ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • g89 8/9 σ. 14-19
  • «Ούτε για Όλο το Τσάι της Κίνας!»

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • «Ούτε για Όλο το Τσάι της Κίνας!»
  • Ξύπνα!—1989
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • Το Τσάι Κατακτά την Άπω Ανατολή
  • Η Ευρώπη Ανακαλύπτει το Τσάι
  • Το Φλιτζάνι που Ευχαριστεί τους Βρετανούς
  • Τσάι, Φόροι και Πόλεμοι
  • Γιατί να μην Πιείτε ένα Φλιτζάνι Τσάι;
  • Πίνοντας Τσάι με τον Κινέζικο Τρόπο
    Ξύπνα!—2005
  • Ο Καφές, το Τσάι, και οι Χριστιανοί
    Ξύπνα!—1977
  • Ερωτήσεις από Αναγνώστες
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1990
  • Να με Συναντήσης στο Νεκροταφείο για Τσάι Σήμερα το Απόγευμα
    Ξύπνα!—1970
Δείτε Περισσότερα
Ξύπνα!—1989
g89 8/9 σ. 14-19

«Ούτε για Όλο το Τσάι της Κίνας!»

ΑΛΛΑΞΕ το ρου της ιστορίας. Αποτέλεσε το θεμέλιο της ισχυρότερης εμπορικής εταιρίας της εποχής του. Ολλανδοί ναυτικοί ταξίδεψαν χιλιάδες μίλια αναζητώντας το. Μετά το νερό, είναι το πιο αγαπημένο ποτό του κόσμου. Ποιο είναι; Το τσάι!

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί πώς έγινε τόσο δημοφιλές το τσάι; Από πού προήλθε; Όπως και αμέτρητες άλλες καινοτομίες, έχει τις ρίζες του στην Κίνα. Πεντακόσια περίπου χρόνια πριν από την Κοινή Χρονολογία, ο Κομφούκιος έκανε νύξη για το τσάι σ’ ένα από τα ποιήματά του. Τριακόσια χρόνια αργότερα, σύμφωνα με την ιστορία, ένας Κινέζος αυτοκράτορας γέμισε και πάλι τα άδεια χρηματοκιβώτια, με το φόρο που επέβαλε για το τσάι.

Μολονότι είναι πάρα πολλοί οι μύθοι που μιλάνε για την προέλευσή του, προφανώς δεν θα μάθουμε ποτέ πώς πραγματικά ανακαλύφτηκε το τσάι. Μια ιστορία το συνδέει με τον αυτοκράτορα Σεν Νουνγκ, που έπινε μόνο βραστό νερό όταν έκανε περιοδείες στη χώρα. Κάποτε, ο αέρας φύσηξε ένα κλαδί από ένα θάμνο που καιγόταν και το έριξε μέσα στο νερό που ήδη έβραζε. Ο αυτοκράτορας παρατήρησε, προς μεγάλη του έκπληξη, ότι το νέο αφέψημα είχε πολύ ευχάριστη γεύση και ωραίο άρωμα. Αυτός είχε ανακαλύψει το τσάι!

Σύμφωνα μ’ ένα δεύτερο μύθο, ένας από τους μαθητές του Βούδα, κάποιος Μποντιντάρμα, πίστευε ότι η αληθινή αγιότητα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με διαρκή αυτοσυγκέντρωση, μέρα και νύχτα. Στη διάρκεια μιας από τις μακρές ολονυχτίες του, τελικά τον νίκησε ο ύπνος. Εκείνος, για να μην υποκύψει και δεύτερη φορά σε μια τόσο ποταπή ανθρώπινη αδυναμία, έκοψε τα βλέφαρά του. Αυτά έπεσαν στο έδαφος και άρχισαν θαυματουργικά να φυτρώνουν. Την επόμενη μέρα εμφανίστηκε ένας πράσινος θάμνος. Εκείνος δοκίμασε τα φύλλα και τα βρήκε νόστιμα και αναψυκτικά. Φυσικά, το φυτό ήταν το τσάι.

