-
Ο Αγώνας για Μετάφραση της Γραφής στη Σύγχρονη ΕλληνικήΗ Σκοπιά—2002 | 15 Νοεμβρίου
-
-
Αντιδρώντας σε αυτή τη μετάφραση, 34 χρόνια αργότερα μια Ορθόδοξη σύνοδος στην Ιερουσαλήμ διακήρυξε ότι οι Γραφές «πρέπει να διαβάζονται, όχι από τον καθένα, αλλά μόνο από όσους εγκύπτουν στα βαθιά πράγματα του πνεύματος έπειτα από κατάλληλη έρευνα». Αυτό σήμαινε ότι μόνο οι μορφωμένοι κληρικοί έπρεπε να διαβάζουν τις Γραφές.
Το 1703, ο Σεραφείμ, ένας μοναχός από τη Λέσβο, επιχείρησε να εκδώσει στο Λονδίνο μια αναθεώρηση της μετάφρασης του Μαξίμου. Όταν οι υποσχέσεις για οικονομική βοήθεια από την αγγλική αυλή δεν εκπληρώθηκαν, τύπωσε την αναθεώρηση με δικά του χρήματα. Σε έναν καυστικό πρόλογο, ο Σεραφείμ τόνισε ότι «κάθε θεοσεβής Χριστιανός» πρέπει να διαβάζει τη Γραφή και κατηγόρησε τους υψηλά ιστάμενους κληρικούς της εκκλησίας ότι “ήθελαν να σκεπάζεται η επαίσχυντη διαγωγή τους με την αμάθεια του λαού”. Όπως ήταν ίσως αναμενόμενο, συνελήφθη από τους Ορθόδοξους αντιπάλους του στη Ρωσία και εξορίστηκε στη Σιβηρία, όπου και πέθανε το 1735.
Σχολιάζοντας τη μεγάλη πνευματική πείνα των ελληνόφωνων ατόμων εκείνης της εποχής, κάποιος Έλληνας κληρικός έκανε την ακόλουθη δήλωση σχετικά με μια μεταγενέστερη αναθεώρηση της μετάφρασης του Μαξίμου: «Και την πήραν την Αγίαν Γραφή τούτη καθώς και τις τόσες άλλες οι Έλληνες με αγάπη αλλά και με λαχτάρα. Και τη διάβασαν. Κι ένοιωσαν τον πόνο να μαλακώνη και την πίστι στο Θεό . . . να φουντώνη». Ωστόσο, οι πνευματικοί τους ηγέτες φοβούνταν ότι, αν οι άνθρωποι κατανοούσαν τη Γραφή, τότε ο κλήρος θα ξεσκεπαζόταν όσον αφορά τις αντιγραφικές του πεποιθήσεις και πράξεις. Γι’ αυτό, το 1823 και ξανά το 1836, το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης εξέδωσε ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να καούν όλα τα αντίτυπα τέτοιων μεταφράσεων της Γραφής.
Ένας Θαρραλέος Μεταφραστής
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα σκληρής εναντίωσης αλλά και ειλικρινούς λαχτάρας για Γραφική γνώση, εμφανίστηκε μια εξέχουσα προσωπικότητα η οποία θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στη μετάφραση της Γραφής στη σύγχρονη ελληνική. Αυτός ο θαρραλέος άνθρωπος ήταν ο Νεόφυτος Βάμβας, εξέχων γλωσσομαθής και διακεκριμένος μελετητής της Γραφής, ο οποίος γενικά θεωρείται ένας από τους «Διδασκάλους του Γένους».
Ο Βάμβας διέκρινε ξεκάθαρα ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ευθυνόταν για την πνευματική αμάθεια των ανθρώπων. Πίστευε ακράδαντα ότι για να αφυπνιστούν οι άνθρωποι πνευματικά χρειαζόταν να μεταφραστεί η Γραφή στην καθομιλουμένη. Το 1831, με τη βοήθεια άλλων μελετητών, άρχισε να μεταφράζει τη Γραφή σε λόγια γλώσσα. Η ολοκληρωμένη μετάφρασή του εκδόθηκε το 1850. Εφόσον η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τον υποστήριζε, συνεργάστηκε για την έκδοση και την κυκλοφορία αυτής της μετάφρασης με τη Βιβλική Εταιρία για τη Βρετανία και το Εξωτερικό (BFBS). Η εκκλησία τον χαρακτήρισε «Προτεστάντη», και κατέληξε να θεωρείται απόκληρος.
-
-
Ο Αγώνας για Μετάφραση της Γραφής στη Σύγχρονη ΕλληνικήΗ Σκοπιά—2002 | 15 Νοεμβρίου
-
-
Οι Ορθόδοξοι ιερείς προειδοποίησαν τους ανθρώπους να μην πάρουν τέτοιες μεταφράσεις. Στην Αθήνα, λόγου χάρη, κατασχέθηκαν Γραφές. Το 1833, ο Ορθόδοξος επίσκοπος της Κρήτης έριξε στην πυρά τις «Καινές Διαθήκες» που ανακάλυψε σε ένα μοναστήρι. Κάποιος ιερέας έκρυψε ένα αντίτυπο, ενώ και οι άνθρωποι στα γύρω χωριά έκρυψαν τα αντίτυπά τους μέχρις ότου έφυγε ο ιεράρχης από το νησί.
