ΑΥΛΟΣ
Μουσικό όργανο που ανήκει στα ξύλινα πνευστά. Παρότι υπάρχει κάποια διαφωνία όσον αφορά το ποιο σύγχρονο όργανο αντιστοιχεί στη λέξη χαλίλ του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου και στην ισοδύναμη λέξη αὐλός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, πολλές σύγχρονες μεταφράσεις χρησιμοποιούν την απόδοση «αυλός», σε αρμονία με τον ορισμό που δίνουν οι λεξικογράφοι. (1Σα 10:5· 1Κο 14:7, AT, JB, ΜΝΚ, ΒΑΜ, ΛΧ) Η ρίζα της εβραϊκής από την οποία πιστεύεται ότι παράγεται η λέξη χαλίλ σημαίνει «διατρυπώ» (Ησ 51:9· 53:5), μπορεί δε να αναφέρεται στην κατασκευή ενός απλού αυλού, κατά την οποία αφαιρείται το εσωτερικό από ένα κομμάτι καλάμι, ή ακόμη και από κόκαλο ή ελεφαντόδοντο, και στη συνέχεια ανοίγονται σε αυτό τρύπες σε κατάλληλα διαστήματα. Αιγυπτιακά εγχάρακτα σχέδια φανερώνουν ότι σε εκείνη τη χώρα υπήρχαν πολλά είδη αυλών. Ένα είδος το κρατούσαν λοξά, και το στόμα εφάρμοζε στο πλάι του οργάνου. Είχαν εφεύρει επίσης έναν διπλό αυλό, στον οποίο το στόμα εφάρμοζε στην άκρη των δύο σωλήνων.
Η λέξη αὐλός του ελληνικού κειμένου φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν επίσης ως γενικός προσδιορισμός για δύο ειδών όργανα: αυτά που είχαν γλωττίδα στο επιστόμιο, καθώς και τις απλές φλογέρες. Και η λέξη χαλίλ ίσως κατέληξε να προσδιορίζει γενικά όλα τα ξύλινα πνευστά, αλλά στη νεοεβραϊκή εφαρμόζεται αποκλειστικά στο φλάουτο, σύμφωνα δε με την παραδοσιακή Ιουδαϊκή άποψη, η λέξη χαλίλ της Γραφής σήμαινε αυτό το είδος αυλού.
Ο αυλός ήταν από τα πιο δημοφιλή μουσικά όργανα και τον χρησιμοποιούσαν σε χαρωπές περιστάσεις, όπως σε συμπόσια και γάμους (Ησ 5:12· 30:29· 1Βα 1:40), το δε έθιμο αυτό το μιμούνταν τα παιδιά στους δημόσιους χώρους. (Ματ 11:16, 17) Ωστόσο, έπαιζαν αυλό και σε στιγμές λύπης. Πολλές φορές, οι επαγγελματίες θρηνωδοί συνοδεύονταν από αυλητές που έπαιζαν πένθιμους σκοπούς.—Ματ 9:23, 24.