Το Τσάι Κατακτά την Άπω Ανατολή

Δεν πέρασε πολύς καιρός και το τσάι κατέκτησε την Ιαπωνία. Το εισήγαγαν εκεί κάποιοι Κινέζοι Βουδιστές μοναχοί, που έκαναν την άφιξή τους γύρω στον ένατο αιώνα με την ‘τσαγιέρα στο σακίδιό τους’. Σύντομα, το τσάι αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους Ιάπωνες που ύστερα από 400 χρόνια, μια «εξαιρετικά επίσημη τελετουργία» προετοιμασίας και σερβιρίσματος τσαγιού, που ονομαζόταν τσανογιού, έγινε εθνικός θεσμός.

Όμως, ενώ οι Ιάπωνες δημιουργούσαν μια σχολαστική τελετή στην οποία έπιναν το τσάι, στην Κίνα το τσάι δεν ήταν καθόλου εύγευστο. Παρ’ όλο που οι Κινέζοι ποιητές εξυμνούσαν το τσάι αποκαλώντας το «αφρό του υγρού νεφρίτη», αυτό συχνά έμοιαζε περισσότερο με σούπα. Οι πιο συνηθισμένες συνταγές εκείνης της εποχής, ήταν χλωρά φύλλα τσαγιού βρασμένα σε αλατισμένο νερό και αρωματισμένα μερικές φορές με πιπερόρριζα και κανέλα ή ακόμα και με κρεμμύδια, και άλλες φορές ανακατεμένα με γάλα, ακόμα και με ρύζι.

Ωστόσο, αυτός που έγραψε το πρώτο βιβλίο αφιερωμένο στην παρασκευή τσαγιού ήταν Κινέζος. Γύρω στο 780 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), ο Λου Γιου εξέδωσε το Tscha-King (Βιβλίο του Τσαγιού), το οποίο σύντομα αποτέλεσε για τους λάτρεις του τσαγιού στην Άπω Ανατολή αυθεντία όσον αφορά το τσάι. Επηρεασμένη απ’ αυτόν τον άνθρωπο των γραμμάτων, η Κίνα άρχισε να εξευγενίζει τις συνήθειες που είχε σχετικά με το τσάι, και να ετοιμάζει το αφέψημα αυτό μ’ έναν πιο λεπτό, κι ωστόσο απλό, τρόπο: Πάνω από ξερά φύλλα τσαγιού έριχναν σκέτο βραστό νερό, που το πολύ-πολύ να περιείχε μια ιδέα αλάτι—ως μοναδική παραχώρηση προς τις αρχαίες συνταγές τις οποίες ακολουθούσαν πιστά τόσο καιρό. Ο Λου Γιου παρατήρησε ότι το αν είναι καλό ή όχι το τσάι εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από το άρωμά του. Αναγνώρισε ότι η γεύση του και η ποιότητά του καθορίζονται όχι μόνο από το ίδιο το φυτό, αλλά ακόμα περισσότερο, όπως και στην περίπτωση του κρασιού, από παράγοντες όπως το χώμα και το κλίμα. Έτσι εξηγείται γιατί μπορούσε να λέει ότι υπάρχουν «χίλιοι και δέκα χιλιάδες» τύποι τσαγιού.

Σύντομα οι Κινέζοι άρχισαν να αναμειγνύουν τους διάφορους τύπους τσαγιού, και βγήκαν στην αγορά εκατοντάδες διαφορετικές ποικιλίες. Δεν προξενεί έκπληξη το ότι η χώρα που έδωσε το τσάι στον κόσμο τού έδωσε επίσης και το διεθνές όνομά του: Αυτό προέρχεται από ένα γράμμα της κινεζικής διαλέκτου αμόι.

Η Ευρώπη Ανακαλύπτει το Τσάι

Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να ανακαλύψουν οι Ευρωπαίοι ότι τους αρέσει το τσάι. Μολονότι ο Μάρκο Πόλο (1254-1324), Βενετός έμπορος και λάτρης της περιπέτειας, ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Κίνας, στις ταξιδιωτικές του εκθέσεις ανέφερε το τσάι μόνο μια φορά. Αφηγήθηκε πως ένας Κινέζος υπουργός οικονομικών απαλλάχτηκε των καθηκόντων του επειδή είχε αυξήσει αυθαίρετα το φόρο του τσαγιού. Ύστερα από 200 περίπου χρόνια, ένας άλλος Βενετός, ο Τζιοβάνι Μπατίστα Ραμούζιο, έδωσε στην Ευρώπη την πρώτη της λεπτομερή περιγραφή σχετικά με την παραγωγή και τη χρήση του τσαγιού. Έτσι, στις αρχές του 17ου αιώνα, πουλιούνταν στα φαρμακεία της Ευρώπης τα πρώτα δείγματα αυτού του εξωτικού νέου αφεψήματος, που στην αρχή έπιανε την τιμή του χρυσού. Δεν απορούμε που η αρχικά αυστραλιανή έκφραση «Ούτε για όλο το τσάι της Κίνας!» σημαίνει: «Σίγουρα όχι!»

