-
Δοκιμασίες και Κοσκίνισμα από ΜέσαΟι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
-
-
Η Υπηρεσία Αγρού και η Οργάνωση Γίνονται Αμφιλεγόμενα Ζητήματα
Από το πρώτο της τεύχος, και με ολοένα μεγαλύτερη έμφαση από εκεί και έπειτα, η Σκοπιά της Σιών πρότρεπε τον κάθε αληθινό Χριστιανό να μεταδίδει την αλήθεια στους άλλους. Έκτοτε, στους αναγνώστες της Σκοπιάς δινόταν συχνά η παρότρυνση να εκτιμούν το προνόμιο και την ευθύνη που είχαν να διακηρύττουν τα καλά νέα στους άλλους. Πολλοί το έκαναν κάπως αυτό, αλλά σχετικά λίγοι βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του έργου, κάνοντας επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι ώστε να δοθεί σε όλους η ευκαιρία να ακούσουν το άγγελμα της Βασιλείας.
Αλλά, από το έτος 1919, η συμμετοχή στην υπηρεσία αγρού άρχισε να έρχεται πιο έντονα στο προσκήνιο. Ο αδελφός Ρόδερφορντ έδωσε δυναμικά έμφαση σε αυτήν σε μια ομιλία που εκφώνησε στο Σίνταρ Πόιντ του Οχάιο, εκείνο το έτος. Σε κάθε εκκλησία που ζητούσε από την Εταιρία να την οργανώσει για την υπηρεσία, γίνονταν διευθετήσεις να επιμελείται το έργο ένας διευθυντής υπηρεσίας διορισμένος από την Εταιρία. Θα αναλάμβανε ο ίδιος την ηγεσία και θα φρόντιζε να έχει η εκκλησία τα αναγκαία εφόδια.
Το 1922, η Σκοπιά δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Η Υπηρεσία Ουσιώδης». Αυτό τόνιζε την επιτακτική ανάγκη που υπήρχε να ακούσουν οι άνθρωποι τα καλά νέα για τη Βασιλεία, κατηύθυνε την προσοχή στην προφητική εντολή του Ιησού που αναγράφεται στο εδάφιο Ματθαίος 24:14 και δήλωνε στους πρεσβυτέρους των εκκλησιών: ‘Ας μη νομίζει κάποιος ότι, επειδή είναι πρεσβύτερος τάξης, όλη η υπηρεσία του θα πρέπει να συνίσταται στις ομιλίες από βήματος. Αν του προσφέρονται ευκαιρίες να πάει στους ανθρώπους και να τους δώσει το έντυπο άγγελμα, αυτό είναι μεγάλο προνόμιο και είναι διακήρυξη του ευαγγελίου, πολλές φορές δε αποτελεσματικότερη από κάθε άλλον τρόπο διακήρυξής του’. Το άρθρο ρωτούσε στη συνέχεια: ‘Μπορεί κάποιος που είναι αληθινά καθιερωμένος στον Κύριο να δικαιολογήσει τον εαυτό του για το ότι στον παρόντα καιρό είναι οκνηρός;’
Μερικοί έδειξαν απροθυμία. Έφερναν όλων των ειδών τις αντιρρήσεις. Δεν το θεωρούσαν σωστό να «πουλούν βιβλία», παρά το ότι το έργο δεν ήταν κερδοσκοπικό και παρά το ότι μέσω αυτών ακριβώς των εντύπων είχαν μάθει οι ίδιοι την αλήθεια σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού. Όταν δόθηκε η παρότρυνση να γίνεται τις Κυριακές μαρτυρία από σπίτι σε σπίτι με τα βιβλία, αρχής γενομένης το 1926, μερικοί διαφώνησαν, μολονότι η Κυριακή ήταν η μέρα που πολλοί αφιέρωναν κατά παράδοση στη λατρεία. Το βασικό πρόβλημα ήταν πως αυτά τα άτομα πίστευαν ότι δεν άρμοζε στην αξιοπρέπειά τους να κηρύττουν από σπίτι σε σπίτι. Αλλά η Αγία Γραφή λέει καθαρά ότι ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του να κηρύξουν στα σπίτια των ανθρώπων, και ο απόστολος Παύλος κήρυξε «δημόσια και από σπίτι σε σπίτι».—Πράξ. 20:20· Ματθ. 10:5-14.
