ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • «Αντικείμενα του Μίσους Όλων των Εθνών»
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
    • Κατηγορίες για Κατασκοπεία

      Το βαρύτερο πλήγμα δόθηκε στις 7 Μαΐου 1918, όταν εκδόθηκαν ομοσπονδιακά εντάλματα στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη σύλληψη του Ι. Φ. Ρόδερφορντ, προέδρου της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, και των πιο στενών συντρόφων του.

      Την προηγούμενη μέρα, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, είχαν γίνει δυο καταγγελίες εναντίον του αδελφού Ρόδερφορντ και των συντρόφων του. Αν η μια υπόθεση δεν έφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα, θα προωθούσαν τη δεύτερη καταγγελία. Η πρώτη καταγγελία, η οποία απηύθυνε κατηγορίες σε περισσότερα άτομα, αποτελούνταν από τέσσερις κατηγορίες: Δυο από αυτές τους καταλόγιζαν ότι συνωμοτούσαν να παραβιάσουν το Νόμο περί Κατασκοπείας της 15ης Ιουνίου 1917, και άλλες δυο τους καταλόγιζαν ότι αποπειρώνταν να εκτελέσουν τα παράνομα σχέδιά τους ή ότι όντως τα εκτελούσαν. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι συνωμοτούσαν να προκαλέσουν στις ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών ανυποταξία και άρνηση εκτέλεσης καθηκόντων και ότι συνωμοτούσαν να παρεμποδίσουν τη στρατολόγηση και την κατάταξη των αντρών για στρατιωτική υπηρεσία σε εμπόλεμη περίοδο για το έθνος, καθώς και ότι είχαν αποπειραθεί να κάνουν ή όντως έκαναν και τα δυο αυτά πράγματα. Η καταγγελία ανέφερε συγκεκριμένα την έκδοση και τη διανομή του βιβλίου Το Τετελεσμένον Μυστήριον. Η δεύτερη καταγγελία ερμήνευε την αποστολή μιας επιταγής στην Ευρώπη (η οποία επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για το έργο Βιβλικής εκπαίδευσης στη Γερμανία) ως επιζήμια για τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν οι κατηγορούμενοι προσάχθηκαν στο δικαστήριο, προωθήθηκε η πρώτη καταγγελία—εκείνη με τις τέσσερις κατηγορίες.

      Εκείνον τον καιρό εκκρεμούσε στο Σκράντον της Πενσυλβανίας και μια άλλη καταγγελία εναντίον του Κ. Τζ. Γούντγουορθ και του Ι. Φ. Ρόδερφορντ με βάση το Νόμο περί Κατασκοπείας. Αλλά, σύμφωνα με μια επιστολή του Τζον Λορντ Ο’ Μπράιαν με ημερομηνία 20 Μαΐου 1918, μέλη του Υπουργείου Δικαιοσύνης φοβούνταν ότι ο Γουίτμερ, ομοσπονδιακός δικαστής των Η.Π.Α. ο οποίος θα εκδίκαζε την υπόθεση, δεν θα συμφωνούσε να χρησιμοποιήσουν το Νόμο περί Κατασκοπείας για να καταπνίξουν τη δραστηριότητα ανθρώπων οι οποίοι, λόγω ειλικρινών θρησκευτικών πεποιθήσεων, έλεγαν πράγματα που οι άλλοι μπορούσαν να ερμηνεύσουν ως αντιπολεμική προπαγάνδα. Έτσι, το Υπουργείο Δικαιοσύνης κράτησε την υπόθεση του Σκράντον σε εκκρεμότητα, αναμένοντας το αποτέλεσμα της άλλης δίκης που διεξαγόταν στο Μπρούκλιν. Η κυβέρνηση επίσης κατηύθυνε τα πράγματα έτσι ώστε ο δικαστής Χάρλαντ Μπ. Χάου από το Βερμόντ, για τον οποίο ο Τζον Λορντ Ο’ Μπράιαν ήξερε ότι συμφωνούσε με την άποψη που είχε ο ίδιος σε αυτά τα ζητήματα, να εκδικάσει την υπόθεση στο Ομοσπονδιακό Πρωτοδικείο των Η.Π.Α. για την Ανατολική Περιφέρεια της Νέας Υόρκης. Η υπόθεση άρχισε να εκδικάζεται στις 5 Ιουνίου, με κατηγόρους τον Άιζακ Ρ. Όλαντ και τον Τσαρλς Τζ. Μπούχνερ, έναν Ρωμαιοκαθολικό. Στη διάρκεια της δίκης, όπως παρατήρησε ο αδελφός Ρόδερφορντ, ο Μπούχνερ και ο Όλαντ είχαν συχνές συζητήσεις με Καθολικούς ιερείς.

