πίσω από την πλάτη μας. Κατόπιν μας κρέμασαν από τα χέρια. Όταν χάσαμε τις αισθήσεις μας, μας έριξαν νερό. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος επειδή το βάρος του σώματός μας είχε ως αποτέλεσμα να εξαρθρωθούν οι ώμοι μας. Αυτό το βασανιστήριο συνεχίστηκε επί τρεις ώρες περίπου. Κατόπιν, αναπάντεχα, δόθηκε η εντολή να μην εκτελεστεί κανένας άλλος Μάρτυρας του Ιεχωβά.
Μετακίνηση προς τα Ανατολικά—Κατόπιν Διαφυγή
Τρεις εβδομάδες αργότερα, μας συμπεριέλαβαν σε μια ομαδική πορεία προς τις όχθες του ποταμού Ντον, όπου φτάσαμε έπειτα από μερικές μέρες. Οι επικεφαλής μάς είπαν ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψουμε ζωντανοί. Στη διάρκεια της μέρας, μας έδιναν να κάνουμε δουλειά που δεν είχε κανένα νόημα—να σκάβουμε χαντάκια και κατόπιν να τα ξαναγεμίζουμε. Το απόγευμα, μπορούσαμε να περιφερόμαστε κάπως ελεύθερα.
Όπως έβλεπα τα πράγματα, υπήρχαν δύο ενδεχόμενα. Ή θα πεθαίναμε εκεί ή θα ξεφεύγαμε από τους Γερμανούς και θα παραδινόμασταν στους Ρώσους. Μόνο τρεις από εμάς αποφασίσαμε να διαφύγουμε μέσα από τον παγωμένο ποταμό Ντον. Στις 12 Δεκεμβρίου 1942, προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά και ξεκινήσαμε. Φτάσαμε στο ρωσικό μέτωπο και μας έκλεισαν αμέσως σε ένα στρατόπεδο μαζί με άλλους 35.000 φυλακισμένους περίπου. Την άνοιξη, είχαν απομείνει ζωντανοί μόνο γύρω στους 2.300 φυλακισμένους. Οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει από την πείνα.
-