Νικαράγουα
Η Νικαράγουα έχει αποκληθεί κατάλληλα τροπικός παράδεισος. Οι ανατολικές ακτές της βλέπουν στα καθαρά, γαλαζοπράσινα νερά της Καραϊβικής Θάλασσας. Η δυτική ακτή της βρέχεται από τα κύματα του απέραντου Ειρηνικού Ωκεανού. Από ψηλά, η χώρα είναι ένα μωσαϊκό από δάση, αγροκτήματα και ποτάμια, καθώς και πολλές λίμνες, που μοιάζουν με κοσμήματα πάνω στους κρατήρες αρχαίων ηφαιστείων. Ωστόσο, αυτές οι λίμνες είναι σαν μικροσκοπικές γαλάζιες πισίνες αν συγκριθούν με τους δύο γίγαντες —τη λίμνη Νικαράγουα και τη λίμνη Μανάγκουα. Η λίμνη Νικαράγουα και μόνο, με έκταση 8.200 τετραγωνικά χιλιόμετρα, καταλαμβάνει πάνω από το 6 τοις εκατό ολόκληρης της χώρας!
Η πρωτεύουσα, η Μανάγκουα, βρίσκεται στη νότια όχθη της λίμνης Μανάγκουα, η οποία έχει έκταση περίπου 1.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Κατάλληλα, η λέξη «μανάγκουα» σημαίνει «τόπος με πολύ νερό» σε μια από τις γλώσσες των ιθαγενών. Η Μανάγκουα, το διοικητικό και εμπορικό κέντρο, έχει γύρω στο ένα εκατομμύριο κατοίκους—το 20 τοις εκατό των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων της χώρας. Βρίσκεται στις στενές παρυφές των πεδιάδων του Ειρηνικού, οι οποίες φιλοξενούν το 60 τοις εκατό περίπου των Νικαραγουανών. Το 30 τοις εκατό ζει στις κεντρικές πεδιάδες και οι υπόλοιποι—σχεδόν το 10 τοις εκατό—ζουν πιο ανατολικά στις δύο αραιοκατοικημένες, πολιτικά αυτόνομες περιοχές που καταλαμβάνουν τη μισή επικράτεια του έθνους.
Στα νότια σύνορα της Νικαράγουας, εκεί όπου ο ισθμός της Κεντρικής Αμερικής στενεύει, η Καραϊβική Θάλασσα απέχει από τον Ειρηνικό Ωκεανό μόνο 220 χιλιόμετρα. Καθώς, όμως, ο ποταμός Σαν Χουάν ρέει από τη λίμνη Νικαράγουα στην Καραϊβική, το μόνο που χωρίζει τη λίμνη από τον Ειρηνικό είναι ο Ισθμός της Ρίβας, μήκους 18 χιλιομέτρων. Πριν από την κατασκευή της Διώρυγας του Παναμά, η υδάτινη οδός μεταξύ του ποταμού Σαν Χουάν και της λίμνης Νικαράγουας ήταν δημοφιλής διαδρομή για τους ταξιδιώτες, καθιστώντας την περιοχή πολύ ελκυστική. Πράγματι, η ιστορία αποκαλύπτει ότι αυτή η περιοχή δέχτηκε επιρροή από πολλούς λαούς, όπως οι Μάγια, οι Αζτέκοι, οι Τολτέκοι και οι Τσίμπτσα, καθώς και από ξένες δυνάμεις—της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ολλανδίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης.
Η επιρροή των πολλών φυλών και εθνικοτήτων είναι καταφανής στην πολυγλωσσική και πολυπολιτισμική κοινωνία της Νικαράγουας. Ενώ ο πληθυσμός που κατοικεί στην πλευρά του Ειρηνικού αποτελείται κυρίως από ισπανόφωνους μεστίσο, απογόνους Ισπανών και ιθαγενών λαών, η περιοχή της Καραϊβικής είναι κατά κύριο λόγο πολυεθνική. Πολυπληθείς Μισκίτο, Κρεολοί και μεστίσο συνυπάρχουν με μικρότερους πληθυσμούς Σούμο, Ράμα και Γκαριφούνα—μια αφροκαραϊβική ομάδα. Μολονότι πολλές από αυτές τις κοινότητες έχουν διατηρήσει την παραδοσιακή γλώσσα και τον πολιτισμό τους, οι άνθρωποι είναι απλοί, προσιτοί και φιλικοί. Επίσης, είναι βαθιά θρησκευόμενοι και πολλοί αγαπούν την Αγία Γραφή.
Όπως θα δούμε σε αυτή την αφήγηση, ο χαρακτήρας των Νικαραγουανών έχει διαμορφωθεί επίσης από τις αντιξοότητες, τόσο τις φυσικές όσο και τις ανθρωποποίητες. Λόγου χάρη, τον περασμένο αιώνα, η Μανάγκουα ισοπεδώθηκε δύο φορές από σεισμούς προερχόμενους από την πλευρά του Ειρηνικού. Η ανατολική Νικαράγουα έχει υποστεί άλλου είδους φυσικές καταστροφές—ερημωτικούς τυφώνες από τον Ατλαντικό. Σαν να μην έφταναν αυτά, ο εμφύλιος πόλεμος, οι πολιτικές επαναστάσεις και οι σκληρές δικτατορίες έχουν επιφέρει επιπρόσθετα δεινά.
Ωστόσο, τα καθαρά νερά της Γραφικής αλήθειας εισχώρησαν σε αυτή την όμορφη χώρα με τις λίμνες και τα ποτάμια, φέρνοντας παρηγοριά και ελπίδα σε χιλιάδες ειλικρινείς ανθρώπους. (Αποκ. 22:17) Ναι, ο χείμαρρος των πνευματικών προμηθειών που κατακλύζουν τη Νικαράγουα σήμερα πιστοποιεί την πλούσια ευλογία του Ιεχωβά στο έργο κηρύγματος της Βασιλείας σε αυτή τη χώρα, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι πριν από έξι μόλις δεκαετίες, τα καλά νέα ήταν μια απλή σταλαγματιά.
Στην Αρχή, μια Σταλαγματιά
Στις 28 Ιουνίου 1945, ο Φράνσις και ο Γουίλιαμ Γουόλας, αδέλφια και απόφοιτοι της πρώτης τάξης της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς, έφτασαν στη Μανάγκουα. Άρχισαν το οργανωμένο κήρυγμα των καλών νέων στη Νικαράγουα και προλείαναν το έδαφος για τις μελλοντικές γενιές ιεραποστόλων. Αλλά αυτοί δεν ήταν οι πρώτοι που έφεραν το άγγελμα της Βασιλείας εδώ, διότι το 1934 μια επισκέπτρια σκαπάνισσα είχε διανείμει έντυπα στη Μανάγκουα και σε άλλα μέρη της χώρας. Ωστόσο, ως το 1945, ελάχιστοι είχαν ακούσει για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Όταν οι αδελφοί Γουόλας έβγαιναν στην υπηρεσία αγρού, χρησιμοποιούσαν έναν φορητό φωνογράφο και έβαζαν να ακουστούν ηχογραφήσεις Γραφικού περιεχομένου—αρκετά πρωτοποριακή ιδέα για τη Νικαράγουα εκείνα τα χρόνια! Ως αποτέλεσμα, στη διάρκεια του πρώτου μήνα, 705 άτομα άκουσαν το άγγελμα της Βασιλείας.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, έφτασαν άλλοι τέσσερις ιεραπόστολοι—τα αντρόγυνα Χάρολντ και Έβλιν Ντάνκαν καθώς και Γουίλμπερτ και Αν Γκάιζελμαν. Επιθυμώντας να διαφημίσουν τη Βασιλεία με κάθε δυνατό τρόπο, οργάνωσαν μια σειρά από δημόσιες συναθροίσεις. Έτσι λοιπόν, το Νοέμβριο του 1945, οι Νικαραγουανοί συναντούσαν στους δρόμους ανθρώπους που τους χαιρετούσαν και τους έδιναν διαφημιστικά φυλλάδια με τα οποία τους προσκαλούσαν σε μια Γραφική διάλεξη. Μολονότι το πρόγραμμα παραλίγο να διακοπεί εξαιτίας πολιτικών ταραχών και συμπλοκών στους δρόμους της περιοχής, η συνάθροιση συνεχίστηκε ειρηνικά, και πάνω από 40 άτομα άκουσαν εκείνη την πρώτη δημόσια ομιλία. Στο μεταξύ, άρχισε να διεξάγεται στον ιεραποστολικό οίκο η εβδομαδιαία Μελέτη Σκοπιάς και η Συνάθροιση Υπηρεσίας.
Το έτος 1946 κύλησε χαρούμενα για τους ιεραποστόλους και για τα πρώτα άτομα που ανταποκρίθηκαν στο άγγελμα της Γραφής. Ένας από αυτούς ήταν και ο 24χρονος Αρνόλντο Κάστρο, ο οποίος θυμάται με χαμόγελο πώς πρωτοέμαθε για τη Γραφική αλήθεια, λέγοντας: «Οι συγκάτοικοί μου, Εβαρίστο Σάντσες και Λορένσο Ομπρεγκόν, και εγώ αποφασίσαμε να μάθουμε μαζί αγγλικά. Κάποια ημέρα ήρθε ο Εβαρίστο από την αγορά κουνώντας πέρα δώθε ένα βιβλίο και λέγοντας: “Βρήκα έναν Αμερικανό που θα μας μάθει αγγλικά!” Ασφαλώς, ο “δάσκαλος” δεν είχε τέτοια πρόθεση, αλλά ο Εβαρίστο αυτό είχε καταλάβει. Όταν έφτασε, λοιπόν, η προσδιορισμένη ώρα, εμείς οι τρεις νεαροί περιμέναμε με χαρά να κάνουμε μάθημα αγγλικών. Μια ευχάριστη έκπληξη περίμενε το “δάσκαλο”, τον ιεραπόστολο Γουίλμπερτ Γκάιζελμαν, όταν είδε τέτοιους πρόθυμους “σπουδαστές της Γραφής” να τον περιμένουν με το βιβλίο στο χέρι».
«Το βιβλίο ήταν “Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς”, το οποίο μελετούσαμε δύο φορές την εβδομάδα», εξηγεί ο Αρνόλντο. «Τελικά, δεν μάθαμε πολλά αγγλικά, μάθαμε όμως τη Γραφική αλήθεια». Ο Αρνόλντο βαφτίστηκε τον Αύγουστο του 1946 σε μια συνέλευση στο Κλίβελαντ του Οχάιο των ΗΠΑ, και κατόπιν επέστρεψε στη Νικαράγουα για να αναλάβει την υπηρεσία σκαπανέα. Ως το τέλος του ίδιου έτους, είχαν βαφτιστεί και οι δύο συγκάτοικοί του.
Ο Εβαρίστο Σάντσες, σήμερα 83 ετών, θυμάται με ευχαρίστηση εκείνες τις πρώτες ημέρες. «Στην αρχή», λέει, «δεν είχαμε πού να κάνουμε τις συναθροίσεις μας. Αλλά ήμασταν λίγοι, και έτσι συναθροιζόμασταν στο σπίτι των ιεραποστόλων. Αργότερα, νοικιάσαμε ένα διώροφο σπίτι, στο οποίο συναθροιζόμασταν τακτικά 30 με 40 άτομα».
Αυτοί οι τρεις νεαροί ήταν οι πρώτοι Νικαραγουανοί που συνόδευσαν τους ιεραποστόλους στη διακονία, πρώτα στη Μανάγκουα και κατόπιν σε απομακρυσμένες περιοχές. Εκείνον τον καιρό η Μανάγκουα, με περίπου 120.000 κατοίκους, ήταν μικρότερη από ό,τι είναι σήμερα. Η μόνη περιοχή με στρωμένους δρόμους ήταν ένα τμήμα 12 οικοδομικών τετραγώνων στο κέντρο της πόλης. «Μετακινούμασταν με τα πόδια», θυμάται ο Εβαρίστο. «Δεν υπήρχαν λεωφορεία, δεν υπήρχαν στρωμένοι δρόμοι, μόνο σιδηροδρομικές γραμμές και μονοπάτια για βοϊδάμαξες. Έτσι λοιπόν, την περίοδο της ξηρασίας ήμασταν γεμάτοι σκόνη και την περίοδο των βροχών γεμάτοι λάσπη». Αλλά οι προσπάθειές τους ανταμείφθηκαν όταν, τον Απρίλιο του 1946, παρευρέθηκαν στην Ανάμνηση 52 άτομα.
Ιδρύεται Γραφείο Τμήματος
Τον ίδιο μήνα, ο Νάθαν Ο. Νορ και ο Φρέντερικ Γ. Φρανς, από τα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλιν, επισκέφτηκαν τη Νικαράγουα για πρώτη φορά. Στη διάρκεια της τετραήμερης επίσκεψης, 158 άτομα άκουσαν τη δημόσια διάλεξη του αδελφού Νορ με θέμα «Ευφράνθητε, Έθνη». Ο αδελφός Φρανς μετέφρασε την ομιλία στην ισπανική. Προτού φύγει, ο αδελφός Νορ ίδρυσε στη Νικαράγουα γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά για την επίβλεψη του έργου. Ο 26χρονος Γουίλιαμ Γιουτζίν Κολ, ο οποίος τότε μόλις είχε αποσταλεί εκεί από την Κόστα Ρίκα, διορίστηκε υπηρέτης τμήματος.
Τις επόμενες δεκαετίες, το γραφείο τμήματος ίδρυσε ιεραποστολικούς οίκους σε μέρη όπως το Χινοτέπε, η Μασάγια, η Λεόν, το Μπλούφιλντς, η Γρανάδα και η Ματαγκάλπα. Διευθετήθηκε επίσης να επισκέπτεται κάποιος επίσκοπος περιοχής τις καινούριες εκκλησίες και ομίλους για να ενισχύει και να ενθαρρύνει τους αδελφούς.
Οι Εναντιούμενοι Γνωρίζουν Πρόσκαιρη Επιτυχία
Ο ζήλος των αδελφών έφερε καρπούς γρήγορα, πράγμα που ενόχλησε τον κλήρο του Χριστιανικού κόσμου. Οι πρώτες φωνές εναντίωσης ακούστηκαν στο Μπλούφιλντς, μια πόλη στην Ακτή της Καραϊβικής όπου είχαν διοριστεί δυο ιεραπόστολοι. Τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο στις 17 Οκτωβρίου 1952, όταν εκδόθηκε ένα διάταγμα εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το διάταγμα απαγόρευε όλες τις δραστηριότητες των Μαρτύρων και έφερε την υπογραφή ενός αξιωματούχου της Υπηρεσίας Μετανάστευσης αλλά είχε εκδοθεί με την υποκίνηση του Καθολικού κλήρου.
Το διάταγμα κοινοποιήθηκε στους ιεραποστόλους στο Μπλούφιλντς, στη Λεόν, στο Χινοτέπε και στη Μανάγκουα. Οι προσφυγές προς τις αρμόδιες αρχές—περιλαμβανομένου και του τότε προέδρου Αναστάσιο Σομόσα Γκαρσία—αποδείχτηκαν άκαρπες. Οι αδελφοί άρχισαν να συναθροίζονται σε μικρότερους ομίλους, το έργο περιοδικού στους δρόμους σταμάτησε και τα έντυπα που υπήρχαν στο γραφείο τμήματος διανεμήθηκαν σε ασφαλείς τοποθεσίες. Οι θρησκευτικοί εχθροί μας είχαν καταφέρει να θέσουν υπό απαγόρευση το έργο διακηρύσσοντας ψευδώς ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν κομμουνιστές. Ζητήθηκε η βοήθεια ενός δικηγόρου ο οποίος εφεσίβαλε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Αν και μερικοί αδελφοί ενέδωσαν στο φόβο του ανθρώπου, οι περισσότεροι παρέμειναν σταθεροί. Οι ιεραπόστολοι, ώριμοι και άφοβοι, υπήρξαν στυλοβάτες για τους ντόπιους αδελφούς, οι οποίοι συνέχισαν να κηρύττουν και να συναθροίζονται υπακούοντας στο Λόγο του Θεού. (Πράξ. 1:8· 5:29· Εβρ. 10:24, 25) Έπειτα, στις 9 Ιουνίου 1953—ύστερα από οχτώ μόνο μήνες απαγόρευσης—το ανώτατο δικαστήριο αποφάνθηκε ομόφωνα υπέρ των Μαρτύρων του Ιεχωβά, επαναβεβαιώνοντας το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας λατρείας και λόγου. Η συνωμοσία είχε αποτύχει από κάθε άποψη.
Οι Δυσκολίες των Πρώτων Ιεραποστόλων
Η εναντίωση από τον κλήρο δεν ήταν η μόνη δυσκολία που συνάντησαν οι πρώτοι ιεραπόστολοι. Πάρτε για παράδειγμα τον Σίντνι και τη Φίλις Πόρτερ, αποφοίτους της 12ης τάξης της Γαλαάδ. Όταν έφτασαν στη Νικαράγουα τον Ιούλιο του 1949, ο Σίντνι διορίστηκε επίσκοπος περιοχής σε μια περιοχή που περιλάμβανε ολόκληρη τη χώρα. Ο ίδιος περιγράφει πώς ήταν το έργο περιοδεύοντα επισκόπου εκείνα τα χρόνια. «Χρησιμοποιούσαμε τρένα και λεωφορεία για τη μεταφορά μας. Συνήθως δεν υπήρχαν αδελφοί στους οποίους να μείνουμε, και έτσι είχαμε μαζί μας τα στρωσίδια μας και μια μικρή φορητή θερμάστρα για να βράζουμε νερό και να μαγειρεύουμε. Πολλές φορές λείπαμε από το γραφείο τμήματος ακόμη και για δέκα εβδομάδες. Ο τομέας, όμως, ήταν τόσο παραγωγικός ώστε δυσκολευόμασταν να καλλιεργήσουμε όλο το ενδιαφέρον σε μερικές περιοχές. Για παράδειγμα, όταν αργότερα είχαμε την περιοχή της Μανάγκουα, η Φίλις διεξήγε 16 Γραφικές μελέτες! Πού έβρισκε το χρόνο; Έκανε τις μελέτες της την ελεύθερη ημέρα μας και τα απογεύματα κατά τα οποία δεν είχαμε συναθροίσεις». Πόσο αφοσιωμένοι ήταν εκείνοι οι πρώτοι ιεραπόστολοι!
Η Ντόρις Νίχοφ, η οποία έφτασε το 1957, λέει για την πρώτη εντύπωση που της δημιουργήθηκε: «Ήταν τέλη Μαρτίου, η περίοδος της ξηρασίας, και έτσι η ύπαιθρος είχε καφέ χρώμα. Τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα τότε. Αντιθέτως, όλοι είχαν άλογο—και όπλο! Νόμιζες πως βρισκόσουν σε σκηνικό ταινίας γουέστερν. Εκείνες τις ημέρες, οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν ή πλούσιοι ή φτωχοί—κυρίως το δεύτερο. Το χειρότερο ήταν πως η Νικαράγουα βρισκόταν σε πόλεμο με την Ονδούρα εξαιτίας μιας εδαφικής διαμάχης, και, έξι μήνες προτού φτάσω, ο Πρόεδρος Σομόσα Γκαρσία είχε δολοφονηθεί και η χώρα βρισκόταν υπό στρατιωτικό νόμο».
«Διορίστηκα στη Λεόν, όπου υπήρχε πανεπιστήμιο», συνεχίζει η Ντόρις. «Επειδή δεν καταλάβαινα πολλά ισπανικά, οι φοιτητές διασκέδαζαν κάνοντάς μου φάρσες. Παραδείγματος χάρη, όταν προσφέρθηκα να επισκεφτώ ξανά κάποιους φοιτητές για να τους μιλήσω για τη Γραφή, εκείνοι δέχτηκαν αλλά γελούσαν όταν μου έλεγαν τα “ονόματά” τους. Ο ένας χρησιμοποίησε το όνομα του δολοφόνου του προέδρου, ενώ ο άλλος το όνομα ενός περιβόητου αντάρτη! Απορώ πως δεν με έκλεισαν στη φυλακή όταν ξαναπήγα και ζήτησα τους φοιτητές που μου είχαν δώσει εκείνα τα ονόματα!»
Συζήτηση με τον Επίσκοπο της Ματαγκάλπα
Περίπου 130 χιλιόμετρα βόρεια της Μανάγκουα, στους λόφους μιας περιοχής με καφεοφυτείες, βρίσκεται η πόλη Ματαγκάλπα. Εκεί διορίστηκαν τέσσερις ιεραπόστολοι το 1957. Ο Αγκουστίν Σεκέιρα, τότε καθηγητής μαθηματικών σε ένα κολέγιο που το διηύθυναν Ιωσηφίνες μοναχές, θυμάται τη θρησκευτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη Ματαγκάλπα εκείνον τον καιρό: «Οι περισσότεροι ήταν Καθολικοί και φοβούνταν τους ιερείς αλλά κυρίως τον επίσκοπο. Αυτός είχε βαφτίσει ένα από τα παιδιά μου».
Εξαιτίας αυτού του κλίματος φόβου, το γραφείο τμήματος δυσκολευόταν να βρει στέγη για τους ιεραποστόλους. Σε κάποια περίπτωση, καθώς το γραφείο τμήματος διαπραγματευόταν την ενοικίαση ενός σπιτιού, ενημέρωσε τον ιδιοκτήτη, έναν δικηγόρο, ότι οι ιεραπόστολοι θα διεξήγαν εκεί Χριστιανικές συναθροίσεις. «Κανένα πρόβλημα», είπε εκείνος.
Περιγράφοντας τι συνέβη κατόπιν, η Ντόρις Νίχοφ αναφέρει: «Την ημέρα που φτάσαμε μαζί με όλα τα έπιπλά μας, ο ιδιοκτήτης εμφανίστηκε ανήσυχος. Είπε ότι μας είχε στείλει τηλεγράφημα συστήνοντάς μας να μην έρθουμε. Γιατί; Ο επίσκοπος τον είχε απειλήσει ότι αν μας νοίκιαζε το σπίτι του, ο γιος του δεν θα μπορούσε να πηγαίνει στο Καθολικό σχολείο. Ευτυχώς, εμείς δεν είχαμε λάβει το τηλεγράφημα και είχαμε ήδη πληρώσει ένα νοίκι».
«Τον ίδιο μήνα, βρήκαμε άλλο σπίτι αλλά με μεγάλη δυσκολία», προσθέτει η Ντόρις. «Όταν ο επίσκοπος προσπάθησε να πιέσει τον ιδιοκτήτη, έναν θαρραλέο ντόπιο επιχειρηματία, εκείνος απάντησε: “Εντάξει. Αν μου δίνετε τις τετρακόσιες κόρδοβες κάθε μήνα, θα τους διώξω”. Ασφαλώς, ο επίσκοπος δεν πλήρωσε. Απτόητος, όμως, πήγε σε όλα τα καταστήματα και τοποθέτησε αφίσες, προειδοποιώντας τους ανθρώπους να μη μιλάνε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Επίσης, είπε στους καταστηματάρχες να μη μας πουλάνε πράγματα».
Παρά το ζήλο των ιεραποστόλων, κανένας στη Ματαγκάλπα δεν φαινόταν πρόθυμος να λάβει στάση υπέρ της Γραφικής αλήθειας. Ωστόσο, ο Αγκουστίν, ο καθηγητής μαθηματικών, είχε πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Παραδείγματος χάρη, αναρωτιόταν γιατί οι πυραμίδες εξακολουθούν να υπάρχουν ενώ οι Φαραώ που τις οικοδόμησαν πέθαναν προ πολλού! Θυμάται ακόμη πολύ καλά την επίσκεψη ενός ιεραποστόλου, ο οποίος του έδειξε από τη Γραφή τις απαντήσεις στα ερωτήματά του. Ο Αγκουστίν εξηγεί: «Με εντυπωσίασαν τα εδάφια που έδειχναν ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, όχι για να πεθαίνει, αλλά για να ζει για πάντα σε μια παραδεισένια γη και ότι οι νεκροί θα αναστηθούν. Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτή ήταν η αλήθεια». Πώς αντέδρασε ο Αγκουστίν; «Άρχισα να κηρύττω σε όλους στο κολέγιο όπου δίδασκα, ακόμη και στη διευθύντρια η οποία ήταν μοναχή», λέει ο Αγκουστίν. «Τότε εκείνη με προσκάλεσε να την επισκεφτώ την Κυριακή για να συζητήσουμε σχετικά με “το τέλος του κόσμου”. Προς έκπληξή μου, όταν πήγα με περίμενε εκεί ο επίσκοπος της Ματαγκάλπα».
«Λοιπόν, φίλε μου», είπε, «ακούω πως χάνεις την πίστη σου».
«Ποια πίστη;» απάντησα. «Αυτή που δεν είχα ποτέ; Τώρα μαθαίνω να έχω αληθινή πίστη».
Έτσι άρχισε μια τρίωρη συζήτηση, την οποία άκουγε η μοναχή. Ο ζήλος του Αγκουστίν για τη νέα του πίστη τον έκανε να είναι αρκετά ευθύς μερικές φορές. Μάλιστα είπε ότι η μη Χριστιανική πίστη στην αθανασία της ανθρώπινης ψυχής είναι ένα σχέδιο για την απόκτηση χρημάτων το οποίο οδηγεί στην εκμετάλλευση αθώων ανθρώπων. Για να εξηγήσει το σημείο στον επίσκοπο, ο Αγκουστίν είπε: «Φανταστείτε, λόγου χάρη, ότι πέθαινε η μητέρα μου. Φυσιολογικά, θα σας ζητήσω να πείτε τη Θεία Λειτουργία επειδή η ψυχή της είναι στο καθαρτήριο. Εσείς με χρεώνετε για αυτή την υπηρεσία. Έπειτα από οχτώ ημέρες, ακολουθεί άλλη Λειτουργία. Έπειτα από έναν χρόνο, άλλη, και ούτω καθεξής. Εντούτοις, ποτέ δεν μου λέτε: “Φίλε μου, δεν θα κάνω άλλες Λειτουργίες επειδή η ψυχή της μητέρας σου έχει βγει τώρα από το καθαρτήριο”».
«Α!» είπε ο επίσκοπος, «αυτό συμβαίνει επειδή μόνο ο Θεός γνωρίζει πότε βγαίνει!»
«Τότε, πώς ξέρατε πότε μπήκε ώστε να αρχίσετε να με χρεώνετε;» ανταπάντησε ο Αγκουστίν.
Σε κάποιο σημείο της συζήτησης, όταν ο Αγκουστίν άρχισε να παραθέτει ένα άλλο εδάφιο, η μοναχή είπε στον επίσκοπο: «Κοιτάξτε, Μονσινιόρ! Η Γραφή που έχει δεν είναι καλή. Είναι Λουθηρανική!»