Έπειτα από μερικά χρόνια στην Κέρκυρα, η μετάφραση του Βάμβα απαγορεύτηκε από την Ιερά Σύνοδο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν επιτρεπόταν η πώλησή της και τα υπάρχοντα αντίτυπα καταστράφηκαν. Στη Χίο, στη Σύρο και στη Μύκονο, η εχθρότητα του τοπικού κλήρου οδήγησε στο να καούν Γραφές. Ωστόσο, επρόκειτο να εμφανιστούν περαιτέρω εμπόδια για τη μετάφραση της Γραφής.
Μια Βασίλισσα Δείχνει Ενδιαφέρον για τη Γραφή
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1870, η Βασίλισσα Όλγα της Ελλάδας συνειδητοποίησε ότι ο ελληνικός λαός γενικά εξακολουθούσε να έχει περιορισμένη γνώση για την Αγία Γραφή. Πιστεύοντας ότι η γνώση των Γραφών θα πρόσφερε ανακούφιση και αναζωογόνηση στο έθνος, επιδίωξε να παραχθεί μια απόδοση της Γραφής σε απλούστερη γλώσσα από εκείνη της μετάφρασης του Βάμβα.
Ανεπίσημα, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και επικεφαλής της Ιεράς Συνόδου Προκόπιος παρείχε την υποστήριξή του στη βασίλισσα σε εκείνο το εγχείρημα. Ωστόσο, όταν αυτή έκανε αίτηση στην Ιερά Σύνοδο για επίσημη έγκριση, η αίτησή της απορρίφθηκε. Εντούτοις, η βασίλισσα επέμεινε υποβάλλοντας νέα αίτηση, μόνο και μόνο για να λάβει δεύτερη αρνητική απάντηση το 1899. Αδιαφορώντας για την απόρριψη της αίτησης, αποφάσισε να τυπώσει έναν περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με δικά της έξοδα. Αυτό έγινε το 1900.
Σκληροτράχηλοι Αντίπαλοι
Το 1901, η έγκριτη αθηναϊκή εφημερίδα Ακρόπολις δημοσίευσε μια απόδοση του Ευαγγελίου του Ματθαίου στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη, έναν μεταφραστή ο οποίος εργαζόταν στο Λίβερπουλ της Αγγλίας. Το προφανές κίνητρο του Πάλλη και των συνεργατών του ήταν να “μορφώσουν τους Έλληνες” και να «βοηθήσουν το έθνος να ανακάμψει» από την παρακμή.
Οι φοιτητές θεολογίας και οι καθηγητές τους χαρακτήρισαν αυτή την απόδοση «γελοιοποίηση των τιμαλφεστέρων του Έθνους κειμηλίων», βεβήλωση των Ιερών Συγγραμμάτων. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄ εξέδωσε ένα έγγραφο το οποίο αποδοκίμαζε εκείνη την απόδοση. Η διαμάχη έλαβε πολιτικές διαστάσεις και χρησιμοποιήθηκε με ύπουλο τρόπο από αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις.
Μια μερίδα του αθηναϊκού τύπου που είχε σημαντική επιρροή άρχισε να καταφέρεται εναντίον της μετάφρασης του Πάλλη, χαρακτηρίζοντας τους υποστηρικτές της «άθεους», «προδότες» και «πράκτορες ξένων δυνάμεων» οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να αποσταθεροποιήσουν την ελληνική κοινωνία. Από τις 5 μέχρι τις 8 Νοεμβρίου 1901, με την υποκίνηση υπερσυντηρητικών στοιχείων της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι φοιτητές εξεγέρθηκαν στην Αθήνα. Επιτέθηκαν στα γραφεία της Ακροπόλεως, πραγματοποίησαν διαδήλωση στα ανάκτορα, κατέλαβαν το Πανεπιστήμιο των Αθηνών και απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης. Στο αποκορύφωμα των εξεγέρσεων, σκοτώθηκαν οχτώ άτομα σε συγκρούσεις με το στρατό. Την επομένη, ο βασιλιάς απαίτησε την παύση του Αρχιεπισκόπου Προκόπιου, και έπειτα από δύο ημέρες παραιτήθηκε η κυβέρνηση.
Έναν μήνα αργότερα οι φοιτητές έκαναν και πάλι συλλαλητήριο και έκαψαν δημόσια ένα αντίτυπο της μετάφρασης του Πάλλη. Εξέδωσαν ψήφισμα κατά της κυκλοφορίας αυτής της μετάφρασης και ζήτησαν αυστηρή τιμωρία για οποιαδήποτε παρόμοια απόπειρα στο μέλλον. Αυτό χρησίμευσε ως αφορμή για την απαγόρευση της χρήσης οποιασδήποτε σύγχρονης ελληνικής μετάφρασης της Γραφής. Όντως μια σκοτεινή περίοδος!
«Τα Λόγια του Ιεχωβά Διαμένουν για Πάντα»
Η απαγόρευση της χρήσης της Γραφής στη σύγχρονη ελληνική άρθηκε το 1924. Έκτοτε, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ηττηθεί κατά κράτος στην προσπάθεια που έχει καταβάλει να κρατήσει τη Γραφή μακριά από το λαό.
-