Στο μεταξύ, οι Ολλανδοί είχαν αρχίσει να έχουν εμπορικές συναλλαγές με την Άπω Ανατολή, και το τσάι ήταν ένα από τα πιο εξωτικά είδη που εισήγαν. Ένας δραστήριος έμπορος, ο Γιόχαν Νίουχοφ, αναφέρεται στις ατέλειωτες διαπραγματεύσεις του με τους Κινέζους μανδαρίνους, οι οποίες συνήθως επισφραγίζονταν μ’ ένα επίσημο γεύμα όπου σερβιριζόταν κάποιο αφέψημα. Αυτός αποκάλεσε υποτιμητικά το ποτό αυτό «φασολάδα». Αφού περιέγραψε πρώτα πώς ετοιμάζεται και ότι «το πίνεις γουλιά-γουλιά όσο ζεστό μπορείς να το πιεις», πρόσθεσε ότι οι «Κινέζοι θεωρούν αυτό το αφέψημα τόσο πολύτιμο όσο θεωρούν οι αλχημιστές τη δική τους Lapidum Philosophorum . . . δηλαδή, τη φιλοσοφική λίθο». Ωστόσο, εκθείασε το τσάι χαρακτηρίζοντάς το αποτελεσματική, μολονότι ακριβή, θεραπεία για όλα τα είδη των παθήσεων.

Το Φλιτζάνι που Ευχαριστεί τους Βρετανούς

Αν και σήμερα, οι Βρετανοί είναι οι πιο μανιώδεις από όλους όσοι πίνουν τσάι, οι Ολλανδοί και οι Πορτογάλοι συντέλεσαν στο να τους μυήσουν στο τσάι. Υπάρχει η άποψη ότι οι Εβραίοι, που τους κάλεσε πίσω στην Αγγλία—από την εξορία τους στο Άμστερνταμ—ο Όλιβερ Κρόμγουελ, έφεραν μαζί τους το τσάι. Η 23η Σεπτεμβρίου 1658 αποδείχτηκε αξιομνημόνευτη μέρα για το τσάι. Ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε διαφήμιση για το τσάι σε κάποια αγγλική εφημερίδα. Η εφημερίδα Mercurius Politicus ανήγγειλε ότι ένα αφέψημα που οι Κινέζοι αποκαλούν τσαν, αλλά οι άλλοι λαοί ονομάζουν τσάι, θα πουλιόταν στο Σούλτανς Χεντ, ένα καφενείο στο Λονδίνο. Έπειτα από τρία χρόνια, ο Άγγλος βασιλιάς Κάρολος Β΄ παντρεύτηκε την Πορτογαλέζα πριγκίπισσα Αικατερίνη της Μπραγκάνσα, η οποία ήταν ειδήμων στο τσάι και εισήγαγε την ώρα του τσαγιού στην αγγλική αυλή. Αυτό αποτέλεσε νίκη κατά των αλκοολούχων ποτών τα οποία, όπως αναφέρεται, τα έπινε γουλιά-γουλιά «το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ», κάθε λόρδος και λαίδη. Ξαφνικά, το τσάι είχε γίνει το ποτό της μόδας.

Παρ’ όλο που παραγόταν χιλιάδες μίλια μακριά, το τσάι μεταφερόταν στο Λονδίνο σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες. Με τον καιρό, η Εταιρία Ανατολικών Ινδιών απέκτησε αποκλειστικά εμπορικά δικαιώματα για το τσάι στην Κίνα, μονοπωλώντας έτσι το εμπόριο με την Άπω Ανατολή για 200 περίπου χρόνια. Στα περισσότερα μέρη της Ευρώπης άρχισαν να πίνουν τσάι, αν και η Γαλλία δεν είχε μυηθεί στο νέο αφέψημα.