«Όχι», απάντησε ο επίσκοπος, «εγώ του έδωσα αυτή τη Γραφή».
Στη συνέχεια της συζήτησης, ο Αγκουστίν άκουσε έκπληκτος τον επίσκοπο να λέει ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε οτιδήποτε αναφέρει η Γραφή. «Έπειτα από εκείνη τη συνάντηση», λέει ο Αγκουστίν, «πείστηκα ότι ο κλήρος του Χριστιανικού κόσμου, όπως και οι θρησκευτικοί ηγέτες των ημερών του Ιησού, προτιμούν την εκκλησιαστική παράδοση από το Λόγο του Θεού».
Το Φεβρουάριο του 1962, ο Αγκουστίν Σεκέιρα έγινε ο πρώτος βαφτισμένος ευαγγελιζόμενος στη Ματαγκάλπα. Συνέχισε να κάνει πνευματική πρόοδο, υπηρετώντας αργότερα ως σκαπανέας και πρεσβύτερος και, από το 1991, ως μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Νικαράγουας. Όσο για τη Ματαγκάλπα, το υπηρεσιακό έτος 2002, είχε δύο ακμάζουσες εκκλησίες με ένα σύνολο 153 ευαγγελιζομένων της Βασιλείας.
Ακούραστοι Ειδικοί Σκαπανείς
Πολλοί που δέχτηκαν τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού υποκινήθηκαν να διευρύνουν τη διακονία τους συμμετέχοντας στο έργο σκαπανέα. Ανάμεσά τους ήταν ο Χιλμπέρτο Σολίς, η σύζυγός του Μαρία Σεσίλια και η μικρή αδελφή του Μαρία Έλσα. Και οι τρεις βαφτίστηκαν το 1961, και τέσσερα χρόνια αργότερα έγιναν μια πολύ αποτελεσματική ομάδα ειδικών σκαπανέων. Αυτά τα τρία άτομα βοήθησαν να σχηματιστούν ή να ενισχυθούν εννιά εκκλησίες σε διάφορα μέρη της χώρας. Ένας από τους διορισμούς τους ήταν το νησί Ομετέπε στη λίμνη Νικαράγουα.
Το Ομετέπε έχει έκταση 276 τετραγωνικά χιλιόμετρα και σχηματίζεται από δυο ηφαίστεια, το ένα από τα οποία έχει ύψος 1.600 μέτρα. Όταν κοιτάζει κανείς από ψηλά αυτά τα ηφαίστεια, μοιάζουν σαν ένα «οχτώ». Ξεκινώντας τα χαράματα, οι τρεις σκαπανείς κήρυτταν στο Ομετέπε πηγαίνοντας με το λεωφορείο όσο πιο μακριά μπορούσαν και κατόπιν συνεχίζοντας με τα πόδια—συνήθως ξυπόλητοι—κατά μήκος της αμμουδιάς επισκεπτόμενοι τα πολλά χωριά του νησιού. Σε διάστημα περίπου 18 μηνών, οργάνωσαν αρκετούς απομονωμένους ομίλους σπουδαστών της Γραφής σε όλο το Ομετέπε, από τους οποίους ο μεγαλύτερος βρισκόταν στο Λος Ατίγιος.
Παλιότερα, οι καπνοκαλλιέργειες αποτελούσαν βασική πηγή εισοδήματος για πολλούς από τους καινούριους ευαγγελιζομένους στο Λος Ατίγιος, αλλά τώρα η Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδησή τους δεν τους επέτρεπε να κάνουν αυτή την εργασία. Έτσι λοιπόν, οι περισσότεροι βασίζονταν στην αλιεία, μολονότι αυτή τους απέφερε λιγότερο εισόδημα. Πόσο χαιρόταν η οικογένεια Σολίς βλέποντας τέτοια πίστη, καθώς και τις πολλές άλλες αποδείξεις της πλούσιας ευλογίας του Ιεχωβά στη διακονία τους! Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων της περιοχής αυξήθηκε σύντομα σε 32, δημιουργώντας την ανάγκη για μια Αίθουσα Βασιλείας. Ένας από τους καινούριους ευαγγελιζομένους, ο Αλφόνσο Αλεμάν, καλλιεργούσε καρπούζια και προσφέρθηκε ευγενώς να δωρίσει ένα κομμάτι γης για να οικοδομηθεί αίθουσα εκεί. Αλλά πού θα έβρισκαν οι ευαγγελιζόμενοι στο Λος Ατίγιος χρήματα για να τη χτίσουν;
Ο Χιλμπέρτο Σολίς οργάνωσε εθελοντές για να φυτέψουν σπόρους καρπουζιού, τους οποίους προμήθευσε ο αδελφός Αλεμάν, στο κομμάτι γης που είχε δωρίσει. Ο Χιλμπέρτο ενθάρρυνε τους αδελφούς της ομάδας να φροντίζουν αυτά τα «καρπούζια για τον Ιεχωβά», θέτοντας το παράδειγμα με σκληρή προσωπική εργασία. Η Μαρία Έλσα, μια μικρόσωμη αλλά δραστήρια γυναίκα, περιγράφει πώς φρόντιζε την καλλιέργεια αυτή η μικρή ομάδα ευαγγελιζομένων: «Σηκωνόμασταν το πρωί, ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι, για να ποτίσουμε το χωράφι. Είχαμε τρεις καλές σοδειές. Χρησιμοποιώντας το πλοιάριό του, ο αδελφός Αλεμάν διέσχιζε τη λίμνη Νικαράγουα και πήγαινε τα καρπούζια στη Γρανάδα, όπου τα πουλούσε και αγόραζε οικοδομικά υλικά. Έτσι χτίστηκε η Αίθουσα Βασιλείας στο Λος Ατίγιος, και γι’ αυτόν το λόγο ο αδελφός μου την ονόμαζε μικρή αίθουσα φτιαγμένη από καρπούζια». Από αυτό το ταπεινό ξεκίνημα, το νησί Ομετέπε έχει τώρα τρεις ακμάζουσες εκκλησίες.
Η ταπεινοφροσύνη, το θετικό πνεύμα και η πλήρης εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά που εκδήλωνε ο Χιλμπέρτο, η σύζυγός του και η αδελφή του άγγιξαν πολλές καρδιές. Ο Χιλμπέρτο έλεγε συχνά: «Πρέπει πάντα να βλέπουμε τα καινούρια άτομα σαν μικρά μοσχαράκια. Είναι όμορφα αλλά αδύναμα. Ας μην αναστατωνόμαστε ποτέ από τις αδυναμίες τους αλλά, αντίθετα, ας τους βοηθάμε να γίνουν δυνατοί». Μια τέτοια στοργική στάση αναμφίβολα συνέβαλε στο να βοηθήσουν αυτοί οι τρεις υποδειγματικοί σκαπανείς 265 άτομα να φτάσουν στην αφιέρωση και στο βάφτισμα! Η σύζυγος του Χιλμπέρτο πέθανε πιστή και ο ίδιος, σε ηλικία 83 ετών, νιώθει ότι η υγεία του έχει επιδεινωθεί πολύ. Ωστόσο, η επιθυμία του να υπηρετεί τον Ιεχωβά είναι ισχυρή όσο ήταν ανέκαθεν. Όσο για τη Μαρία Έλσα, όταν ρωτήθηκε πρόσφατα πώς νιώθει έπειτα από 36 χρόνια στην υπηρεσία ειδικού σκαπανέα, απάντησε: «Όπως την πρώτη ημέρα! Είμαι χαρούμενη και ευχαριστώ πάντα τον Ιεχωβά που μας έφερε στην άγια οργάνωσή του και μας έδωσε μια μικρή θέση σε αυτόν το θαυμάσιο πνευματικό παράδεισο». Στο πέρασμα των ετών, πολλοί φιλόπονοι σκαπανείς, όπως η οικογένεια Σολίς, έχουν δει μεγάλη καρποφορία της Βασιλείας στη Νικαράγουα, χάρη στη γενναιόδωρη ευλογία του Ιεχωβά.
Ο Σεισμός στη Μανάγκουα το 1972
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα στις 23 Δεκεμβρίου 1972, η Μανάγκουα τραντάχτηκε από έναν δυνατό σεισμό, έντασης 6,25 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με ενέργεια αντίστοιχη 50 περίπου ατομικών βομβών. Το γραφείο τμήματος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της Μανάγκουα, μόλις 18 οικοδομικά τετράγωνα μακριά από το επίκεντρο. «Όλοι οι ιεραπόστολοι ήταν στο κρεβάτι», λέει ο Λέβι Έλγουντ Γουίδερσπουν, ο τότε επίσκοπος τμήματος. «Όταν σταμάτησε ο σεισμός, βγήκαμε αμέσως στη μέση του δρόμου. Κατόπιν έγιναν δύο ακόμη αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις. Παντού γύρω μας κατέρρεαν σπίτια. Ένα πυκνό σύννεφο σκόνης γέμισε την πόλη, ενώ στο κέντρο υπήρχε μια κόκκινη λάμψη που έδειχνε ότι είχαν ξεσπάσει φωτιές».
Το επίκεντρο του σεισμού ήταν ακριβώς κάτω από την εμπορική περιοχή, και μέσα σε 30 μόνο δευτερόλεπτα, η Μανάγκουα έγινε μη κατοικήσιμη. Οι επιζώντες έβγαιναν μέσα από τη σκόνη και τα χαλάσματα, πασχίζοντας να πάρουν ανάσα. Πολλοί δεν τα κατάφεραν. Αν και σύμφωνα με μερικούς υπολογισμούς, πέθαναν πάνω από 12.000 άνθρωποι, ο ακριβής αριθμός είναι άγνωστος. Περίπου το 75 τοις εκατό των σπιτιών στη Μανάγκουα καταστράφηκαν, αφήνοντας σχεδόν 250.000 αστέγους. Τις επόμενες τρεις ημέρες μετά το σεισμό, εγκατέλειπαν καθημερινά την πόλη περίπου 100.000 άνθρωποι.
Η Χριστιανική Αγάπη Σπεύδει για Διάσωση
Την ίδια ημέρα που έγινε ο σεισμός, προς το μεσημέρι, το γραφείο τμήματος είχε ήδη λάβει μια πλήρη έκθεση από τους επισκόπους των εκκλησιών της Μανάγκουα. Ενεργώντας γρήγορα και ομόψυχα, αυτοί οι πιστοί αδελφοί είχαν επισκεφτεί όλα τα μέλη των εκκλησιών τους για να δουν τις ανάγκες τους. Ευτυχώς, κανένας από τους 1.000 και πλέον Μάρτυρες που υπήρχαν στην πόλη δεν έχασε τη ζωή του, αλλά πάνω από το 80 τοις εκατό είχαν χάσει τα σπίτια τους.
Η Χριστιανική αγάπη υποκίνησε το λαό του Ιεχωβά στις γειτονικές χώρες να σπεύσουν γρήγορα να προσφέρουν βοήθεια στους αδελφούς τους και, σε λιγότερο από 22 ώρες μετά το σεισμό, έφταναν στο γραφείο τμήματος φορτηγά με τρόφιμα, νερό, φάρμακα και ρούχα. Στην πραγματικότητα, το γραφείο τμήματος ήταν ένα από τα πρώτα κέντρα παροχής υλικής βοήθειας. Επιπλέον, κατέφθασαν εθελοντές από διάφορες εκκλησίες της Νικαράγουας, και σύντομα όλοι ήταν απασχολημένοι με το ξεδιάλεγμα ρούχων, τη συσκευασία τροφίμων και τη μεταφορά αυτών των ειδών. Υλική βοήθεια άρχισε να καταφθάνει ακόμη και από Μάρτυρες από πιο μακρινά μέρη του κόσμου.
Την επομένη του σεισμού, ο επίσκοπος τμήματος συναντήθηκε με επισκέπτες εκπροσώπους από τα γραφεία τμήματος του Ελ Σαλβαδόρ, της Κόστα Ρίκα και της Ονδούρας προκειμένου να οργανώσουν επιπρόσθετη βοήθεια. Νικαραγουανοί Μάρτυρες που ζούσαν έξω από τη Μανάγκουα άνοιξαν με αγάπη τα σπίτια τους στους αδελφούς οι οποίοι αναγκάστηκαν να φύγουν από την πρωτεύουσα. Οι Μάρτυρες που απέμειναν οργανώθηκαν σε ομίλους για Χριστιανικές συναθροίσεις και υπηρεσία αγρού. Ο επίσκοπος περιοχής επισκέφτηκε αυτούς τους ομίλους για να τους ενθαρρύνει και να τους φέρει υλική βοήθεια.
Εξαιτίας του σεισμού, ολόκληρη η χώρα υπέστη οικονομικό πλήγμα. Ωστόσο, αν και η ζωή έγινε δυσκολότερη, η ανοικοδόμηση των Αιθουσών Βασιλείας και των σπιτιών των αδελφών συνεχίστηκε. Επιπλέον, πολλοί νεοενδιαφερόμενοι προστέθηκαν στις εκκλησίες. Ήταν φανερό ότι ο Ιεχωβά ευαρεστούνταν με το λαό του καθώς αυτοί συνέχιζαν να βάζουν τα συμφέροντα της Βασιλείας στην πρώτη θέση στη ζωή τους.—Ματθ. 6:33.
Το Βιβλίο Έτους 1975 (στην αγγλική) ανέφερε: «Οι περισσότερες από τις δεκατέσσερις εκκλησίες στην περιοχή της Μανάγκουα εξακολουθούν να συναθροίζονται σε κτίρια με ρωγμές στους τοίχους ή απλώς κάτω από μια γαλβανισμένη στέγη σε κάποια αυλή. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παρόντες σε αυτές τις συναθροίσεις διπλασιάστηκαν από πέρσι. Οι αδελφοί είχαν 20 τοις εκατό αύξηση σε σύγκριση με τον περσινό μέσο όρο ευαγγελιζομένων. Τώρα 2.689 άτομα μεταδίδουν την αλήθεια σε άλλους, και 417 άτομα βαφτίστηκαν».
Σύντομα, αυτή η συνεχιζόμενη αύξηση κατέστησε ανεπαρκές το παλιό γραφείο τμήματος. Μπορείτε λοιπόν να φανταστείτε πόσο χάρηκαν οι ευαγγελιζόμενοι όταν ένα νέο γραφείο τμήματος καθώς και ιεραποστολικός οίκος ολοκληρώθηκαν το Δεκέμβριο του 1974—μόλις δύο χρόνια μετά το μεγάλο σεισμό! Το καινούριο γραφείο στεγαζόταν σε έναν ήσυχο δρόμο που λεγόταν Ελ Ραϊζόν, δεκαέξι χιλιόμετρα νότια του κέντρου της Μανάγκουα.
Οι Ιεραπόστολοι Θέτουν Παράδειγμα Αγάπης και Ενότητας
Από τότε που ήρθαν οι δύο αδελφοί Γουόλας το 1945, οι ιεραπόστολοι στη Νικαράγουα αποδείχτηκαν παραδείγματα πίστης, υπομονής και αγάπης για τους ανθρώπους. Αυτές οι αξιοθαύμαστες ιδιότητες έφεραν τους ιεραποστόλους πιο κοντά τον έναν στον άλλον και στους ντόπιους αδελφούς. Ο ιεραπόστολος Κένεθ Μπράιαν λέει: «Μετά το σεισμό στη Μανάγκουα, βοηθήσαμε στο γραφείο τμήματος και επίσης βοηθήσαμε τους αδελφούς να φύγουν από τα σπίτια τους και να θάψουν τους νεκρούς συγγενείς τους. Όταν εργάζεται κανείς μαζί με άλλους κάτω από τέτοιες συνθήκες έρχεται πολύ κοντά τους». Μιλώντας για τους ιεραποστόλους συνεργάτες της, η Μαργκερίτ Μουρ (πρώην Φόστερ) σχολιάζει: «Αν και είχαμε διαφορετική εθνικότητα και παρελθόν, καθώς και διαφορετική προσωπικότητα, η ενωμένη οικογενειακή ατμόσφαιρα μας βοήθησε να είμαστε ευτυχισμένοι στο διορισμό μας, παρά τις προσωπικές μας αδυναμίες».
Ιεραπόστολοι όπως ο Κένεθ και η Σάραν Μπράιαν θεωρούν ιδιαίτερο προνόμιο το γεγονός ότι ωφελήθηκαν από τα παραδείγματα έμπειρων ιεραποστόλων όπως ο Φράνσις και η Αντζελίν Γουόλας, ο Σίντνι και η Φίλις Πόρτερ και η Έμιλι Χάρντιν. «Όλοι εργάζονταν πολύ φιλόπονα», θυμάται η Σάραν, «και ήταν φανερό ότι αγαπούσαν αυτό που έκαναν».
Στο πέρασμα των ετών, πολλά αντρόγυνα ιεραποστόλων υπηρέτησαν επίσης στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου. Πράγματι, το σταθερό θεμέλιο που έθεσαν οι ζηλωτές ιεραπόστολοι συνέβαλε στη θαυμάσια πνευματική αύξηση που υπήρξε στη Νικαράγουα τις πρώτες τρεις δεκαετίες του έργου εκεί. Ωστόσο, αυτό το πνευματικό οικοδόμημα επρόκειτο να δοκιμαστεί, όχι από έναν άλλον σεισμό, αλλά από κάτι πιο μακροχρόνιο και επικίνδυνο από πνευματική άποψη—τον εθνικισμό και την επανάσταση.—1 Κορ. 3:12, 13.
Δοκιμάζονται από τις Φλόγες της Πολιτικής Επανάστασης
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, άρχισε να σαρώνει ολόκληρη τη Νικαράγουα μια πολιτική επανάσταση καθοδηγούμενη από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας (FSLN στην ισπανική). Τελικά, αυτό οδήγησε στην ανατροπή του 42χρονου πολιτικού/στρατιωτικού καθεστώτος της χώρας. Η Ρούμπι Μπλοκ, μια ιεραπόστολος που υπηρέτησε στη Νικαράγουα 15 χρόνια, λέει σχετικά με τη συγκεκριμένη περίοδο: «Εκείνα τα χρόνια της εντεινόμενης πολιτικής προπαγάνδας, τα νεύρα όλων ήταν τεντωμένα. Οι βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στο στρατό και στους Σαντινίστας ήταν συχνές. Για να διεξάγουμε τη διακονία μας, έπρεπε να εμπιστευόμαστε στον Ιεχωβά πλήρως».
Παρά τη Χριστιανική τους ουδετερότητα στα πολιτικά ζητήματα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συχνά κατηγορούνταν από τους οπαδούς των Σαντινίστας ότι ήταν πράκτορες είτε του καθεστώτος του Σομόσα είτε της Αμερικανικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA). Επίσης, διεγείρονταν ισχυρά συναισθήματα εναντίον των ξένων. Λόγου χάρη, ενώ η ιεραπόστολος Ελφρίντε Ούρμπαν ενασχολούνταν με τη διακονία, κάποιος άντρας την κατηγόρησε ως κατάσκοπο. «Μα, πώς είναι δυνατόν;» ρώτησε εκείνη. «Δεν έχω μαζί μου ούτε φωτογραφική μηχανή ούτε κασετόφωνο. Και εκτός αυτού, ποιον ή τι θα κατασκοπεύσω σε αυτή τη γειτονιά;»
Αυτός απάντησε: «Είσαι τόσο καλά εκπαιδευμένη ώστε για φωτογραφική μηχανή έχεις τα μάτια σου και για κασετόφωνο τα αφτιά και τον εγκέφαλό σου».
Εκείνον τον καιρό, στους δρόμους της Μανάγκουα ακουγόταν συχνά το εξής δημοφιλές σύνθημα: «Η Χριστιανοσύνη και η επανάσταση δεν συγκρούονται μεταξύ τους!» Αυτός ο τρόπος σκέψης, ο οποίος είχε γίνει δημοφιλής στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1970, αντικατόπτριζε τη θεολογία απελευθέρωσης, μια άποψη την οποία προωθούσε ένα μαρξιστικό κίνημα που δρούσε στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The Encyclopædia Britannica), ο στόχος της θεολογίας απελευθέρωσης ήταν να βοηθήσει «τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους μέσω [θρησκευτικής] ανάμειξης στις πολιτικές και αστικές υποθέσεις».
Η Ρούμπι Μπλοκ θυμάται: «Το ερώτημα που μας υπέβαλλαν συχνά οι άνθρωποι τότε ήταν: “Τι πιστεύετε για την επανάσταση;” Εμείς εξηγούσαμε ότι η μόνη λύση για τα προβλήματα της ανθρωπότητας είναι η Βασιλεία του Θεού». Μέσα σε εκείνο το ασταθές πολιτικό κλίμα, δεν ήταν εύκολο να παραμείνει κανείς όσιος στον Ιεχωβά. Η Ρούμπι προσθέτει: «Προσευχόμουν συνέχεια στον Ιεχωβά να μου δίνει τη δύναμη να παραμένω ουδέτερη, όχι μόνο όσον αφορά τα λόγια μου, αλλά και το μυαλό και την καρδιά μου».
Έπειτα από μήνες βίαιων εξεγέρσεων, το Μάιο του 1979 το FSLN εξαπέλυσε γενική επίθεση με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης. Ο Πρόεδρος Σομόσα Ντεβάιλε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, και η Εθνοφρουρά του διαλύθηκε. Τον Ιούλιο εκείνου του έτους ανέλαβε την εκτελεστική εξουσία η νέα δικτατορία της Κυβέρνησης Εθνικής Ανόρθωσης. Υπολογίζεται ότι 50.000 Νικαραγουανοί πέθαναν στη διάρκεια της επανάστασης.
Τι συνέβη με τους αδελφούς; Η ακόλουθη ανακοίνωση εμφανίστηκε στη Διακονία Μας της Βασιλείας του Οκτωβρίου 1979: “Οι αδελφοί είναι καλά και συνεχίζουν τις συναθροίσεις τους, το έργο κηρύγματος και διδασκαλίας. Σε όλη την περίοδο των βιαιοτήτων, . . . τρεις από τους αδελφούς μας έχασαν τη ζωή τους. Πολλοί έμειναν άστεγοι, αλλά επειδή ήσαν κατά το πλείστον ενοικιαστές, η μεγαλύτερη απώλεια έγινε λόγω λεηλασίας και καταστροφής των αποκτημάτων τους. Ως προς τα μεταφορικά μέσα, πολύ λίγα έμειναν. Πολλά λεωφορεία καταστράφηκαν, οι δρόμοι τώρα μόνο επισκευάζονται, η δε βενζίνη σπανίζει πολύ”. Ωστόσο, ο λαός του Ιεχωβά επρόκειτο να αντιμετωπίσει μεγαλύτερες δοκιμασίες.
Συλλήψεις και Απελάσεις
Σύντομα έγινε φανερό ότι η νέα κυβέρνηση δεν επιδοκίμαζε την ουδέτερη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Λόγου χάρη, το Τελωνείο δεν εκτελώνιζε τα έντυπα εύκολα. Επιπλέον, ένας νόμος που τέθηκε σε ισχύ το 1981 απαιτούσε από όλες τις πολιτικές και τις θρησκευτικές οργανώσεις να υποβάλουν εκ νέου αίτηση για νομική αναγνώριση. Μέχρι να χορηγηθεί στους αδελφούς αυτή η αναγνώριση, αναιρέθηκε η προηγούμενη νομική τους υπόσταση. Δυστυχώς, οι αιτήσεις για νέα καταχώριση παρέμεναν αναπάντητες.
Το Σεπτέμβριο του 1981, ο Άντριου και η Μίριαμ Ριντ συνελήφθησαν ενώ ενασχολούνταν με το έργο περιοχής στα κεντρικά υψίπεδα. Επί δέκα ημέρες κρατούνταν σε διάφορες φυλακές υπό τις πιο δυσάρεστες συνθήκες. Τελικά, οδηγήθηκαν στα γραφεία της ασφάλειας, όπου τον περισσότερο χρόνο παρέμεναν σε χωριστά κελιά. Τους ανέκριναν συχνά, συνήθως επί ώρες κάθε φορά, προσπαθώντας να μάθουν τα ονόματα των υπεύθυνων αδελφών. Στον καθένα τους είπαν ότι ο σύντροφός του είχε ομολογήσει πως είναι πράκτορας της CIA, αν και το ζεύγος Ριντ δεν ήταν καν Αμερικανοί πολίτες! Στο τέλος, τους είπαν ότι είχε γίνει λάθος. Μολονότι ποτέ δεν τους απαγγέλθηκαν επίσημες κατηγορίες, απελάθηκαν στην Κόστα Ρίκα. Προτού, όμως, φύγουν, τους ειπώθηκε ότι η άρνηση των Μαρτύρων του Ιεχωβά να πάρουν όπλα δεν ήταν αποδεκτή, ότι κάθε Νικαραγουανός έπρεπε να είναι έτοιμος να πολεμήσει για την πατρίδα του.
Ενεργώντας συνετά, η Επιτροπή του Τμήματος άρχισε να εκπαιδεύει πιο εντατικά τους ντόπιους αδελφούς οι οποίοι θα επέβλεπαν το έργο σε περίπτωση που έκλεινε το γραφείο τμήματος. Στο μεταξύ, διεξάχθηκε μια σειρά μαθημάτων για τους επισκόπους περιοχής και τους αναπληρωτές τους, καθώς και μαθήματα στα πλαίσια της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας για πρεσβυτέρους και αρκετούς διακονικούς υπηρέτες, και συγκροτήθηκαν τάξεις για τη Σχολή Υπηρεσίας Σκαπανέα. Ωστόσο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά σε ό,τι αφορούσε τις μεγάλες συνάξεις.
Παραδείγματος χάρη, αν και οι ιθύνοντες της πόλης Μασάγια εγγυήθηκαν ότι το στάδιο θα ήταν διαθέσιμο για μία από τις δύο Συνελεύσεις Περιφερείας «Πιστότης στη Βασιλεία του Θεού» που θα διεξάγονταν το Δεκέμβριο του 1981, μόλις 36 ώρες πριν από τη συνέλευση αναίρεσαν την υπόσχεσή τους. Η απόφαση εκδόθηκε, όχι από το γραφείο του δημάρχου, αλλά από την κεντρική κυβέρνηση. Οι αδελφοί, ωστόσο, είχαν προειδοποιηθεί. Έτσι λοιπόν, την προηγούμενη ημέρα συνεννοήθηκαν με μια γενναιόδωρη αδελφή να χρησιμοποιήσουν ως εναλλακτική τοποθεσία ένα αγρόκτημα με κοτόπουλα που είχε εκείνη. Απείχε περίπου οχτώ χιλιόμετρα από τη Μανάγκουα. Για να ετοιμάσουν το χώρο, εθελοντές εργάστηκαν όλη νύχτα. Πάνω από 6.800 άτομα ειδοποιήθηκαν εγκαίρως για την αλλαγή τοποθεσίας από στόμα σε στόμα.