Καθώς αυξανόταν η έμφαση που δινόταν στην υπηρεσία αγρού, εκείνοι των οποίων η καρδιά δεν τους ωθούσε να μιμηθούν τον Ιησού και τους αποστόλους του ως μάρτυρες έφευγαν σιγά-σιγά. Η Εκκλησία Σκίβε στη Δανία έμεινε η μισή περίπου, το ίδιο και μερικές άλλες. Από τους εκατό περίπου που ήταν συνταυτισμένοι με την εκκλησία του Δουβλίνου στην Ιρλανδία, έμειναν μόνο τέσσερις. Παρόμοια δοκιμασία και κοσκίνισμα έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά, στη Νορβηγία και σε άλλες χώρες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καθαριστούν οι εκκλησίες.
Εκείνοι οι οποίοι ήθελαν αληθινά να είναι μιμητές του Γιου του Θεού ανταποκρίθηκαν θετικά στην προτροπή που δόθηκε μέσα από τις Γραφές. Εντούτοις, η προθυμία τους δεν το έκανε απαραιτήτως εύκολο για αυτούς να αρχίσουν να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι. Μερικοί δυσκολεύτηκαν στην αρχή. Αλλά οι διευθετήσεις για ομαδική μαρτυρία και οι ειδικές υπηρεσιακές συνελεύσεις αποτέλεσαν ενθάρρυνση. Δυο αδελφές στη βόρεια Γιουτλάνδη της Δανίας θυμούνταν πολύ καιρό την πρώτη τους μέρα στην υπηρεσία αγρού. Παρευρέθηκαν στη συνάθροιση της ομάδας, άκουσαν τις οδηγίες, ξεκίνησαν να πάνε στον τομέα τους, αλλά τότε έβαλαν τα κλάματα. Δυο αδελφοί είδαν τι γινόταν και ρώτησαν τις αδελφές αν θα ήθελαν να συνεργαστούν μαζί τους. Σε λίγο οι αδελφές ήταν και πάλι χαρούμενες. Αφού πήραν μια γεύση υπηρεσίας αγρού, οι περισσότεροι ένιωσαν μεγάλη χαρά και με ενθουσιασμό ασχολήθηκαν περισσότερο με αυτήν.
Στη συνέχεια, το 1932, η Σκοπιά περιείχε ένα διμερές άρθρο με τίτλο ‘Η Οργάνωση του Ιεχωβά’. (Τεύχη 15 Σεπτεμβρίου και 1 Οκτωβρίου) Αυτό έδειξε ότι είναι αντιγραφικό να γίνεται κάποιος πρεσβύτερος στην εκκλησία κατόπιν εκλογικής διαδικασίας. Δόθηκε η προτροπή στις εκκλησίες να χρησιμοποιούνται στις υπεύθυνες θέσεις μόνο άντρες δραστήριοι στην υπηρεσία αγρού, άντρες οι οποίοι ζούσαν σύμφωνα με την ευθύνη που υποδηλώνει το όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτοί θα ενεργούσαν ως επιτροπή υπηρεσίας. Έναν από όλους, τον οποίο πρότεινε η εκκλησία, τον διόριζε η Εταιρία ως διευθυντή υπηρεσίας. Στο Μπέλφαστ της Ιρλανδίας, με αυτό κοσκινίστηκαν και έφυγαν και άλλοι από εκείνους που επιθυμούσαν προσωπική προβολή και όχι ταπεινή υπηρεσία.
Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1930, στη Γερμανία είχαν φύγει από τις εκκλησίες οι περισσότεροι από εκείνους που προσπαθούσαν να καταστείλουν την υπηρεσία αγρού. Κάποιοι άλλοι έφυγαν φοβισμένοι όταν το έργο απαγορεύτηκε το 1933 σε πολλά κρατίδια της Γερμανίας. Αλλά χιλιάδες παρέμειναν σταθεροί στη διάρκεια αυτών των δοκιμασιών της πίστης και απέδειξαν ότι ήταν πρόθυμοι να κηρύττουν, όποιον κίνδυνο και αν συνεπαγόταν αυτό.