Τσάι, Φόροι και Πόλεμοι

Το τσάι αποδείχτηκε ανέλπιστο δώρο για τις κυβερνήσεις που πιέζονταν οικονομικά. Στην αρχή επιβλήθηκε φόρος, σε καθημερινή βάση, στις ακριβείς ποσότητες τσαγιού που καταναλώνονταν στα καφενεία του Λονδίνου. Αυτή η επίπονη διαδικασία καταργήθηκε το 1689, όταν επιβλήθηκε δασμός σε κάθε 450 περίπου χιλιόγραμμα ξερών φύλλων τσαγιού. Οι φόροι που έφταναν μέχρι 90 τοις εκατό και η αυξανόμενη ζήτηση οδήγησε στη δημιουργία ανθηρού λαθρεμπορίου κατά μήκος των νότιων ακτών της Αγγλίας, επειδή το τσάι ήταν κατά πολύ φτηνότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη. Παράγονταν μέχρι και υποκατάστατα του τσαγιού. Υπέβαλλαν χρησιμοποιημένα φύλλα τσαγιού σε επεξεργασία με μελάσα και πηλό—πιθανώς για να αποκαταστήσουν το αρχικό χρώμα του τσαγιού—και κατόπιν τα ξέραιναν και τα ξαναπουλούσαν. Ένας από εκείνους που έκαναν αυτές τις «νοθείες» παρήγε το λεγόμενο «σμουτς», ένα μείγμα, με αηδιαστική μυρωδιά, από φύλλα φλαμουριάς που τα ξέραιναν και τα μούσκευαν μέσα σε κοπριά προβάτων κι έπειτα τα ανακάτευαν με αληθινό τσάι πριν το πουλήσουν!

Μάλιστα, το τσάι άλλαξε και το ρου της ιστορίας. Ο φόρος των τριών πενών ανά λίβρα προκάλεσε τον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Θυμωμένοι άποικοι της Βοστώνης κατήγγειλαν αυτόν τον «ασήμαντο αλλά τυραννικό» φόρο. Οι εξαγριωμένοι άποικοι, μερικοί από τους οποίους μεταμφιέστηκαν σε Αμερικανούς ιθαγενείς (Ινδιάνους), όρμησαν στα καταστρώματα τριών εμπορικών πλοίων της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών, που είχαν αγκυροβολήσει στο λιμάνι, έσπασαν τα κιβώτια με το τσάι και πέταξαν ολόκληρο το εμπόρευμα στη θάλασσα. Απ’ αυτό προήλθε η έκφραση «Πάρτι Τσαγιού της Βοστώνης». Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία.

Κι άλλος ένας πόλεμος διεξάχθηκε με αφορμή το τσάι· ο Πόλεμος του Οπίου. Η Κίνα πληρωνόταν με ασήμι για τις εξαγωγές της σε τσάι, επειδή δεν υπήρχε ζήτηση για ευρωπαϊκά προϊόντα. Όμως το όπιο ήταν πολύ επιθυμητό εμπόρευμα—αν και απαγορευμένο. Η Εταιρία Ανατολικών Ινδιών έσπευσε να καλύψει αυτή τη ζήτηση, ανταλλάσσοντας το όπιο με τσάι. Η αδίστακτη εταιρία καλλιεργούσε αφιόνι στα ανατολικά της Ινδίας, προκειμένου να καλύπτει την τεράστια αγορά της Κίνας. Αυτό το παράνομο εμπόριο συνεχίστηκε για δέκα περίπου χρόνια, εφοδιάζοντας αφειδώς τα αμέτρητα καταγώγια οπίου, ώσπου τελικά περιορίστηκε από την κινεζική κυβέρνηση. Έπειτα από μερικούς διαξιφισμούς μεταξύ Βρετανών και Κινέζων σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα, ξέσπασε πόλεμος ο οποίος κατέληξε σε ταπεινωτική ήττα των Κινέζων, το 1842. Το τσάι άρχισε και πάλι να εξάγεται στην Αγγλία, και η Κίνα υποχρεώθηκε να δέχεται εισαγωγές οπίου.