Κλείνει το Γραφείο Τμήματος
Το Σάββατο 20 Μαρτίου 1982, στις 6:40 π.μ., ο Ίαν Χάντερ ετοίμαζε πρωινό για τους συνεργάτες του ιεραποστόλους. Έξω, έφτασε ένα λεωφορείο με αξιωματούχους της υπηρεσίας μετανάστευσης και στρατιώτες με πολυβόλα. Οι στρατιώτες περικύκλωσαν το γραφείο τμήματος και τον ιεραποστολικό οίκο. «Οι αξιωματούχοι», λέει ο Ίαν, «μας είπαν να πάρουμε μαζί μας ο καθένας μόνο μία βαλίτσα και μια μικρή τσάντα. Δεν εξήγησαν το λόγο, το μόνο που είπαν ήταν ότι θα μας πήγαιναν σε ένα σπίτι όπου θα μέναμε για λίγο, μέχρις ότου ολοκληρωθούν κάποιες έρευνες. Διακριτικά, ο Ράινερ Τόμπσον, ο συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος, μπήκε στο γραφείο και τηλεφώνησε στους άλλους ιεραποστολικούς οίκους ώστε να τους προειδοποιήσει για το τι συνέβαινε».
«Εκείνη την ημέρα», θυμάται η Ρούμπι Μπλοκ, «έμαθα το αληθινό νόημα των λόγων του Παύλου: “Μην ανησυχείτε για τίποτα, αλλά στο καθετί με προσευχή και δέηση . . . ας γνωστοποιούνται τα αιτήματά σας στον Θεό· και η ειρήνη του Θεού η οποία υπερέχει από κάθε σκέψη θα περιφρουρήσει τις καρδιές σας και τις διανοητικές σας δυνάμεις”. (Φιλιπ. 4:6, 7) Καθώς ένας οπλισμένος στρατιώτης παρατηρούσε από την κουζίνα, ο Ράινερ Τόμπσον έκανε προσευχή εκ μέρους όλων μας, και εμείς ανταποκριθήκαμε με ένα εγκάρδιο “Αμήν”. Έπειτα από αυτό, νιώθαμε πλήρη ηρεμία καρδιάς, μολονότι δεν γνωρίζαμε πώς θα εξελισσόταν η ημέρα. Ήμασταν βέβαιοι πως, οτιδήποτε και αν συνέβαινε, ο Ιεχωβά θα μας έδινε δύναμη να το αντιμετωπίσουμε. Πάντα θα θυμάμαι και θα θεωρώ πολύτιμο αυτό το μάθημα».
Ο αδελφός Χάντερ εξηγεί τι συνέβη κατόπιν: «Μας ανέβασαν στο λεωφορείο και μας πήγαν σε μια παλιά καφεοφυτεία στην ύπαιθρο. Υπενθύμισα στους αξιωματούχους ότι ως αλλοδαποί είχαμε το δικαίωμα να μιλήσουμε με τις πρεσβείες μας. Εκείνοι απάντησαν ότι εφόσον στην αρχή της εβδομάδας η χώρα είχε κηρυχτεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οποιαδήποτε τέτοια δικαιώματα δεν ίσχυαν και πως όταν θα βρισκόμασταν έξω από τη χώρα μπορούσαμε να μιλήσουμε με όποιον θέλαμε. Αυτή ήταν η πρώτη έμμεση παραδοχή ότι επρόκειτο να απελαθούμε από τη Νικαράγουα». Εκείνη την ημέρα, οι εννιά ιεραπόστολοι που έμεναν στο γραφείο τμήματος οδηγήθηκαν σε χωριστές ομάδες στα σύνορα της Κόστα Ρίκα.
Στο μεταξύ, οι ιεραπόστολοι στους δύο άλλους οίκους ενήργησαν γρήγορα σε αρμονία με το τηλεφώνημα του αδελφού Τόμπσον. Με τη βοήθεια των ντόπιων αδελφών, απομάκρυναν αρκετό εξοπλισμό, περιλαμβανομένου και ενός πιεστηρίου, και εξαφάνισαν πολλά προσωπικά αντικείμενα. Όταν έφτασαν οι αξιωματούχοι της υπηρεσίας μετανάστευσης, ξαφνιάστηκαν βλέποντας τους οίκους σχεδόν άδειους και τους ιεραποστόλους να φτιάχνουν τις βαλίτσες τους. Το ίδιο απόγευμα, οι δέκα ιεραπόστολοι αυτών των δύο οίκων οδηγήθηκαν στο αεροδρόμιο. «Είπαν ότι ήμασταν αντεπαναστάτες», αναφέρει η Φίλις Πόρτερ, «αλλά κανένας δεν έκανε έρευνα ούτε σε εμάς ούτε στις αποσκευές μας. Αν και δεν είχαμε αεροπορικά εισιτήρια, οι ετικέτες στις αποσκευές μας έδειχναν ότι μας απέλαυναν στον Παναμά». Οι μόνοι δύο ιεραπόστολοι που απέμειναν στη χώρα—ένα αντρόγυνο Βρετανών που υπηρετούσαν στο έργο περιοχής—απελάθηκαν μερικούς μήνες αργότερα.
Μέσα σε λίγες ημέρες, οι ιεραπόστολοι συναντήθηκαν ξανά στο γραφείο τμήματος της Κόστα Ρίκα. Εκεί έλαβαν διορισμούς από το Κυβερνών Σώμα για να συνεχίσουν την υπηρεσία τους στις γειτονικές χώρες Ελ Σαλβαδόρ, Ισημερινό, Μπελίζ και Ονδούρα. Ωστόσο, ο Ράινερ και η Τζιν Τόμπσον καθώς και ο Ίαν Χάντερ παρέμειναν στην Κόστα Ρίκα για λίγο ώστε να διατηρούν επαφή με τους αδελφούς που επέβλεπαν τώρα το έργο στη Νικαράγουα.
Πώς τα έβγαλαν πέρα οι Νικαραγουανοί αδελφοί; «Αφού έχυσαν μερικά δάκρυα όταν έμαθαν για την απέλασή μας», ανέφερε εκείνον τον καιρό ο αδελφός Χάντερ, «οι αγαπητοί μας αδελφοί προχωρούν μπροστά. Τα μέλη της νεοδιορισμένης επιτροπής της χώρας ασκούν καλή ηγεσία, και είμαστε βέβαιοι ότι θα κάνουν θαυμάσια δουλειά». Ο Φέλιξ Πέδρο Παΐς, ένας παλαίμαχος Νικαραγουανός επίσκοπος περιοχής, θυμάται πώς ένιωσαν οι αδελφοί όταν έφυγαν οι ιεραπόστολοι: «Λυπηθήκαμε βαθιά. Είχαν δώσει πολύ από τον εαυτό τους και παρέμειναν όσιοι. Το παράδειγμά τους ενίσχυσε τους αδελφούς και έθεσε σταθερό θεμέλιο για το έργο σε αυτή τη χώρα».
Περιορισμοί, Όχι Απαγόρευση
Οι κυβερνήσεις μερικές φορές παρανοούν την ουδέτερη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά όσον αφορά την πολιτική, τον πόλεμο και τις κοινωνικές συγκρούσεις. Αυτό συχνά οδηγεί σε αντιφατική συμπεριφορά απέναντι στο λαό του Θεού. Λόγου χάρη, υπό το καθεστώς του Σομόσα κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, οι εναντιούμενοι τους κατηγορούσαν ότι είναι κομμουνιστές. Τώρα, όμως, οι Σαντινίστας κατήγγελλαν τους αδελφούς ως πράκτορες της αμερικανικής CIA. Τα μέσα ενημέρωσης επενέβαιναν επίσης, αποκαλώντας τους «αντεπαναστάτες».
Παρ’ όλα αυτά, δεν επιβλήθηκε απαγόρευση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αν και η περίοδος μεταξύ του 1982 και του 1990 χαρακτηρίστηκε από σοβαρούς περιορισμούς στην ελευθερία λατρείας τους. Λόγου χάρη, δεν μπορούσαν να φέρνουν έντυπα στη χώρα. Επιπλέον, εφαρμόστηκε ένα σύστημα μέσω του οποίου οι δραστηριότητές τους—στην πραγματικότητα, οι δραστηριότητες όλων των ανθρώπων γενικά—μπορούσαν να παρακολουθούνται στενά.
Παρακολουθούνται από Συνοικιακούς Κατασκόπους
Ένα εγχειρίδιο της Βιβλιοθήκης της Εθνοσυνέλευσης αναφέρει: «Αμέσως μετά την επανάσταση, το FSLN συγκρότησε επίσης μεγάλες οργανώσεις που εκπροσωπούσαν τις περισσότερες από τις δημοφιλείς ομάδες κοινών συμφερόντων στη Νικαράγουα». Αυτές οι ομάδες περιλάμβαναν εργάτες, έναν σύλλογο γυναικών, κτηνοτρόφους, αγρότες και χωρικούς. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο, «το 1980, στις οργανώσεις των Σαντινίστας συμμετείχαν περίπου 250.000 Νικαραγουανοί». Ανάμεσα στις πιο ισχυρές ήταν και οι κομμουνιστικού τύπου Επιτροπές Άμυνας των Σαντινίστας (Comités de Defensa Sandinista στην ισπανική), ή αλλιώς CDS. Αποτελούμενες από συνοικιακές επιτροπές, αυτές οι οργανώσεις έκαναν απογραφές σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο στις πόλεις και έτσι «γνώριζαν την ταυτότητα όλων», λέει το παραπάνω σύγγραμμα. Αποτελούσαν ένα αποτελεσματικό μέσο για τη συλλογή και τη διάδοση πληροφοριών προς όφελος της κυβέρνησης.
Σύντομα, οι δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά άρχισαν να παρακολουθούνται στενά και μάλιστα όλο και πιο εντατικά, εξαιτίας της έντονης προπαγανδιστικής εκστρατείας που είχε εξαπολυθεί εναντίον τους. Άτομα τα οποία θεωρούνταν ύποπτα για αντεπαναστατική δράση και «ιδεολογικές αποκλίσεις» καταγγέλλονταν συστηματικά από τις συνοικιακές επιτροπές στις αρχές των Σαντινίστας. Στη συνέχεια, αυτοί οι άνθρωποι συνήθως συλλαμβάνονταν από πράκτορες της Γενικής Διεύθυνσης της Κρατικής Ασφάλειας, μια υπηρεσία της μυστικής αστυνομίας.
Ένα από τα καθήκοντα αυτών των επιτροπών ήταν να οργανώνουν νυχτερινές περιπολίες. Συνηθισμένοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, καλούνταν εκ περιτροπής να παρακολουθούν για τυχόν εγκληματική ή αντεπαναστατική δράση στη συνοικία τους. Οι Μάρτυρες δεν συμμετείχαν σε αυτή την υπηρεσία ούτε επέτρεπαν να χρησιμοποιούνται τα σπίτια τους για τις εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις αυτών των επιτροπών. Ωστόσο, δέχονταν να κάνουν άλλες εθελοντικές εργασίες, όπως ο καθαρισμός των δρόμων. Παρ’ όλα αυτά, οι Μάρτυρες θεωρούνταν φανατικοί και επικίνδυνοι για το Κράτος. Ένας αδελφός λέει: «Στο μεγαλύτερο μέρος εκείνης της δεκαετίας, τα λόγια “Σας παρακολουθούμε” ήταν γραμμένα στην πρόσοψη του σπιτιού μου».
Προσεκτικοί Αλλά Θαρραλέοι
Οι αδελφοί ήταν προσεκτικοί όταν παρακολουθούσαν Χριστιανικές συναθροίσεις και όταν συμμετείχαν στη διακονία ώστε να μην προσελκύουν την προσοχή χωρίς λόγο. Οι συναθροίσεις διεξάγονταν σε μικρές ομάδες, μακριά από τα μάτια του κοινού, είτε σε σπίτια είτε σε Αίθουσες Βασιλείας που δεν είχαν επιγραφές. Συνήθως, ανάλογα και με τη συνοικία, οι αδελφοί δεν έψαλλαν ύμνους της Βασιλείας στις συναθροίσεις. Αργότερα, οι ευαγγελιζόμενοι έβαζαν αριθμούς αντί για τα ονόματά τους στα διάφορα εκκλησιαστικά έντυπα και εκθέσεις. Επιπλέον, οι ενδιαφερόμενοι προσκαλούνταν στις συναθροίσεις μόνο αν μελετούσαν τουλάχιστον επί έξι μήνες και παρουσίαζαν ενδείξεις πνευματικής προόδου.
Οι συνελεύσεις διεξάγονταν με λιγότερους παρόντες, και το πρόγραμμα ήταν συντομευμένο. Σχέδια ομιλιών και άλλου είδους ύλη στέλνονταν σε κάθε εκκλησία, όπου οι τοπικοί πρεσβύτεροι οργάνωναν και παρουσίαζαν το πρόγραμμα τοπικά με τη βοήθεια ικανών διακονικών υπηρετών. Τα μέλη της επιτροπής της χώρας και οι περιοδεύοντες επίσκοποι επισκέπτονταν όσο το δυνατόν περισσότερες από αυτές τις συνελεύσεις.
Οι τοποθεσίες γνωστοποιούνταν προφορικά, και ποτέ δεν χρειάστηκε να ακυρωθεί κάποια συνέλευση. Ωστόσο, μερικές τοποθεσίες διεξαγωγής των συνελεύσεων έπρεπε να αλλάξουν την τελευταία στιγμή. Λόγου χάρη, σε μια αγροτική περιοχή είχε ετοιμαστεί το 1987 η πίσω αυλή ενός αδελφού για να φιλοξενήσει μια συνέλευση περίπου 300 ατόμων. Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένας αξιωματικός και οι άντρες του. «Τι είναι όλα αυτά;» ρώτησε ο αξιωματικός.
«Θα έχουμε πάρτι», απάντησε ο αδελφός, καταλαβαίνοντας από τις μπότες του άντρα ότι ήταν από την Κρατική Ασφάλεια. Κατόπιν, ο αξιωματικός έφυγε. Βέβαιοι ότι είχαν γεννηθεί υποψίες στις αρχές, οι αδελφοί και οι αδελφές εργάστηκαν όλη εκείνη τη νύχτα για να ξηλώσουν τα πάντα. Στις 5:00 π.μ., οι καρέκλες, η εξέδρα και όλος ο εξοπλισμός κουζίνας, όχι μόνο είχαν φύγει από εκεί, αλλά και είχαν τοποθετηθεί σε έναν άλλον χώρο, περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μακριά. Νεαρά παιδιά που διέθεταν τις δυνάμεις έτρεξαν να ενημερώσουν τους αδελφούς για την καινούρια τοποθεσία. Αργότερα εκείνο το πρωί, έφτασε ένα φορτηγό με ένοπλους στρατιώτες στην αρχική τοποθεσία με σκοπό να διακόψουν τη συνέλευση, να πάρουν τους νεαρούς για στρατιωτική υπηρεσία και να συλλάβουν τους υπεύθυνους αδελφούς. Αλλά ο μόνος που βρήκαν ήταν ο ιδιοκτήτης.
«Πού είναι οι άνθρωποι;» ρώτησε ο αξιωματικός.
«Το πάρτι το είχαμε χθες βράδυ, τώρα έχει τελειώσει», απάντησε ο αδελφός.
«Δεν είχατε συνέλευση;» ρώτησε ο αξιωματικός.
«Δείτε μόνοι σας», είπε ο αδελφός. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ».
Μη έχοντας πειστεί, ο αξιωματικός συνέχισε: «Και τι έγιναν οι τέντες που υπήρχαν εδώ χθες;»
«Το πάρτι τελείωσε», επανέλαβε ο αδελφός. «Τα μάζεψαν όλα και έφυγαν».
Στη συνέχεια, οι στρατιώτες έφυγαν. Στο μεταξύ, οι αδελφοί απολάμβαναν ένα πνευματικά εποικοδομητικό πρόγραμμα στην άλλη τοποθεσία.
«Δείτε!» είπε ο Ιησούς, «σας αποστέλλω σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους· γι’ αυτό, να αποδειχτείτε προσεκτικοί σαν τα φίδια και εντούτοις αθώοι σαν τα περιστέρια». (Ματθ. 10:16) Οι ευαγγελιζόμενοι εφάρμοζαν αυτά τα λόγια όχι μόνο στις συναθροίσεις και στις συνελεύσεις αλλά και στη διακονία αγρού. Έτσι λοιπόν, απέφευγαν να κηρύττουν κατά μεγάλες ομάδες αλλά κήρυτταν διακριτικά ανά ζεύγη σε τομείς που είχαν ανατεθεί εκ των προτέρων. Ο επίσκοπος περιοχής Φέλιξ Πέδρο Παΐς εξηγεί: «Έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Το μόνο που είχαμε μαζί μας στη διακονία ήταν η Αγία Γραφή. Κάθε ημέρα διοριζόταν ένας διαφορετικός αδελφός για να με συνοδεύσει στην υπηρεσία αγρού. Όταν επισκεπτόμουν ορισμένες εκκλησίες, πήγαινα σε έναν όμιλο μελέτης βιβλίου την Τρίτη το βράδυ, σε έναν άλλον την Πέμπτη και σε έναν άλλον την Κυριακή. Σε μερικά μέρη της χώρας, μπορούσαμε να χαλαρώσουμε λίγο αυτά τα μέτρα προφύλαξης».
Κατασχέσεις και Συλλήψεις
Μια νύχτα του Ιουλίου του 1982, όχλοι αποτελούμενοι από 100 ως 500 και πλέον άτομα, συνοδευόμενα από πράκτορες της Κρατικής Ασφάλειας, εισέβαλαν σε αρκετές Αίθουσες Βασιλείας σε διάφορα μέρη της χώρας και τις κατέλαβαν «εν ονόματι του λαού». Στις 9 Αυγούστου, από τις 7:00 μ.μ. ως τις 9:00 μ.μ., καταλήφθηκαν άλλες πέντε Αίθουσες Βασιλείας, μια Αίθουσα Συνελεύσεων και το κτίριο στο οποίο στεγαζόταν παλιότερα το γραφείο τμήματος στην οδό Ελ Ραϊζόν. Μετά την απέλαση των ιεραποστόλων το Μάρτιο, έξι Νικαραγουανοί αδελφοί και το αντρόγυνο των ιεραποστόλων που είχε απομείνει εξακολουθούσαν να κατοικούν στο κτίριο για να το προστατεύουν. Τελικά, όμως, οι αρχές, με την υποστήριξη ενός όχλου που φώναζε, ανάγκασαν και αυτούς να φύγουν, μη επιτρέποντάς τους να πάρουν ούτε τα προσωπικά τους είδη.
Η κυβέρνηση παραχώρησε στις συνοικιακές επιτροπές εξουσία όσον αφορά τις Αίθουσες Βασιλείας που είχαν καταλάβει, οι οποίες τώρα χαρακτηρίζονταν «ιδιοκτησία του λαού». Οι αίθουσες έπρεπε δήθεν να τροποποιηθούν για δημόσια χρήση. Τελικά, 35 από τους 50 ιδιόκτητους χώρους Αιθουσών Βασιλείας καταλήφθηκαν παράνομα, αν και επίσημα δεν κατασχέθηκαν ποτέ.
Μέσα σε αυτό το εθνικιστικό μένος, οι υπεύθυνοι αδελφοί, όχι μόνο παρακολουθούνταν στενά, αλλά συχνά δέχονταν και απειλές. Λόγου χάρη, σε ορισμένες συνοικίες, όχλοι καθοδηγούμενοι από τις συνοικιακές επιτροπές παρενοχλούσαν τους αδελφούς μπροστά στα σπίτια τους επί ώρες, εκστομίζοντας κατηγορίες και πολιτικά συνθήματα. Οι αξιωματικοί της Κρατικής Ασφάλειας έκαναν έρευνες σε σπίτια και μάλιστα λεηλατούσαν μερικά. Κάποιοι πρεσβύτεροι, περιλαμβανομένων και μελών της επιτροπής της χώρας, συνελήφθησαν και υπέστησαν κακομεταχείριση.
Ένας από τους πρώτους πρεσβυτέρους που υπέστησαν τέτοια μεταχείριση ήταν ο Χοέλ Ομπρεγκόν, ο οποίος τότε ήταν επίσκοπος περιοχής. Στις 23 Ιουλίου 1982, πράκτορες της Κρατικής Ασφάλειας περικύκλωσαν το σπίτι στο οποίο φιλοξενούνταν αυτός και η σύζυγός του, η Νίλα, και τον συνέλαβαν. Η Νίλα κατέβαλλε επανειλημμένες προσπάθειες να δει το σύζυγό της, και μόνο έπειτα από πέντε μήνες τής δόθηκε η άδεια—για τρία μόλις λεπτά και παρουσία ενός ένοπλου πράκτορα. Ήταν εμφανές ότι ο Χοέλ είχε υποστεί κακομεταχείριση, επειδή η Νίλα παρατήρησε πως ήταν αδύνατος και δυσκολευόταν να μιλήσει. «Ο Χοέλ δεν θέλει να συνεργαστεί μαζί μας», της είπε ένας πράκτορας.
Έπειτα από 90 ημέρες κράτησης, ο Χοέλ τελικά αφέθηκε ελεύθερος—έχοντας χάσει 20 κιλά. Και σε άλλα μέρη της χώρας συνελήφθησαν πρεσβύτεροι, οι οποίοι ανακρίθηκαν και κατόπιν αφέθηκαν ελεύθεροι. Πώς ενίσχυσε την πίστη των αδελφών τους το παράδειγμα ακεραιότητας που έθεσαν!—Βλέπε το πλαίσιο «Αντιμέτωποι με τη Μυστική Αστυνομία», στις σελίδες 99-102.
Οι Χριστιανοί Νεαροί Δοκιμάζονται Λόγω της Στρατιωτικής Υπηρεσίας
Το 1983, οι πιο νεαροί αδελφοί ιδιαίτερα επηρεάστηκαν από την εφαρμογή ενός καθολικού συστήματος στρατολόγησης που ήταν γνωστό ως Πατριωτική Στρατιωτική Υπηρεσία. Οι άρρενες ηλικίας 17 ως 26 ετών είχαν τη νομική υποχρέωση να διαθέσουν δύο χρόνια σε ενεργή υπηρεσία και κατόπιν άλλα δύο σε εφεδρικά σώματα. Μόλις στρατολογούνταν, οδηγούνταν απευθείας σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης. Δεν είχε ληφθεί πρόνοια για τους αντιρρησίες συνείδησης. Η άρνηση σήμαινε προφυλάκιση και κατόπιν διετή ποινή φυλάκισης. Οι αδελφοί αντιμετώπισαν αυτή τη δοκιμασία με θάρρος, αποφασισμένοι να παραμείνουν όσιοι στον Ιεχωβά.
Λόγου χάρη, στις 7 Φεβρουαρίου 1985, ο Γκιλιέρμο Πόνσε, ένας 20χρονος τακτικός σκαπανέας στη Μανάγκουα, συνελήφθη από την αστυνομία ενώ πήγαινε να διεξαγάγει κάποιες οικιακές Γραφικές μελέτες. Επειδή δεν είχε στρατιωτική ταυτότητα, τον έστειλαν σε στρατόπεδο για εκπαίδευση. Αντί, όμως, να πάρει όπλο, ο Γκιλιέρμο άρχισε να δίνει μαρτυρία στους νεαρούς νεοσύλλεκτους. Βλέποντάς το αυτό, ένας από τους διοικητές φώναξε: «Εδώ δεν είναι εκκλησία, είναι στρατόπεδο. Εδώ θα υπακούς σε εμάς!» Ο Γκιλιέρμο απάντησε αναφέροντας τα λόγια του εδαφίου Πράξεις 5:29: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους». Ο οργισμένος διοικητής, ένας Κουβανός στρατιωτικός εκπαιδευτής, του άρπαξε τη Γραφή από τα χέρια και απείλησε: «Θα τα πούμε απόψε»—εννοώντας ότι ο Γκιλιέρμο θα υποβαλλόταν σε κάποιου είδους ψυχολογικά βασανιστήρια ώστε να καμφθεί η θέλησή του.
Ευτυχώς, ο διοικητής δεν πραγματοποίησε την απειλή του. Ωστόσο, τρεις ημέρες αργότερα, ο Γκιλιέρμο μεταφέρθηκε σε μια φυλακή όπου παρέμεινε τους επόμενους εννιά μήνες σε πρωτόγονες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε την υπηρεσία σκαπανέα, διεξάγοντας Γραφικές μελέτες, ακόμη και συναθροίσεις, μέσα στη φυλακή. Αργότερα στη διάρκεια αυτής της δύσκολης περιόδου, ο Γκιλιέρμο αποτέλεσε πολύτιμο στήριγμα για την επιτροπή της χώρας.
Αντί να τους φυλακίσουν, μερικούς νεαρούς αδελφούς τούς ανάγκασαν να ανέβουν στα βουνά για να ενταχθούν σε στρατιωτικές μονάδες που ονομάζονταν Άτακτα Τάγματα Πολέμου. Κάθε τάγμα αποτελούνταν από πέντε ή έξι ομάδες 80 ως 90 αντρών εκπαιδευμένων για πόλεμο στις ορεινές ζούγκλες, όπου λάβαιναν χώρα οι σφοδρότερες μάχες ενάντια στους κόντρας (αντάρτες που αντιτίθονταν στους Σαντινίστας). Μολονότι οι αδελφοί αρνούνταν να φορέσουν στρατιωτικές στολές και να πάρουν όπλα, εξαναγκάζονταν να πάνε σε ζώνες μάχης, εκτός από τις τιμωρίες και τη φραστική κακομεταχείριση που υφίσταντο.
Ο 18χρονος Τζοβάνι Γκαϊτάν υπέμεινε τέτοιου είδους μεταχείριση. Έγινε μια απόπειρα εξαναγκασμού του Τζοβάνι να καταταχθεί στο στρατό μόλις πριν από τη συνέλευση περιφερείας το Δεκέμβριο του 1984, στην οποία σκόπευε να βαφτιστεί. Στάλθηκε σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης, όπου επί 45 ημέρες οι στρατιώτες προσπαθούσαν διά της βίας να τον μάθουν να χρησιμοποιεί το τουφέκι και να πολεμάει στη ζούγκλα. Αλλά σε αρμονία με τη Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδησή του, ο Τζοβάνι αρνήθηκε να “μάθει τον πόλεμο”. (Ησ. 2:4) Δεν φόρεσε στρατιωτική στολή ούτε πήρε όπλα. Ωστόσο, εξαναγκάστηκε να ακολουθεί τους στρατιώτες τους επόμενους 27 μήνες.
