ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • Τα Θύματα Αντιμέτωπα με τους Παραβάτες
    Ξύπνα!—1991 | Φεβρουάριος 8
    • Τα Θύματα Αντιμέτωπα με τους Παραβάτες

      ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ: Επιτροπή Θυμάτων που Πλήγηκαν από Άτομα που Οδηγούσαν σε Κατάσταση Μέθης, στην κομητεία του Τζένεσι, στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Η σκηνή: Έξι άτομα, που τα ενώνει το πένθος, κρατούν φωτογραφίες των αγαπημένων τους και συμμετέχουν σε μια οδυνηρή προσπάθεια να ασκήσουν επίδραση πάνω σε παραβάτες που καταδικάστηκαν για οδήγηση σε κατάσταση μέθης.

      Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα από τις παρατηρήσεις τους, που το Ξύπνα! παρουσιάζει σε συνεπτυγμένη μορφή.

      Τα Θύματα

      Ένας πατέρας: «Αυτός είναι ο γιος μας, ο Έρικ. Ήταν εξαιρετικός γιος, γεμάτος χιούμορ, γεμάτος χαμόγελο. Τώρα εγώ είμαι ένας θλιμμένος πατέρας που πενθεί για το 17χρονο γιο του. Μέσα σε μια στιγμή, χάθηκαν τα όνειρά μας, οι ελπίδες μας για το μέλλον, η αγάπη μας—τα σκότωσε ένας μεθυσμένος οδηγός.

      »Πηγαίνω με τη σύζυγό μου στο κοιμητήριο. Είναι το μόνο που μας έχει απομείνει να κάνουμε. Διαβάζουμε τα λόγια του Έρικ που είναι σκαλισμένα στην ταφόπετρα: ‘Η απουσία σας θα μου πονέσει την καρδιά, αλλά και χώρια ακόμη, ελπίζω να ’μαστε κοντά· κι αν όχι, θάν’ το δάκρυ μου πικρό, γιατί αντίο εγώ ποτέ δεν θέλησα να πω’. Ούτε κι εμείς θέλουμε να πούμε αντίο».

      Μια νεαρή χήρα: «Αυτή είναι η οικογένειά μου. Ένας 22χρονος άντρας έφυγε από μια δεξίωση γάμου, επιμένοντας ότι δεν ένιωθε μεθυσμένος. Οδηγώντας το ημιφορτηγό του με μεγάλη ταχύτητα σ’ ένα σκοτεινό, άγνωστο δρόμο, πλησίασε μια προειδοποιητική πινακίδα και την αγνόησε, κι έπειτα πέρασε μια πινακίδα στοπ χωρίς να σταματήσει, και έπεσε πάνω μας. Το πρώτο που θυμάμαι έπειτα απ’ αυτό είναι ότι ξύπνησα με μια επώδυνη πίεση στο στήθος μου. Κάνοντας αγώνα για να ανοίξω τα μάτια μου, κατάφερα για λίγο να δω το σύζυγό μου που ήταν πεσμένος πάνω στο τιμόνι. Άκουσα το μωρό μου να κλαίει. Θυμάμαι ότι ρώτησα, ‘Τι συνέβη;’

      »Κανένας δεν απάντησε. Ο σύζυγός μου, ο Μπιλ, 31 χρονών, ο μεγαλύτερός μου γιος, 6 χρονών, και οι δίδυμοι γιοι μου, 4 χρονών, ήταν νεκροί. Η μόνη ελπίδα που μου απέμενε ήταν το μικρό μου κοριτσάκι, εννέα μηνών, που χρειάστηκε να μπει στο νοσοκομείο με βαρύ εγκεφαλικό τραύμα.

      »Ενώ ήμουν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ένα μελαγχολικό πρωινό μιας βροχερής Τετάρτης, έγινε η κηδεία του άντρα μου και των τριών αγοριών μου. Σκεφτόμουν τα τέσσερα φέρετρα, τα τέσσερα κομματιασμένα σώματα, τα τέσσερα πρόσωπα που ποτέ μου δεν θα τα έβλεπα, δεν θα τα άκουγα, δεν θα τα άγγιζα ξανά. Με τι κουράγιο να συνεχίσω;

      »Η κορούλα μου κι εγώ αναγκαστήκαμε να αρχίσουμε μια καινούρια ζωή. Πούλησα το σπίτι μου, γιατί μου ήταν αδύνατον να ζω με τις αναμνήσεις. Μου είναι δύσκολο να δεχτώ το γεγονός ότι ο σύζυγός μου και τα τρία όμορφα αγόρια μου βρίσκονται στο νεκροταφείο. Όλη η φροντίδα, η ανησυχία, η αγάπη δεν στάθηκαν ικανές να τα προστατέψουν. Δεν γίνεται να εκφράσω με λόγια τον πόνο, την απελπισία και το κενό που νιώθω. Έζησαν τόσο λίγο.