      Καθώς προχωρούσε η δίκη, έγινε φανερό ότι οι υπεύθυνοι της Εταιρίας και οι συντάκτες του βιβλίου δεν είχαν καμιά πρόθεση να αναμειχτούν στις πολεμικές προσπάθειες της χώρας. Αποδείξεις που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια της δίκης έδειχναν ότι τα σχέδια για τη συγγραφή του βιβλίου—μάλιστα, η συγγραφή του μεγαλύτερου μέρους των χειρογράφων—είχαν γίνει προτού κηρύξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες πόλεμο (στις 6 Απριλίου 1917) και ότι το αρχικό συμβόλαιο για την έκδοση του βιβλίου είχε υπογραφτεί προτού ψηφίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες (στις 15 Ιουνίου) το νόμο ο οποίος υποτίθεται ότι είχε παραβιαστεί.

      Οι κατήγοροι τόνισαν ότι είχαν γίνει προσθήκες στο βιβλίο στη διάρκεια του Απριλίου και του Ιουνίου του 1917, στη διαδικασία της επεξεργασίας και της επιμέλειας του αρχικού κειμένου. Σε αυτές περιλαμβανόταν και μια παράθεση δηλώσεων του Τζον Χέινς Χολμς, ενός κληρικού που είχε διακηρύξει δυναμικά ότι ο πόλεμος ήταν παραβίαση της Χριστιανοσύνης. Όπως σημείωσε ένας από τους συνηγόρους υπεράσπισης, τα σχόλια εκείνου του κληρικού, τα οποία είχαν εκδοθεί υπό τον τίτλο Μια Δήλωση στο Λαό μου την Παραμονή του Πολέμου (A Statement to My People on the Eve of War), πουλιούνταν ακόμα στις Ηνωμένες Πολιτείες τον καιρό της δίκης. Ούτε ο κληρικός ούτε ο εκδότης δικάζονταν για αυτό. Όμως, οι Σπουδαστές της Γραφής, οι οποίοι αναφέρθηκαν στο κήρυγμά του, θεωρήθηκαν υπόλογοι για τα αισθήματα που εκφράζονταν σε αυτό.

      Το βιβλίο δεν έλεγε στους ανθρώπους του κόσμου ότι δεν είχαν δικαίωμα να κάνουν πόλεμο. Ωστόσο, εξηγώντας προφητείες, παρέθετε αποσπάσματα από τεύχη της Σκοπιάς του 1915 (στην αγγλική) για να δείξει την ασυνέπεια των κληρικών, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι ήταν διάκονοι του Χριστού αλλά ενεργούσαν σαν στρατολογικοί πράκτορες για τα εμπόλεμα έθνη.