Σε ολόκληρη τη γη η διακήρυξη της Βασιλείας επιταχύνθηκε. Η υπηρεσία αγρού έγινε σπουδαίο μέρος της ζωής όλων των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Στην εκκλησία του Όσλο στη Νορβηγία, για παράδειγμα, νοίκιαζαν πούλμαν τα σαββατοκύριακα για να πηγαίνουν οι ευαγγελιζόμενοι στις κοντινές πόλεις. Συναθροίζονταν νωρίς το πρωί, βρίσκονταν στον τομέα τους γύρω στις εννιά ή δέκα η ώρα, εργάζονταν σκληρά στην υπηρεσία αγρού επί εφτά ή οχτώ ώρες και κατόπιν συγκεντρωνόταν όλη η ομάδα του πούλμαν για το ταξίδι της επιστροφής. Άλλοι πήγαιναν σε αγροτικές περιοχές με ποδήλατο, κουβαλώντας τσάντες γεμάτες βιβλία και χαρτοκιβώτια με επιπλέον αποθέματα. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν ευτυχισμένοι, ζηλωτές και ενωμένοι στην επιτέλεση του θελήματος του Θεού.
Το 1938, όταν δόθηκε ξανά προσοχή στο διορισμό των υπεύθυνων αντρών στις εκκλησίες,j γενικά έγινε ευνοϊκά αποδεκτή η κατάργηση όλων των τοπικών εκλογών για υπηρέτες. Οι εκκλησίες υιοθέτησαν με χαρά αποφάσεις που έδειχναν εκτίμηση για τη θεοκρατική οργάνωση και ζητούσαν από «την Εταιρία» (με την οποία εννοούσαν, σύμφωνα με την κατανόησή τους, το χρισμένο υπόλοιπο, δηλαδή τον πιστό και φρόνιμο δούλο) να οργανώνει την εκκλησία για την υπηρεσία και να διορίζει όλους τους υπηρέτες. Από τότε, το ορατό Κυβερνών Σώμα άρχισε να κάνει τους αναγκαίους διορισμούς και να οργανώνει τις εκκλησίες για ενωμένη και παραγωγική δράση. Μόνο ελάχιστοι όμιλοι δεν το θέλησαν αυτό και αποχώρησαν από την οργάνωση σε εκείνο το σημείο.
Οργάνωση Αφοσιωμένη Αποκλειστικά στη Διάδοση του Αγγέλματος της Βασιλείας
Για να συνεχίσει να έχει η οργάνωση την επιδοκιμασία του Ιεχωβά, πρέπει να είναι αφοσιωμένη αποκλειστικά στο έργο που προστάζει ο Λόγος του για την εποχή μας. Αυτό το έργο είναι το κήρυγμα των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού. (Ματθ. 24:14) Όμως, υπήρξαν λίγες περιπτώσεις όπου άτομα τα οποία εργάζονταν σκληρά σε συνεργασία με την οργάνωση επιχειρούσαν ταυτόχρονα να τη χρησιμοποιήσουν για να προωθήσουν προσπάθειες που έτειναν να στρέψουν τους συνδούλους τους σε άλλες δραστηριότητες. Όταν ελέγχθηκαν, αυτό αποτέλεσε δοκιμασία για αυτούς, ειδικά αν πίστευαν ότι τα κίνητρά τους υπήρξαν ευγενή.
