-
ΕπίσκοποςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Παρόμοια, η λέξη ἐπίσκοπος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι συγγενική του ρήματος ἐπισκοπέω, που σημαίνει «προσέχω» (Εβρ 12:15), και του ουσιαστικού ἐπισκοπή, που σημαίνει «επιθεώρηση» (Λου 19:44· 1Πε 2:12), «επίσκοπος» (1Τι 3:1) ή «θέση επισκοπής» (Πρ 1:20). Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα αποδίδει την εβραϊκή λέξη πακίδ τέσσερις φορές ως ἐπίσκοπος. (Κρ 9:28· Νε 11:9, 14, 22) Συνεπώς, επίσκοπος ήταν αυτός που έδινε προσοχή σε ορισμένα ζητήματα ή άτομα, επισκεπτόμενος, επιθεωρώντας και αναθέτοντας διορισμούς. Η προστατευτική επίβλεψη είναι μια βασική έννοια που εμπεριέχεται στη λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου.
-
-
ΕπίσκοποςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Οι Χριστιανοί «επίσκοποι» αντιστοιχούν με εκείνους που αναγνωρίζονται ως «πρεσβύτεροι» στην εκκλησία. Το ότι και οι δύο αυτοί όροι προσδιορίζουν τον ίδιο ρόλο στην εκκλησία φαίνεται από την περίπτωση όπου ο Παύλος κάλεσε «τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας» της Εφέσου στη Μίλητο για να τον συναντήσουν εκεί. Δίνοντας προτροπές σε εκείνους τους «πρεσβυτέρους», δηλώνει: «Προσέχετε τους εαυτούς σας και όλο το ποίμνιο, μέσα στο οποίο το άγιο πνεύμα σάς διόρισε επισκόπους, για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Θεού». (Πρ 20:17, 28) Ο απόστολος Παύλος το διευκρινίζει αυτό περαιτέρω γράφοντας στον Τίτο και αναλύοντας το θέμα του διορισμού «πρεσβυτέρων στη μια πόλη μετά την άλλη». Αναφερόμενος σαφώς σε τέτοιου είδους άτομα, χρησιμοποιεί τον όρο «επίσκοπος». (Τιτ 1:5, 7) Κατά συνέπεια, και οι δύο όροι αναφέρονται στον ίδιο ρόλο: ο όρος «πρεσβύτερος» υποδηλώνει τις ώριμες ιδιότητες του ατόμου που έχει αυτόν το διορισμό και ο όρος «επίσκοπος» τα καθήκοντα που συνεπάγεται ο διορισμός.—Βλέπε ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ.
-