      Όταν έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση είχε αντιρρήσεις για το βιβλίο, ο αδελφός Ρόδερφορντ τηλεγράφησε αμέσως στον τυπογράφο να σταματήσει την παραγωγή του και ταυτόχρονα έστειλε έναν εκπρόσωπο της Εταιρίας στην υπηρεσία πληροφοριών του στρατού των Η.Π.Α. για να μάθει ποιες ήταν οι αντιρρήσεις τους. Όταν έγινε γνωστό ότι, λόγω του πολέμου που βρισκόταν τότε σε εξέλιξη, οι σελίδες 308-316 του βιβλίου (σελίδες 247-253, στην αγγλική) θεωρούνταν απαράδεκτες, η Εταιρία έδωσε οδηγίες να κοπούν εκείνες οι σελίδες από όλα τα αντίτυπα του βιβλίου προτού αυτά προσφερθούν στο κοινό. Και όταν η κυβέρνηση ειδοποίησε τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς ότι η περαιτέρω διανομή θα αποτελούσε παραβίαση του Νόμου περί Κατασκοπείας (μολονότι η κυβέρνηση δεν εξέφρασε στην Εταιρία κάποια γνώμη σχετικά με το βιβλίο στην τροποποιημένη του μορφή), η Εταιρία έδωσε την οδηγία να σταματήσει εντελώς η διανομή του βιβλίου στο κοινό.

      Γιατί Τόσο Αυστηρή Τιμωρία;

      Παρ’ όλα αυτά, στις 20 Ιουνίου 1918, οι ένορκοι έδωσαν την ετυμηγορία τους η οποία έβρισκε όλους τους κατηγορουμένους ένοχους για κάθε κατηγορία της καταγγελίας. Την επομένη, εφτάb από αυτούς καταδικάστηκαν σε τέσσερις ποινές των 20 ετών η καθεμιά, τις οποίες θα εξέτιαν κατά συγχώνευση. Στις 10 Ιουλίου, ο όγδοοςc καταδικάστηκε σε τέσσερις ποινές των 10 ετών, τις οποίες θα εξέτιε επίσης κατά συγχώνευση. Πόσο αυστηρές ήταν αυτές οι ποινές; «Οι ποινές φυλάκισης είναι ξεκάθαρα υπερβολικές», παραδέχτηκε ο Γούντροου Γουίλσον, πρόεδρος των Η.Π.Α., σε ένα υπόμνημά του προς τον υπουργό δικαιοσύνης στις 12 Μαρτίου 1919. Μάλιστα, ο άντρας που πυροβόλησε και σκότωσε στο Σεράγεβο το διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας—συμβάν που πυροδότησε τα γεγονότα τα οποία βύθισαν τα έθνη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο—δεν είχε καταδικαστεί σε αυστηρότερη ποινή. Η ποινή του ήταν 20 χρόνια φυλάκιση—όχι τέσσερις ποινές των 20 ετών η καθεμιά, όπως στην περίπτωση των Σπουδαστών της Γραφής!

      Ποιο ήταν το κίνητρο πίσω από την επιβολή τέτοιων αυστηρών ποινών φυλάκισης στους Σπουδαστές της Γραφής; Ο δικαστής Χάρλαντ Μπ. Χάου δήλωσε: «Κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, η θρησκευτική προπαγάνδα την οποία υποστηρίζουν σθεναρά οι κατηγορούμενοι και την οποία έχουν διαδώσει σε όλο το έθνος, καθώς και μεταξύ των συμμάχων μας, αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι μια μεραρχία Γερμανικού Στρατού. . . . Το άτομο που κηρύττει τη θρησκεία έχει συνήθως μεγάλη επιρροή και, αν είναι ειλικρινές, είναι ακόμα πιο αποτελεσματικό. Αυτό επιβαρύνει αντί να ελαφρύνει το κακό που έχουν κάνει. Συνεπώς, επειδή είναι η μόνη συνετή ενέργεια που μπορεί να γίνει σε σχέση με τέτοια άτομα, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τιμωρία πρέπει να είναι αυστηρή». Είναι επίσης αξιοσημείωτο, ωστόσο, το γεγονός ότι, προτού εκδώσει την καταδικαστική απόφαση, ο δικαστής Χάου είπε πως οι δηλώσεις που είχαν γίνει από τους συνηγόρους υπεράσπισης είχαν θέσει υπό αμφισβήτηση και είχαν επικρίνει αυστηρά, όχι μόνο τους κρατικούς εκπροσώπους του νόμου, αλλά «όλους τους κληρικούς της χώρας».

