-
Ανακηρύσσω ΔίκαιοΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Οι λέξεις (δικαιόω, δικαίωμα και δικαίωσις) του πρωτότυπου κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, στις οποίες διευκρινίζεται πλήρως το ζήτημα, μεταδίδουν βασικά την έννοια της απαλλαγής από κάθε κατηγορία ή ενοχή και συνεπώς της αθώωσης, της ανακήρυξης κάποιου ως δίκαιου και της μεταχείρισής του με ανάλογο τρόπο.—Βλέπε Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης (Greek-English Lexicon of the New Testament), του Γ. Μπάουερ (αναθεωρημένο από τους Φ. Γ. Γκίνγκριχ και Φ. Ντάνκερ), 1979, σ. 197, 198· επίσης Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ (Εκδόσεις «Ι. Σιδέρης», 1921, Τόμ. 1, σ. 625).
Έτσι λοιπόν, ο απόστολος Παύλος λέει ότι ο Θεός “αποδεικνύεται δίκαιος [τύπος του ρήματος δικαιόω, Κείμενο]” στα λόγια Του και νικάει όταν κρίνεται από άτομα που τον δυσφημούν. (Ρω 3:4) Ο Ιησούς είπε πως «η σοφία αποδεικνύεται δίκαιη από τα έργα της» και πως, όταν οι άνθρωποι δώσουν λογαριασμό κατά την Ημέρα της Κρίσης, θα “ανακηρυχτούν δίκαιοι [τύπος του ρήματος δικαιόω, Κείμενο]” ή θα καταδικαστούν από τα λόγια τους. (Ματ 11:19· 12:36, 37) Ο Ιησούς είπε ότι ο ταπεινός εισπράκτορας φόρων που προσευχόταν μετανοημένος στο ναό «κατέβηκε στο σπίτι του έχοντας αποδειχτεί δικαιότερος» από τον καυχησιολόγο Φαρισαίο που προσευχόταν συγχρόνως με αυτόν. (Λου 18:9-14· 16:15) Ο απόστολος Παύλος δηλώνει ότι όποιος πεθαίνει «έχει απαλλαχτεί [δεδικαίωται, Κείμενο] από την αμαρτία του» εφόσον έχει εκτίσει την ποινή του θανάτου.—Ρω 6:7, 23.
Εκτός από αυτές τις σημασίες, όμως, οι εν λόγω λέξεις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου διαθέτουν και μια άλλη ειδική έννοια, αναφερόμενη σε μια πράξη του Θεού με την οποία κάποιος θεωρείται αθώος (Πρ 13:38, 39· Ρω 8:33), καθώς και στην πράξη με την οποία ο Θεός κηρύσσει ένα άτομο τέλειο σε ακεραιότητα και το κρίνει άξιο για το δικαίωμα της ζωής, όπως θα δούμε.
-
-
Ανακηρύσσω ΔίκαιοΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Για να καταλάβουμε αυτή την έκφραση, χρειάζεται να εξετάσουμε τη σημασία του ρήματος λογίζομαι που χρησιμοποιείται εδώ στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο.
Πώς «υπολογίζεται» κάποιος δίκαιος. Το ρήμα λογίζομαι του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου χρησιμοποιούνταν συνήθως στην αρχαιότητα για αριθμητικούς υπολογισμούς ή λογαριασμούς όπως για παράδειγμα στη λογιστική, και χρησιμοποιούνταν τόσο για τις χρεώσεις όσο και για τις πιστώσεις που καταχωρίζονταν σε έναν λογαριασμό. Στην Αγία Γραφή χρησιμοποιείται με την έννοια «λογαριάζω, υπολογίζω ή λαβαίνω υπόψη». Έτσι λοιπόν, το εδάφιο 1 Κορινθίους 13:5 λέει ότι η αγάπη «δεν κρατάει λογαριασμό [οὐ λογίζεται, Κείμενο] για το κακό» (παράβαλε 2Τι 4:16), ενώ ο ψαλμωδός Δαβίδ είπε, όπως παρατίθενται τα λόγια του: «Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος του οποίου την αμαρτία δεν πρόκειται να υπολογίσει ο Ιεχωβά». (Ρω 4:8) Ο Παύλος έδειξε σε αυτούς που έβλεπαν τα πράγματα σύμφωνα με τη φαινομενική τους αξία ότι έπρεπε να αξιολογούν τα ζητήματα σωστά, κοιτάζοντας σαν να λέγαμε και στις δύο πλευρές του λογιστικού βιβλίου. (2Κο 10:2, 7, 10-12) Ταυτόχρονα, τον Παύλο τον απασχολούσε “να μην του λογαριάσει [λογίσηται, Κείμενο] κανείς” περισσότερα από ό,τι ήταν σωστό σε σχέση με τη διακονία του.—2Κο 12:6, 7.
Η λέξη λογίζομαι μπορεί επίσης να σημαίνει «θεωρώ, υπολογίζω, αποτιμώ, συγκαταλέγω (με μια ομάδα, τάξη ή κατηγορία)». (1Κο 4:1) Με αυτή την έννοια ο Ιησούς είπε ότι επρόκειτο να “συγκαταλεχθεί [ἐλογίσθη, Κείμενο] με τους ανόμους”, δηλαδή να υπολογιστεί ως ένας από αυτούς ή να συγκαταριθμηθεί με αυτούς. (Λου 22:37) Ο απόστολος Παύλος λέει στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους ότι, στην περίπτωση ενός απερίτμητου που θα τηρούσε το Νόμο, “η μη περιτομή του θα υπολογιζόταν ως περιτομή”, δηλαδή θα θεωρούνταν ή θα εκλαμβανόταν ως περιτομή. (Ρω 2:26) Με παρόμοια έννοια, οι Χριστιανοί παροτρύνονται να “θεωρούν τους εαυτούς τους ότι είναι μεν νεκροί σε σχέση με την αμαρτία, αλλά ζωντανοί σε σχέση με τον Θεό μέσω του Χριστού Ιησού”. (Ρω 6:11) Επίσης, οι χρισμένοι Χριστιανοί που προέρχονταν από τους Εθνικούς, αν και δεν ήταν σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ, “υπολογίζονταν ως το σπέρμα” του Αβραάμ.—Ρω 9:8.
-