Ο Τζοβάνι λέει: «Παρέμεινα ισχυρός προσευχόμενος ακατάπαυστα, κάνοντας στοχασμούς γύρω από αυτά που είχα μάθει στο παρελθόν και κηρύττοντας στους στρατιώτες που έδειχναν ενδιαφέρον. Συχνά θυμόμουν τα λόγια του ψαλμωδού: “Θα σηκώσω τα μάτια μου προς τα βουνά. Από πού θα έρθει η βοήθειά μου; Η βοήθειά μου έρχεται από τον Ιεχωβά, τον Δημιουργό του ουρανού και της γης. Αποκλείεται να επιτρέψει να κλονιστεί το πόδι σου. Αυτός που σε φυλάει αποκλείεται να νυστάξει”».—Ψαλμ. 121:1-3· 1 Θεσ. 5:17.
Αν και εξαναγκάστηκε να βρεθεί στη δίνη των μαχών σε 40 περίπου περιπτώσεις, ο Τζοβάνι παρέμεινε σώος και αβλαβής. Μετά την απελευθέρωσή του, βαφτίστηκε στις 27 Μαρτίου 1987 και λίγο αργότερα ανέλαβε την υπηρεσία σκαπανέα. Πολλοί άλλοι πιστοί νεαροί αδελφοί είχαν παρόμοιες εμπειρίες.—Βλέπε το πλαίσιο «Εξαναγκάστηκαν να Πάνε σε Ζώνες Μάχης», στις σελίδες 105, 106.
Υπερασπίζονται την Ουδέτερη Στάση Τους
Ο ελεγχόμενος από την κυβέρνηση τύπος, καθώς και οι συνοικιακές επιτροπές, κατηγορούσαν ψευδώς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ότι χρησιμοποιούσαν τη διακονία από σπίτι σε σπίτι ως εκστρατεία κατά της Πατριωτικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας. Ισχυρίζονταν ότι οι Μάρτυρες υπέσκαπταν την εθνική ασφάλεια πείθοντας νεαρούς Νικαραγουανούς να αρνηθούν τη στρατιωτική υπηρεσία. Αν και αβάσιμες, αυτές οι κατηγορίες επαναλαμβάνονταν αρκετά συχνά σε προκατειλημμένους εισαγγελείς και δικαστές. Κάνοντας τα πράγματα ακόμη χειρότερα, οι ηγέτες των κυριότερων Ευαγγελικών εκκλησιών δήλωναν ότι είναι υποστηρικτές της επανάστασης και κατηγορούσαν επίσης όσους παρέμεναν ουδέτεροι για θρησκευτικούς λόγους, χαρακτηρίζοντάς τους «εχθρούς του λαού».
Ένας Μάρτυρας που ήταν δικηγόρος ανέλαβε τις εφέσεις τις οποίες κατέθεσαν 25 νεαροί αδελφοί που είχαν καταδικαστεί σε διετείς ποινές φυλάκισης επειδή αρνήθηκαν τη στρατιωτική υπηρεσία. Εφόσον το δικαίωμα της αντίρρησης συνείδησης δεν αναγνωριζόταν νομικά, ο στόχος της έφεσης ήταν η μείωση των ποινών, με βάση την καλή διαγωγή των κατηγορουμένων και το γεγονός ότι δεν αντιστάθηκαν στη σύλληψη. Ως αποτέλεσμα, μερικές ποινές, όχι όμως όλες, μειώθηκαν κατά 6 ως 18 μήνες.
«Αξίζει να αναφερθεί», είπε ο Χούλιο Μπεντάνια, ένας αδελφός που παρευρέθηκε στις δίκες, «ότι, εκτός από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, κανένας άλλος νέος δεν αρνήθηκε τη στρατιωτική υπηρεσία για θρησκευτικούς λόγους. Ένιωθα περήφανος βλέποντας τους 17χρονους νεαρούς μας να υπερασπίζονται την ουδετερότητά τους με σταθερή πεποίθηση ενώπιον του δικαστή και του επιτρόπου, ενώ περιστοιχίζονταν από εναντιούμενους παρατηρητές».—2 Κορ. 10:4.
Εκτύπωση υπό την Επιφάνεια
Σε όλη αυτή την περίοδο, το Κυβερνών Σώμα συνέχιζε να βοηθάει και να κατευθύνει τους αδελφούς στη Νικαράγουα μέσω του γραφείου τμήματος στην Κόστα Ρίκα και της επιτροπής της χώρας στη Νικαράγουα. Αλλά οι εισαγωγές εντύπων απαγορεύτηκαν. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε να δοθεί “τροφή στον κατάλληλο καιρό”; (Ματθ. 24:45) Για μια ακόμη φορά, ο Ιεχωβά άνοιξε το δρόμο.
Το 1985, οι αδελφοί μπόρεσαν να εξασφαλίσουν άρθρα μελέτης της Σκοπιάς και άλλη Βιβλική έντυπη ύλη με τη βοήθεια ενός επαγγελματία τυπογράφου. Ωστόσο, αυτός ο τρόπος ήταν ριψοκίνδυνος, επειδή άφηνε εκτεθειμένο το έργο μας στους εναντιουμένους. Γι’ αυτό, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί το ταχυπιεστήριο στο οποίο τυπώνονταν προγράμματα συνελεύσεων και προσκλήσεις για την Ανάμνηση προτού κλείσει το γραφείο τμήματος. Το πιεστήριο τέθηκε σε λειτουργία στο σπίτι μιας αδελφής που ζούσε έξω από τη Μανάγκουα.
Δυστυχώς, το Νοέμβριο του ίδιου έτους, το πιεστήριο έπεσε στα χέρια της κυβέρνησης. Μη αφήνοντας αυτή την αντιξοότητα να εμποδίσει το έργο, οι αδελφοί αμέσως επισκεύασαν έναν παλιό πολύγραφο, τον οποίο ονόμασαν Κόκορα. Παλιότερα, είχε χρησιμοποιηθεί για την εκτύπωση διαφημιστικών φυλλαδίων, επιστολών και προγραμμάτων. Όταν οι αδελφοί άρχισαν να δυσκολεύονται να βρουν ανταλλακτικά, απέκτησαν τοπικά έναν άλλον πολύγραφο, τον οποίο ονόμασαν Κοτόπουλο. Αργότερα, τους προμήθευσε πολύγραφο και το γραφείο τμήματος του Ελ Σαλβαδόρ. Θέλοντας να διατηρήσουν την παράδοση των ονομάτων, τον αποκάλεσαν Κότα.
Μια λιγότερο περίπλοκη, αλλά εξίσου επιτυχημένη εκτυπωτική μέθοδος περιλάμβανε τη χρήση πλακών πολύγραφου, τις οποίες οι αδελφοί ονόμαζαν λας ταμπλίτας, δηλαδή μικρές πλάκες. Φτιαγμένο από τον Πέδρο Ροδρίγκες, έναν επιπλοποιό που βαφτίστηκε το 1954, το μηχάνημα αποτελούνταν από δύο ορθογώνια πλαίσια συνδεδεμένα με μεντεσέδες στους οποίους ήταν στερεωμένο ένα υφασμάτινο πλέγμα στο πάνω πλαίσιο και ένα κομμάτι τζάμι ή ξύλο στο κάτω πλαίσιο, δηλαδή στη βάση. Το σχέδιο ήταν απλό, όπως και η διαδικασία εκτύπωσης. Μια χάρτινη μεμβράνη με δακτυλογραφημένο κείμενο τοποθετούνταν στο πάνω πλαίσιο, κάτω από το υφασμάτινο πλέγμα, και ένα φύλλο καθαρό χαρτί τοποθετούνταν στο κάτω πλαίσιο. Έβαζαν μελάνι στο πλέγμα με έναν κύλινδρο, και έπειτα από κάθε εκτύπωση πρόσθεταν ένα καθαρό χαρτί.
Αν και κουραστική, αυτή η μέθοδος εκτύπωσης παρήγαγε αρκετά έντυπα, περιλαμβανομένου και του υμνολογίου Ψάλλετε Αίνους στον Ιεχωβά, με τους 225 ύμνους της Βασιλείας. «Όταν οι αδελφοί εξοικειώθηκαν με τη χρήση των μικρών πλακών», θυμάται ο Εντμούντο Σάντσες, ο οποίος ασχολήθηκε με την εκτύπωση, «έβγαζαν 20 σελίδες το λεπτό. Συνολικά, βγάλαμε περίπου 5.000 αντίτυπα για το υμνολόγιο και μόνο».
Η σύζυγος του Εντμούντο, η Έλντα, ήταν από τις πρώτες αδελφές που βοήθησαν στην προετοιμασία των χάρτινων μεμβρανών για τους πολύγραφους. Χρησιμοποιώντας τη χειροκίνητη γραφομηχανή της, η Έλντα, η οποία ήταν επίσης μητέρα, άρχιζε νωρίς το πρωί και συνήθως εργαζόταν ως αργά τη νύχτα δακτυλογραφώντας άρθρα μελέτης της Σκοπιάς πάνω σε μεμβράνες για τους πολύγραφους. Η ίδια θυμάται: «Ο Εντμούντο μού έδινε ένα αντίγραφο του περιοδικού που λάβαινε από την Κόστα Ρίκα. Ποτέ δεν ήξερα πόσες εκτυπωτικές ομάδες υπήρχαν ή πού εργάζονταν. Το μόνο που ήξερα ήταν η εργασία που είχε ανατεθεί σε εμένα. Επίσης, γνώριζα ότι αν μας ανακάλυπταν, το σπίτι μας, τα έπιπλά μας—τα πάντα—θα κατάσχονταν και εμείς θα συλλαμβανόμασταν, και ίσως καταλήγαμε να θεωρούμαστε “αγνοούμενοι”. Ωστόσο η αγάπη μας και ο φόβος μας για τον Ιεχωβά έδιωχναν οποιονδήποτε φόβο ανθρώπου μπορεί να υπήρχε μέσα μας».
Τα Τυπογραφεία
Ο Γκιλιέρμο Πόνσε θυμάται πώς ήταν εκείνα τα τυπογραφεία. Ο ίδιος ήταν διορθωτής καθώς και σύνδεσμος ανάμεσα στους αδελφούς που ετοίμαζαν τις μεμβράνες και σε εκείνους που έκαναν την εκτύπωση και τη διανομή. Ο αδελφός Πόνσε εξηγεί: «Τα τυπογραφεία βρίσκονταν στα σπίτια ορισμένων οικογενειών Μαρτύρων. Κάθε τυπογραφείο ήταν ένα δωμάτιο χτισμένο μέσα σε άλλο, και έτσι ο χώρος στον οποίο εργαζόμασταν ήταν μικρός. Για να καλύψουμε το θόρυβο του πολύγραφου, βάζαμε να παίζει δυνατά ένα κασετόφωνο ή ραδιόφωνο ακριβώς έξω από το τυπογραφείο».
Καταϊδρωμένοι, οι αδελφοί εργάζονταν εννιά με δέκα ώρες καθημερινά μέσα σε αυτά τα μικρά δωμάτια πολυγραφώντας τη Σκοπιά ή άλλα έντυπα. Συχνά, όταν οι γείτονες έδειχναν περιέργεια ή όταν κάποιος ειδοποιούσε τις αρχές, ολόκληρη η εγκατάσταση έπρεπε να μεταφερθεί αμέσως σε άλλο σπίτι.
Η εργασία αυτή θεωρούνταν υπηρεσία Μπέθελ, και σε αυτήν συμμετείχαν νεαροί, άγαμοι αδελφοί. Ο Φελίπε Τορούνιο ήταν 19 χρονών και νεοβαφτισμένος τον καιρό που προσκλήθηκε να υπηρετήσει σε ένα από τα τυπογραφεία. «Όταν πρωτοπήγα», λέει ο Φελίπε, «ένιωσα ότι έμπαινα σε ένα μικρό, σχεδόν αεροστεγές δωμάτιο με δυνατή μυρωδιά από διορθωτικό υγρό για μεμβράνες. Η ζέστη έμοιαζε ανυπόφορη, και για φως είχαμε μια μικρή λάμπα φθορίου».
Υπήρχαν και άλλες δυσκολίες. Για παράδειγμα, όταν το μηχάνημα χρειαζόταν επισκευή—πράγμα που συνέβαινε συχνά—δεν μπορούσαμε έτσι απλά να το πάμε για επιδιόρθωση. Οι άνθρωποι θα ρωτούσαν: “Τίνος είναι αυτός ο πολύγραφος; Τι τυπώνετε σε αυτόν; Έχει το έργο σας την έγκριση της κεντρικής κυβέρνησης;” Έτσι λοιπόν, οι αδελφοί έπρεπε να τους επισκευάζουν μόνοι τους και μερικές φορές ακόμη και να κατασκευάζουν ανταλλακτικά. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν οι συχνές διακοπές ρεύματος. «Επειδή οι εκτυπωτικές ομάδες δεν ήθελαν ποτέ να μένουν πίσω στην παραγωγή», θυμάται ο αδελφός Πόνσε, «μερικές φορές τους έβρισκα να εργάζονται υπό το φως της λάμπας πετρελαίου, με μουντζουρωμένες μύτες. Η εκτίμηση, η διάθεση και το αυτοθυσιαστικό πνεύμα που έδειχναν αυτοί οι θαυμάσιοι νεαροί με υποκινούσαν να συνεχίζω τις προσπάθειες».
Μερικές Πολύτιμες Αναμνήσεις
Ο Φελίπε Τορούνιο έχει ευχάριστες αναμνήσεις από τα τέσσερα χρόνια που εργάστηκε τυπώνοντας υπό την επιφάνεια. «Θυμόμουν πάντοτε ότι οι αδελφοί ανυπομονούσαν να λάβουν αυτή τη ζωτική πνευματική τροφή», λέει ο Φελίπε. «Γι’ αυτό, παρά τους πολλούς περιορισμούς που μας είχαν επιβληθεί, υπηρετούσαμε με χαρά». Ο Ομάρ Γουίντι, ο οποίος συμμετείχε σε εκείνο το έργο από τον Ιούνιο του 1988 ώσπου αυτό σταμάτησε το Μάιο του 1990, θυμάται: «Ένα από τα πράγματα που με εντυπωσίαζαν περισσότερο ήταν η ατμόσφαιρα αδελφικής στοργής. Τα καινούρια άτομα, γεμάτα προθυμία και ενθουσιασμό, ήθελαν να μάθουν, και διδάσκονταν τις διάφορες εργασίες με υπομονή. Οι συνθήκες εργασίας δεν ήταν ιδανικές, αλλά οι εθελοντές, αν και νεαροί, ήταν πνευματικοί άντρες με βαθιά εκτίμηση για τις θυσίες που περιλαμβάνονταν σε αυτή τη μορφή υπηρεσίας».
Ο Τζοβάνι Γκαϊτάν υπηρέτησε και αυτός σε τυπογραφεία. Ο ίδιος θυμάται: «Αυτό που μας στήριξε ήταν η εκτίμηση για τον Ιεχωβά και την οργάνωσή του. Κανένας μας δεν λάβαινε χρηματικό βοήθημα τότε, αλλά αυτό δεν μας ανησυχούσε. Είχαμε ό,τι χρειαζόμασταν. Προσωπικά, είχα ήδη αντιμετωπίσει πολλές καταστάσεις στις οποίες χρειάστηκε να στηριχτώ στον Ιεχωβά πλήρως. Έτσι λοιπόν, δεν ανησυχούσα πολύ για τις υλικές μου ανάγκες. Αδελφοί όπως ο Γκιλιέρμο Πόνσε, ο Νέλσον Αλβαράντο και ο Φελίπε Τορούνιο, αν και νεαροί, ήταν εξαιρετικά παραδείγματα για εμένα. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αδελφοί που αναλάμβαναν την ηγεσία επίσης με ενίσχυαν. Ναι, κοιτώντας πίσω, πρέπει να πω ότι όλη αυτή η εμπειρία πραγματικά εμπλούτισε τη ζωή μου».
Όλοι όσοι συμμετείχαν στο έργο υπό την επιφάνεια είδαν την υποστήριξη του Ιεχωβά με πολλούς τρόπους, ακόμη και σε σχέση με το ίδιο το εκτυπωτικό έργο. Ο αδελφός Γκαϊτάν λέει: «Συνήθως, μια μεμβράνη φτάνει για 300 ως 500 εκτυπώσεις. Εμείς κάναμε 6.000 εκτυπώσεις!» Γιατί ήταν απαραίτητο να γίνεται τόση οικονομία με τις μεμβράνες και τα άλλα εκτυπωτικά υλικά; Εκτός του ότι υπήρχαν σε περιορισμένες ποσότητες στη χώρα, ήταν διαθέσιμα μόνο σε καταστήματα που ελέγχονταν από το κράτος, στα οποία η αγορά ασυνήθιστων ποσοτήτων θα γινόταν αντιληπτή, εκθέτοντας τον αγοραστή στον κίνδυνο να συλληφθεί. Ναι, ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειες των αδελφών επειδή, με εξαίρεση το πρώτο ταχυπιεστήριο, οι αρχές ούτε ανακάλυψαν ποτέ ούτε έκλεισαν κάποιο από τα τυπογραφεία μας.
Οι αδελφοί που έπρεπε να εργάζονται για να παρέχουν στις οικογένειές τους τα αναγκαία βοηθούσαν και αυτοί στο έργο, συνήθως διατρέχοντας μεγάλο κίνδυνο. Για παράδειγμα, πολλοί μετέφεραν έντυπη ύλη σε διάφορα μέρη της χώρας, χρησιμοποιώντας τα οχήματά τους. Μερικές φορές ταξίδευαν όλη την ημέρα, περνώντας από πολλά στρατιωτικά σημεία ελέγχου. Γνώριζαν ότι, αν τους έπιαναν, μπορούσαν να χάσουν τα οχήματά τους, να συλληφθούν, ακόμη και να φυλακιστούν. Ωστόσο, ήταν απτόητοι. Όπως είναι φυσικό, αυτοί οι αδελφοί χρειάζονταν την πλήρη υποστήριξη των συζύγων τους, μερικές από τις οποίες έπαιξαν και οι ίδιες ζωτικό ρόλο εκείνη τη δύσκολη περίοδο, όπως θα δούμε τώρα.
Θαρραλέες Πνευματικές Γυναίκες
Πολλές Χριστιανές έδειξαν εξαιρετικό θάρρος και οσιότητα στη διάρκεια των ετών του περιορισμού στη Νικαράγουα. Σε συνεργασία με τους συζύγους τους, διέθεταν τα σπίτια τους για την εκτύπωση υπό την επιφάνεια, συνήθως επί μήνες κάθε φορά. Ετοίμαζαν επίσης γεύματα για τους εθελοντές, χρησιμοποιώντας δικούς τους πόρους. «Ένας στενός Χριστιανικός σύνδεσμος αναπτύχθηκε ανάμεσα σε εμάς τους νεαρούς αδελφούς και σε αυτές τις αδελφές», αναπολεί ο Νέλσον Αλβαράντο, ο οποίος συντόνιζε το έργο εκτύπωσης. «Έγιναν οι μητέρες μας. Και εμείς, σαν γιοι, τους δημιουργούσαμε αρκετή δουλειά. Κατά καιρούς, δουλεύαμε ως τις τέσσερις το πρωί για να ανταποκριθούμε στις ποσότητες και στις προθεσμίες, ιδιαίτερα όταν υπήρχαν επιπρόσθετες εργασίες, όπως το βιβλιάριο Καθημερινή Εξέταση των Γραφών. Μερικές φορές, δύο άτομα από εμάς έπρεπε να δουλεύουν σε σχεδόν 24ωρες βάρδιες. Εντούτοις, οι αδελφές είχαν πάντα έτοιμο φαγητό για εμάς, ακόμη και τις πολύ πρωινές ώρες».
Οι οικογένειες που είχαν τυπογραφείο στο σπίτι τους πρόσεχαν επίσης το θέμα της ασφάλειας. Συνήθως οι οικοδέσποινες φρόντιζαν για αυτόν το διορισμό, εφόσον οι περισσότεροι σύζυγοι βρίσκονταν στη δουλειά στη διάρκεια της ημέρας. Μια αδελφή θυμάται: «Για να καλύψουμε το θόρυβο από τις μηχανές, είχαμε ένα ραδιόφωνο που έπαιζε στη διαπασών. Όταν ερχόταν κάποιος στην πόρτα, ειδοποιούσαμε τους αδελφούς στο τυπογραφείο μέσω ενός διακόπτη ο οποίος άναβε μια ειδική λάμπα».
Συνήθως οι επισκέπτες ήταν άλλοι Μάρτυρες ή συγγενείς. Ωστόσο, οι αδελφές προσπαθούσαν να τους αποπέμψουν όσο πιο γρήγορα και διακριτικά γινόταν. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο, επειδή αυτές οι αδελφές γενικά ήταν πολύ φιλόξενες. Προσέξτε το παράδειγμα της Χουάνα Μοντιέλ, η οποία είχε στην αυλή της ένα δέντρο ακαζού. Επειδή συνήθως έρχονταν αδελφοί για να κόψουν καρπούς από το δέντρο, η αυλή της Χουάνα είχε γίνει ανεπίσημος τόπος συνάντησης. «Όταν είχαμε το προνόμιο να στεγάζουμε το τυπογραφείο στο σπίτι μας», θυμάται η Χουάνα, «ο σύζυγός μου και εγώ αναγκαστήκαμε να κόψουμε το δέντρο. Δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε στους αδελφούς γιατί γίναμε ξαφνικά λιγότερο κοινωνικοί, αλλά ξέραμε ότι το τυπογραφείο έπρεπε να προστατευτεί».
Η Κονσουέλο Μπετέτα, η οποία τώρα έχει πεθάνει, βαφτίστηκε το 1956. Χρησιμοποιήθηκε και το δικό της σπίτι ως τόπος εκτύπωσης. Ωστόσο, οι αδελφοί δεν μπορούσαν να παρκάρουν μπροστά στο σπίτι της για να πάρουν έντυπα χωρίς να δημιουργήσουν υποψίες. Σταματούσαν, λοιπόν, σε μια ασφαλέστερη τοποθεσία—στο σπίτι ενός αδελφού περίπου ένα τετράγωνο πιο κάτω. Σε μια συνέντευξη που έδωσε λίγο προτού πεθάνει, η αδελφή Μπετέτα μίλησε για εκείνες τις ημέρες. Με μάτια που ακτινοβολούσαν, είπε: «Τυλίγαμε τα περιοδικά και τα βάζαμε μέσα σε σάκους για να σταλούν στις διάφορες εκκλησίες. Κάθε σάκος ζύγιζε περίπου 15 κιλά. Για να τους πάμε στο σπίτι του αδελφού, η νύφη μου και εγώ μεταφέραμε τους σάκους στα κεφάλια μας και περνούσαμε ένα χαντάκι πίσω από το σπίτι μου. Οι γείτονές μου ποτέ δεν υποπτεύθηκαν το παραμικρό, γιατί οι σάκοι έμοιαζαν με αυτούς που κουβαλούσαν οι περισσότερες γυναίκες στο κεφάλι τους».
Πόσο πολύτιμες θεωρούσαν οι αδελφοί τέτοιες όσιες, θαρραλέες αδελφές! «Ήταν πραγματικά μεγάλο προνόμιο να συνεργαζόμαστε μαζί τους», λέει ο Γκιλιέρμο Πόνσε, απηχώντας και τα αισθήματα των πολλών αδελφών που υπηρέτησαν μαζί του εκείνον τον καιρό. Εύλογα, τέτοιες θαυμάσιες Χριστιανές, καθώς και οι σύζυγοί τους, έθεσαν εξαιρετικά παραδείγματα για τα παιδιά τους. Ας δούμε λοιπόν τώρα μερικές από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα παιδιά εκείνα τα ταραχώδη χρόνια.
Όσια Παιδιά, Άξια Εμπιστοσύνης
Όπως οι γονείς τους, έτσι και τα παιδιά εκείνων που ασχολούνταν με τις κρυφές εκτυπωτικές εργασίες και τη διανομή των εντύπων έδειχναν αξιοσημείωτη οσιότητα. Η Κλαούντια Μπεντάνια, της οποίας τα δύο παιδιά ήταν ακόμη στο σπίτι εκείνον τον καιρό, θυμάται: «Σε ένα από τα πίσω δωμάτια του σπιτιού μας λειτουργούσε ένα πιεστήριο επί πέντε μήνες. Μόλις επέστρεφαν τα παιδιά από το σχολείο, ήθελαν να βοηθήσουν τους αδελφούς. Αλλά τι μπορούσαν να κάνουν; Αντί να τα διώχνουν, οι αδελφοί τα άφηναν να συρράπτουν πολυγραφημένα φύλλα της Σκοπιάς. Πόσο άρεσε στα παιδιά να είναι μαζί με εκείνους τους νεαρούς, οι οποίοι τα ενθάρρυναν να μαθαίνουν απέξω Γραφικά εδάφια και ύμνους της Βασιλείας!»
«Για να διασφαλίσουμε την εχεμύθεια», λέει η αδελφή Μπεντάνια, «ο σύζυγός μου και εγώ εξηγήσαμε στα παιδιά μας ότι βρισκόμασταν σε δύσκολους καιρούς, ότι αυτό το έργο γινόταν για τον Ιεχωβά και ότι ήταν πολύ σπουδαίο να παραμείνουμε όσιοι. Δεν έπρεπε να μιλήσουν για αυτό σε κανέναν—ούτε σε συγγενείς ούτε καν σε Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές. Ευτυχώς, τα παιδιά ήταν πιστά και υπάκουα».
Το σπίτι της Αούρα Λίλα Μαρτίνες ήταν ένα από τα πρώτα που χρησιμοποιήθηκαν ως εκτυπωτικά κέντρα. Τα εγγόνια της βοηθούσαν στην τακτοποίηση των σελίδων, στη συρραφή και στη συσκευασία. Και αυτά επίσης δέθηκαν πολύ με τους αδελφούς που εργάζονταν στο σπίτι τους. Μάλιστα ποτέ δεν συζητούσαν για αυτή την εργασία με άλλους. Η Εϊουνίσε θυμάται: «Πηγαίναμε στο σχολείο και παίζαμε σχεδόν κάθε ημέρα με τα παιδιά της οικογένειας Μπεντάνια και Εουγκάριος, αλλά ποτέ δεν είχαμε αναφέρει ότι τυπώνονταν έντυπα στα σπίτια μας, παρά μόνο χρόνια αργότερα. “Αλήθεια; Και στο δικό σου σπίτι;” ρωτούσαμε έκπληκτοι ο ένας τον άλλον. Ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι, και όμως κανένας δεν είπε το παραμικρό στους άλλους. Είναι φανερό ότι με αυτόν τον τρόπο ο Ιεχωβά προστάτεψε το έργο».