      Η απόφαση εφεσιβλήθηκε αμέσως στο ομοσπονδιακό εφετείο των Η.Π.Α. Αλλά, μολονότι εκκρεμούσε η εκδίκαση της έφεσης, ο δικαστής Χάου απέρριψε αυθαίρετα την αποφυλάκιση με εγγύηση,d και στις 4 Ιουλίου, προτού γίνει ακροαματική διαδικασία για την τρίτη και τελική αίτηση αποφυλάκισης με εγγύηση, οι εφτά πρώτοι αδελφοί μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στην ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα στη Γεωργία. Μετέπειτα αποδείχτηκε ότι υπήρχαν 130 διαδικαστικά λάθη σε εκείνη τη δίκη που χαρακτηριζόταν από μεγάλη προκατάληψη. Δαπανήθηκαν μήνες εργασίας στην προετοιμασία των απαραίτητων εγγράφων για την εκδίκαση της έφεσης. Στο μεταξύ, έληξε ο πόλεμος. Στις 19 Φεβρουαρίου 1919, οι οχτώ φυλακισμένοι αδελφοί έστειλαν μια αίτηση χάριτος στον Γούντροου Γουίλσον, τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Άλλες επιστολές που ζητούσαν την αποφυλάκιση των αδελφών στάλθηκαν από πολυάριθμους πολίτες στο νεοδιορισμένο υπουργό δικαιοσύνης. Κατόπιν, την 1η Μαρτίου 1919, απαντώντας σε ερώτηση του υπουργού δικαιοσύνης, ο δικαστής Χάου σύστησε «άμεση μετατροπή» των ποινών. Μολονότι αυτό θα μείωνε τις ποινές, θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα την επιβεβαίωση της ενοχής των κατηγορουμένων. Προτού γίνει αυτό, οι συνήγοροι των αδελφών επέδωσαν μια δικαστική εντολή στον ομοσπονδιακό εισαγγελέα, η οποία έφερε την υπόθεση στο εφετείο.

      Εννιά μήνες μετά την καταδίκη του Ρόδερφορντ και των συντρόφων του—και ενώ ο πόλεμος είχε λήξει—στις 21 Μαρτίου 1919 το εφετείο διέταξε την αποφυλάκιση με εγγύηση και των οχτώ κατηγορουμένων, και στις 26 Μαρτίου αφέθηκαν ελεύθεροι στο Μπρούκλιν με εγγύηση 10.000 δολαρίων ο καθένας. Στις 14 Μαΐου 1919, το ομοσπονδιακό εφετείο των Η.Π.Α. στη Νέα Υόρκη αποφάνθηκε: «Οι κατηγορούμενοι σε αυτή την υπόθεση δεν είχαν την ισορροπημένη και αμερόληπτη δίκη την οποία δικαιούνταν και για αυτόν το λόγο ακυρώνεται η δικαστική απόφαση». Η υπόθεση παραπέμφθηκε σε νέα δίκη. Ωστόσο, στις 5 Μαΐου 1920, αφού οι κατηγορούμενοι είχαν κληθεί και παρουσιαστεί στο δικαστήριο πέντε φορές, ο εισαγγελέας, σε μια δίκη που έγινε στο Μπρούκλιν με ελεύθερη είσοδο για το κοινό, ανακοίνωσε την απόσυρση των κατηγοριών.e Γιατί; Όπως αποκαλύπτουν επιστολές που διατηρούνται στα Κρατικά Αρχεία των Η.Π.Α., το Υπουργείο Δικαιοσύνης φοβόταν ότι θα έχανε τη δίκη αν τα ζητήματα αυτά παρουσιάζονταν σε αμερόληπτους ενόρκους και χωρίς την υστερία του πολέμου που είχε πια περάσει. Ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Λ. Γ. Ρος δήλωσε σε μια επιστολή που έστειλε στον υπουργό δικαιοσύνης: «Θα ήταν καλύτερο, νομίζω, για τις δημόσιες σχέσεις μας αν με δική μας πρωτοβουλία» γινόταν η δήλωση ότι δεν επρόκειτο να ασκηθεί περαιτέρω ποινική δίωξη.

      Την ίδια εκείνη μέρα, στις 5 Μαΐου 1920, απέσυραν και το εναλλακτικό κατηγορητήριο που είχε κατατεθεί το Μάιο του 1919 εναντίον του Ι. Φ. Ρόδερφορντ και τεσσάρων συντρόφων του.

      Ποιος Ήταν ο Πραγματικός Υποκινητής;

      Υποκινήθηκε πράγματι όλη αυτή η υπόθεση από τον κλήρο; Ο Τζον Λορντ Ο’ Μπράιαν το αρνήθηκε. Αλλά οι άνθρωποι εκείνων των ημερών ήξεραν πολύ καλά τα γεγονότα. Στις 22 Μαρτίου 1919, η Έκκληση στη Λογική (Appeal to Reason), μια εφημερίδα που εκδιδόταν στο Τζιράρντ του Κάνσας, εξέφρασε την εξής διαμαρτυρία: «Ακόλουθοι του Πάστορα Ρώσσελ, Διωγμένοι από το Δόλο του ‘Ορθόδοξου’ Κλήρου, Καταδικάστηκαν και Φυλακίστηκαν Χωρίς να τους Δοθεί το Δικαίωμα Αποφυλάκισης με Εγγύηση, Μολονότι Έκαναν Κάθε Δυνατή Προσπάθεια να Συμμορφωθούν με τις Διατάξεις του Νόμου περί Κατασκοπείας. . . . Διακηρύττουμε ότι, ανεξάρτητα από το αν ήταν ή δεν ήταν τυπικά συνταγματικός ή ηθικά δικαιολογημένος ο Νόμος περί Κατασκοπείας, αυτοί οι ακόλουθοι του Πάστορα Ρώσσελ κακώς καταδικάστηκαν με βάση τις διατάξεις του. Μια αμερόληπτη μελέτη των αποδείξεων θα πείσει αμέσως οποιονδήποτε ότι αυτοί οι άνθρωποι, όχι μόνο δεν είχαν την πρόθεση να παραβιάσουν το νόμο, αλλά ότι δεν τον παραβίασαν».

  • «Αντικείμενα του Μίσους Όλων των Εθνών»
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
    • b Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά· Γουίλιαμ Ε. Βαν Άμπουργκ, γραμματέας-ταμίας της Εταιρίας· Ρόμπερτ Τζ. Μάρτιν, υπεύθυνος γραφείων· Φρέντερικ Χ. Ρόμπισον, μέλος της εκδοτικής επιτροπής της Σκοπιάς· Α. Χιου Μακμίλαν, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρίας· Τζορτζ Χ. Φίσερ και Κλέιτον Τζ. Γούντγουορθ, συντάκτες του βιβλίου Το Τετελεσμένον Μυστήριον.

      c Τζοβάνι ντε Τσέκα, ο οποίος εργαζόταν στο Ιταλικό Τμήμα των γραφείων της Εταιρίας Σκοπιά.

  • «Αντικείμενα του Μίσους Όλων των Εθνών»
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
    • [Εικόνα στη σελίδα 653]

      Καταδικάστηκαν σε αυστηρότερη τιμωρία από ό,τι ο δολοφόνος του οποίου ο πυροβολισμός πυροδότησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από αριστερά προς τα δεξιά: Γ. Ε. Βαν Άμπουργκ, Ι. Φ. Ρόδερφορντ, Α. Χ. Μακμίλαν, Ρ. Τζ. Μάρτιν, Φ. Χ. Ρόμπισον, Κ. Τζ. Γούντγουορθ, Τζ. Χ. Φίσερ, Τζ. ντε Τσέκα

Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
Αποσύνδεση
Σύνδεση
  • Ελληνική
  • Κοινή Χρήση
  • Προτιμήσεις
  • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
  • Όροι Χρήσης
  • Πολιτική Απορρήτου
  • Ρυθμίσεις Απορρήτου
  • JW.ORG
  • Σύνδεση
Κοινή Χρήση