-
ΆβυσσοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Σύμφωνα με το Ελληνικό και Αγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Greek and English Lexicon to the New Testament] Λονδίνο, 1845, σ. 2) του Πάρκχερστ, η λέξη ἄβυσσος ως επίθετο σημαίνει «πολύ ή εξαιρετικά βαθύς». Σύμφωνα με το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ (Εκδόσεις «Ι. Σιδέρης», 1921, Τόμ. 1, σ. 7), σημαίνει επίσης «απύθμενος, αχανής».
-
-
ΆβυσσοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Αναφορικά με την έννοια «απύθμενος» της πρωτότυπης λέξης ως χαρακτηριστικό “της αβύσσου”, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί η δήλωση στην Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας και της Ηθικής ([Encyclopædia of Religion and Ethics] 1913, Τόμ. 1, σ. 54) του Χάστινγκς, η οποία σχολιάζει τα εδάφια Ρωμαίους 10:6, 7 ως εξής: «Η φρασεολογία του Αγίου Παύλου μεταδίδει την εντύπωση της απεραντοσύνης αυτού του βασιλείου, η οποία απεραντοσύνη καθιστά μάταιη κάθε απόπειρα εξερεύνησής του». Ο Παύλος αντιπαραβάλλει το πόσο απρόσιτος είναι ο «ουρανός» και η «άβυσσος» με το πόσο προσιτή είναι η δικαιοσύνη μέσω πίστης. Η χρήση της συγγενικής λέξης βάθος από τον Παύλο στο εδάφιο Ρωμαίους 11:33 το καταδεικνύει αυτό: «Ω! βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσης του Θεού! Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι κρίσεις του και ανεξιχνίαστες οι οδοί του!» (Βλέπε επίσης 1Κο 2:10· Εφ 3:18, 19.) Έτσι λοιπόν, σε αρμονία με τα εδάφια Ρωμαίους 10:6, 7, ο τόπος που αντιπροσωπεύεται από την «άβυσσο» προφανώς υπονοεί επίσης κάτι απρόσιτο για οποιονδήποτε άλλον εκτός του Θεού ή του διορισμένου αγγέλου του που έχει «το κλειδί της αβύσσου». (Απ 20:1) Το Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, του Δημητράκου (Τόμ. 1, σ. 11), δίνει ως μία από τις έννοιες της λέξης ἄβυσσος «το άπειρον κενόν».
-