Γιατί να μην Πιείτε ένα Φλιτζάνι Τσάι;

Στις αρχές της ιστορίας του τσαγιού, αναγνωρίστηκε ότι το τσάι είχε διεγερτική επίδραση, που κατά μεγάλο μέρος οφείλεται στην καφεΐνη που περιέχει. Το τσάι πουλιόταν στην αρχή σε φαρμακεία και θεωρούνταν πανάκεια για ασθένειες τόσο ποικίλες όσο η υδρωπικία και το σκορβούτο. Επίσης, το θεωρούσαν χρήσιμο γιατρικό για την ανορεξία, όπως και για τη λαιμαργία. Σήμερα, είναι γνωστό ότι το τσάι περιέχει αρκετές από τις βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Ωστόσο, πίνοντας τσάι, αυξάνεται και η ποσότητα καφεΐνης που λαβαίνουμε. Ακόμα, στη Δυτική κοινωνία, που την απασχολούν πολύ οι θερμίδες, αξίζει να θυμάται κανείς ότι ένα φλιτζάνι τσάι έχει μόλις τέσσερις θερμίδες, αν το πιει χωρίς γάλα και ζάχαρη.

Το τσάι χαλάει εύκολα. Δεν γίνεται να το φυλάξετε για περίοδο μεγαλύτερη από λίγους μήνες. Και πάνω απ’ όλα, πρέπει να το φυλάτε κατάλληλα. Ποτέ μην το βάζετε μαζί με άλλα βότανα ή, ακόμα χειρότερα, με μπαχαρικά. Το τσάι παίρνει εύκολα τη γεύση από οτιδήποτε βρίσκεται φυλαγμένο κοντά σ’ αυτό, και μάλιστα τόσο πολύ που, τον περασμένο αιώνα, οι Βρετανοί διαχειριστές των φυτειών τσαγιού έβαζαν τους εργάτες τους που μάζευαν το τσάι να κάνουν ντους, κάθε φορά που πήγαιναν για δουλειά!

Παρεμπιπτόντως, και το παγωμένο τσάι μπορεί να είναι εύγευστο. Στη διάρκεια της Παγκόσμιας Έκθεσης του Σεν Λούις το 1904, ένας Άγγλος δεν μπορούσε να πουλήσει το αχνιστό του τσάι στους επισκέπτες που ήταν ήδη ιδρωμένοι. Το έχυσε λοιπόν πάνω σε παγάκια, κι έτσι γεννήθηκε το καλοκαιρινό αναψυκτικό αφέψημα της Αμερικής.

Οι Βρετανοί πίνουν το τσάι τους με γάλα, οι Φρίζιοι στη βόρεια Γερμανία το απολαμβάνουν με άσπρα ζαχαρωτά, βάζοντας επάνω κρέμα γάλακτος, οι Μαροκινοί προσθέτουν μέντα, ενώ οι Θιβετιανοί βάζουν μέσα αλάτι και βούτυρο από γιακ. Ωστόσο, πολλοί λάτρεις του τσαγιού μένουν πιστοί στην υπόδειξη του Λου Γιου που έγινε από παλιά και ετοιμάζουν το τσάι με βραστό φρέσκο, βουνίσιο νερό, όπου αυτό είναι ακόμα διαθέσιμο.

Μήπως, αφού διαβάσατε τόσο πολλά για το τσάι, νιώθετε δίψα; Γιατί να μην πιείτε τώρα αμέσως ένα ωραίο φλιτζάνι τσάι;

[Πλαίσιο στη σελίδα 15]

«Δόξα τω Θεώ, υπάρχει το τσάι! Τι θα έκανε ο κόσμος χωρίς τσάι;—πώς έζησε χωρίς αυτό; Χαίρομαι που δεν γεννήθηκα πριν από το τσάι».—Σίντνεϊ Σμιθ (1771-1845), Άγγλος συγγραφέας

[Πλαίσιο στη σελίδα 18]

Από τη Φυτεία στην Τσαγιέρα

Υπάρχουν εκατοντάδες διαφορετικοί τύποι φυτών τσαγιού σήμερα, και είναι όλοι τους υβρίδια τριών κύριων ποικιλιών. Εκτάσεις τσαγιού βρίσκονται συνήθως σε ορεινές περιοχές όπου το βρόχινο νερό στραγγίζει. Η μεγαλύτερη περιοχή όπου καλλιεργείται τσάι σήμερα είναι η Ασάμ, στην ομώνυμη επαρχία της βόρειας Ινδίας. Όμως, λέγεται ότι η «αφρόκρεμα» όλων των τύπων τσαγιού προέρχεται από το Νταρτζίλινγκ, στους πρόποδες της οροσειράς των Ιμαλαΐων. Το βροχερό κλίμα και το όξινο έδαφος συνεργάζονται και φτιάχνουν έναν από τους ωραιότερους τύπους τσαγιού, κάνοντας το Νταρτζίλινγκ την «υποσχεμένη γη» του τσαγιού.