Εκείνες οι πρώτες εμπειρίες συνεχίζουν να ασκούν θετική επιρροή σε αυτούς τους νεαρούς. Ο Έμερσον Μαρτίνες, τώρα διακονικός υπηρέτης στην ειδική ολοχρόνια υπηρεσία, λέει: «Οι αδελφοί που εργάζονταν σε εκείνα τα τυπογραφεία ήταν τα πρότυπά μου. Ήταν μόνο 18 ή 19 χρονών, αλλά με δίδαξαν να εκτιμώ τις πνευματικές ευθύνες, όσο μικρές και αν ήταν, και έμαθα την αξία της ποιοτικής εργασίας. Αν μου ξέφευγε έστω και μία σελίδα ενώ τις τακτοποιούσα, κάποιος θα έχανε εκείνες τις πληροφορίες. Αυτό ενστάλαξε μέσα μου το πόσο σπουδαίο είναι να κάνω το καλύτερο που μπορώ για τον Ιεχωβά και τους αδελφούς μας».
Η Έλντα Μαρία, κόρη του Εντμούντο και της Έλντα Σάντσες, βοηθούσε μεταφέροντας μεμβράνες που είχε δακτυλογραφήσει η μητέρα της από τη Σκοπιά και από άλλα έντυπα. Τις μετέφερε με το ποδήλατό της στο σπίτι του αδελφού Πόνσε, πέντε τετράγωνα παρακάτω. Προτού δώσει τις μεμβράνες στην κόρη της, η αδελφή Σάντσες τις τύλιγε προσεκτικά και τις έβαζε σε ένα μικρό καλάθι. «Από τότε που ήμουν πολύ μικρή», λέει η Έλντα Μαρία, «οι γονείς μου με εκπαίδευαν να είμαι υπάκουη. Όταν λοιπόν ήρθε αυτή η περίοδος των περιορισμών, είχα μάθει να ακολουθώ τις οδηγίες προσεκτικά».
Καταλάβαινε άραγε τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι αδελφοί—περιλαμβανομένου και του πατέρα της—οι οποίοι ασχολούνταν με την επίβλεψη του έργου εκτύπωσης; Η Έλντα Μαρία λέει: «Ο πατέρας μου μού έλεγε συχνά προτού φύγει από το σπίτι ότι, αν τον συνελάμβαναν, δεν έπρεπε να φοβηθώ ή να λυπηθώ. Όταν, όμως, αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι, θυμάμαι ότι προσευχόμουν πολλές φορές μαζί με τη μητέρα μου να είναι ασφαλής. Συχνά βλέπαμε ανθρώπους από την Κρατική Ασφάλεια να έχουν σταθμεύσει μπροστά στο σπίτι μας και να μας παρακολουθούν. Όταν η μητέρα έπρεπε να πάει στην πόρτα για να ανοίξει, εγώ μάζευα όλα της τα σύνεργα και τα έκρυβα. Είμαι πολύ ευγνώμων για το παράδειγμα και την εκπαίδευση που μου έδωσαν οι γονείς μου όσον αφορά την εκδήλωση οσιότητας στον Ιεχωβά και στους αδελφούς μας».
Έχοντας θέσει σταθερό θεμέλιο στη διάρκεια της νεότητάς τους, πολλοί νεαροί εκείνης της εποχής βρίσκονται σήμερα στην ολοχρόνια υπηρεσία, και πολλοί υπηρετούν σε θέσεις ευθύνης στις εκκλησίες. Η πρόοδός τους αποδεικνύει ότι ο Ιεχωβά ευλόγησε πλούσια τα μέλη του λαού του, κανένα από τα οποία δεν έμεινε χωρίς πνευματική τροφή εκείνη τη δύσκολη περίοδο. Στην πραγματικότητα, τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού συνέχισαν να προοδεύουν, βρίσκοντας «καλό χώμα» ακόμη και ανάμεσα στους χιλιάδες φυλακισμένους κατά την περίοδο των Σαντινίστας. (Μάρκ. 4:8, 20) Πώς συνέβη αυτό;
Οι Σπόροι της Βασιλείας Σπέρνονται στη Φυλακή
Μετά την Επανάσταση των Σαντινίστας, χιλιάδες μέλη της ηττημένης Εθνοφρουράς καθώς και πολιτικοί αντιφρονούντες κλείστηκαν σε φυλακές προτού βρεθούν ενώπιον των ειδικών δικαστηρίων που λειτούργησαν από τα τέλη του 1979 ως το 1981. Τα περισσότερα πρώην μέλη της Εθνοφρουράς καταδικάστηκαν σε κάθειρξη ως και 30 ετών στο Κάρσελ Μοντέλο, ένα μεγάλο σωφρονιστικό ίδρυμα στο Τιπιτάπα, περίπου έντεκα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μανάγκουα. Όπως θα δούμε τώρα, πολλοί ειλικρινείς άνθρωποι μέσα σε εκείνες τις σκοτεινές, ασφυκτικές φυλακές απελευθερώθηκαν πνευματικά.
Στα τέλη του 1979, ένας πρεσβύτερος στη Μανάγκουα έλαβε μια επιστολή από κάποιον άλλον Μάρτυρα που βρισκόταν στη φυλακή, αλλά όχι ακόμη στο Κάρσελ Μοντέλο, επειδή είχε υπηρετήσει στο στρατό υπό το καθεστώς Σομόσα προτού γνωρίσει την αλήθεια. Στην επιστολή του, ο αδελφός ζητούσε έντυπα για να δώσει σε άλλους φυλακισμένους. Οι δυο πρεσβύτεροι που μετέφεραν τα έντυπα δεν έλαβαν την άδεια να δουν τον αδελφό. Αυτό, όμως, δεν τον αποθάρρυνε, επειδή εκείνος συνέχισε να δίνει μαρτυρία στους συγκρατούμενούς του, διεξάγοντας μάλιστα Γραφική μελέτη με μερικούς από αυτούς.
Ένας από εκείνους τους σπουδαστές, ο Αναστάσιο Ραμόν Μεντόσα, έκανε γρήγορη πνευματική πρόοδο. «Μου άρεσαν τόσο πολύ αυτά που μάθαινα», θυμάται, «ώστε άρχισα να συνοδεύω τον αδελφό καθώς κήρυττε στους άλλους φυλακισμένους. Μερικοί μας απέρριπταν. Άλλοι άκουγαν. Σύντομα συγκεντρωνόμασταν περίπου 12 άτομα και μελετούσαμε μαζί την ώρα του διαλείμματος σε μια ανοιχτή αυλή». Περίπου έναν χρόνο αργότερα, ένας από εκείνη την αρχική ομάδα βαφτίστηκε.
Στις αρχές του 1981, αυτή η μικρή ομάδα των σπουδαστών της Γραφής μεταφέρθηκε μαζί με άλλους φυλακισμένους στο Κάρσελ Μοντέλο, όπου συνέχισαν να μεταδίδουν τα καλά νέα σε άλλους. Το ίδιο διάστημα, Γραφικά έντυπα κυκλοφορούσαν αθόρυβα ανάμεσα στους φυλακισμένους, μερικά από τα οποία βρέθηκαν πάλι σε «καλό χώμα».
Πάρτε για παράδειγμα τον Χοσέ ντε λα Κρους Λόπες και την οικογένειά του, κανένας από τους οποίους δεν ήταν Μάρτυρας. Έξι μήνες μετά τη φυλάκιση του Χοσέ, η σύζυγός του πήρε Το Βιβλίο Μου με τις Βιβλικές Ιστορίες από Μάρτυρες που συνάντησε στο δρόμο. Το πήρε μόνο και μόνο για να το δώσει στο σύζυγό της. «Όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο Βιβλικές Ιστορίες», αναφέρει ο Χοσέ, «νόμιζα πως ήταν κάποια έκδοση των Ευαγγελικών. Δεν ήξερα τίποτα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το βιβλίο με εντυπωσίασε τόσο πολύ ώστε το διάβασα αρκετές φορές και άρχισα να το δίνω και στους 16 συγκρατούμενούς μου στο ίδιο κελί, οι οποίοι το αγάπησαν όλοι. Ήταν σαν δροσιστικό νερό. Φυλακισμένοι από άλλα κελιά το ζήτησαν και αυτοί, και έτσι άρχισε να κυκλοφορεί σε ολόκληρη την πτέρυγα, με αποτέλεσμα να φθαρεί και να γίνει σαν παλιά τράπουλα».
Αρκετοί από τους συγκρατούμενους του Χοσέ ανήκαν σε εκκλησίες Ευαγγελικών. Μερικοί μάλιστα ήταν πάστορες. Ο Χοσέ άρχισε να διαβάζει τη Γραφή μαζί τους. Απογοητεύτηκε, όμως, όταν τους ρώτησε τι σημαίνει το εδάφιο Γένεση 3:15 και έλαβε την απάντηση ότι ήταν μυστήριο. Μια ημέρα, ένας άλλος φυλακισμένος, ο οποίος έκανε Γραφική μελέτη, είπε στον Χοσέ: «Η απάντηση βρίσκεται στο βιβλίο που έχεις, το οποίο εκδίδεται από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μπορώ να το μελετήσω μαζί σου αν θέλεις». Ο Χοσέ δέχτηκε την προσφορά, και με τη βοήθεια του βιβλίου Βιβλικές Ιστορίες, έμαθε τι σημαίνει το εδάφιο Γένεση 3:15. Από τότε, άρχισε να συναναστρέφεται με τους κρατούμενους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους Μάρτυρες.
Ένα από τα πράγματα που έλκυσαν τον Χοσέ σε αυτή την ξεχωριστή ομάδα μέσα στο Κάρσελ Μοντέλο ήταν η καλή διαγωγή τους. «Έβλεπα ανθρώπους που ήξερα ότι στο παρελθόν είχαν πολύ διεφθαρμένο τρόπο ζωής να δείχνουν τώρα καλή διαγωγή επειδή μελετούσαν τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά», λέει ο Χοσέ. Στο μεταξύ, η σύζυγος του Χοσέ συνέχισε να παίρνει έντυπα από τους Μάρτυρες και να τα δίνει στο σύζυγό της ο οποίος, με τη σειρά του, προόδευε πνευματικά. Μάλιστα, ο όμιλος μελέτης στον οποίο ανήκε του ανέθεσε ένα τμήμα της πτέρυγας όπου μπορούσε να κηρύττει από κελί σε κελί. Με αυτόν τον τρόπο, ήταν δυνατόν να δανείζει τα λίγα έντυπα που είχε σε ενδιαφερόμενα άτομα και επίσης να τα προσκαλεί στις συναθροίσεις, οι οποίες διεξάγονταν στην πτέρυγα την ώρα του διαλείμματος.
Φροντίδα για τις Πνευματικές Ανάγκες των Φυλακισμένων
Η Εκκλησία Μανάγκουα Ανατολική φρόντιζε τις πνευματικές ανάγκες του αυξανόμενου αριθμού των φυλακισμένων στο Κάρσελ Μοντέλο οι οποίοι διάβαζαν τα έντυπα και έκαναν πνευματική πρόοδο. Για να το επιτύχει αυτό, η εκκλησία κατέστρωσε ένα πρόγραμμα βάσει του οποίου ορισμένοι αδελφοί και αδελφές θα έδιναν κρυφά στους φυλακισμένους έντυπα. Επισκέψεις επιτρέπονταν κάθε 30 ως 60 ημέρες, αλλά οι φυλακισμένοι μπορούσαν να δεχτούν επίσκεψη μόνο από το άτομο το οποίο είχαν ζητήσει πρωτύτερα να δουν. Έτσι λοιπόν, δεν μπορούσαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι να δεχτούν προσωπικές επισκέψεις από ντόπιους Μάρτυρες. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα επειδή οι κρατούμενοι σύντομα θα συναντιούνταν και θα αντάλλασσαν πράγματα μεταξύ τους.
Οι πρεσβύτεροι της Εκκλησίας Μανάγκουα Ανατολική βοηθούσαν στην οργάνωση και στην επίβλεψη των δραστηριοτήτων του αυξανόμενου ομίλου στο Κάρσελ Μοντέλο. Διατηρούσαν τακτική επαφή, ιδιαίτερα με τους κρατούμενους που αναλάμβαναν την πνευματική ηγεσία, εξηγώντας τους πώς να διεξάγουν εβδομαδιαίες συναθροίσεις, να κηρύττουν με εύτακτο τρόπο και να τηρούν στοιχεία για όλες αυτές τις δραστηριότητες. Με τη σειρά τους, αυτοί οι φυλακισμένοι μεταβίβαζαν τις πληροφορίες στους άλλους. Ασφαλώς απαιτούνταν καλή θεοκρατική τάξη, επειδή στο μεταξύ είχε δημιουργηθεί στη φυλακή ένας μεγάλος όμιλος σπουδαστών της Γραφής.
Το Κάρσελ Μοντέλο αρχικά είχε τέσσερις πτέρυγες, καθεμιά από τις οποίες χωρούσε 2.000 φυλακισμένους. «Κάθε πτέρυγα ήταν ανεξάρτητη από τις άλλες», εξηγεί ο Χούλιο Νούνιες, ένας από τους επισκέπτες πρεσβυτέρους, «και έτσι οι εβδομαδιαίες συναθροίσεις διεξάγονταν χωριστά στο χώρο αναψυχής της κάθε πτέρυγας, με περίπου 80 παρόντες συνολικά».
Βαφτίζονται σε Βαρέλι
Καθώς τα καινούρια άτομα προόδευαν, αρκετοί εξέφραζαν την επιθυμία να βαφτιστούν. Οι επισκέπτες πρεσβύτεροι ενέκριναν τους υποψηφίους για βάφτισμα και βοηθούσαν τους φυλακισμένους που αναλάμβαναν την πνευματική ηγεσία να φροντίζουν να γίνεται το βάφτισμα την ίδια ημερομηνία που διεξαγόταν και κάποια συνέλευση έξω. Συνήθως, η ομιλία βαφτίσματος εκφωνούνταν την προηγούμενη νύχτα σε ένα από τα κελιά, και το επόμενο πρωί όταν οι φυλακισμένοι πήγαιναν στα λουτρά, οι υποψήφιοι βαφτίζονταν.
Ο Χοσέ ντε λα Κρους Λόπες βαφτίστηκε στη φυλακή το Νοέμβριο του 1982. «Βαφτίστηκα σε ένα βαρέλι απορριμμάτων», αφηγείται. «Το τρίψαμε καλά με απορρυπαντικό. Κατόπιν το ντύσαμε με ένα σεντόνι και το γεμίσαμε με νερό. Ωστόσο, μόλις συγκεντρωθήκαμε για το βάφτισμα ήρθαν ένοπλοι φύλακες. “Ποιος έδωσε την άδεια για αυτό το βάφτισμα;” ρώτησαν. Ο υπεύθυνος αδελφός εξήγησε ότι δεν χρειάζεται άδεια για να κάνουμε αυτό που λέει ο Θεός. Οι φύλακες συμφώνησαν αλλά ήθελαν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία. Έτσι λοιπόν, παρουσία τους, μου υποβλήθηκαν τα δύο ερωτήματα που απευθύνονται στους υποψηφίους για βάφτισμα, και κατόπιν βαφτίστηκα στο βαρέλι». Συνολικά, τουλάχιστον 34 φυλακισμένοι βαφτίστηκαν με αυτόν τον τρόπο.
Μερικοί κρατούμενοι σημείωσαν ταχύτατη πρόοδο. Ένας από αυτούς ήταν ο Ομάρ Αντόνιο Εσπινόσα, ο οποίος, από την 30χρονη ποινή που του είχε επιβληθεί, εξέτισε 10 χρόνια στο Κάρσελ Μοντέλο. Οι φυλακισμένοι άλλαζαν κελιά κατά διαστήματα, και το δεύτερο χρόνο φυλάκισης του Ομάρ, ένας από τους συγκρατούμενούς του στο κελί ήταν Μάρτυρας. Ο Ομάρ παρατήρησε ότι ο άνθρωπος αυτός δεχόταν τακτικά επισκέψεις από άλλους φυλακισμένους, στους οποίους δίδασκε τη Γραφή. Εντυπωσιασμένος από αυτά που είδε και άκουσε, ζήτησε να κάνει και αυτός Γραφική μελέτη.
Ο Ομάρ άρχισε να μελετάει με τη βοήθεια του βιβλίου Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, εξετάζοντας ένα κεφάλαιο κάθε ημέρα. Έπειτα από 11 ημέρες, ήθελε να γίνει ευαγγελιζόμενος. Όταν ολοκλήρωσε τα 22 κεφάλαια του βιβλίου, ζήτησε να βαφτιστεί. Οι αδελφοί, όμως, του είπαν να το σκεφτεί λίγο ακόμη. Του σύστησαν επίσης να μελετήσει και ένα δεύτερο έντυπο, το βιβλίο Μπορείτε να Ζείτε για Πάντα στον Παράδεισο στη Γη το οποίο μόλις είχε κυκλοφορήσει στη φυλακή. Σε λίγο περισσότερο από έναν μήνα, ο Ομάρ ολοκλήρωσε και εκείνο το βιβλίο. Επίσης, σταμάτησε το κάπνισμα και έκανε και άλλες αλλαγές. Ήταν σαφές ότι η Γραφική αλήθεια επηρέαζε τη ζωή του. Οι αδελφοί, παρατηρώντας αυτές τις αλλαγές, πείστηκαν ότι η επιθυμία του ήταν γνήσια, και έτσι ο Ομάρ βαφτίστηκε σε ένα βαρέλι στις 2 Ιανουαρίου 1983.
Η Νοηματική Γλώσσα της Φυλακής
Οι έγκλειστοι ευαγγελιζόμενοι στις διάφορες πτέρυγες, για να μεταβιβάσουν τις πληροφορίες που λάβαιναν από τους πρεσβυτέρους οι οποίοι επισκέπτονταν τη φυλακή ή για να συλλέξουν πληροφορίες, όπως εκθέσεις υπηρεσίας, έπρεπε να επικοινωνούν μεταξύ τους. Ο αδελφός Μεντόσα, ο οποίος βαφτίστηκε στη φυλακή το 1982, αναφέρει πώς το έκαναν αυτό.
«Μερικοί από εμάς», λέει, «έμαθαν ένα είδος νοηματικής γλώσσας το οποίο χρησιμοποιούσαν οι φυλακισμένοι. Όταν ερχόταν ο καιρός για την τήρηση της Ανάμνησης, υπολογίζαμε πότε έδυε ο ήλιος και κατόπιν νεύαμε ο ένας στον άλλον ώστε να μπορούμε όλοι να προσευχηθούμε ταυτόχρονα. Το κάναμε αυτό κάθε χρόνο. Τα νοήματα μας βοηθούσαν επίσης στη μελέτη της Σκοπιάς. Όταν οι αδελφοί σε κάποια πτέρυγα δεν είχαν το άρθρο μελέτης εκείνης της εβδομάδας, τους μεταδίδαμε ολόκληρο το άρθρο μέσω νοημάτων. Κάποιος από την άλλη πλευρά διάβαζε δυνατά τα νοήματά μας σε έναν αδελφό, ο οποίος έγραφε το άρθρο σε χαρτί». Πώς, όμως, έφτανε κατ’ αρχάς στη φυλακή η πνευματική τροφή;
Πνευματική Τροφή για τους Φυλακισμένους
Οι πρεσβύτεροι, οι οικογένειές τους και άλλοι ευαγγελιζόμενοι της Εκκλησίας Μανάγκουα Ανατολική επισκέπτονταν τακτικά τους φυλακισμένους στο Κάρσελ Μοντέλο. Επί δέκα χρόνια σχεδόν, έφερναν στους αδελφούς υλικές και πνευματικές προμήθειες, περιλαμβανομένης και της Σκοπιάς και της Διακονίας Μας της Βασιλείας. Ασφαλώς, η πνευματική τροφή έπρεπε να εισχωρήσει κρυφά.
Ένας πρεσβύτερος έκρυβε περιοδικά στην κοιλότητα που είχαν οι μεγάλες ξύλινες πατερίτσες του. «Βοηθούσαν και οι νεαροί, επειδή σπάνια τους έκαναν έρευνα», αναφέρει ο Χούλιο Νούνιες. Οι επισκέπτες κατάφερναν να περνούν στη φυλακή ακόμη και τα εμβλήματα για την Ανάμνηση.
Κάθε πτέρυγα είχε μια προσδιορισμένη ημέρα επισκεπτηρίου, και οι επισκέπτες που είχαν εγκριθεί συνήθως περνούσαν όλη την ημέρα με τον φυλακισμένο σε μια μεγάλη αυλή. Με αυτόν τον τρόπο, μερικοί Μάρτυρες κρατούμενοι μπορούσαν να συναντούν τους αδελφούς και τις αδελφές τους από τη Μανάγκουα και να λαβαίνουν πνευματικά εφόδια. Αργότερα, όταν αυτοί οι φυλακισμένοι επέστρεφαν στις πτέρυγές τους, ήταν σε θέση να μοιραστούν αυτά που είχαν πάρει.
Δεν παραλείπονταν ούτε οι ύμνοι της Βασιλείας. «Στην πτέρυγά μας», λέει ο αδελφός Λόπες, «μόνο ένας από εμάς είχε επαφή με τους επισκέπτες αδελφούς. Έτσι λοιπόν, αυτός ο αδελφός ανέλαβε την ευθύνη να μαθαίνει τη μελωδία μερικών ύμνων κάθε φορά και κατόπιν να τους διδάσκει σε εμάς τους υπόλοιπους. Επειδή είχαμε μόνο ένα υμνολόγιο, κάναμε όλοι εξάσκηση πριν από τις συναθροίσεις». Ο αδελφός Μεντόσα ήταν ένας από τους λίγους κρατούμενους που μπορούσε να δέχεται επισκέψεις από Μάρτυρες. «Με επισκεπτόταν ο αδελφός Κάρλος Αγιάλα και η οικογένειά του», λέει ο αδελφός Μεντόσα. «Οι δυο κόρες του μου έμαθαν τουλάχιστον εννιά ύμνους της Βασιλείας, τους οποίους εγώ έμαθα στους συντρόφους μου». Ο αδελφός Λόπες ήταν ένας από εκείνους που διδάχτηκαν τους ύμνους από κάποιον ενδιάμεσο. Ο ίδιος θυμάται: «Αργότερα, όταν άρχισα να παρακολουθώ συναθροίσεις έξω, ένιωσα χαρά αλλά, ομολογουμένως, και κάποια έκπληξη βλέποντας ότι πράγματι ψάλλαμε τις ίδιες μελωδίες».
Παραμένουν Πνευματικά Ισχυροί στη Φυλακή
Τι είδους περιβάλλον έπρεπε να υπομένουν οι αδελφοί και οι ενδιαφερόμενοι στη φυλακή, και πώς παρέμειναν πνευματικά ισχυροί; Ο αδελφός Μεντόσα θυμάται: «Η τροφή στη φυλακή ήταν λιγοστή. Όλοι οι κρατούμενοι ξυλοκοπούνταν σε αρκετές περιπτώσεις και, μερικές φορές, οι φύλακες πυροβολούσαν τριγύρω μας καθώς εμείς πέφταμε μπρούμυτα στο πάτωμα. Αυτά όλα γίνονταν για να μας σπάσουν τα νεύρα. Όταν υπήρχαν διαμάχες ανάμεσα σε μερικούς από τους υπόλοιπους φυλακισμένους και στους φύλακες, μας τιμωρούσαν όλους στέλνοντάς μας στην αυλή γυμνούς μέσα στον καυτό ήλιο. Εμείς οι Μάρτυρες χρησιμοποιούσαμε αυτές τις στιγμές για να εποικοδομούμε και να ενθαρρύνουμε ο ένας τον άλλον. Θυμόμασταν Γραφικά εδάφια και ανταλλάσσαμε σημεία που είχαμε μάθει στην προσωπική μας μελέτη. Αυτές οι εμπειρίες μάς βοήθησαν να παραμείνουμε ενωμένοι και ισχυροί».
Αξιοποιώντας τον άφθονο χρόνο που είχαν, πολλοί Μάρτυρες και ενδιαφερόμενοι διάβασαν ολόκληρη τη Γραφή τέσσερις ή πέντε φορές. Συνήθιζαν να μελετούν προσεκτικά, και επανειλημμένα, όλα τα Γραφικά έντυπα που έπεφταν στα χέρια τους. Με ιδιαίτερη εκτίμηση, ο αδελφός Μεντόσα θυμάται τα Βιβλία Έτους. «Οι εμπειρίες από διάφορες χώρες, οι χάρτες—τα μελετούσαμε όλα», θυμάται. «Κάθε χρόνο συγκρίναμε τις αυξήσεις, τον αριθμό των εκκλησιών, τον αριθμό των νεοβαφτισμένων και τους παρόντες στην Ανάμνηση σε κάθε χώρα. Αυτά τα πράγματα μας έδιναν μεγάλη χαρά».
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι νέοι ευαγγελιζόμενοι σύντομα απέκτησαν επαρκή γνώση για το Λόγο του Θεού και τη θεοκρατική οργάνωση. Επίσης, έγιναν ζηλωτές κήρυκες και δάσκαλοι. Το Φεβρουάριο του 1986, για παράδειγμα, το Κάρσελ Μοντέλο είχε 43 ευαγγελιζομένους οι οποίοι διεξήγαν 80 Γραφικές μελέτες. Κατά μέσο όρο, 83 άτομα παρακολουθούσαν τις εβδομαδιαίες συναθροίσεις.
Όλοι αυτοί οι πνευματικά απελευθερωμένοι κρατούμενοι επρόκειτο σύντομα να αποκτήσουν περισσότερη ελευθερία, επειδή η κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει χάρη σε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους. Ως αποτέλεσμα, οι τελευταίοι 30 ευαγγελιζόμενοι στο Κάρσελ Μοντέλο απελευθερώθηκαν στις 17 Μαρτίου 1989. Η Εκκλησία Μανάγκουα Ανατολική φρόντισε αμέσως να έρθουν σε επαφή οι πρόσφατα αποφυλακισμένοι ευαγγελιζόμενοι με τους πρεσβυτέρους στις περιοχές όπου μετακόμισαν. Αυτοί οι πρεσβύτεροι, με τη σειρά τους, καλωσόρισαν τους καινούριους αδελφούς τους, πολλοί από τους οποίους έγιναν αργότερα πρεσβύτεροι, διακονικοί υπηρέτες και σκαπανείς.
