Αν και Πρόσφυγες, Είναι Ευτυχισμένοι που Υπηρετούν τον Θεό
ΠΟΛΕΜΟΙ, πείνα, καταστροφές και αναταραχές. Για μερικούς ανθρώπους αυτά είναι απλώς οι επικεφαλίδες των ειδήσεων. Για πολλούς άλλους είναι μέρος της καθημερινής τους ζωής. Εφόσον αποτελούν μια παγκόσμια κοινωνία Χριστιανών, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά γνωρίζουν καλά ότι, οποτεδήποτε ξεσπάει κάποιος πόλεμος ή πλήττει κάποια καταστροφή, ένα μέρος της διεθνούς αδελφότητάς τους μπορεί να υποφέρει. Μάλιστα, όταν οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να φύγουν για να σώσουν τη ζωή τους, οι αδελφοί μας μπορεί να αναγκαστούν να κάνουν το ίδιο.
Επί χρόνια οι Μάρτυρες σε αρκετές αφρικανικές χώρες είναι αναγκασμένοι να υπομένουν τέτοιες εμπειρίες. Πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να μαζέψουν ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν και να ζητήσουν καταφύγιο κάπου αλλού. Αν και μερικοί είχαν κάποιο μεταφορικό μέσο, ίσως ένα ποδήλατο, οι περισσότεροι ήταν αναγκασμένοι να περπατήσουν και να περπατήσουν και να περπατήσουν—επί ημέρες, ακόμη και εβδομάδες—για να φτάσουν στον προορισμό τους.
Ένας τέτοιος προορισμός ήταν μια μικρή κωμόπολη που ονομάζεται Μπόκι, στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία. Στα χρόνια που πέρασαν, άντρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι, έχουν συρρεύσει εκεί κατά χιλιάδες. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και αρκετοί Χριστιανοί αδελφοί και αδελφές μας, οι οποίοι συνοδεύονταν από ενδιαφερόμενα άτομα. Φυσικά, οι συγχριστιανοί τους στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπάνγκι, την πρωτεύουσα της Κεντρικής Αφρικανικής Δημοκρατίας, ενδιαφέρονταν πολύ να συναντήσουν αυτούς τους πρόσφυγες για να προσφέρουν βοήθεια. Πέντε φορές, στάλθηκε ένας εκπρόσωπος με χρήματα, τρόφιμα, ρουχισμό και φάρμακα που είχαν προσφέρει γενναιόδωρα οι Μάρτυρες στο Μπάνγκι, το οποίο βρίσκεται περίπου 1.130 χιλιόμετρα μακριά. Αν και εκείνοι που πρόσφεραν αυτή τη γενναιόδωρη βοήθεια είχαν λίγα από οικονομική άποψη, ήταν ευτυχισμένοι που έκαναν ό,τι μπορούσαν.
Προς το Μπόκι
Οι αδελφοί στο γραφείο τμήματος ήθελαν να δουν τι άλλο μπορούσε να γίνει και πώς θα μπορούσαν να βοηθηθούν πνευματικά οι πρόσφυγες. Έτσι, η σύζυγός μου και εγώ ξεκινήσαμε με ένα Λαντ Κρούζερ, όχημα με κίνηση στους τέσσερις τροχούς, συνοδευόμενοι από τον Σινφοριέν, έναν ειδικό σκαπανέα, και τη σύζυγό του. Ο Σινφοριέν ήξερε καλά το δρόμο, και επίσης μιλάει ζάντε, τη γλώσσα που μιλούν οι πρόσφυγες που βρίσκονται στο Μπόκι. Χρειαστήκαμε τέσσερις δύσκολες ημέρες για να φτάσουμε εκεί.
Διανύσαμε τα τελευταία 400 χιλιόμετρα μέσα από μια όμορφη περιοχή όπου η ύπαιθρος ήταν γεμάτη λόφους και τεράστια δέντρα μπαομπάμπ. Εδώ και εκεί περνούσαμε διάφορα χωριουδάκια. Σε αυτό το κομμάτι του δρόμου, η σύζυγός μου μέτρησε ακριβώς 50 γέφυρες—πολλές από αυτές βρίσκονταν σε πολύ κακή κατάσταση, και μερικές ήταν αδιάβατες. Επισκευάζαμε μερικές γέφυρες με πασσάλους και χαλασμένα δοκάρια, χρησιμοποιούσαμε το βίντσι του αυτοκινήτου μας, προσευχόμασταν και προχωρούσαμε πολύ προσεκτικά. Όταν υπήρχε κάποιο χωριουδάκι εκεί κοντά, διάφορα μικρά παιδιά έτρεχαν για να βοηθήσουν—αντί κάποιας μικρής αμοιβής. Μας προξενούσε έκπληξη το γεγονός ότι αυτά πάντοτε έβρισκαν ξύλα και σανίδες από τη γέφυρα μέσα στα ψηλά χόρτα και κάτω από τους κοντινούς θάμνους. Αυτό μας έκανε να αναρωτιόμαστε μήπως τα έβγαζαν από τη γέφυρα και τα φύλαγαν εκεί για πελάτες που θα βρίσκονταν σε ανάγκη.