      »Το άτομο που πήρε τη ζωή της οικογένειάς μου δεν ήταν πωρωμένος εγκληματίας ούτε αλκοολικός ούτε κατ’ εξακολούθηση παραβάτης—ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος που βγήκε για να απολαύσει μια βραδιά κοινωνικής συναναστροφής. Πληρώνω αυτό το φριχτό τίμημα επειδή κάποιος αποφάσισε να πιει και μετά να οδηγήσει. Εύχομαι αυτό ποτέ να μη συμβεί σ’ εσάς ή σε κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο».

      Μια μητέρα: «Την κόρη μου τη λένε Ρόντα Λιν. Θα αποφοιτούσε από το γυμνάσιο στις 21 Ιουνίου. Στις 10 Ιουνίου έκανε το τελευταίο της μάθημα για να πάρει άδεια οδήγησης. Εκείνη τη μέρα, δυο άτομα, έπειτα από γλέντι και πολύ πιοτό, πήραν την ανεύθυνη απόφαση να οδηγήσουν. Μέσα σε μια στιγμή, έκαναν τη μέρα εκείνη να είναι η τελευταία μέρα της ζωής της Ρόντα, καθώς και του δασκάλου οδήγησης και δυο συμμαθητριών της.

      »Εκείνο το απόγευμα δέχτηκα ένα τηλεφώνημα που με πληροφορούσε ότι η Ρόντα είχε κάποιο δυστύχημα. Η μόνη μου σκέψη ήταν να βρεθώ κοντά της. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, μου είπαν να μην μπω μέσα να δω τη Ρόντα. Αλλά ήθελα να βεβαιωθώ. Επέμεινα να τραβήξουν το σεντόνι. Το πρόσωπό της ήταν πολύ πρησμένο και γεμάτο χαρακιές. Έμεινα να κοιτάζω τα όμορφά της μάτια και να αγγίζω το χέρι της, αλλά δεν μπορούσα να κάνω το συνθλιμμένο σώμα της καλά. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να στρώνω τα όμορφα μαλλιά της. Καμιά αντίδραση. Ήταν νεκρή.

      »Είχα το θλιβερό καθήκον να πω στον πατέρα της και στα αδέλφια της ότι ήταν νεκρή. Τώρα οι μέρες μας δεν είναι πια οι ίδιες, εξαιτίας του φοβερού κενού. Ας μπορούσαμε μόνο να την αγκαλιάσουμε, να την κρατήσουμε στα χέρια μας άλλη μια φορά. Η ζωή ποτέ ξανά δεν θα είναι όπως πριν. Το μόνο που μας απέμεινε είναι οι αναμνήσεις».

  • Τα Θύματα Αντιμέτωπα με τους Παραβάτες
    Ξύπνα!—1991 | Φεβρουάριος 8
    • Η Επιτροπή Ολοκληρώνει

      Η Πατρίσια Τζόνστον, συντονίστρια αυτής της επιτροπής θυμάτων, ολοκλήρωσε με την προσωπική της τραγική εμπειρία από τη μοιραία σύγκρουση που είχε ο αλκοολικός πατέρας της. Είπε: «Αν μπορούσα να βάλω σε μπουκάλι τη θλίψη που προξενεί το αλκοόλ και να την κάνω ‘ένα ποτηράκι για το δρόμο’, ποτέ ξανά δεν θα παρουσιαζόταν ανάγκη για άλλο πρόγραμμα σαν αυτό εδώ!»

Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
Αποσύνδεση
Σύνδεση
  • Ελληνική
  • Κοινή Χρήση
  • Προτιμήσεις
  • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
  • Όροι Χρήσης
  • Πολιτική Απορρήτου
  • Ρυθμίσεις Απορρήτου
  • JW.ORG
  • Σύνδεση
Κοινή Χρήση