Οι Περιορισμοί Δεν Σταμάτησαν το Έργο Κηρύγματος
Παρά τις δυσκολίες και τους κινδύνους, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων στη Νικαράγουα συνέχισε να αυξάνεται κατακόρυφα την περίοδο των περιορισμών. Στην πραγματικότητα, σε μερικές περιοχές σχηματίστηκαν εκκλησίες οι οποίες αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από καινούρια άτομα. Ένα παράδειγμα είναι η Εκκλησία Λα Ρεφόρμα. Ο Αντόνιο Αλεμάν και η σύζυγός του Αντέλα, που ήταν ειδικοί σκαπανείς, ταξίδευαν καθημερινά για να δώσουν μαρτυρία στις αγροτικές περιοχές ανάμεσα στη Μασάγια και στη Γρανάδα. Μια από αυτές τις περιοχές ήταν η Λα Ρεφόρμα. Εδώ, στις αρχές του 1979, το ζεύγος Αλεμάν έκανε μελέτη με τον Ροσαλίο Λόπες, έναν νεαρό του οποίου η σύζυγος είχε πεθάνει πρόσφατα. Σύντομα, ο Ροσαλίο μίλησε για τα πράγματα που μάθαινε στην οικογένεια της συζύγου του, με τους οποίους ζούσε. Μίλησε πρώτα στην πεθερά του και κατόπιν στους κουνιάδους και στις κουνιάδες του, έναν έναν. Σύντομα μπορούσε να δει κανείς έναν οικογενειακό όμιλο 22 ατόμων να περπατούν για να πάνε στις συναθροίσεις στη Μασάγια, έξι χιλιόμετρα μακριά.
Μια ημέρα, αυτοί οι συγγενείς είπαν στον Ροσαλίο: «Μάθαμε στις συναθροίσεις ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κηρύττουν από πόρτα σε πόρτα, αλλά εμείς δεν το κάνουμε αυτό».
«Εντάξει», είπε ο Ροσαλίο, «θα πάμε να κηρύξουμε αυτό το Σάββατο». Και πράγματι πήγαν! Ο Ροσαλίο ανέλαβε να μιλάει, και οι 22 πήγαιναν όλοι μαζί στην κάθε πόρτα! Όταν ο Αντόνιο ήρθε για την επόμενη μελέτη, ο Ροσαλίο του ανακοίνωσε με πλατύ χαμόγελο: «Αυτή την εβδομάδα πήγαμε όλοι μαζί να κηρύξουμε!» Αν και ο Αντόνιο χάρηκε με το ζήλο των σπουδαστών του, ενθάρρυνε τα νεαρά ζευγάρια να τακτοποιήσουν πρώτα ορισμένα προσωπικά ζητήματα.
Το Δεκέμβριο του 1979, ο Ροσαλίο και ένας από τους αδελφούς της εκλιπούσας συζύγου του, ο Χούμπερ Λόπες, ήταν οι πρώτοι από αυτή την ομάδα που βαφτίστηκαν, ενώ οι άλλοι ακολούθησαν ο ένας μετά τον άλλον. Μόλις τρία χρόνια αργότερα, ιδρύθηκε η Εκκλησία Λα Ρεφόρμα. Ξεκίνησε με 30 ευαγγελιζομένους—όλοι από την ίδια οικογένεια! Αργότερα, ο Χούμπερ, ο αδελφός του ο Ραμόν και ο Ροσαλίο διορίστηκαν πρεσβύτεροι. Το 1986, 54 μέλη της εκκλησίας υπηρετούσαν ως σκαπανείς.—Βλέπε πλαίσιο στις σελίδες 99-102.
Ως αποτέλεσμα του γεμάτου ζήλο κηρύγματος των μελών της Εκκλησίας Λα Ρεφόρμα, σχηματίστηκαν τελικά άλλες έξι εκκλησίες στις γύρω περιοχές. Ας λάβουμε υπόψη μας, επίσης, ότι οι αδελφοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό το άγρυπνο μάτι των αρχών, οι οποίες δεν χαίρονταν για το ζήλο τους. «Μας παρενοχλούσε συνεχώς ο στρατός», θυμάται ο Χούμπερ Λόπες, «αλλά αυτό δεν μας έκανε ποτέ να σταματήσουμε το κήρυγμα». Στην πραγματικότητα, το έργο κηρύγματος εντάθηκε εκείνη τη δύσκολη εποχή. Γιατί; Επειδή πολλοί αδελφοί έχασαν την εργασία τους και ανέλαβαν την υπηρεσία τακτικού ή βοηθητικού σκαπανέα.
Ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειές τους. Το 1982, υπήρχαν 4.477 ευαγγελιζόμενοι των καλών νέων στη Νικαράγουα, αλλά το 1990—έπειτα από οχτώ χρόνια περιορισμών και διωγμού—ο αριθμός είχε αυξηθεί στους 7.894. Αυτό σήμαινε αύξηση 76 τοις εκατό!
Αίρονται οι Περιορισμοί
Το Φεβρουάριο του 1990 έγιναν εκλογές υπό διεθνή εποπτεία και άλλαξε η κυβέρνηση στη Νικαράγουα. Σύντομα έπειτα από αυτό, άρθηκαν οι περιορισμοί που είχαν επιβληθεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τερματίστηκε η στρατολόγηση και διαλύθηκαν οι επιτροπές άμυνας. Οι αδελφοί, αν και προσεκτικοί, δεν φοβούνταν πια τα διερευνητικά μάτια των γειτόνων. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Ίαν Χάντερ, ο οποίος υπηρετούσε στην Επιτροπή του Τμήματος στη Γουατεμάλα, έγινε ο νέος συντονιστής της επιτροπής της χώρας στη Νικαράγουα.
Τα προηγούμενα οχτώ χρόνια, η επιτροπή της χώρας επέβλεπε το έργο στη Νικαράγουα χωρίς να έχει γραφείο και ανάλογο εξοπλισμό. Πράγματι, ο αδελφός Χάντερ χάρηκε που έφερε μαζί του τη γραφομηχανή την οποία χρησιμοποιούσε στο γραφείο τμήματος στη Γουατεμάλα! Ένας ντόπιος αδελφός, ο Χούλιο Μπεντάνια, είχε την καλοσύνη να προσφέρει αρκετό από το δικό του εξοπλισμό γραφείου στους αδελφούς, οι οποίοι είχαν πολλή εργασία να κάνουν.
Οι αδελφοί αγόρασαν ένα σπίτι στα προάστια της Μανάγκουα για να το χρησιμοποιήσουν ως γραφείο τμήματος. Εντούτοις, αρκετοί από τους αδελφούς δεν ήταν εξοικειωμένοι με την κανονική ζωή του Μπέθελ, εφόσον είχαν συνηθίσει να εργάζονται κρυφά σε διάφορες τοποθεσίες και σε ακανόνιστες ώρες. Ανταποκρίθηκαν όμως καλά στην εκπαίδευση και έκαναν τις απαραίτητες προσαρμογές. Οι περισσότεροι από αυτούς τους νεαρούς συνεχίζουν να υπηρετούν τον Ιεχωβά πιστά, μερικοί σε άλλες μορφές της ολοχρόνιας υπηρεσίας.
Για να γίνουν οι εργασίες στο γραφείο τμήματος, στάλθηκαν αδελφοί και από άλλες χώρες. Οι ιεραπόστολοι Κένεθ και Σάραν Μπράιαν διορίστηκαν πάλι από την Ονδούρα στη Νικαράγουα στα τέλη του 1990. Τον Ιανουάριο του 1991, ο Χουάν και η Ρεβέκκα Ρέγιες, απόφοιτοι της πρώτης τάξης του Παραρτήματος της Σχολής Γαλαάδ στο Μεξικό, ήρθαν από την Κόστα Ρίκα, και ακολούθησε ο Αρνάλντο Τσάβες, επίσης απόφοιτος της πρώτης τάξης στο Μεξικό, μαζί με τη σύζυγό του Μαρία. Ο Λόταρ και η Κάρμεν Μίχανκ ήρθαν δύο χρόνια αργότερα από τον Παναμά, όπου ο Λόταρ υπηρετούσε στην Επιτροπή του Τμήματος. Οι περισσότεροι διορίστηκαν στο νέο γραφείο τμήματος, όπου βοήθησαν στην κατάλληλη αναδιοργάνωση του έργου. Σήμερα, η οικογένεια Μπέθελ της Νικαράγουας αποτελείται από 37 άτομα διαφόρων εθνικοτήτων.
Το Φεβρουάριο του 1991 διορίστηκε μια Επιτροπή του Τμήματος η οποία θα αντικαθιστούσε την επιτροπή της χώρας, και το τμήμα της Νικαράγουας επαναλειτούργησε επίσημα την 1η Μαΐου 1991. Είχε τεθεί πλέον το θεμέλιο για μελλοντική αύξηση, και πόσο εντυπωσιακή θα ήταν αυτή η αύξηση! Από το 1990 ως το 1995, βαφτίστηκαν 4.026 καινούριοι μαθητές—αύξηση 51 τοις εκατό. Αυτή η διεύρυνση δημιούργησε επιτακτική ανάγκη για κατάλληλους χώρους συναθροίσεων. Ωστόσο, ίσως θυμάστε ότι, το 1982, 35 ιδιόκτητοι χώροι Αιθουσών Βασιλείας είχαν καταληφθεί από όχλους.
Διεκδίκηση των Ιδιόκτητων Χώρων
Όταν καταλήφθηκαν παράνομα οι Αίθουσες Βασιλείας στην αρχή, οι αδελφοί δεν αποδέχτηκαν την ήττα παθητικά, αλλά αμέσως έκαναν προσφυγές στην κυβέρνηση, παραπέμποντας στο Σύνταγμα της Νικαράγουας. Ωστόσο, παρ’ όλο που οι αδελφοί πληρούσαν κάθε νομική απαίτηση, τα αιτήματά τους έπεσαν στο κενό. Το 1985, οι αδελφοί έγραψαν μάλιστα στον τότε πρόεδρο της Νικαράγουας ζητώντας νομική αναγνώριση και την επιστροφή όλων των ιδιόκτητων χώρων Αιθουσών Βασιλείας. Εκτός αυτού, υπέβαλαν πολλές αιτήσεις για να τους δεχτεί σε ακρόαση ο υπουργός εσωτερικών. Εντούτοις, όλες αυτές οι προσπάθειες δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Όταν η νέα κυβέρνηση άρχισε το έργο της τον Απρίλιο του 1990, οι αδελφοί υπέβαλαν αμέσως και άλλο αίτημα, αυτή τη φορά στο νέο υπουργό εσωτερικών, ζητώντας την εκ νέου νομική καταχώριση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πόσο χάρηκαν και ευχαρίστησαν τον Ιεχωβά, όταν, μόλις τέσσερις μήνες αργότερα, το αίτημά τους ικανοποιήθηκε! Από τότε, η Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά θεωρείται από την κυβέρνηση της Νικαράγουας διεθνής ιεραποστολή και μπορεί να λειτουργεί ελεύθερα, με τις συνηθισμένες φορολογικές απαλλαγές που παραχωρούνται σε τέτοιες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις. Ωστόσο, η ανάκτηση των Αιθουσών Βασιλείας δεν ήταν εύκολη υπόθεση, επειδή μερικές από αυτές είχαν «δοθεί» σε υποστηρικτές του προηγούμενου καθεστώτος.
Οι αδελφοί προσέφυγαν στη νεοσύστατη Εθνική Επιτροπή για την Επανεξέταση των Κατασχεμένων Ιδιοκτησιών, ζητώντας την επιστροφή όλων των ιδιόκτητων χώρων Αιθουσών Βασιλείας. Η όλη διαδικασία αποδείχτηκε περίπλοκη και αποκαρδιωτική, εν μέρει εξαιτίας του όγκου παρόμοιων προσφυγών από άλλες οργανώσεις και άτομα. Έπειτα από έναν χρόνο έντονων προσπαθειών, ένας ιδιόκτητος χώρος επιστράφηκε τον Ιανουάριο του 1991. Οι αδελφοί επισκέφτηκαν επίσης τα άτομα που κατείχαν τις Αίθουσες Βασιλείας προκειμένου να πετύχουν κάποια συμφωνία. Οι περισσότεροι, όμως, από αυτούς πίστευαν ότι η κατοχή του ιδιόκτητου χώρου ήταν ένα θεμιτό «όφελος» από την επανάσταση.
Το γραφείο τμήματος επιστράφηκε αργότερα το ίδιο έτος, αλλά οι αδελφοί έπρεπε να αγοράσουν ένα άλλο οίκημα για την οικογένεια που κατείχε τις εγκαταστάσεις μας. Τα επόμενα χρόνια, οι αδελφοί σταδιακά επανέκτησαν 30 από τους 35 ιδιόκτητους χώρους και αποζημιώθηκαν με κρατικά ομόλογα για εκείνους που δεν μπόρεσαν να επανακτήσουν.
Αντιμετώπιση Φυσικών Καταστροφών
Εκτός από τους σεισμούς που αναφέρθηκαν ήδη σε αυτή την έκθεση, η Νικαράγουα χτυπήθηκε επίσης από ηφαίστεια και τυφώνες. Από το 1914, το πιο ενεργό ηφαίστειο της χώρας, το Σέρο Νέγκρο, έχει εκραγεί 12 φορές, θάβοντας στη στάχτη τεράστιες περιοχές με καλλιέργειες. Η Ελφρίντε Ούρμπαν, μια ιεραπόστολος που υπηρετούσε στη Λεόν στη διάρκεια των εκρήξεων το 1968 και το 1971, τις περιγράφει ως εξής: «Έβρεχε μαύρη άμμο και στάχτη πάνω από την πόλη επί δύο εβδομάδες. Έπρεπε να τα απομακρύνουμε από τις στέγες για να μην υποχωρήσουν. Οι άνθρωποι είχαν κάθε λόγο να ανησυχούν επειδή η παλιά Λεόν είχε θαφτεί στη στάχτη πριν από αιώνες. Ο άνεμος μετέφερε τη λεπτή άμμο παντού. Υπήρχε στα παπούτσια μας, στα ρούχα μας, στα κρεβάτια μας, στην τροφή μας, ακόμη και ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων μας! Ωστόσο, μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες, οι αδελφοί συνέχισαν να παρακολουθούν συναθροίσεις και να συμμετέχουν στη διακονία αγρού».
Τον Οκτώβριο του 1998, ο τυφώνας Μιτς, για τον οποίο μερικοί ειδικοί είπαν ότι ήταν «ο πιο θανατηφόρος τυφώνας που χτύπησε το Δυτικό Ημισφαίριο τους τελευταίους δύο αιώνες», ερήμωσε όλη την Κεντρική Αμερική. «Ο Μιτς θανάτωσε 3.000 ως 4.000 ανθρώπους στη Νικαράγουα και προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές σε περιουσίες», λέει η Εγκυκλοπαίδεια Ενκάρτα (Encarta Encyclopedia). «Οι δυνατές βροχές σχημάτισαν μια λίμνη στον κρατήρα του ηφαιστείου Κασίτας, προξενώντας κατολίσθηση που κάλυψε 80 τετραγωνικά χιλιόμετρα, καταστρέφοντας αρκετά χωριά». Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, σημειώθηκαν πάνω από 2.000 θάνατοι.
Όπως συνέβη και σε άλλες πληγείσες χώρες, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Νικαράγουα οργάνωσαν μια τεράστια επιχείρηση για την παροχή βοήθειας. Σε ορισμένες πόλεις, οι Μάρτυρες εθελοντές συγκρότησαν ομάδες ποδηλατιστών οι οποίοι πήγαν σε περιοχές όπου δεν μπορούσαν να φτάσουν αυτοκίνητα προκειμένου να μάθουν για τους αδελφούς και να μεταφέρουν τρόφιμα και άλλα εφόδια. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν οι πρώτοι που έφταναν για να προσφέρουν βοήθεια, δίνοντας μεγάλη χαρά στους άστεγους πια αδελφούς τους. Οι Μάρτυρες από την Κόστα Ρίκα και τον Παναμά έστειλαν αμέσως 72 τόνους τρόφιμα και ρουχισμό. Τα άτομα που πρόσφεραν βοήθεια κάλυπταν πρώτα τις άμεσες ανάγκες και κατόπιν συνέχιζαν επί αρκετούς μήνες επισκευάζοντας Αίθουσες Βασιλείας και οικοδομώντας καινούρια σπίτια για τους αδελφούς.
Η «Άλλη» Νικαράγουα
Το 1987 η κυβέρνηση δημιούργησε δυο αυτόνομες περιοχές οι οποίες αποτελούν το ανατολικό τμήμα της Νικαράγουας. Προηγουμένως ήταν γνωστές με το όνομα Σελάγια, αλλά τώρα ονομάζονται Βόρεια Αυτόνομη Περιοχή του Ατλαντικού και Νότια Αυτόνομη Περιοχή του Ατλαντικού. Μολονότι αυτές οι περιοχές αντιπροσωπεύουν περίπου το 45 τοις εκατό του εδάφους της Νικαράγουας, οι κάτοικοί τους αντιστοιχούν μόνο στο 10 τοις εκατό περίπου του πληθυσμού.
Οι δύο αυτές περιοχές, στις οποίες υπάρχουν διάσπαρτα χρυσωρυχεία και αργυρωρυχεία, εκτείνονται από τις ανατολικές πλαγιές των απότομων κεντρικών υψιπέδων ως τις λιμνοθάλασσες και τα έλη της Ακτής του Κουνουπιού. Ενδιάμεσα υπάρχει ένα ποικιλόμορφο τοπίο—τροπικά βροχερά δάση, σαβάνες με πεύκα και φοίνικες, καθώς και πολυάριθμοι ποταμοί και παραπόταμοι οι οποίοι ακολουθούν ελικοειδή πορεία προτού εκβάλουν στην Καραϊβική. Στο πέρασμα των ετών, έχουν ιδρυθεί εκεί χωριά, πόλεις και κωμοπόλεις, κατοικημένες από μεστίσο, Μισκίτο και άλλους ιθαγενείς πληθυσμούς.
Για την πλειονότητα των Μισκίτο, των Σούμο, των Ράμα και των Κρεολών κατοίκων αυτής της περιοχής, η πρωτεύουσα, η Μανάγκουα, μοιάζει σαν ένας διαφορετικός κόσμος. Πράγματι, δεν υπάρχει ακόμη δρόμος που να συνδέει το ανατολικό με το δυτικό τμήμα. Αν και στην περιοχή του Ατλαντικού μιλιέται η ισπανική, πολλοί μιλούν μισκίτο, κρεολή ή κάποια άλλη ιθαγενή γλώσσα. Και οι περισσότεροι δηλώνουν Προτεστάντες, ως επί το πλείστον Μοραβοί, σε αντίθεση με εκείνους που ζουν στην περιοχή του Ειρηνικού, οι οποίοι είναι κυρίως Καθολικοί. Έτσι λοιπόν, σχεδόν από κάθε άποψη—γεωγραφική, γλωσσική, ιστορική, πολιτιστική και θρησκευτική—οι ανατολικές περιοχές είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με τις δυτικές. Πώς, λοιπόν, θα γίνονταν δεκτά τα καλά νέα σε αυτή την «άλλη» Νικαράγουα;
Το Άγγελμα της Βασιλείας Φτάνει Ακόμη Πιο Μακριά
Οι Μάρτυρες ιεραπόστολοι έκαναν διερευνητικές επισκέψεις στην ανατολική ζώνη από το 1946 και έδιναν έντυπα. Τη δεκαετία του 1950, ο επίσκοπος περιοχής Σίντνι Πόρτερ και η σύζυγός του Φίλις επισκέφτηκαν τις μικρές παράκτιες πόλεις Μπλούφιλντς και Πουέρτο Καμπέσας, τα νησιά Κορν και τις πόλεις Ροσίτα, Μπονάνσα και Σιούνα όπου υπήρχαν ορυχεία. «Σε ένα ταξίδι στα ορυχεία», αναφέρει ο Σίντνι, «έδωσε ο καθένας μας πάνω από 1.000 περιοδικά και 100 βιβλία. Όλοι ήθελαν να διαβάσουν». Απομονωμένοι όμιλοι σχηματίστηκαν σύντομα σε πολλές από αυτές τις πόλεις, και από τη δεκαετία του 1970 αυτοί οι όμιλοι έγιναν σταδιακά εκκλησίες.
Ωστόσο, άλλα τμήματα αυτών των δύο αυτόνομων περιοχών ήταν απροσπέλαστα επί χρόνια. Η απομόνωση, η έλλειψη δρόμων, καθώς και οι τροπικές βροχές που πέφτουν οχτώ και πλέον μήνες το χρόνο, αποτελούσαν μεγάλα εμπόδια για το έργο κηρύγματος. Αλλά αυτά δεν ήταν ανυπέρβλητα, όπως απέδειξαν πολλοί ζηλωτές και απτόητοι σκαπανείς. Κυρίως ως αποτέλεσμα της αποφασιστικότητας και του σκληρού έργου τους, υπάρχουν τώρα στις αυτόνομες αυτές περιοχές εφτά εκκλησίες και εννιά όμιλοι, με περίπου 400 ευαγγελιζομένους της Βασιλείας.
Για να καταλάβετε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Μάρτυρες σε αυτές τις περιοχές, σκεφτείτε την περίπτωση ενός 22χρονου αδελφού. Τρεις φορές την εβδομάδα, διασχίζει τα βουνά ταξιδεύοντας περίπου οχτώ ώρες για να παρακολουθήσει συναθροίσεις στην πόλη Ροσίτα, όπου βρίσκεται η πλησιέστερη εκκλησία. Υπηρετεί εκεί ως διακονικός υπηρέτης και τακτικός σκαπανέας. Λόγω του ότι είναι ο μόνος βαφτισμένος Μάρτυρας στην οικογένειά του, γενικά κηρύττει μόνος σε αυτή την ορεινή περιοχή όπου τα σπίτια συνήθως απέχουν μεταξύ τους δύο ώρες με τα πόδια. Αν τον βρει η νύχτα σε κάποιο σπίτι, κοιμάται εκεί και συνεχίζει τη μαρτυρία του στην περιοχή την επόμενη ημέρα, εφόσον δεν είναι πρακτικό να επιστρέφει στο σπίτι του τη νύχτα. Πρόσφατα, πέθανε ο πατέρας του, αφήνοντας εκείνον, ως το μεγαλύτερο γιο, υπεύθυνο για τις ανάγκες της οικογένειάς του. Ωστόσο, εξακολουθεί να τα καταφέρνει με το σκαπανικό. Μάλιστα, ένας από τους σαρκικούς αδελφούς του είναι τώρα αβάφτιστος ευαγγελιζόμενος και τον συνοδεύει στη διακονία.
Από το 1994, το γραφείο τμήματος οργανώνει κάθε χρόνο εκστρατείες κηρύγματος σε αυτή την αχανή περιοχή. Προσωρινοί ειδικοί σκαπανείς, προερχόμενοι από τις τάξεις των ζηλωτών τακτικών σκαπανέων, κηρύττουν σε απομακρυσμένες κωμοπόλεις και χωριά των δύο αυτών περιοχών επί τέσσερις μήνες στη διάρκεια της περιόδου ξηρασίας. Αυτοί οι σκληραγωγημένοι σκαπανείς έχουν να παλέψουν με την ανυπόφορη ζέστη, τις δύσβατες περιοχές, τα φίδια, τα άγρια ζώα, το μολυσμένο νερό και τον κίνδυνο να προσβληθούν από κάποια μεταδοτική αρρώστια. Στόχος τους είναι να δώσουν πλήρη μαρτυρία, να διεξαγάγουν Γραφικές μελέτες με ενδιαφερόμενα άτομα και να κάνουν Χριστιανικές συναθροίσεις, περιλαμβανομένης και της Ανάμνησης. Τα αποτελέσματα που επιτυγχάνουν βοηθούν επίσης το γραφείο τμήματος να καθορίσει πού πρέπει να διοριστούν ειδικοί σκαπανείς. Στο πέρασμα των ετών, αυτό το πρόγραμμα έχει οδηγήσει στο σχηματισμό εκκλησιών και ομίλων στις πόλεις Γουάσπαμ και Σαν Κάρλος, που βρίσκονται στο βορειοανατολικό άκρο, κατά μήκος του ποταμού Κόκο.
Αν και σε αυτές τις περιοχές υπάρχουν πολλοί ισπανόφωνοι μεστίσο, οι ιθαγενείς Μισκίτο παραμένουν η μεγαλύτερη ομάδα. Μερικά Γραφικά έντυπα είναι διαθέσιμα στη γλώσσα μισκίτο, και αρκετοί σκαπανείς έχουν μάθει τη γλώσσα. Ως αποτέλεσμα, το άγγελμα της Βασιλείας έχει κάνει καλή εντύπωση σε πολλούς από αυτούς τους φιλόξενους ανθρώπους που αγαπούν τη Γραφή.
Λόγου χάρη, κοντά στον ποταμό Λίκους στη βόρεια αυτόνομη περιοχή βρίσκεται το Κουιγουιτίνγκνι, ένα χωριό Μισκίτο με 46 σπίτια, 6 από τα οποία ήταν ακατοίκητα όταν έγινε η εκστρατεία κηρύγματος το 2001. Εκείνον το χρόνο, οι προσωρινοί ειδικοί σκαπανείς διεξήγαν 40 Γραφικές μελέτες στο χωριό—μία σε κάθε σπίτι! Έπειτα από έναν μόλις μήνα, τρεις σπουδαστές εξέφρασαν την επιθυμία να βαφτιστούν. Ο ένας από αυτούς ήταν ο βοηθός του πάστορα στην τοπική Μοραβική Εκκλησία. Δύο ζευγάρια ήθελαν να γίνουν ευαγγελιζόμενοι, αλλά δεν ήταν νόμιμα παντρεμένοι. Έτσι λοιπόν, οι σκαπανείς τούς εξήγησαν με καλοσύνη τους κανόνες της Γραφής σχετικά με το γάμο και το βάφτισμα. Φανταστείτε τη χαρά των σκαπανέων όταν, ενώ ετοιμάζονταν να πάρουν το δρόμο της επιστροφής, τους πλησίασαν αυτά τα δύο ζευγάρια κρατώντας ψηλά τα πιστοποιητικά του γάμου τους!