Σε τρεις περιπτώσεις αρνηθήκαμε τη βοήθεια εκείνων των παιδιών, επειδή οι γέφυρες φαίνονταν πολύ επικίνδυνες για να τις περάσουμε. Έτσι, βγαίναμε από το δρόμο, διασχίζαμε το ρυάκι, περνούσαμε πάνω από πέτρες, ανεβαίναμε ξανά στο λόφο και ξαναβρίσκαμε το δρόμο. Πόσο χαιρόμασταν που ήταν η περίοδος της ξηρασίας, διότι διαφορετικά δεν θα υπήρχε άλλος τρόπος για να κάνουμε το ταξίδι, εκτός ίσως με ελικόπτερο!
Πώς θα ήταν το Μπόκι; Αυτό πέρασε πολλές φορές από το μυαλό μας ενώ οδηγούσαμε σε αυτή την ατέλειωτη «πίστα», μια λέξη γαλλικής προέλευσης που χρησιμοποιείται στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία για ένα δρόμο ή μονοπάτι από άμμο, πέτρες και μπάζα—και χιλιάδες λακκούβες.
Την τέταρτη ημέρα, αμέσως μετά το μεσημέρι, ο Σινφοριέν μάς έδειξε μερικές αχυροκαλύβες που περιβάλλονταν από δέντρα παπάγια και χωράφια με κασσάβα. «Βουαλά! Εδώ αρχίζει το Μπόκι», φώναξε. Νιώσαμε μεγάλη έκπληξη με ό,τι είδαμε. «Αυτό είναι το Μπόκι; Πού είναι ο καταυλισμός;» ρωτήσαμε, διότι αυτό που βλέπαμε δεν ήταν καταυλισμός, απλώς σπίτια διασκορπισμένα εδώ και εκεί. Ήταν μικρές αλλά καθαρές καλύβες με αχυροσκεπές. Υπήρχαν επίσης παντού δέντρα και θάμνοι. Οι άνθρωποι καλλιεργούν διάφορα πράγματα δίπλα στα σπίτια τους. Το Μπόκι δεν ήταν το είδος του καταυλισμού που περιμέναμε να δούμε· ήταν ένα μεγάλο χωριό, μήκους περίπου 35 χιλιομέτρων.
Συνάντηση με τους Αδελφούς
Οι αδελφοί στο Μπόκι γνώριζαν ότι θα πηγαίναμε, αν και υπολόγιζαν ότι το ταξίδι μας θα διαρκούσε πέντε ημέρες. Όταν άκουσαν το αυτοκίνητό μας, ήρθαν τρέχοντας. Άντρες, γυναίκες και παιδιά βγήκαν τρέχοντας από τις καλύβες και τις αυλές τους και ήρθαν από τα χωράφια τους για να μας χαιρετήσουν. Όλοι χαμογελούσαν, γελούσαν και μας έσφιγγαν το χέρι, αρκετές φορές αν ήταν δυνατόν. Κρατούσαν τα μωρά τους στην αγκαλιά. Όλοι ήθελαν να χαιρετήσουν, και μας χάρισαν ένα πολύ εγκάρδιο καλωσόρισμα.
Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχαν πολλά που μπορούσαμε να κάνουμε η σύζυγός μου και εγώ εξαιτίας του γλωσσικού φραγμού. Προσπαθήσαμε χρησιμοποιώντας λίγα γαλλικά, λίγα σάνγκο, λίγα αγγλικά, καθώς και αραβικά. Οι περισσότεροι από τους αδελφούς μας μιλούν, διαβάζουν και γράφουν ζάντε. Ο Σινφοριέν έπρεπε να μεταφράζει, εξηγώντας το πρόγραμμα της επίσκεψής μας.