Αυτό συνέβη στη Φινλανδία το 1915, όταν μερικοί αδελφοί ίδρυσαν ένα συνεταιριστικό σύλλογο που ονομαζόταν Αραράτ και χρησιμοποίησαν τις στήλες της φινλανδικής έκδοσης της Σκοπιάς για να παροτρύνουν τους αναγνώστες της να γίνουν μέλη αυτού του επαγγελματικού συλλόγου. Εκείνος που άρχισε αυτή τη δραστηριότητα στη Φινλανδία ανταποκρίθηκε ταπεινά όταν ο αδελφός Ρώσσελ εξήγησε ότι αυτός και οι συνεργάτες του άφηναν τον εαυτό τους να «οδηγηθεί μακριά από το σπουδαίο έργο του Ευαγγελίου». Όμως, η υπερηφάνεια εμπόδισε έναν άλλον αδελφό, κάποιον που υπηρετούσε ενεργά τον Ιεχωβά επί δέκα και πλέον χρόνια στη Νορβηγία, να δεχτεί την ίδια συμβουλή.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, στις Ηνωμένες Πολιτείες, εγέρθηκε ένα κάπως παρόμοιο πρόβλημα. Αρκετές εκκλησίες εξέδιδαν κάθε μήνα δικά τους υπηρεσιακά φύλλα οδηγιών, τα οποία περιελάμβαναν υπενθυμίσεις από το Δελτίο (Bulletin) της Εταιρίας, καθώς και εμπειρίες και το τοπικό τους πρόγραμμα των διευθετήσεων για την υπηρεσία. Ένα από αυτά, που εκδιδόταν στη Βαλτιμόρη του Μέριλαντ, υποστήριζε ενθουσιωδώς το έργο κηρύγματος αλλά χρησιμοποιούνταν παράλληλα για να προωθούνται ορισμένες επαγγελματικές επιδιώξεις. Αρχικά μερικά από αυτά είχαν τη σιωπηρή έγκριση του αδελφού Ρόδερφορντ. Αλλά, όταν έγινε αντιληπτό τι θα μπορούσε να προκύψει από την ανάμειξη σε τέτοιες επιδιώξεις, η Σκοπιά δήλωσε ότι η Εταιρία δεν τα επιδοκίμαζε. Αυτό αποτέλεσε σοβαρή προσωπική δοκιμασία για τον Άντον Κέρμπερ επειδή πρόθεσή του ήταν να βοηθήσει μέσω αυτών τους αδελφούς του. Με τον καιρό, όμως, αυτός χρησιμοποίησε και πάλι πλήρως τις ικανότητές του στην προώθηση του έργου κηρύγματος που κάνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ένα συναφές πρόβλημα ανέκυψε στην Αυστραλία, το οποίο άρχισε το 1938 και κλιμακώθηκε στη διάρκεια της απαγόρευσης που επιβλήθηκε στην Εταιρία (από τον Ιανουάριο του 1941 ως τον Ιούνιο του 1943). Προκειμένου να ληφθεί φροντίδα για πράγματα που τότε φαίνονταν να είναι βάσιμες ανάγκες, το γραφείο τμήματος της Εταιρίας αναμείχτηκε άμεσα σε ποικίλες εμπορικές δραστηριότητες. Έτσι έγινε ένα μεγάλο λάθος. Είχαν πριονιστήρια, 20 και πλέον «αγροκτήματα της Βασιλείας», μια τεχνική εταιρία, ένα αρτοποιείο και διάφορες άλλες επιχειρήσεις. Δυο εμπορικά τυπογραφεία παρείχαν την κάλυψη που χρειαζόταν για να συνεχιστεί η παραγωγή των εντύπων της Εταιρίας στη διάρκεια της απαγόρευσης. Αλλά μερικές από τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες τους έκαναν να αναμειχτούν σε παραβιάσεις της Χριστιανικής ουδετερότητας, με την πρόφαση ότι η εργασία γινόταν για την εξεύρεση χρημάτων και την υποστήριξη των σκαπανέων κατά την απαγόρευση. Όμως, μερικών η συνείδηση ενοχλήθηκε έντονα. Μολονότι η πλειονότητα παρέμεινε στην οργάνωση, επικράτησε μια γενική στασιμότητα στο έργο διακήρυξης της Βασιλείας. Τι εμπόδιζε την ευλογία του Ιεχωβά;
Όταν άρθηκε η απαγόρευση για το έργο, τον Ιούνιο του 1943, οι αδελφοί που ήταν τότε στο γραφείο τμήματος έκριναν ότι έπρεπε να απαλλαγούν από αυτές τις επιχειρήσεις για να συγκεντρωθούν στο σπουδαιότατο κήρυγμα της Βασιλείας. Μέσα σε τρία χρόνια αυτό έγινε, και η οικογένεια Μπέθελ ελαττώθηκε ώσπου έφτασε σε κανονικό μέγεθος. Αλλά ήταν ακόμα αναγκαίο να διευκρινιστούν τα πράγματα και να αποκατασταθεί έτσι η πλήρης εμπιστοσύνη στην οργάνωση.