Από τότε που έγινε αυτή η καρποφόρα εκστρατεία, οι ευαγγελιζόμενοι από το Γουάσπαμ πηγαίνουν τακτικά στο Κουιγουιτίνγκνι, που απέχει 19 χιλιόμετρα, για να βοηθήσουν τα νεοενδιαφερόμενα άτομα να εξακολουθήσουν να κάνουν πνευματική πρόοδο και να τους εκπαιδεύσουν για τη διακονία.
Προσωρινοί ειδικοί σκαπανείς που κήρυτταν σε χωριά των Μισκίτο, κατά μήκος του ποταμού Κόκο, συνάντησαν μια μεγάλη ομάδα Αμερικανών που πρόσφεραν κάποιο κοινωνικό έργο. Οι σκαπανείς τούς έδωσαν αρκετά περιοδικά στην αγγλική. Στο χωριό Φράνσια Σίρπι, κοντά στον ποταμό Γουάγουα, μέλη μιας εκκλησίας Βαπτιστών έχτιζαν ένα μικρό σχολείο. Ο επικεφαλής των εργατών είπε σε έναν από τους σκαπανείς: «Θαυμάζω το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Βρίσκεστε εδώ για να διδάξετε τη Γραφή. Θα ευχόμουν να προωθούσε και η δική μου θρησκεία αυτό το έργο».
Ανάγκη για Έμπειρους Αδελφούς
Στη διάρκεια των περιορισμών, το 60 τοις εκατό περίπου των Μαρτύρων στη Νικαράγουα παρακολουθούσαν συναθροίσεις κατά μικρές οικογενειακές ομάδες. Επίσης, είχαν λίγα μόνο έντυπα για τη διακονία. Οι συνελεύσεις γίνονταν σε εκκλησιαστικό επίπεδο, με συνεπτυγμένο πρόγραμμα. Μερικοί ώριμοι αδελφοί, που ήταν επίσης οικογενειάρχες, αντικαθιστούσαν τους περιοδεύοντες επισκόπους αλλά μόνο για περιορισμένα χρονικά διαστήματα. Επιπρόσθετα, πολλές παλιές οικογένειες Μαρτύρων μετανάστευσαν αλλού στη διάρκεια εκείνων των ταραγμένων ετών. Έτσι λοιπόν, όταν το έργο καταχωρίστηκε και πάλι νομικά, υπήρχε επείγουσα ανάγκη για έμπειρους πρεσβυτέρους και σκαπανείς.
Μάλιστα οι ίδιοι οι πρεσβύτεροι λαχταρούσαν να λάβουν εκπαίδευση στις οργανωτικές διαδικασίες, ενώ οι ευαγγελιζόμενοι επιζητούσαν κατεύθυνση σε ζητήματα όπως το πώς να προσφέρουν έντυπα στον αγρό. Για να καλυφτούν αυτές οι ανάγκες, το Κυβερνών Σώμα διόρισε στη Νικαράγουα αποφοίτους των Σχολών Διακονικής Εκπαίδευσης οι οποίες διεξάχθηκαν στο Ελ Σαλβαδόρ, στο Μεξικό και στο Πόρτο Ρίκο. Ένας από αυτούς τους αδελφούς, ο Πέδρο Ενρίκες, απόφοιτος της πρώτης τάξης της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης στο Ελ Σαλβαδόρ, άρχισε το έργο περιοχής στη Νικαράγουα το 1993. Έντεκα έμπειροι επίσκοποι περιοχής από το Μεξικό “πέρασαν” επίσης σε αυτή τη σύγχρονη Μακεδονία για να βοηθήσουν.—Πράξ. 16:9.
Τα τελευταία εννιά χρόνια, η Νικαράγουα έχει δεχτεί επίσης 58 αποφοίτους της Γαλαάδ, οι οποίοι διαμένουν σε έξι ιεραποστολικούς οίκους σε όλη τη χώρα. Αυτοί οι αδελφοί έχουν συμβάλει με την ωριμότητά τους στην υγιή πνευματική ατμόσφαιρα των εκκλησιών, και έχουν βοηθήσει πολλούς νέους να βλέπουν την ολοχρόνια υπηρεσία ως επιθυμητό στόχο.
Εκείνοι που ήρθαν στη Νικαράγουα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 για να υπηρετήσουν εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη αποκαλούσαν αυτό το μέρος παράδεισο για τους κήρυκες. Αυτό αληθεύει ακόμη και σήμερα. Ένας αδελφός που εργάζεται στο Τμήμα Υπηρεσίας στο γραφείο τμήματος σχολιάζει: «Η Νικαράγουα εξακολουθεί να είναι μια χώρα όπου οι ευαγγελιζόμενοι και οι σκαπανείς είναι εκείνοι που καθορίζουν πόσες Γραφικές μελέτες θα διεξάγουν, εφόσον το ενδιαφέρον είναι πολύ μεγάλο». Όπως καταλαβαίνετε, πολλοί που είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν εκεί όπου η ανάγκη είναι μεγαλύτερη και οι οποίοι έχουν υπολογίσει τη δαπάνη έχουν ζητήσει να υπηρετήσουν στη Νικαράγουα. Μάλιστα, τον Απρίλιο του 2002, 289 σκαπανείς από 19 χώρες μετακόμισαν εκεί για να βοηθήσουν. Πόσο ευγνώμονες είναι οι ντόπιοι Μάρτυρες για όλους αυτούς τους εργάτες του θερισμού!—Ματθ. 9:37, 38.
Μια Συναρπαστική Πανεθνική Σύναξη
Πριν από τους περιορισμούς, η τελευταία πανεθνική συνέλευση είχε γίνει το 1978. Φανταστείτε, λοιπόν, πόσο ενθουσιάστηκαν οι αδελφοί όταν προσκλήθηκαν σε μια συνέλευση περιφερείας στη Μανάγκουα το Δεκέμβριο του 1999! Οι οικογένειες παροτρύνθηκαν να αρχίσουν να αποταμιεύουν χρήματα για το ταξίδι και για τα υπόλοιπα έξοδα ώστε να μπορέσουν όλοι να παρευρεθούν. Για να εξασφαλίσουν το απαιτούμενο ποσό, μερικοί Μάρτυρες υπήρξαν πολύ επινοητικοί. Παραδείγματος χάρη, εφόσον το χοιρινό κρέας είναι δημοφιλές στη Νικαράγουα, ορισμένοι γέμισαν τους κουμπαράδες τους, αγοράζοντας, εκτρέφοντας και αργότερα πουλώντας γουρούνια. Χάρη στο σοφό προγραμματισμό και στην αποφασιστικότητά τους, 28.356 Μάρτυρες και ενδιαφερόμενα άτομα από τη μια ακτή ως την άλλη κατάφεραν να έρθουν στο εθνικό στάδιο μπέιζμπολ της Μανάγκουα για να παρακολουθήσουν τη Συνέλευση Περιφερείας «Ο Προφητικός Λόγος του Θεού», η οποία άρχισε στις 24 Δεκεμβρίου.
Πόσο ενθουσιάστηκαν οι εκπρόσωποι το Σάββατο εκείνης της συνέλευσης όταν είδαν 784 άτομα να βαφτίζονται—το μεγαλύτερο βάφτισμα στην ιστορία του έργου στη Νικαράγουα! Οι ιεραπόστολοι που υπηρετούσαν εκεί παλιότερα είχαν έρθει και μοιράστηκαν ενθαρρυντικές εμπειρίες με το ακροατήριο. Επίσης, η συνέλευση άσκησε ισχυρή ενοποιητική επίδραση υποκινώντας όλους, ανεξάρτητα από τη γλώσσα ή τη φυλετική προέλευσή τους, να είναι πιο αποφασισμένοι από κάθε άλλη φορά να προοδεύουν στη μία “καθαρή γλώσσα” της πνευματικής αλήθειας “για να υπηρετούν [τον Ιεχωβά] ώμο προς ώμο”.—Σοφ. 3:9.
Υπερασπιζόμενοι το Δικαίωμά μας για Αναίμακτη Ιατρική Θεραπεία
Η Νικαράγουα έχει τρεις Επιτροπές Προσέγγισης Νοσοκομείων, των οποίων το έργο συντονίζεται από τις Υπηρεσίες Πληροφοριών για Νοσοκομεία στο γραφείο τμήματος. Εκτός του ότι βοηθούν τους Μάρτυρες ασθενείς όταν εγείρεται το ζήτημα των μεταγγίσεων αίματος, αυτές οι επιτροπές προσπαθούν να ενημερώνουν τους γιατρούς και τους φοιτητές σχετικά με τις πολλές εναλλακτικές λύσεις αντί των μεταγγίσεων αίματος τις οποίες αποδέχονται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Με αυτόν το σκοπό υπόψη, μέλη των Επιτροπών Προσέγγισης Νοσοκομείων έχουν εκφωνήσει διαλέξεις και έχουν κάνει οπτικοακουστικές παρουσιάσεις σε γιατρούς και φοιτητές της ιατρικής, μερικοί από τους οποίους εκφράστηκαν με πολύ θετικά σχόλια. Μάλιστα, ένας αυξανόμενος αριθμός χειρουργών και αναισθησιολόγων έχουν δείξει συνεργατική διάθεση απέναντι στους Μάρτυρες του Ιεχωβά σεβόμενοι τη βασισμένη στη Γραφή στάση τους στο ζήτημα των μεταγγίσεων αίματος.
Αποφασισμένοι να Πηγαίνουν Μπροστά
Η θεοκρατική ιστορία της Νικαράγουας παρέχει άφθονα πειστήρια που βεβαιώνουν ότι ούτε οι φυσικές ούτε οι ανθρωποποίητες καταστροφές μπορούν να ανακόψουν την πρόοδο των καλών νέων. Ναι, ο Ιεχωβά πράγματι έχει κάνει “τον ελάχιστο” να γίνει «χίλιοι». (Ησ. 60:22) Η πρώτη έκθεση υπηρεσίας αγρού που υποβλήθηκε για αυτή τη χώρα το 1943 παρουσίαζε τη δραστηριότητα τριών μόνο ευαγγελιζομένων. Σαράντα χρόνια αργότερα, υπήρχε ένας ανώτατος αριθμός 4.477 ευαγγελιζομένων. Το 1990, όταν επιτράπηκε στους ιεραποστόλους να επιστρέψουν, ο αριθμός είχε φτάσει στους 7.894! Η ευλογία του Ιεχωβά συνεχίστηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οπότε οι ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας σχεδόν διπλασιάστηκαν.
Όπως είναι φυσικό, αυτή η ραγδαία αύξηση δημιούργησε άμεση ανάγκη για περισσότερες Αίθουσες Βασιλείας. Έτσι λοιπόν, το γραφείο τμήματος έχει ηγηθεί ενός εκτεταμένου οικοδομικού προγράμματος το οποίο περιλαμβάνει την κατασκευή περίπου 120 επιπρόσθετων Αιθουσών Βασιλείας, καθώς και ενός νέου γραφείου τμήματος στην Τικουαντέπε, έντεκα χιλιόμετρα νότια της Μανάγκουα. Το γραφείο τμήματος θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ως τον Απρίλιο του 2003.
Τα πρόσφατα χρόνια, η οικονομία της Νικαράγουας έχει βελτιωθεί κάπως, ιδιαίτερα στη Μανάγκουα, μια πόλη στην οποία υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα των ευκαιριών για εργασία, της εκπαίδευσης και της διασκέδασης. Φαίνεται ότι η οικοδομική δραστηριότητα θα συνεχιστεί για καιρό στην πόλη, όπου τώρα υπάρχουν σύγχρονα εστιατόρια, πρατήρια βενζίνης και εμπορικά κέντρα γεμάτα με καταναλωτικά αγαθά και πολυάριθμα άλλα χαρακτηριστικά της Δυτικής κοινωνίας.
Ένα τέτοιο περιβάλλον με τους πολλούς πειρασμούς του παρουσιάζει νέες προκλήσεις για τους Χριστιανούς. Κάποιος παλιός πρεσβύτερος παρατήρησε: «Οι αλλαγές συμβαίνουν γρήγορα. Είναι σαν να βάζεις ένα σκεύος με καραμέλες μπροστά σε ένα παιδί που δεν έχει φάει ποτέ του τίποτα άλλο εκτός από ρύζι και φασόλια, και να του λες: “Πρόσεχε!” Ναι, ξέρουμε πώς να υπηρετούμε τον Ιεχωβά κάτω από αντιξοότητες, αλλά τώρα ο εχθρός είναι ύπουλος. Αυτή η κατάσταση είναι δυσκολότερο να αντιμετωπιστεί».
Ωστόσο, η οσιότητα, ο ζήλος και το θάρρος που επέδειξε ο λαός του Ιεχωβά στα χρόνια των περιορισμών συνεχίζουν να φέρνουν καλή καρποφορία. Πολλά από τα παιδιά που μεγάλωσαν σε εκείνη την εποχή υπηρετούν τώρα ως πρεσβύτεροι, σκαπανείς και εθελοντές στο Μπέθελ. Στη Νικαράγουα, υπάρχουν τώρα 17 περιοχές με 295 εκκλησίες, περιλαμβανομένων και 31 απομονωμένων ομίλων. Η έκθεση του Αυγούστου του 2002 έδειξε ότι υπάρχει ένας νέος ανώτατος αριθμός 16.676 ευαγγελιζομένων, αν και οι παρόντες στην Ανάμνηση εκείνο το έτος ήταν 66.751!
Έτσι λοιπόν, προσευχόμαστε ώστε πολύ περισσότεροι άνθρωποι σε αυτή την ποικιλόμορφη χώρα να γνωρίσουν τον Ιεχωβά προτού τελειώσει «το έτος της καλής θέλησής» του. (Ησ. 61:2) Ναι, είθε ο ουράνιος Πατέρας μας να συνεχίσει να επεκτείνει τα όρια του πνευματικού μας παραδείσου ωσότου ολόκληρη η γη «γεμίσει από τη γνώση του Ιεχωβά όπως τα νερά σκεπάζουν τη θάλασσα».—Ησ. 11:9.
[Πλαίσιο στη σελίδα 72]
Συνοπτική Εικόνα της Νικαράγουας
Η χώρα: Η Νικαράγουα είναι η μεγαλύτερη χώρα της Κεντρικής Αμερικής. Τα κεντρικά βουνά τη χωρίζουν σε δύο μέρη. Το δυτικό μέρος είναι μια περιοχή με λίμνες. Η ανατολική περιοχή είναι λιγότερο εύφορη και αποτελείται κυρίως από βροχερά δάση και πεδιάδες. Η Νικαράγουα έχει περίπου 40 ηφαίστεια, μερικά από τα οποία είναι ενεργά.
Οι κάτοικοι: Οι περισσότεροι είναι ισπανόφωνοι μεστίσο—μιγάδες απόγονοι Ινδιάνων και Ευρωπαίων. Στη δυτική ακτή ζει ένας μικρός αριθμός Ινδιάνων Μονιμπό και Σουμπτιάμπα, ενώ στην ανατολική περιοχή υπάρχουν Ινδιάνοι Μισκίτο, Σούμο και Ράμα, καθώς και Κρεολοί και Αφροκαραΐβες. Κύρια θρησκεία είναι ο Ρωμαιοκαθολικισμός.
Η γλώσσα: Επίσημη γλώσσα είναι η ισπανική. Υπάρχουν επίσης οι γλώσσες των ιθαγενών.
Οι πόροι διαβίωσης: Η γεωργία αποτελεί το κύριο στήριγμα της οικονομίας της Νικαράγουας.
Η τροφή: Οι βασικότερες καλλιέργειες που καταναλώνονται τοπικά είναι το ρύζι, το καλαμπόκι, τα φασόλια, το σόργο, το πλαντάγο, η κασσάβα και διάφοροι καρποί. Εξάγονται καφές, ζάχαρη, μπανάνες, θαλασσινά και βοδινό κρέας.
Το κλίμα: Η Νικαράγουα έχει τροπικό κλίμα. Το ύψος των βροχοπτώσεων ποικίλλει από 190 μέχρι 380 εκατοστά, ανάλογα με την περιοχή. Η θερμοκρασία κοντά στις ακτές είναι κατά μέσο όρο 26 βαθμοί Κελσίου, ενώ στα υψίπεδα είναι λίγο χαμηλότερη.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 99-102]
Αντιμέτωποι με τη Μυστική Αστυνομία
Χούμπερ και Τέλμα Λόπες
Ιστορικό: Γονείς τριών ενήλικων παιδιών. Ο Χούμπερ υπηρετεί ως πρεσβύτερος στην τοπική εκκλησία.
Υπό την επαναστατική κυβέρνηση, οι διακονικοί υπηρέτες και οι πρεσβύτεροι συλλαμβάνονταν συχνά από την Κρατική Ασφάλεια και κρατούνταν από μία ημέρα ως αρκετές εβδομάδες για ανακρίσεις. Λόγω της βασισμένης στη Γραφή ουδέτερης στάσης τους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κατηγορήθηκαν, αν και ποτέ επίσημα, ότι παρακινούσαν τους ανθρώπους σε στασιασμό κατά της κυβέρνησης. Οι ανακριτές ήθελαν επίσης να μάθουν τα ονόματα των «εκπαιδευτών» και των «αρχηγών» μας.
Ένας από τους πολλούς αδελφούς που έζησε αυτή την εμπειρία ήταν ο Χούμπερ Λόπες, ο οποίος σήμερα είναι πρεσβύτερος και πατέρας τριών ενήλικων παιδιών. Το Δεκέμβριο του 1985, ο αδελφός Λόπες συνελήφθη στο σπίτι του στη Λα Ρεφόρμα, μια αγροτική επαρχία περίπου 40 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μανάγκουα. Η σύζυγός του, η Τέλμα, μιλάει για την αγωνία που πέρασαν εκείνη την ημέρα:
«Στις 4:00 μ.μ., σταμάτησαν δύο τζιπ έξω από το σπίτι μας, ένα με πράκτορες της Κρατικής Ασφάλειας και ένα άλλο με στρατιώτες οι οποίοι περικύκλωσαν το σπίτι. Όταν είπα στους πράκτορες ότι ο σύζυγός μου έλειπε, διέταξαν εμένα και τα παιδιά να βγούμε έξω, λέγοντας ότι ήθελαν να ψάξουν το σπίτι. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος γιος μας, ο Έλμερ, που ήταν δέκα χρονών, έμεινε μέσα. Παρακολουθούσε καθώς άρχισαν να αδειάζουν ένα ντουλάπι με βιβλία, κοσμικά και θεοκρατικά. Ανάμεσα σε αυτά τα βιβλία, ο σύζυγός μου είχε κρύψει μερικά εκκλησιαστικά έντυπα. Όταν οι εισβολείς πήραν τα βιβλία στα τζιπ, ο Έλμερ φώναξε: “Κύριε, θα πάρετε και τα σχολικά μου βιβλία;” Ένας στρατιώτης απάντησε με άγρια φωνή: “Εντάξει, πάρ’ τα πίσω”. Με αυτόν τον τρόπο, ο γιος μας μπόρεσε να περισώσει τα βιβλία του και τα εκκλησιαστικά έντυπα.
»Το ίδιο βράδυ ενώ τρώγαμε, επέστρεψαν οι στρατιώτες. Σημαδεύοντάς μας με τα όπλα, πήραν το σύζυγό μου μπροστά στα μάτια των παιδιών που έκλαιγαν. Οι στρατιώτες δεν μας είπαν γιατί τον πήραν ή πού θα τον πήγαιναν».
Περιγράφοντας τι ακολούθησε, ο αδελφός Λόπες λέει: «Με πήγαν στη φυλακή στη Μασάγια και με έκλεισαν σε ένα κελί με κάθε λογής εγκληματίες. Αμέσως είπα ότι ήμουν Μάρτυρας του Ιεχωβά και έδωσα μαρτυρία σε αυτούς τους άντρες επί αρκετές ώρες. Τα μεσάνυχτα, κάποιος με διέταξε με την απειλή όπλου να βγω από το κελί και να μπω σε ένα τζιπ που περίμενε έξω, στο σκοτάδι. Μου είπαν να έχω το κεφάλι σκυμμένο, αλλά καθώς μπήκα, αναγνώρισα άλλους τέσσερις στο τζιπ οι οποίοι είχαν τα κεφάλια σκυμμένα. Ήταν διακονικοί υπηρέτες και πρεσβύτεροι από την περιοχή Μασάγια οι οποίοι είχαν συλληφθεί το ίδιο βράδυ.
»Δύο φορές εκείνη τη νύχτα απείλησαν να μας σκοτώσουν, πρώτα σε μια καφεοφυτεία και κατόπιν σε μια αστική περιοχή, όπου μας έστησαν δίπλα δίπλα σε έναν τοίχο. Και στις δύο περιπτώσεις φαίνεται πως περίμεναν να τους πούμε κάτι, αλλά κανένας δεν είπε. Τελικά, μας πήγαν στη φυλακή στο Χινοτέπε και μας έκλεισαν σε χωριστά κελιά για τρεις ημέρες.
»Δεν μας άφηναν να κοιμόμαστε πολλές ώρες. Τα κελιά μας ήταν σκοτεινά, και έτσι δεν γνωρίζαμε αν ήταν ημέρα ή νύχτα. Μας φώναζαν επανειλημμένα για ανάκριση και μας ρωτούσαν σχετικά με το κήρυγμα που κάναμε, τις συναθροίσεις και τα ονόματα των “αρχηγών” μας. Ένας από τους ανακριτές μου απείλησε μάλιστα ότι θα συλλάμβανε τους γονείς μου και θα τους αποσπούσε τις πληροφορίες που ήθελαν να μάθουν. Μάλιστα άκουσα τις φωνές των γονέων μου, της συζύγου μου και άλλων μελών της οικογένειας ενώ βρισκόμουν στο κελί. Αυτό που άκουσα, όμως, ήταν μια ηχογράφηση που σκοπό είχε να με κάνει να πιστέψω ότι είχαν φέρει μέλη της οικογένειάς μου για ανάκριση.
»Την τέταρτη ημέρα, την Πέμπτη, μου είπαν ότι θα με άφηναν ελεύθερο. Πρώτα, όμως, έπρεπε να υπογράψω μια δήλωση που έλεγε ότι θα σταματούσα να κηρύττω για τη θρησκεία μου. Μου είπαν επίσης ότι οι άλλοι Μάρτυρες είχαν ήδη υπογράψει—πράγμα που ασφαλώς δεν ήταν αλήθεια. “Αν δεν υπογράψεις”, είπαν οι ανακριτές μου, “θα σε ξαναφέρουμε και θα σαπίσεις εδώ”.
»“Τότε σας παρακαλώ μη με αποφυλακίζετε. Αφήστε με εδώ”, απάντησα.
»“Γιατί το λες αυτό;”
»“Επειδή είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά, και αυτό σημαίνει ότι κηρύττω”.
»Προς έκπληξή μου, μας άφησαν και τους πέντε ελεύθερους την ίδια ημέρα. Ναι, ο Ιεχωβά απάντησε στις προσευχές μας και μας ενίσχυσε, ώστε παραμείναμε ήρεμοι και δεν προδώσαμε τους αδελφούς μας. Ωστόσο, έπειτα από εκείνο το περιστατικό, βρισκόμασταν υπό συνεχή παρακολούθηση».
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 105, 106]
Εξαναγκάστηκαν να Πάνε σε Ζώνες Μάχης
Τζοβάνι Γκαϊτάν
Έτος Βαφτίσματος: 1987
Ιστορικό: Συνελήφθη λίγες μόλις εβδομάδες προτού προλάβει να βαφτιστεί, και εξαναγκάστηκε να συνοδεύει τα BLI επί 28 μήνες. Υπηρέτησε ως σκαπανέας πάνω από οχτώ χρόνια.
Μερικοί νεαροί αδελφοί εξαναγκάστηκαν να συνοδεύσουν τα Άτακτα Τάγματα Πολέμου (BLI στην ισπανική) τα οποία μάχονταν στις πυκνές ορεινές ζούγκλες.
Ένας από αυτούς τους νεαρούς ήταν ο Τζοβάνι Γκαϊτάν. Ενώ ήταν ακόμη αβάφτιστος ευαγγελιζόμενος, ο Τζοβάνι έζησε 28 μήνες κοντά σε αυτά τα τάγματα. Είχε συλληφθεί λίγες μόλις εβδομάδες προτού βαφτιστεί. Ο Τζοβάνι αφηγείται: «Οι δοκιμασίες μου άρχισαν μετά την πρώτη μάχη. Ένας αξιωματικός με διέταξε να πλύνω μια αιματοβαμμένη στρατιωτική στολή κάποιου νεκρού στρατιώτη. Εγώ αρνήθηκα, σκεπτόμενος ότι αυτό θα ήταν το πρώτο από μια σειρά γεγονότων που θα με έκαναν να συμβιβάσω τη Χριστιανική μου ουδετερότητα. Ο αξιωματικός εξοργίστηκε και με χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο. Έβγαλε το πιστόλι του, το πίεσε πάνω στο κεφάλι μου και τράβηξε τη σκανδάλη, αλλά το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε. Έτσι λοιπόν, με χτύπησε άγρια με αυτό στο πρόσωπο και απείλησε ότι, αν τον παρήκουα άλλη φορά, θα με σκότωνε.
»Τους επόμενους 18 μήνες, αυτός ο άνθρωπος έκανε τη ζωή μου πολύ δύσκολη. Σε αρκετές περιπτώσεις, έδενε τα χέρια μου ολόκληρη την ημέρα, ώστε να μην μπορώ να φάω. Σε αυτή την κατάσταση, συχνά εξαναγκαζόμουν να περπατώ μέσα στη ζούγκλα μπροστά από την ομάδα, με ένα τουφέκι και χειροβομβίδες δεμένες στην πλάτη μου—εύκολος στόχος για τον εχθρό! Με χτυπούσε και απειλούσε να με σκοτώσει, ιδιαίτερα όταν η μάχη είχε ανάψει και οι άλλοι πέθαιναν γύρω μου ενώ εγώ αρνιόμουν να μαζέψω τα τουφέκια τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν τον μισούσα ούτε έδειχνα φόβο, επειδή ο Ιεχωβά μού έδινε θάρρος.
»Ένα πρωί, το Μάρτιο του 1985, κατέβασαν μερικούς άλλους αδελφούς και εμένα από τα βουνά και μας πήγαν σε μια περιοχή όπου επιτράπηκε στις οικογένειές μας να μας επισκεφτούν, κοντά στο Μουλουκουκού, περίπου 300 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μανάγκουα. Ενώ έτρωγα και συζητούσα με την οικογένειά μου, πρόσεξα ότι αυτός ο αξιωματικός καθόταν μόνος του. Του πήγα ένα πιάτο φαγητό. Όταν σταμάτησε να τρώει, με κάλεσε κοντά του. Έχοντας προετοιμαστεί για το χειρότερο, ξαφνιάστηκα όταν μου ζήτησε συγνώμη για τη συμπεριφορά του. Με ρώτησε μάλιστα για τις πεποιθήσεις μου. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Πέθανε λίγο αργότερα σε ένα δυστύχημα με στρατιωτικό φορτηγό».