Συνεχίσαμε για λίγα ακόμη χιλιόμετρα και φτάσαμε στην Αίθουσα Βασιλείας. Αυτή ήταν η πρώτη «εκκλησία» που οικοδομήθηκε από πρόσφυγες οποιασδήποτε θρησκείας στο Μπόκι. Εμφανίστηκαν και άλλοι αδελφοί με τα παιδιά τους καθώς και ενδιαφερόμενα άτομα για να μας σφίξουν το χέρι. Ήρθαν επίσης πολλά γειτονόπουλα μαζί με τους αδελφούς για να μας σφίξουν το χέρι.
Οι αδελφοί μας είχαν ετοιμάσει δυο μικρά σπίτια για εμάς, τους επισκέπτες τους. Αυτά ήταν πεντακάθαρα. Κάδοι με καθαρό νερό ήταν έτοιμοι και μας περίμεναν. Εμείς είχαμε φέρει μαζί μας τα τρόφιμα και το πόσιμο νερό που θα χρειαζόμασταν, επειδή περιμέναμε το χειρότερο, και για να μην επιβαρύνουμε τους αδελφούς μας. Καθώς ξεφορτώναμε το αυτοκίνητο, ήρθε ένα κοριτσάκι και ρώτησε πώς θα θέλαμε να φτιάξουν το κοτόπουλο εκείνο το βράδυ, ψητό ή μαγειρευτό με σάλτσα; Ποτέ δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο, και έτσι ρωτήσαμε τι σχεδίαζαν να φάμε μαζί με αυτό. Η απάντηση: κασσάβα, δηλαδή μανιόκα. Έτσι διαλέξαμε να μαγειρευτεί το κοτόπουλο με πικάντικη σάλτσα. Η μεγάλη μας πείνα ικανοποιήθηκε καλά εκείνο το βράδυ. Όμως εκείνοι συνέχισαν να μας ετοιμάζουν φαγητό καθημερινά—μεσημέρι και βράδυ. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε—πρόσφυγες που μας ετοίμαζαν φαγητό και μας φρόντιζαν, παρότι αυτοί οι ίδιοι δεν είχαν πολλά πράγματα.
Μια Ευτυχισμένη Μικρή Εκκλησία
Να που βρισκόμασταν εδώ, σε ένα τόσο απομακρυσμένο μέρος αλλά ανάμεσα σε 21 αδελφούς μας. Μόνο δύο από αυτούς έφτασαν εδώ ήδη βαφτισμένοι. Οι υπόλοιποι ήταν ενδιαφερόμενα άτομα όταν ήρθαν. Αυτοί συνέχισαν να μελετούν, και βαφτίστηκαν μέσα στα τελευταία δύο χρόνια. Τέσσερις ακόμη βαφτίστηκαν σε ένα κοντινό ποτάμι στη διάρκεια της επίσκεψής μας.
Ένα ξεχωριστό παράδειγμα είναι ο Φαουστίνο. Προτού έρθει στο Μπόκι, αυτός έμαθε τις βασικές Βιβλικές αλήθειες από ένα φίλο του. Ο Φαουστίνο εκτιμούσε αυτά που μάθαινε. Σύντομα εκείνος και ο φίλος του άρχισαν να κηρύττουν σε άλλους, αλλά αντιμετώπισαν εναντίωση και φυλακίστηκαν επειδή «ξεσήκωναν τον πληθυσμό» με τη θρησκεία τους. Ενώ βρίσκονταν στη φυλακή, ο φίλος του Φαουστίνο ενέδωσε στο φόβο και απελευθερώθηκε. Δυο μήνες αργότερα ο Φαουστίνο δικάστηκε. Ωστόσο, ήταν ολοφάνερο ότι οι κατηγορίες που τον βάρυναν ήταν αβάσιμες, και έτσι τον απελευθέρωσαν. Όταν ο πόλεμος έφτασε στην περιοχή του, ο Φαουστίνο κατέφυγε στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, όπου συνάντησε τους αδελφούς και ξανάρχισε τη Γραφική του μελέτη. Αυτός βαφτίστηκε τον Ιούλιο του 1991, και το 1992 ανέλαβε την ολοχρόνια διακονία ως τακτικός σκαπανέας.
Η ευτυχισμένη και φιλική μικρή εκκλησία στο Μπόκι αποτελείται τώρα από έναν ειδικό σκαπανέα και 21 ευαγγελιζομένους. Δύο αγγλόφωνοι αδελφοί υπηρετούν ως πρεσβύτεροι και είναι σε θέση να διατηρούν καλή επικοινωνία με το γραφείο τμήματος στο Μπάνγκι. Περιμέναμε ότι οι πρόσφυγες αδελφοί μας θα ήταν σε απαίσια, απελπιστική κατάσταση, αλλά δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Μολονότι ήταν φτωχοί από υλική άποψη, κανένας τους δεν παραπονιόταν ούτε ανησυχούσε ούτε γόγγυζε. Αφότου έφτασαν, οι αδελφοί κατασκεύασαν τις καλύβες και τα σπίτια τους και άρχισαν να καλλιεργούν τη γη και να εκτρέφουν κοτόπουλα. Έχουν λιγότερα από όσα είχαν προηγουμένως, αλλά είναι ζωντανοί και βρίσκονται μαζί με συγχριστιανούς τους.