Ο Νάθαν Ο. Νορ, ο πρόεδρος της Εταιρίας, και ο γραμματέας του Μ. Τζ. Χένσελ επισκέφτηκαν την Αυστραλία, το 1947, ειδικά για να χειριστούν αυτή την κατάσταση. Αναφερόμενη στο θέμα, η Σκοπιά 1 Ιουνίου 1947 (στην αγγλική) είπε για την εμπορική δραστηριότητα που είχε αναπτυχτεί: «Δεν επρόκειτο για μια συνηθισμένη κοσμική εργασία που έκαναν οι αδελφοί για να βγάζουν τα προς το ζην, αλλά για το γεγονός ότι το γραφείο Τμήματος της Εταιρίας είχε στην κατοχή του διάφορα είδη βιομηχανιών και καλούσε ευαγγελιζομένους από όλα τα μέρη της χώρας, ειδικά σκαπανείς, για να εργαστούν σε αυτές τις βιομηχανίες αντί να κηρύττουν το ευαγγέλιο». Αυτό είχε οδηγήσει ακόμα και σε έμμεση ανάμειξη στην πολεμική προσπάθεια. Στις συνελεύσεις στην πρωτεύουσα της κάθε πολιτείας, ο αδελφός Νορ μίλησε ξεκάθαρα στους αδελφούς για την κατάσταση. Σε κάθε συνέλευση υιοθετήθηκε μια απόφαση με την οποία οι Αυστραλοί αδελφοί αναγνώριζαν το σφάλμα τους και ζητούσαν το έλεος και τη συγχώρηση του Ιεχωβά μέσω του Ιησού Χριστού. Άρα λοιπόν, έχει απαιτηθεί επαγρύπνηση και έχουν αντιμετωπιστεί δοκιμασίες προκειμένου να συνεχίσει η οργάνωση να είναι αφοσιωμένη αποκλειστικά στη διάδοση του αγγέλματος της Βασιλείας του Θεού.
Όταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ανασκοπούν τη σύγχρονη ιστορία τους, βλέπουν αποδείξεις για το ότι ο Ιεχωβά καθαρίζει πραγματικά το λαό του. (Μαλ. 3:1-3) Εσφαλμένες αντιλήψεις, πεποιθήσεις και συνήθειες έχουν σταδιακά απομακρυνθεί, και όποιοι προτιμούν να εμμένουν σε αυτές φεύγουν μαζί τους. Εκείνοι που μένουν δεν είναι άνθρωποι πρόθυμοι να συμβιβάσουν τη Βιβλική αλήθεια προκειμένου να ταιριάζει με την ανθρώπινη φιλοσοφία. Δεν είναι οπαδοί ανθρώπων αλλά αφοσιωμένοι δούλοι του Ιεχωβά Θεού. Ακολουθούν με χαρά την κατεύθυνση της οργάνωσης επειδή βλέπουν αλάνθαστες αποδείξεις για το ότι αυτή ανήκει στον Ιεχωβά. Τους φέρνει ευφροσύνη το αυξανόμενο φως της αλήθειας. (Παρ. 4:18) Ο καθένας προσωπικά το θεωρεί μεγαλειώδες προνόμιο να είναι ενεργός Μάρτυρας του Ιεχωβά, διαγγελέας της Βασιλείας του Θεού.
-
-
Δοκιμασίες και Κοσκίνισμα από ΜέσαΟι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
-
-
[Εικόνες στη σελίδα 639]
Όταν δόθηκε περισσότερη έμφαση στην υπηρεσία αγρού, πολλοί αποχώρησαν· άλλοι εκδήλωσαν αυξημένο ζήλο
«Σκοπιά» 15 Αυγούστου 1922
«Σκοπιά» 1 Απριλίου 1928
«Σκοπιά» 15 Ιουνίου 1927
[Εικόνα στη σελίδα 640]
Καθώς η θεοκρατική οργάνωση ερχόταν στο προσκήνιο, εκείνοι που επιδίωκαν προσωπική προβολή κοσκινίστηκαν και έπεσαν
-