«Ένα Διευρυνόμενο Χάσμα Μεταξύ Κλήρου και Λαϊκών»
«ΥΠΑΡΧΕΙ ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ κλήρου και λαϊκών στις ευαγγελικές εκκλησίες της Αμερικής», παρατηρεί ο Ρόμπερτ Κ. Τζόνστον, καθηγητής θεολογίας και πολιτισμού. Στο περιοδικό Μινιστίριαλ Φορμέισον (Ministerial Formation), του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, ο ίδιος αναφέρει μερικούς από τους παράγοντες που προκαλούν αυτή την αποξένωση: Λόγω των αυξανόμενων οικογενειακών πιέσεων, οι ιερείς θέλουν προγράμματα εργασίας τα οποία μοιάζουν με τις «εφημερίες των γιατρών». Αν ο ιερέας εργάζεται κάποιες επιπλέον ώρες, αναμένει να αποζημιωθεί για το έργο του. Επιπλέον, λέει ο καθηγητής, «καθώς οι δεοντολογικές και οι νομικές πιέσεις αυξάνουν», τα θεολογικά σεμινάρια συνιστούν στους αποφοίτους τους να αποφεύγουν τα προβλήματα με το να έχουν «στενούς φίλους μόνο μεταξύ της “ομάδας” τους, δηλαδή των άλλων κληρικών», και να αντιμετωπίζουν τους ενορίτες τους σαν «πελάτες». Δεν είναι παράξενο λοιπόν που πολλοί ενορίτες, με τη σειρά τους, θεωρούν ότι οι ιερείς τους ανήκουν σε κάποια ανώτερη τάξη η οποία είναι εκτός πραγματικότητας όσον αφορά τις ανάγκες και τα προβλήματα του μέσου εκκλησιαζόμενου.
Ποιο είδος ιερέα θα μπορούσε να περιορίσει αυτό το χάσμα; Μέσω μιας μελέτης, η οποία ανέλυε γιατί οι ιερείς αποτυχαίνουν στη διακονία τους, διαπιστώθηκε ότι οι ενορίτες δεν θεωρούν καθοριστικές τις ακαδημαϊκές γνώσεις και τις επαγγελματικές ικανότητες του ιερέα. Τα μέλη της εκκλησίας δεν ψάχνουν για κάποιον κολοσσό της διανόησης, κάποιον εύγλωττο ομιλητή ή κάποιον που διαθέτει διοικητικές ικανότητες. Πάνω από όλα, θέλουν ο ιερέας τους να είναι «άνθρωπος του Θεού» ο οποίος εφαρμόζει όσα κηρύττει. Αν αυτή η ιδιότητα λείπει, λέει ο καθηγητής Τζόνστον, «καμιά από τις πληροφορίες που μεταδίδει ή τις ικανότητες που επιδεικνύει» δεν θα γεφυρώσει το χάσμα.
Ποιες λέει η Αγία Γραφή ότι είναι οι απαιτήσεις για κάποιον πρεσβύτερο μέσα στην εκκλησία; «Ο επίσκοπος, λοιπόν, πρέπει να είναι ακατάκριτος, σύζυγος μιας γυναίκας, μετριοπαθής στις συνήθειες, σώφρων, εύτακτος, φιλόξενος, με προσόντα να διδάσκει, όχι μέθυσος καβγατζής, όχι πλήκτης, αλλά λογικός, όχι εριστικός, όχι φιλάργυρος, άντρας που να προΐσταται στο σπιτικό του με καλό τρόπο, έχοντας παιδιά σε υποταγή με κάθε σοβαρότητα . . . Επιπλέον, πρέπει να έχει και καλή μαρτυρία από τους ανθρώπους έξω, ώστε να μην πέσει σε ονειδισμό και παγίδα του Διαβόλου».—1 Τιμόθεο 3:2-4, 7.