Εφόσον υπάρχουν από 17.000 ως 20.000 πρόσφυγες στο Μπόκι, και κάθε μήνα έρχονται και άλλοι, οι αδελφοί μας έχουν μεγάλο αγρό για τη διακονία τους. Πήγαμε μαζί τους για κήρυγμα, πράγμα που όντως ήταν πολύ ενδιαφέρον. Εκείνοι συνήθως χρησιμοποιούν την Αγία Γραφή στη ζάντε, και αυτή η μετάφραση περιέχει το όνομα του Θεού στις Εβραϊκές Γραφές, καθώς και σε αρκετά σημεία στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Για αυτούς τους ανθρώπους, ο Θεός δεν είναι απλώς «Μπόλι» («Θεός» στη ζάντε) αλλά «Γιεκόουβα», όπως προφέρουν το προσωπικό όνομα του Θεού. Η έκφραση «Μπόλι Γιεκόουβα» είναι συνηθισμένη. Οι Προτεσταντικές μεταφράσεις σε πολλές άλλες αφρικανικές γλώσσες δεν ακολουθούν αυτή τη σωστή απόδοση· απεναντίας, αντικαθιστούν το «Ιεχωβά» με το «Νζάπα», το «Νζάμπε» ή άλλα αφρικανικά ονόματα που σημαίνουν Θεός.
Σε επαλήθευση της προφητείας του Ιησού, τα καλά νέα της Βασιλείας κηρύττονται σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στο Μπόκι. (Ματθαίος 24:14) Η εκκλησία είναι τώρα καλά εφοδιασμένη με Άγιες Γραφές, βιβλία, περιοδικά, βιβλιάρια και φυλλάδια σε όλες τις γλώσσες που χρειάζεται. Ίσως στο μέλλον να είναι διαθέσιμα περισσότερα έντυπα στη γλώσσα ζάντε.
Σε Αναμονή Ενός Μόνιμου Σπιτιού
Το πρώτο βράδυ, προβάλαμε τα σλάιντς της Εταιρίας με τίτλο «Ευτυχισμένοι Παρευρισκόμενοι στις Συνελεύσεις της Ανατολικής Ευρώπης Αινούν τον Ιεχωβά». Το επόμενο βράδυ το πρόγραμμα είχε τον τίτλο «Φέρνοντας Πολλούς στη Δικαιοσύνη στον Καιρό του Τέλους». Η προβολή έγινε έξω, δίπλα στην Αίθουσα Βασιλείας, κάτω από τον ανέφελο ουρανό και το ασημένιο φεγγάρι. Τι ατμόσφαιρα! Εκατοντάδες άνθρωποι ήρθαν για να παρακολουθήσουν αυτές τις προβολές, και οι αδελφοί μας ήταν ευτυχισμένοι και υπερήφανοι που μπορούσαν να παρουσιάσουν κάτι το ιδιαίτερο στον πληθυσμό.
Όταν έφτασε η Δευτέρα, ετοιμαστήκαμε για το ταξίδι της επιστροφής. Θα ήταν άλλο ένα τετραήμερο ταξίδι μέσα από τους ίδιους δρόμους και πάνω από τις ίδιες 50 γέφυρες. Μια αδελφή επέμεινε να ετοιμάσει φαγητό για το ταξίδι—δύο ακόμη κοτόπουλα, που ήταν ήδη ψημένα και καρυκευμένα με σκόρδο. Αυτά μύριζαν τόσο ωραία τις πρωινές ώρες καθώς ταξιδεύαμε με το Λαντ Κρούζερ. Το μεσημέρι σταματήσαμε στο δάσος για να απολαύσουμε το ψητό κοτόπουλο ενώ σκεφτόμασταν τους αδελφούς μας στο Μπόκι. Αν και αναγκασμένοι να είναι πρόσφυγες, αυτοί συνεχίζουν να υπηρετούν πιστά τον Ιεχωβά, αναμένοντας ένα μόνιμο σπίτι ειρήνης στην υποσχεμένη νέα γη του Θεού. (2 Πέτρου 3:13)—Από Συνεργάτη.