[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 116-118]
Σκέψεις από Δύο Μέλη της Επιτροπής της Χώρας
Στη διάρκεια της περιόδου των περιορισμών, το έργο στη Νικαράγουα κατευθυνόταν από το γραφείο τμήματος της Κόστα Ρίκα. Διορίστηκε μια επιτροπή χώρας στη Νικαράγουα η οποία παρείχε τοπική επίβλεψη. Δύο αδελφοί που υπηρέτησαν σε αυτή την επιτροπή, ο Αλφόνσο Χόγια και ο Αγκουστίν Σεκέιρα, θυμούνται εκείνους τους καιρούς δοκιμασίας.
Αλφόνσο Χόγια: «Υπηρετούσα ως πρεσβύτερος στη Μανάγκουα όταν προσκλήθηκα να υπηρετήσω στην επιτροπή της χώρας το 1985. Εργαζόμουν ως διευθυντής του μεγαλύτερου τμήματος μιας γνωστής τράπεζας. Οι γνώσεις μου για τα τραπεζικά ζητήματα μου έδωσαν τη δυνατότητα να βοηθήσω στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των οικονομικών πόρων που διέθετε η οργάνωση του Ιεχωβά σε μια εποχή κατά την οποία η αξία του νομίσματος της Νικαράγουας έπεφτε κατακόρυφα, οδηγώντας την οικονομία σε μαρασμό. Ακόμη και ένα απλό ζευγάρι παπούτσια, που στοίχιζε περίπου 250 κόρδοβες, σύντομα έφτασε στο σημείο να πουλιέται δύο εκατομμύρια κόρδοβες!
»Στη διάρκεια εκείνης της δύσκολης για την οικονομία περιόδου, η χώρα υπέφερε επίσης από ελλείψεις καυσίμων, με αποτέλεσμα οι αδελφοί να δυσκολεύονται να μεταφέρουν έντυπα σε μακρινές εκκλησίες. Ο Ιεχωβά μάς βοήθησε δίνοντάς μου τη δυνατότητα να παρέχω στους αδελφούς τα καύσιμα που χρειάζονταν.
»Η οικογένειά μου δεν ήξερε ότι ήμουν μέλος της επιτροπής της χώρας. Εκείνον τον καιρό, ήμουν 35 χρονών και στρατεύσιμος για υπηρεσία στα εφεδρικά σώματα. Σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις, ο στρατός προσπάθησε να με στρατολογήσει, κάποια φορά μάλιστα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Θυμάμαι καλά το περιστατικό, επειδή η σύζυγός μου και τα τρία παιδιά μου βρίσκονταν πλάι μου καθώς στεκόμουν απέναντι στην κάννη ενός τουφεκιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ποτέ δεν έχασα την εργασία μου στην τράπεζα».
Αγκουστίν Σεκέιρα: «Υπηρετούσα ως ειδικός σκαπανέας σε μια μικρή πόλη στο Μποάκο όταν απελάθηκαν οι ιεραπόστολοι το 1982. Αργότερα, είχα το προνόμιο να διοριστώ στην επιτροπή της χώρας. Οι αδελφοί στην εκκλησία μου δεν ήξεραν για αυτόν το διορισμό. Σηκωνόμουν στις 4:00 π.μ., διεκπεραίωνα τη γραφική εργασία που είχα, και κατόπιν συμμετείχα στην υπηρεσία αγρού μαζί με την εκκλησία.
»Όλα τα μέλη της επιτροπής της χώρας χρησιμοποιούσαμε ψευδώνυμα καθώς εκπληρώναμε τις ευθύνες μας, και συμφωνήσαμε να μην αναφέρουμε ο ένας στον άλλον λεπτομέρειες για την υπηρεσία που προσφέραμε. Αυτό χρησίμευε ως προστασία σε περίπτωση σύλληψης. Δεν είχαμε γραφείο αλλά εργαζόμασταν σε διάφορα σπίτια. Επειδή ο χαρτοφύλακας μπορεί να δημιουργούσε υποψίες, μερικές φορές έβαζα τα υπηρεσιακά χαρτιά μου μέσα σε μια τσάντα και από πάνω μερικά κρεμμύδια με τα κοτσάνια τους να φαίνονται. Ορισμένες φορές αντιμετώπισα μεγάλο κίνδυνο, αλλά ποτέ δεν με συνέλαβαν.
»Τα μέλη της Επιτροπής του Τμήματος της Κόστα Ρίκα μάς επισκέπτονταν αρκετές φορές για να μας δώσουν ενθάρρυνση και κατεύθυνση. Η πιο μνημειώδης και ενθαρρυντική περίσταση για εμένα ήταν η αφιέρωση του γραφείου τμήματος της Κόστα Ρίκα τον Ιανουάριο του 1987, επειδή τότε είχα τη χαρά, μαζί με ένα άλλο μέλος της επιτροπής της χώρας, να συναντηθώ με δύο μέλη του Κυβερνώντος Σώματος».
Λίγο καιρό πριν από τη δημοσίευση αυτής της έκθεσης, ο αδελφός Σεκέιρα πέθανε ήσυχα. Ήταν 86 ετών και συμμετείχε στην ολοχρόνια υπηρεσία επί 22 και πλέον χρόνια. Ήταν μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Νικαράγουας.
[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 122, 123]
Βρήκαμε Αληθινή Ελευθερία στη Φυλακή
Από το 1979 ως το 1989, η φυλακή Κάρσελ Μοντέλο ήταν γεμάτη με στρατιωτικούς και πολιτικούς φυλακισμένους οι οποίοι σχετίζονταν με την προηγούμενη κυβέρνηση. Το άγγελμα της Βασιλείας διαπέρασε αυτούς τους τοίχους, γέμισε τις καρδιές και τις διάνοιες των ειλικρινών ατόμων, και καλλιέργησε μέσα τους χριστοειδή προσωπικότητα. (Κολ. 3:5-10) Ακολουθούν μερικά σχόλια από ορισμένους πρώην κρατούμενους.
Χοσέ ντε λα Κρους Λόπες: «Όταν με έκλεισαν στη φυλακή, ήμουν γεμάτος πικρία και χωρίς ελπίδα, χωρίς μέλλον. Έπειτα συνάντησα συγκρατούμενους οι οποίοι είχαν γίνει Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο με τον οποίο εξηγούσαν τη Γραφή και από την καλή διαγωγή τους. Επιτέλους, ήμουν ικανοποιημένος πνευματικά και είχα ελπίδα. Ένιωθα ότι αν ήμουν πρόθυμος να δώσω τη ζωή μου για μια ανθρώπινη κυβέρνηση που δεν μπορούσε να προσφέρει γνήσια ελπίδα, πόσο πιο όσιος θα έπρεπε να είμαι σε Εκείνον που έδωσε τον Γιο του για εμένα! Όταν αποφυλακίστηκα, γνώρισαν την αλήθεια και η σύζυγός μου, οι κόρες μου καθώς και άλλα τρία μέλη της οικογένειας. Πραγματικά, ποτέ δεν μπορώ να ανταποδώσω στον Ιεχωβά όσα έχει κάνει για εμένα».
Ο αδελφός Λόπες υπηρετεί ως πρεσβύτερος στη Μανάγκουα.
Ομάρ Αντόνιο Εσπινόσα: «Όταν ήμουν 18 χρονών, καταδικάστηκα σε 30ετή φυλάκιση και έμεινα 10 χρόνια στη φυλακή προτού μου δοθεί χάρη. Αν και λυπάμαι που έχασα την ελευθερία μου, στη φυλακή γνώρισα τον Ιεχωβά και την αληθινή ελευθερία. Προηγουμένως, ζούσα έκλυτη ζωή, αλλά τώρα έκανα πλήρη αλλαγή. Είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά που το ποτήρι μου είναι γεμάτο από πνευματική άποψη. Η απόφασή μου είναι όπως αυτή του Ιησού του Ναυή: “Όσο για εμένα και το σπιτικό μου, εμείς θα υπηρετούμε τον Ιεχωβά”.—Ιησ. Ναυή 24:15».
Ο αδελφός Εσπινόσα υπηρετεί ως πρεσβύτερος στην πόλη Ρίβας.
Αναστάσιο Ραμόν Μεντόσα: «Λίγους μήνες μετά τη φυλάκισή μου, άρχισα να διαβάζω τη Γραφή μόνος μου. Κατόπιν, άρχισα να τη μελετώ με κάποιον συγκρατούμενο που ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Σύντομα πείστηκα ότι είχα βρει την αλήθεια. Ωστόσο, ανέβαλλα το βάφτισμα επειδή η καρδιά μου ξεχείλιζε από μίσος για τους αιχμαλωτιστές μου—μια κατάσταση διάνοιας που ήξερα ότι δεν την επιδοκίμαζε ο Ιεχωβά.
»Προσευχόμουν ένθερμα, τόσο για συγχώρηση όσο και για βοήθεια ώστε να υπερνικήσω αυτό το μίσος. Ο Ιεχωβά άκουσε τις δεήσεις μου, επειδή με δίδαξε υπομονετικά να μισώ, όχι τα άτομα, αλλά την κακή στάση και τις κακές ενέργειες. Βαφτίστηκα το 1982. Αφότου αποφυλακίστηκα, το 1989, έχω μελετήσει τη Γραφή με πολλούς πρώην στρατιωτικούς και άλλους οι οποίοι βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση με εμένα. Μερικοί είναι τώρα πνευματικοί αδελφοί μου».
Ο αδελφός Μεντόσα υπηρετεί ως διακονικός υπηρέτης στη Μανάγκουα.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 141-145]
Οι Προσευχές ενός Πάστορα Λαβαίνουν Απάντηση
Τεοδόσιο Γκουρντιάν
Έτος Βαφτίσματος: 1986
Ιστορικό: Ο αδελφός Γκουρντιάν υπηρετεί τώρα ως πρεσβύτερος στην Εκκλησία Γουαμπλάν.
Το 1986, ενώ μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στους Σαντινίστας και στους κόντρας, δύο ευαγγελιζόμενοι της μικρής εκκλησίας του Σαν Χουάν ντελ Ρίο Κόκο ταξίδεψαν προς τα βόρεια διανύοντας απόσταση 100 χιλιομέτρων και έφτασαν στο Γουαμπλάν, μια πόλη που βρίσκεται στα κεντρικά υψίπεδα, σε μια περιοχή με σχεδόν γυμνούς λόφους κοντά στα σύνορα με την Ονδούρα. Ο μικρός όμιλος των Μαρτύρων που ζούσαν εκεί παλιότερα είχαν φύγει από το Γουαμπλάν δύο χρόνια νωρίτερα εξαιτίας των μαχών. Οι δύο αδελφοί αναζητούσαν έναν άντρα ονόματι Τεοδόσιο Γκουρντιάν. Ο Τεοδόσιο εξηγεί το λόγο.
«Ήμουν ο πάστορας μιας εκκλησίας Ευαγγελικών στο Γουαμπλάν. Η εκκλησία μας λειτουργούσε υπό την επίβλεψη του Εθνικού Συλλόγου Νικαραγουανών Παστόρων (ANPEN στην ισπανική), μια οργάνωση παστόρων από όλες τις Προτεσταντικές θρησκείες στη Μανάγκουα. Λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Σαντινίστας, η ANPEN υπέγραψε μια συμφωνία που επέτρεπε τη συμμετοχή παστόρων και ενοριτών στις Επιτροπές Άμυνας των Σαντινίστας και σε άλλες οργανώσεις, περιλαμβανομένου και του στρατού. Αλλά εμένα αυτό με ενοχλούσε, διότι διερωτόμουν: “Πώς είναι δυνατόν ένας διάκονος του Θεού να έχει όπλα;”
»Τότε πήρα το βιβλίο Αληθινή Ειρήνη και Ασφάλεια—Από Ποια Πηγή; από μια οικογένεια Μαρτύρων οι οποίοι ζούσαν εκείνον τον καιρό στο Γουαμπλάν. Το διάβαζα ως αργά τη νύχτα. Άρχισα επίσης να διαβάζω τακτικά τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! Επιτέλους, βρήκα πραγματική πνευματική τροφή. Μάλιστα, χρησιμοποιούσα αυτή την ύλη στα κηρύγματά μου. Όταν το αντιλήφθηκαν αυτό οι ιθύνοντες της εκκλησίας, με κάλεσαν στα κεντρικά γραφεία στη Μανάγκουα.
»Πιστεύοντας ότι ως πάστορας είχα παροδηγηθεί εξαιτίας της έλλειψης γνώσης, οι ιθύνοντες μου πρόσφεραν τη δυνατότητα να σπουδάσω για οχτώ μήνες στη Μανάγκουα. Εντούτοις, αυτά που είχα μάθει από τα έντυπα των Μαρτύρων ήταν στερεά βασισμένα στη Γραφή. Έτσι λοιπόν, τους έθεσα πολλά ερωτήματα, όπως: “Γιατί εμείς δεν κηρύττουμε από πόρτα σε πόρτα όπως οι πρώτοι Χριστιανοί; Γιατί επιβάλλουμε την πληρωμή δεκάτων αν οι απόστολοι δεν ζήτησαν κάτι τέτοιο;” Οι ερωτήσεις μου δεν απαντήθηκαν ικανοποιητικά και σύντομα αυτοί οι άνθρωποι άρχισαν να με αποκαλούν Μάρτυρα.
»Έπειτα από αυτή την εμπειρία, έκοψα τις επαφές μου με την εκκλησία και άρχισα να ψάχνω για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Μανάγκουα. Αλλά αυτό συνέβη το 1984, και οι Μάρτυρες τότε συναθροίζονταν κρυφά. Έπειτα, λοιπόν, από δύο εβδομάδες άκαρπης έρευνας, επέστρεψα στο Γουαμπλάν και άρχισα να συντηρώ την οικογένειά μου καλλιεργώντας ένα μικρό χωράφι με καλαμπόκι και φασόλια.
»Οι Μάρτυρες που ζούσαν παλιά στο Γουαμπλάν είχαν δώσει πολλά έντυπα προτού φύγουν από την περιοχή. Όποτε, λοιπόν, έβλεπα τέτοια έντυπα στα σπίτια τα οποία επισκεπτόμουν, ρωτούσα: “Το διαβάζετε αυτό το βιβλίο; Μπορώ να το αγοράσω;” Οι περισσότεροι μου το έδιναν, και έτσι σιγά σιγά δημιούργησα μια μικρή θεοκρατική βιβλιοθήκη.
»Αν και δεν είχα ταυτιστεί ανοιχτά με τους Μάρτυρες, οι άνθρωποι στο Γουαμπλάν άρχισαν και αυτοί να με θεωρούν Μάρτυρα. Έτσι λοιπόν, σύντομα οι πράκτορες της Κρατικής Ασφάλειας με κάλεσαν να με ανακρίνουν για τις δραστηριότητές μου. Μου είπαν μάλιστα ότι μπορούσα να κηρύττω στα γύρω χωριά, υπό την προϋπόθεση ότι θα τους ανέφερα τα ονόματα εκείνων που υποστήριζαν τους κόντρας. “Αν κάνω αυτό που μου ζητάτε”, απάντησα, “θα αρνηθώ τον Θεό μου, και δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Ο Ιεχωβά ζητάει αποκλειστική αφοσίωση”.
»Σε μια άλλη περίπτωση, ένας αξιωματικός μού ζήτησε να υπογράψω κάποιο χαρτί που δήλωνε την υποστήριξή μου στους Σαντινίστας. Εγώ αρνήθηκα. Τότε τράβηξε ένα πιστόλι και απείλησε: “Δεν ξέρεις ότι μπορούμε να εξαλείψουμε τα παράσιτα που δεν υπηρετούν την επανάσταση;” Αλλά αντί να με πυροβολήσει, μου έδωσε χρόνο να το ξανασκεφτώ. Εκείνη τη νύχτα, αποχαιρέτησα τη σύζυγό μου. “Αν υπογράψω αυτό το χαρτί, έτσι και αλλιώς θα πεθάνω”, της είπα. “Αλλά αν πεθάνω χωρίς να υπογράψω, ο Ιεχωβά μπορεί να με θυμηθεί στην ανάσταση. Να προσέχεις τα παιδιά και να εμπιστεύεσαι στον Ιεχωβά. Εκείνος θα μας βοηθήσει”. Το επόμενο πρωί είπα στον αξιωματικό: “Ήρθα. Κάντε ό,τι νομίζετε, αλλά εγώ δεν υπογράφω”. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε: “Συγχαρητήρια. Ήξερα ότι αυτή θα ήταν η απάντησή σου. Ξέρω ποιοι είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά”. Κατόπιν με άφησε να φύγω.
»Έκτοτε, κήρυττα πιο ελεύθερα, πηγαίνοντας σε πολλά απομακρυσμένα χωριά και προσκαλώντας τα ενδιαφερόμενα άτομα σε συναθροίσεις. Ένα ηλικιωμένο αντρόγυνο ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανταποκρίθηκαν. Ακολούθησαν και άλλες οικογένειες. Σύντομα, συγκεντρωνόμασταν τακτικά 30 άτομα στις συναθροίσεις. Χρησιμοποιούσα παλιότερα τεύχη της Σκοπιάς, παρουσιάζοντας την ύλη ως ομιλία, εφόσον είχαμε μόνο ένα αντίτυπο. Μάλιστα, μελετούσα τη Γραφή με μερικούς στρατιώτες, ένας από τους οποίους έγινε αργότερα Μάρτυρας.
»Το 1985 ένας περαστικός στρατιώτης μού είπε για μια εκκλησία Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Χινοτέγα, περίπου 110 χιλιόμετρα νότια του Γουαμπλάν. Ζήτησα από έναν σπουδαστή της Γραφής από το Γουαμπλάν να πάμε μαζί εκεί. Ρωτήσαμε στην αγορά στη Χινοτέγα, και τελικά βρήκαμε το σπίτι μιας οικογένειας Μαρτύρων. Την πόρτα άνοιξε η σύζυγος. Όταν συστηθήκαμε ως Μάρτυρες του Ιεχωβά, ρώτησε αν είχαμε έρθει για την Ανάμνηση. “Ποια Ανάμνηση;” ρωτήσαμε. Τότε εκείνη φώναξε το σύζυγό της. Όταν αυτός πείστηκε για την ειλικρίνειά μας, μας προσκάλεσε μέσα. Δυστυχώς, η Ανάμνηση είχε διεξαχθεί το προηγούμενο βράδυ, αλλά μείναμε στο σπίτι τους τρεις ημέρες και παρακολουθήσαμε την πρώτη μας Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας.
»Όταν επιστρέψαμε στο Γουαμπλάν, συνέχισα να κηρύττω και να διεξάγω συναθροίσεις μόνος μου. Αργότερα, την παραμονή της Ανάμνησης του 1986, ήρθαν οι δύο αδελφοί οι οποίοι αναφέρθηκαν στην αρχή. Ο μικρός μας όμιλος σπουδαστών της Γραφής ενημέρωσε γρήγορα όλα τα ενδιαφερόμενα άτομα στα χωριά της περιοχής, και 85 άτομα παρευρέθηκαν στην πρώτη μας Ανάμνηση.
»Βαφτίστηκα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μαζί με τους πρώτους μου σπουδαστές της Γραφής—το ηλικιωμένο αντρόγυνο που προανέφερα, οι οποίοι τότε ήταν πάνω από 80 χρονών. Σήμερα η Εκκλησία Γουαμπλάν έχει 74 ευαγγελιζομένους και 3 τακτικούς σκαπανείς. Έχω το προνόμιο να υπηρετώ ως πρεσβύτερος. Το 2001, διεξαγάγαμε την Ανάμνηση σε τρία άλλα χωριά εκτός από το Γουαμπλάν, και παρευρέθηκαν συνολικά 452 άτομα».
[Πίνακας/Εικόνες στη σελίδα 80, 81]
ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ—ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
1925
1934: Μια επισκέπτρια σκαπάνισσα διανέμει έντυπα στη χώρα.
1937: Αρχίζει το καθεστώς του Σομόσα.
1945: Έρχονται οι πρώτοι απόφοιτοι της Γαλαάδ.
1946: Ο Ν. Ο. Νορ και ο Φ. Γ. Φρανς επισκέπτονται τη Μανάγκουα. Ιδρύεται γραφείο τμήματος.
1950
1952: Με την υποκίνηση του Καθολικού κλήρου, επιβάλλεται απαγόρευση.
1953: Το Ανώτατο Δικαστήριο αίρει την απαγόρευση.
1972: Η Μανάγκουα ισοπεδώνεται από σεισμό.
1974: Αποπερατώνεται το νέο γραφείο τμήματος και ο ιεραποστολικός οίκος.
1975
1979: Οι Σαντινίστας υπερισχύουν του καθεστώτος Σομόσα. Στην επανάσταση πεθαίνουν 50.000 άνθρωποι.
1981: Αίρεται η νομική υπόσταση των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
1990: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποκτούν ξανά νομική αναγνώριση.
1994: Διορίζονται εκατό προσωρινοί ειδικοί σκαπανείς. Ακολουθούν παρόμοιες εκστρατείες.
1998: Ο τυφώνας Μιτς πλήττει την Κεντρική Αμερική, θανατώνοντας 4.000 άτομα στη Νικαράγουα.
2000
2002: Στη Νικαράγουα υπάρχουν 16.676 δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι.
[Γράφημα]
(Βλέπε έντυπο)
Σύνολο Ευαγγελιζομένων
Σύνολο Σκαπανέων
20.000
15.000
10.000
5.000
1950 1975 2000
[Χάρτες στη σελίδα 73]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΟΝΔΟΥΡΑ
ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ
Ματαγκάλπα
Λεόν
ΜΑΝΑΓΚΟΥΑ
Μασάγια
Χινοτέπε
Γρανάδα
Λίμνη Νικαράγουα
Νησί Ομετέπε
Ισθμός της Ρίβας
Ποταμός Σαν Χουάν
Μπλούφιλντς
ΚΟΣΤΑ ΡΙΚΑ
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 66]
[Εικόνα στη σελίδα 70]
Επάνω: Ο Φράνσις (αριστερά) και ο Γουίλιαμ Γουόλας, καθώς και η αδελφή τους Τζέιν
[Εικόνα στη σελίδα 70]
Κάτω (πίσω σειρά, από επάνω προς τα κάτω): Γουίλμπερτ Γκάιζελμαν, Χάρολντ Ντάνκαν και Φράνσις Γουόλας· (μπροστινή σειρά, από επάνω προς τα κάτω): Μπλάντσε Κέισι, Γιουτζίν Κολ, Αν Γκάιζελμαν, Τζέιν Γουόλας και Έβλιν Ντάνκαν
[Εικόνες στη σελίδα 71]
Επάνω: Αντελίνα και Αρνόλντο Κάστρο
Δεξιά: Ντόρα και Εβαρίστο Σάντσες
[Εικόνα στη σελίδα 76]
Ντόρις Νίχοφ
[Εικόνα στη σελίδα 76]
Σίντνι και Φίλις Πόρτερ
[Εικόνα στη σελίδα 79]
Ο Αγκουστίν Σεκέιρα ήταν ο πρώτος ευαγγελιζόμενος στη Ματαγκάλπα
[Εικόνα στη σελίδα 82]
Μαρία Έλσα
[Εικόνα στη σελίδα 82]
Ο Χιλμπέρτο Σολίς και η σύζυγός του, Μαρία Σεσίλια
[Εικόνες στη σελίδα 87]
Ο σεισμός του 1972 ερήμωσε τη Μανάγκουα
[Εικόνα στη σελίδα 90]
Άντριου και Μίριαμ Ριντ
[Εικόνα στη σελίδα 90]
Ρούμπι και Κέβιν Μπλοκ
[Εικόνα στη σελίδα 92]
Ένα αγρόκτημα χρησιμοποιήθηκε για τη Συνέλευση Περιφερείας «Πιστότης στη Βασιλεία του Θεού»
[Εικόνες στη σελίδα 95]
Ιεραπόστολοι που απελάθηκαν από τη Νικαράγουα το 1982
[Εικόνα στη σελίδα 109]
Οι αδελφοί που τύπωναν έντυπα στη διάρκεια της απαγόρευσης, με τους πολύγραφούς τους—τον Κόκορα, την Κότα και το Κοτόπουλο
[Εικόνα στη σελίδα 110]
Η Έλντα Σάντσες ετοίμαζε μεμβράνες άφοβα
[Εικόνα στη σελίδα 115]
Αυτές οι αδελφές ετοίμαζαν τροφή και παρέμεναν σε επιφυλακή ενώ οι αδελφοί τύπωναν
[Εικόνα στη σελίδα 126]
Μπροστινή σειρά: Μερικοί από τους αδελφούς που έμαθαν την αλήθεια στη φυλακή, από αριστερά προς τα δεξιά: Χ. Λόπες, Α. Μεντόσα και Ο. Εσπινόσα. Πίσω σειρά: Ο Κάρλος Αγιάλα και ο Χούλιο Νούνιες, πρεσβύτεροι οι οποίοι επισκέπτονταν τη φυλακή για να βοηθήσουν τους αδελφούς πνευματικά
[Εικόνα στη σελίδα 133]
Μετά την άρση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αυτό το σπίτι χρησίμευσε ως γραφείο τμήματος
[Εικόνες στη σελίδα 134]
Μετά τον τυφώνα Μιτς, μερικοί εθελοντές μετέφεραν τρόφιμα και εφόδια με ποδήλατα. Άλλοι εργάστηκαν για την ανοικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας και σπιτιών
[Εικόνα στη σελίδα 139]
Η κοινότητα Μπανακρούς, στη βόρεια αυτόνομη περιοχή, όπου τα καλά νέα κηρύττονται παρά τις δυσκολίες
[Εικόνα στη σελίδα 147]
Στη Συνέλευση Περιφερείας του 1999 «Ο Προφητικός Λόγος του Θεού», την πρώτη πανεθνική συνέλευση από το 1978, παρευρέθηκαν 28.356 άτομα
[Εικόνα στη σελίδα 147]
Οι εκπρόσωποι είδαν 784 άτομα να βαφτίζονται—το μεγαλύτερο βάφτισμα στην ιστορία της Νικαράγουας
[Εικόνα στη σελίδα 148]
Η Επιτροπή του Τμήματος στις αρχές του 2002, από αριστερά προς τα δεξιά: Ίαν Χάντερ, Αγκουστίν Σεκέιρα, Λούις Αντόνιο Γκονζάλες και Λόταρ Μίχανκ