Στο Νταρτζίλινγκ η συγκομιδή γίνεται σε ορισμένες εποχές, και το Μάρτιο και τον Απρίλιο οι εργάτες που μαζεύουν το τσάι είναι απασχολημένοι στη συλλογή των πρώτων κορυφών των βλαστών, οι οποίες θα αποτελέσουν έναν τύπο τσαγιού με λεπτό άρωμα, που χαίρει εξαιρετικής εκτίμησης. Οι δεύτερες κορυφές, που τις μαζεύουν στη διάρκεια του καλοκαιριού, αποτελούν ένα πλήρως αναπτυγμένο τσάι φαιοκίτρινου χρώματος, ενώ η συγκομιδή του κοινού τσαγιού γίνεται αργότερα, το φθινόπωρο. Σε άλλα μέρη, η συγκομιδή γίνεται όλο το έτος, με διαλείμματα που ποικίλλουν από λίγες μόλις μέρες μέχρι μερικές εβδομάδες. Όσο πιο νεαρά και τρυφερά είναι τα βλαστάρια τόσο πιο καλό θα είναι το τσάι. Η συγκομιδή χρειάζεται μεγάλη επιδεξιότητα και φροντίδα. Άλλωστε, 30.000 περίπου βλαστάρια δεν δίνουν παρά 6 κιλά τσάι του Νταρτζίλινγκ, κι αυτό αποτελεί τους κόπους μιας εργάσιμης μέρας ενός εργάτη πεπειραμένου στη συγκομιδή. Αυτό όμως που συλλέγεται δεν είναι ακόμα τσάι.

Τώρα, αρχίζει μια διαδικασία επεξεργασίας που ολοκληρώνεται σε τέσσερα στάδια. Πρώτα απ’ όλα, τα νεαρά πράσινα βλαστάρια χρειάζεται να μαραθούν τόσο ώστε να χάσουν περίπου 30 τοις εκατό από την υγρασία τους και να γίνουν μαλακά και απαλά σαν δέρμα. Κατόπιν, είναι έτοιμα για τύλιγμα—το επόμενο στάδιο. Με το τύλιγμα, τα κυτταρικά τοιχώματα των φύλλων σπάνε και ανοίγουν, απελευθερώνοντας τους φυσικούς χυμούς που δίνουν στο τσάι το ξεχωριστό του άρωμα. Στο τρίτο στάδιο, τα φύλλα του τσαγιού αλλάζουν, και από κιτρινοπράσινα, παίρνουν το χαρακτηριστικό τους μπακιρένιο χρώμα. Η διαδικασία αυτή λέγεται ζύμωση. Τα σπασμένα φύλλα σκορπίζονται πάνω σε τραπέζια, σε υγρή ατμόσφαιρα, και αρχίζουν να υφίστανται ζύμωση. Τώρα τα φύλλα πρέπει να αποξηραθούν ή να στεγνώσουν μέσω θέρμανσης. Η διαδικασία αυτή κάνει τα φύλλα μαύρα, και μόνο όταν τα περιχύσετε με ζεστό νερό θα ξαναπάρουν το μπακιρένιο χρώμα τους.

Τελικά, τα ξερά φύλλα ξεδιαλέγονται και τοποθετούνται σε κιβώτια από κοντραπλακέ, ανάμεσα σε ριζόχαρτο και αλουμινόχαρτο, έτοιμα να αποσταλούν σε εμπόρους σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Κατόπιν, ύστερα από επιπρόσθετα στάδια ανάμειξης, το τσάι είναι έτοιμο να μπει στην τσαγιέρα σας.

[Εικόνα στη σελίδα 14]

Κινέζοι που ζυγίζουν τσάι

[Εικόνες στις σελίδες 16, 17]

Εργοστάσιο τσαγιού στο Σικίμ της Ινδίας—Δεξιά

Συγκομιδή τσαγιού στην Ινδία—Στο άκρο δεξιά

Φυτεία τσαγιού στη Σρι Λάνκα—Κάτω δεξιά

Φύλλα και λουλούδια τσαγιού—Στο κέντρο

Ιάπωνες εργάτες που μαζεύουν τσάι—Κάτω αριστερά

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση