ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • Γιατί Διαψεύστηκαν οι Υψηλές Προσδοκίες
    Ο Παράδεισος Αποκαθίσταται για την Ανθρωπότητα—Μέσω της Θεοκρατίας!
    • Κεφάλαιο 2

      Γιατί Διαψεύστηκαν οι Υψηλές Προσδοκίες

      1. Από πού ζούμε όλοι μας, αλλά ποια απογοητευτική κατάσταση θα μπορούσε να προκύψει σε σχέση με αυτό;

      ΟΛΟΙ μας ζούμε από τη γη. Όλοι εξαρτόμαστε από αυτά που φυτρώνουν στη γη. Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι ήμασταν όλοι κηπουροί ή γεωργοί. Πώς θα σας φαινόταν αν σπέρνατε πολύ σπόρο και αναμένατε μεγάλη απόδοση, αλλά είχατε πολύ μικρή συγκομιδή; Κλαδεύατε και καλλιεργούσατε τα αμπέλια σας, αλλά παίρνατε λίγο καρπό. Φυτεύατε και φροντίζατε το λινάρι σας, αλλά η σοδειά που σας απέφερε για να φτιάξετε λινό ύφασμα για ρούχα ήταν μικρή. Τα ελαιόδεντρά σας είχαν όση φροντίδα χρειάζονταν, αλλά οι ελιές που σας έδιναν αυτά για να τις στείλετε στο ελαιοτριβείο για λάδι ήταν λίγες. Πηγαίνατε στην αποθήκη σας και θέλατε να πάρετε είκοσι μέτρα σιτάρι, αλλά διαπιστώνατε ότι είχατε μόνο δέκα εκεί. Πηγαίνατε στο πατητήρι σας μετά το πάτημα όλων των σταφυλιών που είχατε, και χρειαζόσασταν πενήντα μέτρα για τους καλεσμένους σας ή για να τα πουλήσετε, αλλά ορίστε! δεν μπορούσατε να βγάλετε παρά μόνο είκοσι μέτρα. Υποθέστε ότι αυτό συνεχιζόταν χρόνια ολόκληρα! Τι θα σκεφτόσασταν;

      2. Ποιες άλλες άσχημες γεωργικές, καθώς και κοινωνικές, συνθήκες θα μπορούσαν να υπάρχουν, και πού θα έπρεπε να αναζητήσουμε την ευθύνη για όλα αυτά;

      2 Ίσως αρχίζατε να κατηγορείτε την παρατεταμένη ξηρασία. Στην περίοδο της ανομβρίας, δεν έπεφτε ούτε πάχνη για να υγράνει το έδαφος και να σώσει τη βλάστηση. Η γη είχε ξεραθεί. Εκτός αυτού, τα σπαρτά είχαν πληγεί από μυκητίαση. Επιπλέον, το χαλάζι είχε ρίξει κάτω τους καρπούς των δέντρων και είχε ισοπεδώσει τη βλάστηση. Αν πάλι προσπαθούσατε να βρείτε μια εργασία άσχετη με τη γη ώστε να κερδίσετε λίγα παραπάνω χρήματα για να καλύψετε τις ανάγκες σας, είτε δεν υπήρχαν διαθέσιμες εργασίες είτε οι αμοιβές ήταν πολύ χαμηλές. Σαν να μην έφταναν αυτά, μεγάλη αναστάτωση χαρακτήριζε τις κοινωνικές συνθήκες και δεν υπήρχε ειρήνη για τους ανθρώπους του τόπου. Ναι, θα φαινόταν λογικό να δει κανείς την κατάσταση από φυσική, υλιστική σκοπιά και να αρχίσει να κατηγορεί τον καιρό και την έλλειψη ασφάλειας. Μάλιστα, ακόμη και τον καιρό! Αλλά τι είναι αυτό που ελέγχει τον καιρό; Ποιος είναι υπεύθυνος για τον καιρό; Θα μπορούσε να κρύβεται εκεί η πραγματική αιτία για την αποτυχία στις σοδειές; Αν ναι, γιατί;

      3. Μήπως είναι απλώς φανταστική η περίπτωση που μόλις παρουσιάσαμε, και γιατί μπορούμε εμείς σήμερα να αντλήσουμε ένα μάθημα από το μακρινό παρελθόν;

      3 Φαινομενικά, τώρα απλώς φανταζόμαστε μια περίπτωση που θα ήταν καταστροφική για μια αγροτική κοινωνία. Αλλά στην πραγματικότητα παρουσιάζουμε τα στοιχεία μιας αληθινής περίπτωσης που υπήρξε ιστορικό γεγονός. Αυτή καταγράφηκε για έναν ειδικό λόγο στην ιερή ιστορία, για να αποτελέσει ένα χρήσιμο, πρακτικό μάθημα για εμάς σήμερα που έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση πολύ χειρότερη από εκείνη που υπήρχε τότε στην περίπτωση του παραδείγματος. (Αγγαίος 1:​6, 9-11· 2:​15-17· Ζαχαρίας 8:​9, 10, 13) Το μάθημα δεν είναι ξεπερασμένο για εμάς που ζούμε σε αυτή την «προηγμένη εποχή», απλώς και μόνο επειδή εκείνη η περίπτωση έλαβε χώρα πριν από δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια περίπου. Οι αρχές, δηλαδή οι κανόνες που διέπουν τις υποθέσεις των εθνών καθώς και ο νόμος της αιτίας και του αποτελέσματος, δεν αλλάζουν.

      4. Αν και οι άνθρωποι εκείνης της περίπτωσης έχουν τώρα παρέλθει προ πολλού, ποιος παραμένει, και επομένως τι θα πρέπει να προσπαθήσουμε να μάθουμε και να εφαρμόσουμε;

      4 Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι, αν και εκείνοι οι άνθρωποι που περιλαμβάνονταν τότε έχουν προ πολλού παρέλθει από την παγκόσμια σκηνή, ο Αθάνατος Θεοκράτης, ο Δημιουργός που ελέγχει τον καιρό, είναι ακόμη εδώ για να ζητήσει ευθύνες ως εκείνος που θα αποκαταστήσει τον Παράδεισο για την ανθρωπότητα. Αυτός δεν αλλάζει ως προς τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται με τα ανθρώπινα πλάσματά του. Δεν είναι δυνατόν να τον αγνοήσουμε χωρίς να υποστούμε δυσάρεστες συνέπειες. Είναι σοφό, λοιπόν, να εξετάσουμε με ευδίδακτη διανοητική διάθεση αυτή την αληθινή περίπτωση και να εφαρμόσουμε στον εαυτό μας το ωφέλιμο μάθημα που μπορεί να εξαχθεί.

      ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΕΤΟΣ 520/519 ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΜΑΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ

      5. Πότε και από ποιον κυριεύτηκε η αρχαία Βαβυλώνα, και ποιες εξελίξεις οδήγησαν στο να κατοικηθεί ξανά η Ιερουσαλήμ;

      5 Η ιστορία μας διαδραματίζεται πίσω στον έκτο αιώνα πριν από την Κοινή μας Χρονολογία. Εδώ και ογδόντα χρόνια και πλέον, η καταστροφή της ξακουστής πόλης της Ιερουσαλήμ από τις πανίσχυρες δυνάμεις της Βαβυλώνας είναι γεγονός. Ως πανάξια ανταπόδοση, και η ίδια η Βαβυλώνα γνώρισε την ταπείνωση υποκύπτοντας σε έναν κατακτητή, τον Κύρο, και παύοντας να είναι η Τρίτη Παγκόσμια Δύναμη της Βιβλικής ιστορίας. Αυτό συνέβη το κοσμοϊστορικό έτος 539 Π.Κ.Χ. Η Περσική Αυτοκρατορία είναι τώρα η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, η τέταρτη διαδοχικά στη Βιβλική ιστορία. Εντούτοις, η Ελλάδα αρχίζει να ανέρχεται δυναμικά και απειλεί να καταλάβει στον κατάλληλο καιρό την κυρίαρχη θέση στον κόσμο. Μάλιστα μερικά χρόνια νωρίτερα είχε προλεχθεί ότι θα γινόταν η επόμενη στη σειρά παγκόσμια δύναμη. (Δανιήλ, κεφάλαια 7, 8, 11· Ζαχαρίας 9:​13) Η πόλη της Ιερουσαλήμ δεν έγινε ποτέ παγκόσμια δύναμη, αλλά υπήρξε η πόλη όπου συνέβησαν τα πιο βαρυσήμαντα γεγονότα ολόκληρης της ανθρώπινης ιστορίας. Άρχισε να ανοικοδομείται και να κατοικείται ξανά από τους εξορίστους τους οποίους ο Πέρσης κατακτητής, ο Κύρος ο Μέγας, απελευθέρωσε από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα το έτος 537 Π.Κ.Χ.​—⁠Έσδρας 1:​1 ως 3:2.

      6. Πώς διαψεύστηκαν οι υψηλές προσδοκίες των εξορίστων που επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα, και πότε αποφασίστηκε ότι έπρεπε να δοθεί ένα τέλος σε αυτή την κατάσταση, και από ποιον;

      6 Έτσι λοιπόν, η ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ επανιδρύθηκε, και συστάθηκε η επαρχία του Ιούδα ως μια από τις πολλές διοικητικές περιφέρειες της επεκτεινόμενης Περσικής Αυτοκρατορίας. Ένας πρόγονος του Ιησού Χριστού, ο Ζοροβάβελ, ο γιος του Σαλαθιήλ, ήταν ο κυβερνήτης της επαρχίας, και ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσεδέκ, γιου του Σεραΐα, ήταν ο αρχιερέας της εθνικής θρησκείας. Προτού περάσει πολύς καιρός αφότου οι επαναπατρισμένοι εξόριστοι εγκαταστάθηκαν στη χώρα τους και προσπάθησαν να εκπληρώσουν τον πραγματικό σκοπό της επιστροφής τους, συνάντησαν δυσκολίες από τους ειδωλολατρικούς λαούς που συνόρευαν με αυτούς. Το κύριο έργο τους έμεινε στάσιμο και τελικά τέθηκε υπό απαγόρευση από την κεντρική περσική κυβέρνηση. Η ευημερία της επαρχίας του Ιούδα χάθηκε. Οι υψηλές προσδοκίες με τις οποίες έφυγαν οι κάτοικοι του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα διαψεύστηκαν. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε επί δεκαεφτά περίπου χρόνια. Τότε το Κύριο Πρόσωπο που σχετιζόταν με αυτή την καταραμένη, όπως φαινόταν, κατάσταση αποφάσισε ότι έπρεπε να δοθεί ένα τέλος. Αυτός ήταν ο Μεγάλος Θεοκράτης, ο αόρατος Θεός που κυβερνούσε τους κατοίκους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ.

      7, 8. Σε ποιο έτος έγινε αυτή η θεοκρατική παρέμβαση, και από την έγερση τίνος εκπροσώπου του Ιεχωβά σηματοδοτήθηκε αυτό;

      7 Το έτος της θεοκρατικής παρέμβασης στις υποθέσεις του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ είναι σαφώς καθορισμένο. Είναι το έτος κατά το οποίο ο Μεγάλος Θεοκράτης ήγειρε τον ορατό ανθρώπινο εκπρόσωπό του, τον προφήτη που ονομαζόταν Αγγαίος. Αυτός ήταν ένας από τους εξορίστους που είχαν επιστρέψει από τη Βαβυλώνα, αν όχι το 537 Π.Κ.Χ., τότε λίγο αργότερα. Το όνομά του σημαίνει «Γιορταστικός, Γιορτινός»· ή, αν το τελικό «ι» του εβραϊκού ονόματος του Αγγαίου, Χαγγαΐ, είναι σύντμηση του «Γιαχ», τότε το όνομά του σημαίνει «Γιορτή [Χαγγ ] του Γιαχ», όπου η λέξη «Γιαχ» είναι η σύντμηση του ονόματος του Ιεχωβά. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ήδη ηλικιωμένος εκείνον τον καιρό. Για να προσδώσει ιστορική ακρίβεια στις προφητείες του, τις χρονολογεί. Το προφητικό του βιβλίο που φέρει το όνομά του, Αγγαίος, είναι το τρίτο από το τέλος βιβλίο των Δώδεκα Μικρών Προφητών, ή αλλιώς το τρίτο από το τέλος βιβλίο των θεόπνευστων Εβραϊκών Γραφών. Στο εναρκτήριο εδάφιο του βιβλίου του γράφει τα εξής:

      8 «Το δεύτερο έτος του Δαρείου του βασιλιά, τον έκτο μήνα, την πρώτη ημέρα του μήνα, ο λόγος του Ιεχωβά ήρθε μέσω του Αγγαίου του προφήτη στον Ζοροβάβελ, το γιο του Σαλαθιήλ, τον κυβερνήτη του Ιούδα, και στον Ιησού, το γιο του Ιωσεδέκ, τον αρχιερέα, λέγοντας».​—⁠Αγγαίος 1:1.

      9. (α) Πώς διαφοροποιούμε αυτόν τον Δαρείο, το βασιλιά της Περσίας, από τον “Δαρείο τον Μήδο”; (β) Πότε, λοιπόν, άρχισε να προφητεύει ο Αγγαίος;

      9 Αυτός ο Δαρείος ο βασιλιάς είναι διαφορετικός από τον “Δαρείο τον Μήδο” που συμμετείχε με τον Βασιλιά Κύρο τον Πέρση στην ανατροπή της Βαβυλώνας το έτος 539 Π.Κ.Χ., όντας τότε εξήντα δύο χρονών. (Δανιήλ 5:​30, 31· 6:​1-28) Μετά τον Δαρείο τον Μήδο, ο θρόνος της κατακτημένης Βαβυλώνας περιήλθε αποκλειστικά στον Βασιλιά Κύρο τον Πέρση. Διάδοχός του έγινε ο γιος του, ο Καμβύσης. Μετά από αυτόν ο Μάγος Γαυμάτης, ένας σφετεριστής, κατέλαβε το θρόνο της Περσικής Αυτοκρατορίας. Αυτόν τον ανέτρεψε ο Δαρείος ο Πέρσης, ο οποίος και έγινε ο Πέρσης Δαρείος Α΄. Γενικά είναι γνωστός με την προσωνυμία Υστάσπης. Εφόσον το βασιλικό έτος των Περσών βασιλιάδων άρχιζε την άνοιξη, το δεύτερο έτος αυτού του Πέρση βασιλιά Δαρείου θα διαρκούσε μέχρι την επόμενη άνοιξη, οπότε θα αντιστοιχούσε με το 520/519 Π.Κ.Χ., σύμφωνα με τη δική μας χρονολόγηση. Ο έκτος μήνας εκείνου του έτους υπολογιζόταν από την άνοιξη του 520 Π.Κ.Χ. και ήταν ο σεληνιακός μήνας Ελούλ, όπως τον ήξερε ο Αγγαίος. (Νεεμίας 6:​15) Στο δικό μας ημερολόγιο, εκείνος ο σεληνιακός μήνας θα έπεφτε ανάμεσα στους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Εφόσον ο λόγος του Ιεχωβά ήρθε στον προφήτη Αγγαίο την πρώτη ημέρα εκείνου του σεληνιακού μήνα, αυτή ήταν η ημέρα της νέας σελήνης.

      10. Γιατί εκείνη η ημέρα, η 1η Ελούλ του 520 Π.Κ.Χ., ήταν κατάλληλη για να φτάσει το άγγελμα του Αγγαίου σε πλήθος Ιουδαίων μεγαλύτερο από το συνηθισμένο;

      10 Σύμφωνα με το θεοκρατικό νόμο που είχε δοθεί μέσω του προφήτη Μωυσή, εκείνη την ημέρα της νέας σελήνης έπρεπε να σαλπίσουν με τις ιερές σάλπιγγες για τις θυσίες της ημέρας τις οποίες πρόσφεραν στον Ιεχωβά Θεό. (Αριθμοί 10:​10) Επίσης πρόσφεραν στον Ιεχωβά ειδικές προσφορές μέσω φωτιάς. (Αριθμοί 28:​11-15) Αναπτύχθηκε ακόμη το έθιμο να κάνουν εκείνη την ημέρα θρησκευτικές επισκέψεις στον τόπο όπου βρισκόταν το θυσιαστήριο του Ιεχωβά. (2 Βασιλέων 4:​23) Αυτό θα έφερνε πολλούς ευσεβείς ανθρώπους στην Ιερουσαλήμ. Επομένως, εκείνη την ημέρα, την 1η Ελούλ του 520 Π.Κ.Χ., θα πρέπει να υπήρχε μεγαλύτερο πλήθος από ό,τι συνήθως στο οποίο να απευθύνει ο προφήτης Αγγαίος το “λόγο του Ιεχωβά”. Αναμφίβολα ο Αγγαίος βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ εκείνη την ημέρα, γιατί ο προφητικός του λόγος απευθυνόταν στον Κυβερνήτη Ζοροβάβελ και στον Αρχιερέα Ιησού, που υπηρετούσαν στην Ιερουσαλήμ. Το άγγελμα του Αγγαίου αφορούσε ολόκληρο το έθνος και άξιζε την προσοχή τους.

      ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΟΙΚΟ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

      11. Πώς ξεκινούσε εκείνος ο λόγος του Ιεχωβά που δόθηκε μέσω του Αγγαίου;

      11 Τι έλεγε ο λόγος που δόθηκε μέσω του προφήτη Αγγαίου; Το εδάφιο Αγγαίος 1:​2 μας λέει: «Να τι είπε ο Ιεχωβά των στρατευμάτων: “Αυτός ο λαός είπε: «Δεν έχει έρθει ο καιρός, ο καιρός του οίκου του Ιεχωβά, για να χτιστεί»”». Ο λαός στον οποίο απευθυνόταν ο Αγγαίος έπρεπε να παραδεχτεί αυτό το γεγονός.

      12. Με ποιον τίτλο αποκάλεσε ο Θεός τον εαυτό του, και τι αξία θα πρέπει να είχε αυτό για εκείνους τους Ιουδαίους;

      12 Ποιος, όμως, είπε στον «Ιεχωβά των στρατευμάτων» τι έλεγε «αυτός ο λαός»; Ο ίδιος ο Ιεχωβά των στρατευμάτων το άκουσε με τα θαυμαστά μέσα που διαθέτει για να ακούει από τους ουρανούς. Ο τρόπος με τον οποίο αποκάλεσε τον εαυτό του, δηλαδή «Ιεχωβά των στρατευμάτων» (Γεχωβά Τσεβαόθ, στην εβραϊκή), είναι εντυπωσιακός. Σε όλες τις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές, από τη Γένεση μέχρι τον Μαλαχία, αυτός ο τίτλος, «Ιεχωβά των στρατευμάτων», απαντάται 281 φορές και ο πρώτος που τον χρησιμοποιεί στο κείμενό του είναι ο προφήτης Σαμουήλ. (1 Σαμουήλ 1:​3) Τον χρησιμοποίησαν ακόμη και οι θεόπνευστοι Χριστιανοί συγγραφείς Παύλος και Ιάκωβος. (Ρωμαίους 9:​29· Ιακώβου 5:​4) Ήταν αυτή η υπόμνηση της ιδιότητας του Ιεχωβά ως Αρχηγού ουράνιων στρατευμάτων μια παρηγορητική δήλωση για τους τότε κατοίκους της Ιερουσαλήμ και της επαρχίας του Ιούδα;

      13. Γιατί θα πρέπει να ενθάρρυνε αυτό τους Ιουδαίους, αν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνον τον καιρό;

      13 Θα πρέπει να ήταν. Εκείνον τον καιρό δεν είχαν τακτικό στρατό όπως έχουν σήμερα τα έθνη που είναι βαριά εξοπλισμένα. Όταν έφυγαν από τη χώρα της εξορίας τους, τη Βαβυλώνα, για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, δεν είχαν στρατό για να τους συνοδεύει, προστατεύοντάς τους από τις ληστρικές ομάδες που υπήρχαν καθ’ οδόν. Ακόμη και στο έτος 468 Π.Κ.Χ., ο γραμματέας⁠-⁠ιερέας Έσδρας αρνήθηκε να πάρει από τον Βασιλιά Αρταξέρξη της Περσίας στρατιωτική δύναμη και ιππείς ως συνοδεία του μέχρι την Ιερουσαλήμ.​—⁠Έσδρας 8:​22, 23.

      14. Ποια προσωπική άποψη την οποία εξέφραζαν εκείνοι οι άοπλοι Ιουδαίοι είχε δυσαρεστήσει τόσο πολύ τον Ιεχωβά, και τι το επιλήψιμο υπήρχε σε αυτήν;

      14 Ποια λόγια, λοιπόν, αυτού του άοπλου “λαού”, των κατοίκων της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα, δυσαρέστησαν τόσο πολύ τον Ιεχωβά των στρατευμάτων; Αυτή η προσωπική τους άποψη: «Δεν έχει έρθει ο καιρός, ο καιρός του οίκου του Ιεχωβά, για να χτιστεί». Αυτός ο “οίκος” θα ήταν ένα κτίριο για τη λατρεία του Ιεχωβά των στρατευμάτων στην Ιερουσαλήμ, όπου θα μπορούσε να ασκεί τα καθήκοντά του ο Αρχιερέας Ιησούς, ο γιος του Ιωσεδέκ, μαζί με όλους τους άλλους ιερείς της αρχαίας οικογένειας του Ααρών. Θα ήταν ένας ναός. Όπως είναι φυσικό, ένας τέτοιος οίκος λατρείας, ή ναός, θα αποτελούσε αντικείμενο ενδιαφέροντος για τον Ιεχωβά των στρατευμάτων. «Αυτός ο λαός» της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα ήταν λάτρεις του Ιεχωβά. Τότε γιατί έλεγαν: «Δεν έχει έρθει ο καιρός, ο καιρός του οίκου του Ιεχωβά, για να χτιστεί»; Τι το επιλήψιμο υπήρχε σε αυτά τα λόγια; Το λιγότερο, έδειχνε έλλειψη ενδιαφέροντος για την πληρέστερη δυνατή λατρεία του Θεού τους. Πρόδιδε επίσης έλλειψη πίστης στον ακατανίκητο «Ιεχωβά των στρατευμάτων». Επομένως, «αυτός ο λαός» είχε αστοχήσει όσον αφορά τον κύριο σκοπό για τον οποίο βρισκόταν πίσω στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα. Ποιος ήταν αυτός;

      ΠΑΡΑΜΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΗΣ ΘΕΪΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

      15. (α) Πότε απελευθερώθηκαν από τη Βαβυλώνα οι Ιουδαίοι εξόριστοι, και πώς; (β) Ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός της απελευθέρωσης και της επιστροφής τους στην πατρίδα τους;

      15 Δεκαεφτά χρόνια νωρίτερα, την άνοιξη του έτους 537 Π.Κ.Χ., αυτοί οι τωρινοί κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα είχαν απελευθερωθεί από την εξορία στη Βαβυλώνα. Στην πραγματικότητα, ο Ιεχωβά των στρατευμάτων ήταν αυτός που τους εξαγόραζε και τους απολύτρωνε για να πορευτούν στην Οδό της Αγιότητας και να επιστρέψουν στη Σιών, όπως λέγεται αλλιώς η Ιερουσαλήμ. (Ησαΐας 35:​8-10) Μήπως η εξαγορά “αυτού του λαού” αποσκοπούσε απλώς στο να έχουν εκείνοι οι εξόριστοι έναν τόπο για να ζουν μακριά από την ειδωλολατρική Βαβυλώνα, κατά προτίμηση την αγαπημένη γη των προπατόρων τους; Αν όχι, ποιος ήταν άραγε ο πρωταρχικός σκοπός της επιστροφής σε αυτή τη γη που είχε παραμείνει έρημη, χωρίς άνθρωπο ή κατοικίδιο ζώο, επί εβδομήντα χρόνια, από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. και μετά; (2 Χρονικών 36:​17-21) Αυτός ο σκοπός δηλώνεται ξεκάθαρα στο αυτοκρατορικό διάταγμα που εκδόθηκε το 537 Π.Κ.Χ. από τον Κύρο τον Μέγα, τον Πέρση κατακτητή της Βαβυλώνας η οποία ήταν χτισμένη πάνω στον ποταμό Ευφράτη. (2 Χρονικών 36:​22, 23) Αυτό το διάταγμα παρατίθεται ολόκληρο από τον γραμματέα⁠-⁠ιερέα Έσδρα, με τα ακόλουθα λόγια:

      «Και στο πρώτο έτος του Κύρου, του βασιλιά της Περσίας​—⁠για να εκπληρωθεί ο λόγος του Ιεχωβά που ειπώθηκε από το στόμα του Ιερεμία⁠—​ο Ιεχωβά διήγειρε το πνεύμα του Κύρου, του βασιλιά της Περσίας, ώστε εκείνος φρόντισε να διαλαληθεί μια αναγγελία σε όλη την επικράτειά του, μάλιστα και εγγράφως, η οποία έλεγε: “Αυτό είπε ο Κύρος, ο βασιλιάς της Περσίας: «Όλα τα βασίλεια της γης μού έδωσε ο Ιεχωβά, ο Θεός των ουρανών, και ο ίδιος με διόρισε να του χτίσω οίκο στην Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στον Ιούδα. Όποιος από εσάς είναι από όλο το λαό του, είθε ο Θεός του να είναι μαζί του. Ας ανεβεί, λοιπόν, στην Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στον Ιούδα, και ας ανοικοδομήσει τον οίκο του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ​—⁠αυτός είναι ο αληθινός Θεός⁠—​ο οποίος βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ. Και οποιονδήποτε απομένει σε όποιον τόπο κατοικεί ως πάροικος, ας τον βοηθήσουν οι άντρες του τόπου του με ασήμι και με χρυσάφι και με αγαθά και με κατοικίδια ζώα, καθώς και με την εθελοντική προσφορά για τον οίκο του αληθινού Θεού, ο οποίος βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ»”. . . .

      »Επίσης, ο Βασιλιάς Κύρος έφερε τα σκεύη του οίκου του Ιεχωβά, τα οποία είχε πάρει από την Ιερουσαλήμ ο Ναβουχοδονόσορ και τα είχε βάλει στον οίκο του θεού του. Και ο Κύρος, ο βασιλιάς της Περσίας, τα έφερε υπό την επιστασία του Μιθρεδάθ του θησαυροφύλακα και τα καταμέτρησε στον Σασαβασσάρ, τον αρχηγό του Ιούδα. . . . Όλα τα χρυσά και τα ασημένια σκεύη ήταν πέντε χιλιάδες τετρακόσια. Όλα αυτά τα ανέβασε ο Σασαβασσάρ, όταν ανέβηκαν και οι εξόριστοι από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ».​—⁠Έσδρας 1:​1-11.

      16. (α) Ποιος ήταν ο “Σασαβασσάρ, ο αρχηγός του Ιούδα”; (β) Το ότι οι αποκαταστημένοι εξόριστοι συνειδητοποίησαν ποια ήταν η πραγματική αποστολή για την οποία γύρισαν στην πατρίδα τους φαίνεται από ποιο ιστορικό γεγονός;

      16 Αυτός ο “Σασαβασσάρ, ο αρχηγός του Ιούδα”, είναι προφανώς ο ίδιος με τον Ζοροβάβελ, το γιο του Σαλαθιήλ, τον κυβερνήτη του Ιούδα. (Έσδρας 2:​1, 2· 5:​1, 2, 14-16· Αγγαίος 1:​1, 14· 2:​2, 21) Ο Ζοροβάβελ, ο κυβερνήτης του Ιούδα, και οι υπόλοιποι επαναπατρισμένοι εξόριστοι συνειδητοποίησαν ότι η κύρια αποστολή τους για την οποία είχαν γυρίσει στην πατρίδα τους ήταν να ανοικοδομήσουν στην Ιερουσαλήμ το ναό για τη λατρεία του Ιεχωβά. Αυτό φαίνεται από ένα ιστορικό γεγονός: Στο τέλος των εβδομήντα χρόνων ερήμωσης της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα, αυτοί οι εξαγορασμένοι εξόριστοι έχτισαν ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά στο ίδιο σημείο στο οποίο βρισκόταν το θυσιαστήριο του προηγούμενου ναού και αργότερα έθεσαν το θεμέλιο για την οικοδόμηση ενός νέου ναού. Διαβάζουμε:

      «Όταν έφτασε ο έβδομος μήνας [ο Τισρί], οι γιοι του Ισραήλ ήταν στις πόλεις τους. Και ο λαός άρχισε να συγκεντρώνεται σαν ένας άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ. Και σηκώθηκαν ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσεδέκ, και οι αδελφοί του οι ιερείς και ο Ζοροβάβελ, ο γιος του Σαλαθιήλ, και οι αδελφοί του και έχτισαν το θυσιαστήριο του Θεού του Ισραήλ, για να προσφέρουν πάνω σε αυτό ολοκαυτώματα, σύμφωνα με τα γραφόμενα στο νόμο του Μωυσή, του ανθρώπου του αληθινού Θεού. Στερέωσαν, λοιπόν, το θυσιαστήριο στον τόπο του, γιατί τους έπιασε φόβος εξαιτίας των λαών των τόπων, και άρχισαν να προσφέρουν πάνω σε αυτό ολοκαυτώματα στον Ιεχωβά, τα πρωινά και τα βραδινά ολοκαυτώματα. Κατόπιν τέλεσαν τη γιορτή των σκηνών [15-22 Τισρί], σύμφωνα με τα γραφόμενα, προσφέροντας κάθε ημέρα όσα ολοκαυτώματα προέβλεπε ο κανονισμός για την καθεμιά. . . . Από την πρώτη ημέρα του έβδομου μήνα [του Τισρί] άρχισαν να προσφέρουν ολοκαυτώματα στον Ιεχωβά, ενώ το θεμέλιο του ναού του Ιεχωβά δεν είχε τεθεί ακόμη. . . .

      »Και στο δεύτερο έτος [536 Π.Κ.Χ.] από τότε που ήρθαν στον οίκο του αληθινού Θεού στην Ιερουσαλήμ, στο δεύτερο μήνα [τον Ζιβ, ή αλλιώς Ιγιάρ· Απρίλιος/Μάιος], ο Ζοροβάβελ, ο γιος του Σαλαθιήλ, και ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσεδέκ, και οι υπόλοιποι αδελφοί τους, οι ιερείς και οι Λευίτες, και όλοι όσοι είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ από την αιχμαλωσία ξεκίνησαν· τότε τοποθέτησαν τους Λευίτες από είκοσι χρονών και πάνω ως επιτηρητές του έργου για τον οίκο του Ιεχωβά. . . . Όταν οι οικοδόμοι έθεσαν το θεμέλιο του ναού του Ιεχωβά, τότε σηκώθηκαν οι ιερείς ντυμένοι με επίσημη ενδυμασία, κρατώντας τις σάλπιγγες, και οι Λευίτες, οι γιοι του Ασάφ, κρατώντας τα κύμβαλα, για να αινέσουν τον Ιεχωβά σύμφωνα με τις οδηγίες του Δαβίδ, του βασιλιά του Ισραήλ. Και αποκρίνονταν αινώντας και αποδίδοντας ευχαριστίες στον Ιεχωβά, “διότι είναι αγαθός, διότι η στοργική του καλοσύνη προς τον Ισραήλ παραμένει στον αιώνα”. Όλος δε ο λαός φώναζε με δυνατή φωνή, αινώντας τον Ιεχωβά για τη θεμελίωση του οίκου του Ιεχωβά.

      »Και πολλοί από τους ιερείς και τους Λευίτες και τις κεφαλές των πατρικών οίκων, οι ηλικιωμένοι που είχαν δει τον προηγούμενο οίκο, έκλαιγαν με δυνατή φωνή καθώς γινόταν μπροστά στα μάτια τους η θεμελίωση του οίκου, ενώ πολλοί άλλοι ύψωναν τη φωνή τους αλαλάζοντας από χαρά. Γι’ αυτό, ο λαός δεν διέκρινε τον ήχο του αλαλαγμού της χαράς από τον ήχο του κλάματος του λαού, γιατί ο λαός φώναζε με δυνατή φωνή, και ο ήχος ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση».​—⁠Έσδρας 3:​1-13.

      17, 18. Πότε και γιατί σταμάτησε η οικοδομική δραστηριότητα στο ναό;

      17 Τότε οι επαναπατρισμένοι Ισραηλίτες δεν έλεγαν: «Δεν έχει έρθει ο καιρός, ο καιρός του οίκου του Ιεχωβά, για να χτιστεί». (Αγγαίος 1:​2) Σύντομα, όμως, εκείνοι «οι γιοι της Εξορίας» αντιμετώπισαν εναντίωση από τους έξω. Αυτό συνέβη επειδή οι θρησκευτικά καθαρισμένοι Ισραηλίτες δεν άφησαν τους έξω δήθεν λάτρεις του Ιεχωβά να συμμετάσχουν στην οικοδόμηση του ναού για τον Θεό του Ισραήλ. Γι’ αυτό, εκείνοι οι μνησίκακοι γείτονες, των οποίων οι προτάσεις απορρίφθηκαν, άρχισαν να εναντιώνονται και εξακολούθησαν να παρακωλύουν την ανοικοδόμηση του ναού σε όλο το υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του Κύρου και των επόμενων βασιλιάδων της Περσικής Αυτοκρατορίας μέχρι τη βασιλεία του Δαρείου Υστάσπη του Πέρση. Πριν από τη βασιλεία αυτού του Πέρση Δαρείου Α΄, εκείνοι οι Παλαιστίνιοι εναντιούμενοι κατάφεραν να πείσουν τον αυτοκρατορικό κυβερνήτη να απαγορεύσει το έργο της οικοδόμησης του ναού του Ιεχωβά, κατηγορώντας τους επαναπατρισμένους “γιους της Εξορίας” ως στασιαστές.​—⁠Έσδρας 4:​1-22.

      18 Η Αγία Γραφή ονομάζει τον Πέρση αυτοκράτορα που εξέδωσε την απαγόρευση Αρταξέρξη, και λέει: «Αφού, λοιπόν, το αντίγραφο του επίσημου εγγράφου του Αρταξέρξη του βασιλιά διαβάστηκε μπροστά στον Ρεούμ και στον Σιμψαΐ το γραφέα και στους συνεργάτες τους, αυτοί πήγαν γρήγορα στην Ιερουσαλήμ, στους Ιουδαίους, και τους σταμάτησαν με τη δύναμη των όπλων. Τότε σταμάτησε το έργο για τον οίκο του Θεού, ο οποίος βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ· και παρέμεινε σταματημένο μέχρι το δεύτερο έτος της βασιλείας του Δαρείου, του βασιλιά της Περσίας».​—⁠Έσδρας 4:​23, 24.

      19. (α) Πόσα χρόνια περίπου παρέμεινε σε στασιμότητα το έργο του ναού; (β) Γιατί προκάλεσε αμηχανία στους οικοδόμους του ναού η απαγόρευση, αλλά ποιος προώθησε τελικά την υπόθεση προς την ορθή κατεύθυνση;

      19 Το δεύτερο έτος της βασιλείας του Δαρείου Α΄ συνέπιπτε με το 520/519 Π.Κ.Χ., οπότε η διακοπή των εργασιών για την οικοδόμηση ενός νέου ναού για τον Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ διήρκεσε δεκαέξι περίπου χρόνια, από τον καιρό που ο Κυβερνήτης Ζοροβάβελ και ο Αρχιερέας Ιησούς έθεσαν το θεμέλιο αυτού του ναού. Αυτή η απαγόρευση που επιβλήθηκε από τον Πέρση αυτοκράτορα Αρταξέρξη θα πρέπει να προκάλεσε μεγάλη σύγχυση και αμηχανία στους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα. Ίσως αναρωτιούνταν πώς ήταν δυνατόν η απαγόρευση που έθεσε αυτός ο νεότερος αυτοκράτορας να ακυρώσει το διάταγμα του Βασιλιά Κύρου του Μεγάλου που εκδόθηκε το 537 Π.Κ.Χ. ως ένα μέρος από «το νόμο των Μήδων και των Περσών, ο οποίος δεν αναιρείται». (Δανιήλ 6:​8, 12) Δεν σκέφτηκαν να θέσουν το ζήτημα στα δικαστήρια της Περσικής Αυτοκρατορίας, φέρνοντας την υπόθεση ακόμη και στο Ανώτατο Δικαστήριο της αυτοκρατορίας, το δικαστήριο της έσχατης προσφυγής, στο οποίο δίκαζε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Η εμφάνιση ενός νέου αυτοκράτορα, του διαδόχου του Αρταξέρξη, θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ποιος, όμως, θα προωθούσε τώρα την υπόθεση; Κανένας άλλος από τον Ίδιο τον «Ιεχωβά των στρατευμάτων».

      20. Λόγω ποιας προγενέστερης προφητείας του Ησαΐα δεν ήταν ο Ιεχωβά διατεθειμένος να αφήσει να αναιρεθεί το διάταγμα του Βασιλιά Κύρου περί οικοδόμησης;

      20 Δύο αιώνες νωρίτερα, μέσω του Ησαΐα του προφήτη του, ο Μεγάλος Θεοκράτης, ο Ιεχωβά, αναφέρθηκε στον εαυτό του ως Εκείνον ο οποίος λέει για τον Κύρο: «“Αυτός είναι ο ποιμένας μου, και όλα όσα με ευχαριστούν θα τα εκτελέσει πλήρως”· ακόμη και το λόγο μου για την Ιερουσαλήμ: “Θα ανοικοδομηθεί”, και για το ναό: “Το θεμέλιό σου θα τεθεί”. Αυτό είπε ο Ιεχωβά στον χρισμένο του, τον Κύρο, του οποίου το δεξί χέρι κράτησα, για να καθυποτάξω μπροστά του έθνη». (Ησαΐας 44:28–45:1) Επομένως, δεν ήταν θέλημα του Ιεχωβά των στρατευμάτων να αναιρεθεί το διάταγμα του Κύρου σχετικά με τον οίκο του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιεχωβά δεν είναι τέτοιος Θεός που να διευθετεί τη θεμελίωση ενός κτίσματος και έπειτα να διαπιστώνει ότι δεν είναι σε θέση να ολοκληρώσει το κτίσμα, οπότε όλοι όσοι παρατηρούν να «αρχίσουν να τον εμπαίζουν, λέγοντας: “Αυτός [ο Θεός] άρχισε να χτίζει αλλά δεν μπόρεσε να τελειώσει”». (Λουκάς 14:​29, 30) Όχι, ο Ιεχωβά ολοκληρώνει ό,τι αρχίζει· ο λόγος του δεν επιστρέφει ποτέ σε αυτόν ανεκπλήρωτος, «χωρίς αποτελέσματα».​—⁠Ησαΐας 55:11.

      ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ

      21. Πώς και σε ποιο έτος άρχισε ο Ιεχωβά να διορθώνει τη λανθασμένη εντύπωση που είχαν επί πολύ καιρό για την οικοδόμηση του ναού οι Ιουδαίοι;

      21 Τώρα, λοιπόν, είχε έρθει ο καιρός να διορθώσει ο Ιεχωβά των στρατευμάτων τη λανθασμένη εντύπωση που είχαν εδώ και πολύ καιρό οι Ιουδαίοι στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα ότι δεν είχε έρθει ακόμη ο καιρός να ανοικοδομηθεί ο οίκος του Ιεχωβά. Τι έκανε λοιπόν; Ήγειρε προφήτες που δεν φοβούνταν να μιλήσουν ενάντια στην κοινή γνώμη. Το εδάφιο Έσδρας 5:​1 μας λέει ποιοι ήταν αυτοί οι προφήτες: «Και ο Αγγαίος ο προφήτης και ο Ζαχαρίας, ο εγγονός του Ιδδώ, ο προφήτης, προφήτευσαν προς τους Ιουδαίους που ήταν στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, στο όνομα του Θεού του Ισραήλ, ο οποίος βρισκόταν από πάνω τους». Τα εναρκτήρια εδάφια των καταγραμμένων προφητειών του Αγγαίου και του Ζαχαρία μάς λένε ποιο έτος άρχισαν να προφητεύουν αυτοί, συγκεκριμένα «το δεύτερο έτος του Δαρείου του βασιλιά» της Περσίας. Ο Αγγαίος, όμως, ξεκίνησε πριν από τον Ζαχαρία, εφόσον ο λόγος του Ιεχωβά ήρθε μέσω εκείνου την πρώτη ημέρα του σεληνιακού μήνα Ελούλ, την ημέρα της νέας σελήνης κατά την οποία θα υπήρχαν στην Ιερουσαλήμ πολλοί προσκυνητές από τις άλλες πόλεις του Ιούδα.

      22. Τι έπρεπε αρχικά να πληροφορήσει το λαό ο Αγγαίος, και για να αντικρουστεί η κοινή γνώμη, τι χρειαζόταν να τους δειχτεί;

      22 Πρώτα από όλα, ο προφήτης Αγγαίος πληροφόρησε το λαό εκεί στην Ιερουσαλήμ ότι ο Ιεχωβά των στρατευμάτων γνώριζε τα όσα έλεγαν για το αν ήταν καιρός να χτιστεί ο οίκος της λατρείας Του, κάτι που είχε εξουσιοδοτηθεί από τον Πέρση αυτοκράτορα Κύρο τον Μέγα. Η θεϊκή υπομονή απέναντι στους Ιουδαίους που είχαν τέτοια νοοτροπία είχε διαρκέσει πολύ καιρό. Τώρα που η κατάσταση φαινόταν να έχει φτάσει στο απροχώρητο, που η συνεχής αντίδραση των ειδωλολατρών θρησκευτικών εναντιουμένων είχε ενισχυθεί από την αυτοκρατορική απαγόρευση, τώρα ήταν ο καιρός να αντικρουστεί η κοινή γνώμη που επικρατούσε ανάμεσα σε αυτόν τον εξαγορασμένο λαό. Χρειαζόταν να τους δειχτεί για ποιο πράγμα ήταν ένοχοι καθώς και για ποιο λόγο πήγαιναν τα πράγματα τόσο άσχημα για αυτούς.

      23. Πώς έδειξε η αντίκρουση αυτή ότι υπήρχε σύνδεση ανάμεσα στην υπάρχουσα κατάσταση του οίκου του Ιεχωβά και στην οικονομική τους κατάσταση;

      23 Να τη, λοιπόν, η αντίκρουση! «Και ο λόγος του Ιεχωβά συνέχισε να έρχεται μέσω του Αγγαίου του προφήτη, λέγοντας: “Είναι αυτός καιρός για εσάς να κατοικείτε στα ξυλεπένδυτα σπίτια σας, ενώ αυτός ο οίκος είναι έρημος; Τώρα λοιπόν, αυτό είπε ο Ιεχωβά των στρατευμάτων: «Προσηλώστε την καρδιά σας στις οδούς σας. Σπείρατε πολύ, αλλά η συγκομιδή είναι μικρή. Τρώτε αλλά δεν χορταίνετε. Πίνετε αλλά δεν φτάνετε στο σημείο να μεθύσετε. Φοράτε ρούχα αλλά χωρίς να ζεσταίνεται κανείς· και αυτός που γίνεται μισθωτός, γίνεται μισθωτός για ένα τρύπιο σακούλι»”».​—⁠Αγγαίος 1:​3-6.

      24. Ποια μη ισορροπημένη κατάσταση επικρατούσε ανάμεσα στα δικά τους σπίτια και στον οίκο του Ιεχωβά, και ποια ερωτήματα γεννούσε αυτό;

      24 Υπήρχε ένας ζωτικός λόγος για τον οποίο ήταν τόσο φτωχοί από υλική άποψη. Εκείνοι οι επαναπατρισμένοι Ιουδαίοι έλεγαν ότι δεν ήταν καιρός να χτίσουν το ναό του Ιεχωβά, οπότε «αυτός ο οίκος» της θεϊκής λατρείας έμενε «έρημος», έχοντας απλώς ένα θεμέλιο που είχε τεθεί το 536 Π.Κ.Χ. αλλά κανένα κτίσμα από πάνω. Παράλληλα οι ίδιοι ζούσαν σε σπίτια με ωραίες σκεπές, ταβάνια και τοίχους όμορφα επενδυμένους με καλά ξύλα. Τι χτυπητή αντίθεση υπήρχε ανάμεσα στα δικά τους σπίτια, που εξυπηρετούσαν τη σάρκα τους προσφέροντάς τους κάποιες ανέσεις, και στον ιερό οίκο του Ιεχωβά, που εξυπηρετούσε τα πνευματικά συμφέροντα ολόκληρου του έθνους! Δεν ήταν αυτή μια μη ισορροπημένη κατάσταση; Δεν πρόδιδε αυτό ότι έδιναν περισσότερη έμφαση στα υλικά πράγματα, στις ανέσεις της δικής τους σάρκας, παρά στις πνευματικές τους ανάγκες και στις υποχρεώσεις τους απέναντι στον Μεγάλο Θεοκράτη, τον Ιεχωβά; Μήπως αυτό θα περνούσε έτσι, χωρίς συνέπειες για τους ίδιους, και μάλιστα όχι μόνο από πνευματική άποψη αλλά και από υλική; Μήπως έβλαπταν τον εαυτό τους, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και οικονομικά; Ναι!

      25. Ποιος ήταν ο ζωτικός λόγος για τον οποίο έβλαπταν τον εαυτό τους, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και οικονομικά, από υλική άποψη;

      25 Αλλά γιατί και οικονομικά, από υλική άποψη; Επειδή τη γη εκείνη τους την είχε δώσει ο Θεός. Ο Ιεχωβά τούς είχε επίσης εξαγοράσει από τη Βαβυλώνα και τους είχε επαναφέρει σε εκείνη τη γη ως τον απολυτρωμένο λαό του. «Η γη, λοιπόν», όπως Αυτός είχε πει πριν από πολύ καιρό στους προπάτορές τους, «δεν πρέπει να πουλιέται για πάντα, επειδή η γη είναι δική μου. Διότι εσείς είστε πάροικοι και μέτοικοι από τη δική μου άποψη». (Λευιτικό 25:​23) Εφόσον η γη ήταν δική Του, μπορούσε να κάνει τη γη να ευημερεί και μπορούσε επίσης να στερήσει από τη γη την ευλογία του. Επομένως, έγινε υπεύθυνος για την παραγωγικότητά της. Αν ήταν δυσαρεστημένος με τον απολυτρωμένο λαό του, δεν είναι λογικό ότι δεν θα τον ευλογούσε; Και μέσω του Αγγαίου του προφήτη του, δεν εξέφρασε θεϊκή δυσαρέσκεια επειδή ο οίκος του, που ήταν πιο σημαντικός από όλα τα σπίτια της γης του Ιούδα, έμενε έρημος, και μάλιστα τόσο πολλά χρόνια;

      26. Ποια πράγματα αιτιολογούσαν τη σύνδεση ανάμεσα στην έρημη εικόνα του οίκου του Ιεχωβά και στην άσχημη οικονομική τους κατάσταση;

      26 Υπό αυτές τις περιστάσεις, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι υπήρχε κάποια σύνδεση ανάμεσα στην “έρημη” κατάσταση του οίκου της λατρείας του Ιεχωβά και στο γεγονός ότι αυτοί οι απολυτρωμένοι Ιουδαίοι έσπερναν πολύ σπόρο στη θεόδοτη γη τους αλλά είχαν μικρή συγκομιδή. Ναι μεν θέριζαν κάτι για να έχουν να τρώνε, αλλά δεν ήταν αρκετό για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες ή τις ανάγκες τους. Έπιναν κρασί που το έφτιαχναν από το μούστο των αμπελιών τους, αλλά δεν είχαν αρκετά μεγάλη σοδειά ώστε να φτιάξουν όσο κρασί χρειαζόταν για να φτάσουν στο σημείο να μεθύσουν. Είχαν τη δυνατότητα να φτιάξουν κάτι για να το φορέσουν πάνω στο σώμα τους, αλλά αυτό δεν αρκούσε, ή δεν ήταν τόσο καλής ποιότητας, ώστε να τους ζεσταίνει όταν έκανε κρύο. Και αν κάποιοι που βρίσκονταν σε ανάγκη πήγαιναν να δουλέψουν ως μισθωτοί εργάτες για να κερδίσουν τα προς το ζην ή για να καλύψουν τα έξοδά τους, τα χρήματα που κέρδιζαν ήταν σαν να τα είχαν σε ένα σακούλι γεμάτο τρύπες από τις οποίες τα νομίσματα έπεφταν και χάνονταν, με αποτέλεσμα να μην αποκομίζουν καμιά ωφέλεια εκείνοι που τα κέρδιζαν. Αν λάβουμε υπόψη τη σχέση που είχαν αυτοί οι ένοικοι της γης με τον ουράνιο Ιδιοκτήτη της γης, καθώς και τις θρησκευτικές υποχρεώσεις τους απέναντι σε Εκείνον, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι υπήρχε κάποια ζωτική σύνδεση ανάμεσα στον «έρημο» οίκο του και στην οικονομική κρίση την οποία περνούσαν.

      27. Πώς έδειχνε η προγενέστερη προφητεία του Ιεχωβά στα εδάφια Ιεζεκιήλ 36:​33-36 ότι υπήρχε τέτοια σύνδεση;

      27 Αυτή η σύνδεση θα πρέπει να ήταν υπαρκτή αν λάβουμε υπόψη αυτά που είχε υποσχεθεί ο Ιεχωβά ο Θεός τους μέσω του Ιεζεκιήλ του προφήτη του λίγο μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και την ερήμωση της γης του Ιούδα, πάνω από εβδομήντα χρόνια νωρίτερα: «Να τι είπε ο Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά: “Την ημέρα που θα σας καθαρίσω από όλα τα σφάλματά σας, θα κάνω επίσης να κατοικηθούν οι πόλεις, και οι ερειπωμένοι τόποι θα ανοικοδομηθούν. Και η ερημωμένη γη θα καλλιεργηθεί, ενώ ήταν ερημότοπος ενώπιον του κάθε περαστικού. Και οι άνθρωποι θα λένε: «Εκείνη η γη που ήταν ερημωμένη έχει γίνει σαν τον κήπο της Εδέμ, και οι πόλεις που ήταν ακατοίκητες και ερημωμένες και κατεδαφισμένες έχουν οχυρωθεί· έχουν κατοικηθεί». Και τα έθνη που θα απομείνουν γύρω σου θα γνωρίσουν εξάπαντος ότι εγώ, ο Ιεχωβά, οικοδόμησα τα κατεδαφισμένα, εγώ φύτεψα τα ερημωμένα. Εγώ, ο Ιεχωβά, μίλησα και εγώ το έκανα αυτό”».​—⁠Ιεζεκιήλ 36:​33-36.

      28. Γιατί δεν είχε εκπληρωθεί στους Ιουδαίους μέχρι το 520 Π.Κ.Χ. εκείνη η προφητεία που δόθηκε μέσω του Ιεζεκιήλ, και γιατί πρέπει εμείς σήμερα να εφαρμόσουμε αυτό το σημείο στον εαυτό μας;

      28 Όταν το απολυτρωμένο υπόλοιπο των θεοφοβούμενων Ιουδαίων επέστρεψε στην ερημωμένη γη το 537 Π.Κ.Χ., προσδοκούσε έντονα ότι αυτή η περίλαμπρη προφητεία θα εκπληρωνόταν. Τώρα όμως, το 520 Π.Κ.Χ., οι υψηλές του προσδοκίες είχαν διαψευστεί. Γιατί; Ναι, γιατί δεν έλεγαν οι γύρω ειδωλολατρικοί λαοί: «Εκείνη η γη που ήταν ερημωμένη έχει γίνει σαν τον κήπο της Εδέμ»; Ο λόγος είναι προφανής: Το απολυτρωμένο υπόλοιπο των Ιουδαίων παραμελούσε τη λατρεία Εκείνου που είχε δώσει αυτή τη μεγαλειώδη υπόσχεση μέσω του προφήτη Ιεζεκιήλ. Δεν είναι αυτό ένα σημείο το οποίο εμείς σήμερα, που προσδοκούμε τη μεταμόρφωση ολόκληρης της γης σε Παράδεισο, πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα; Ναι. Αλλά ποια ήταν η θεραπεία που χρειαζόταν να εφαρμοστεί τότε; Όλα αυτά πρέπει να αποτελούν ένα ενδεικτικό παράδειγμα για εμάς σήμερα.

  • Η Θεραπεία για Εκείνους των Οποίων οι Προσδοκίες Διαψεύστηκαν
    Ο Παράδεισος Αποκαθίσταται για την Ανθρωπότητα—Μέσω της Θεοκρατίας!
    • Κεφάλαιο 3

      Η Θεραπεία για Εκείνους των Οποίων οι Προσδοκίες Διαψεύστηκαν

      1. Σε ποια ημερομηνία εξακολουθούμε να βρισκόμαστε, και ο Ιεχωβά ήγειρε τον Αγγαίο για να βοηθήσει τους Ιουδαίους να διακρίνουν τη σύνδεση ανάμεσα σε ποια δύο πράγματα;

      ΕΙΜΑΣΤΕ ακόμη στην 1η Ελούλ, ή αλλιώς την πρώτη ημέρα του έκτου σεληνιακού μήνα, στο δεύτερο έτος της βασιλείας του Δαρείου Α΄, του βασιλιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ήταν δηλαδή γύρω στα μέσα του μήνα Αυγούστου του έτους 520 Π.Κ.Χ., σύμφωνα με το σημερινό μας ημερολόγιο. (Αγγαίος 1:​1) Μέσω του Αγγαίου του προφήτη του, ο Ιεχωβά εφιστούσε την προσοχή στον τρόπο ενέργειας του εξαγορασμένου λαού του, τον οποίο είχε αποκαταστήσει στην πατρίδα του αφού αυτή είχε παραμείνει έρημη επί εβδομήντα χρόνια. (2 Χρονικών 36:​17-21) Ο Ιεχωβά τούς παρότρυνε να εξετάσουν με κάθε ειλικρίνεια τις ασυνήθιστες καταστάσεις στις οποίες είχαν περιέλθει. Τότε θα μπορούσαν να διακρίνουν τη σύνδεση που υπήρχε ανάμεσα στο γεγονός ότι όλη η σκληρή τους εργασία στη γη απέβαινε άκαρπη και στο ότι άφηναν τον οίκο της λατρείας του Ιεχωβά να μένει έρημος, ενώ φρόντιζαν καλά τα δικά τους σπίτια.​—⁠Αγγαίος 1:​2-6.

      2. Στην ουσία, με τι είδους ζήτημα είχαν να κάνουν εκείνοι οι Ιουδαίοι, και επομένως ποιος μπορούσε να υποδείξει τη σωστή θεραπεία και ποιο ήταν το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση;

      2 Ήταν στην ουσία θρησκευτικός ο λόγος για τον οποίο περνούσαν οι Ιουδαίοι τόσο άσχημα επί δεκαεφτά χρόνια μετά την επιστροφή τους στην πατρίδα τους; Αν ναι, τότε ο Ιεχωβά ήταν Εκείνος που μπορούσε να τους επισημάνει αλάνθαστα αυτόν το λόγο, και παράλληλα να τους υποδείξει τη θεραπεία. Δεν ήταν ευχαριστημένος με αυτούς, γιατί νοιάζονταν πάρα πολύ για την υλική τους ευημερία και παραμελούσαν τον οίκο της λατρείας του. Γι’ αυτό, αφού ανέχτηκε τη μη ισορροπημένη στάση τους τόσο πολύ καιρό, τους είπε τα εξής μέσω του προφήτη Αγγαίου: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά των στρατευμάτων: “Προσηλώστε την καρδιά σας στις οδούς σας”. “Ανεβείτε στο βουνό και φέρτε ξυλεία. Και χτίστε τον οίκο, για να ευαρεστηθώ σε αυτόν και να δοξαστώ”, είπε ο Ιεχωβά». Κατόπιν, για να επισημάνει τι ευθυνόταν πραγματικά για τα απογοητευτικά αποτελέσματα της τόσο σκληρής τους εργασίας, υποκίνησε τον Αγγαίο να προφητεύσει περαιτέρω:

      3. Ποιος ισχυρίστηκε ότι ήταν υπεύθυνος για την κακή οικονομική τους κατάσταση;

      3 «“Έγινε αναζήτηση για πολύ, αλλά υπήρξε λίγο μόνο· και το φέρατε μέσα στο σπίτι, και εγώ φύσηξα πάνω του​—⁠για ποιο λόγο;” λέει ο Ιεχωβά των στρατευμάτων. “Λόγω του οίκου μου που είναι έρημος, ενώ εσείς τρέχετε, ο καθένας για το δικό του σπίτι. Γι’ αυτό, πάνω από εσάς οι ουρανοί κατακράτησαν τη δροσιά τους, και η γη κατακράτησε τη σοδειά της. Και όριζα να έρθει ξηρασία στη γη και στα βουνά και στα σιτηρά και στο καινούριο κρασί και στο λάδι και σε ό,τι έβγαζε η γη και στο χωματένιο άνθρωπο και στο κατοικίδιο ζώο και σε όλο το μόχθο των χεριών”».​—⁠Αγγαίος 1:​7-11.

      4. Παρά την αυτοκρατορική απαγόρευση, ποια ενέργεια υπέδειξε ο Ιεχωβά στους Ιουδαίους, και ποιο καίριο ερώτημα έθετε αυτό για τους Ιουδαίους;

      4 Όταν εξαγγέλθηκαν τα παραπάνω λόγια, η αντισυνταγματική απαγόρευση που είχε επιβληθεί από τον νεκρό πια Βασιλιά Αρταξέρξη της Περσίας όσον αφορά την οικοδόμηση του ναού του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ ήταν ακόμη σε ισχύ. Εντούτοις, ο Ιεχωβά των στρατευμάτων, μιλώντας μέσω του Αγγαίου, είπε στους ταλαιπωρημένους Ιουδαίους να φέρουν υλικά και να “χτίσουν τον οίκο, για να ευαρεστηθώ σε αυτόν και να δοξαστώ”. (Αγγαίος 1:​8) Το φλέγον ερώτημα ήταν τώρα: Σε τι έπρεπε να υπακούσουν​—⁠στο θέλημα του Ιεχωβά ή στην αυτοκρατορική απαγόρευση, το θέλημα ενός παραπληροφορημένου ανθρώπου που ήταν πια νεκρός; Τίνος η διαταγή έπρεπε να εκτελεστεί​—⁠του ζωντανού Υψίστου Θεού, του Μεγάλου Θεοκράτη, ή ενός νεκρού Πέρση αυτοκράτορα; Αν ενεργούσαν όπως οι μεταγενέστεροι Χριστιανοί απόστολοι, “υπακούοντας στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους”, θα ξεσήκωναν τις αντιδράσεις και την εναντίωση εκείνων που υποστήριζαν την απαγόρευση, αλλά θα κέρδιζαν την επιδοκιμασία του Θεού. (Πράξεις 5:​29) Ήδη ευαρεστούσαν εκείνους τους ειδωλολάτρες εναντιουμένους, αλλά δυσαρεστούσαν τον Θεό. Ήταν, λοιπόν, διατεθειμένοι τώρα να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια των ειδωλολατρών εναντιουμένων τους και έτσι να αποκτήσουν την ευαρέσκεια του Ιεχωβά των στρατευμάτων;

      5. Τι δεν μπορούσαν να ελέγξουν οι εναντιούμενοι και οι πολέμιοι, και τι δεν μπορούσαν να απαλείψουν προς όφελος των Ιουδαίων;

      5 Εκείνοι οι ειδωλολάτρες εναντιούμενοι δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις καιρικές συνθήκες στη γη του Ιούδα. Ούτε ολόκληρη η Περσική Αυτοκρατορία μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσαν να κάνουν τους ουρανούς να παραγάγουν την αναγκαία δροσιά στην περίοδο του χρόνου κατά την οποία υπήρχε ξηρασία. Δεν μπορούσαν να κάνουν τη γη να αποδώσει καλές σοδειές, ώστε οι Ιουδαίοι αγρότες, όχι μόνο να σπέρνουν πολύ και να αναζητούν πολύ, αλλά και να μαζεύουν πολύ. Παράλληλα, οι ιθύνοντες της Περσικής Αυτοκρατορίας και οι γείτονες που εναντιώνονταν στους Ιουδαίους δεν μπορούσαν να απαλείψουν την ξηρασία η οποία, την περίοδο που θα έπρεπε να πέφτουν βροχές, έπληττε τη γη, τα σιτηρά, το καινούριο κρασί, το λάδι, όλα τα άλλα προϊόντα της γης, αλλά έπληττε και τους ανθρώπους, τα κατοικίδια ζώα και ό,τι μοχθούσαν να αποκτήσουν οι άνθρωποι με τα χέρια τους. Ο Ιεχωβά των στρατευμάτων, όμως, μπορούσε να το κάνει αυτό, γιατί οι αντίξοες συνθήκες προέρχονταν από αυτόν ως εκδήλωση της δυσαρέσκειάς του.

      6. Γι’ αυτόν το λόγο, ποιον έπρεπε να φοβούνται οι Ιουδαίοι, αλλά με ποιον τρόπο δεν θα έδειχναν τέτοιον φόβο;

      6 Ανόμοια με τους Ισραηλίτες που αναφέρονται στο εδάφιο Ιερεμίας 5:​24, οι επαναπατρισμένοι Ιουδαίοι δεν έπρεπε να φοβηθούν την οργή της Περσικής Αυτοκρατορίας, αλλά έπρεπε να πουν: «Ας φοβηθούμε, τώρα, τον Ιεχωβά τον Θεό μας, Αυτόν που δίνει άφθονη βροχή καθώς και τη φθινοπωρινή και την ανοιξιάτικη βροχή στην εποχή της, Αυτόν που φυλάει τις καθορισμένες εβδομάδες του θερισμού για εμάς». (Ιερεμίας 10:​10-13) Δεν θα έδειχναν τέτοιον φόβο για τον Ιεχωβά αν έτρεχαν στα σπίτια τους για να βρεθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα μέσα στις ανέσεις τους, αφήνοντας παράλληλα τον οίκο της λατρείας του Θεού τους να μένει έρημος. Ο οίκος μιας τόσο μεγάλης Προσωπικότητας όπως είναι ο Ιεχωβά των στρατευμάτων, ο Μεγάλος Θεοκράτης, έπρεπε να είναι στην πρώτη θέση. Ο φόβος του ανθρώπου δεν έπρεπε να τους αποτρέψει από το να χτίσουν αυτόν τον οίκο, για να ευαρεστηθεί εκείνος σε αυτόν και να δοξαστεί.

      7, 8. (α) Γιατί είπε ο Ιεχωβά στους Ιουδαίους να φέρουν ξυλεία για τον οίκο; (β) Γιατί δεν ήταν απαραίτητος για τον Ιεχωβά ένας τέτοιος υλικός οίκος, αν και ήταν κατάλληλος για αυτόν;

      7 Αυτή ήταν η θεραπεία για τις απογοητευτικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν από υλική και πνευματική άποψη​—⁠δηλαδή, να υπακούν στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους και να προχωρήσουν απτόητοι στην οικοδόμηση του οίκου της λατρείας του Θεού. Ας ανεβούν στο δασοσκέπαστο βουνό για να κόψουν δέντρα και ας φέρουν ξυλεία για να χτίσουν αυτόν το σπουδαιότατο οίκο. Όχι ότι ο ναός του Θεού θα φτιαχνόταν μόνο με ξύλα. Αλλά οι πέτρες του προηγούμενου, κατεδαφισμένου ναού κείτονταν εκεί γύρω, οπότε τα ξύλα, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για την επένδυση και για άλλες ανάγκες, ήταν τα υλικά που έπρεπε κυρίως να βρουν. Ούτε χρειαζόταν βέβαια ο Ιεχωβά των στρατευμάτων έναν επίγειο, υλικό οίκο για να είναι το σπίτι στο οποίο να κατοικεί ανάμεσα στους Ιουδαίους με τα όμορφα σπίτια τους. Είχε ήδη την κατοικία του που δεν την είχαν φτιάξει ανθρώπινα χέρια, στους αγίους ουρανούς, και αυτός ο ναός που ήταν φτιαγμένος με πέτρες και ξύλα στο Όρος Μοριά στην Ιερουσαλήμ ήταν απλώς η απεικόνιση ενός μελλοντικού, πνευματικού ναού, ενός αληθινού οίκου λατρείας του Υψίστου Θεού. Ήταν όπως ακριβώς είχε πει ο Σολομών, ο οποίος είχε χτίσει τον πρώτο ναό:

      8 «Αλλά θα κατοικήσει πράγματι ο Θεός στη γη; Ορίστε! Οι ουρανοί, ναι, ο ουρανός των ουρανών, δεν μπορούν να σε χωρέσουν· πόσο λιγότερο, λοιπόν, αυτός ο οίκος που έχτισα!»​—⁠1 Βασιλέων 8:27.

      9. (α) Συνεπώς, πώς θα κατοικούσε ο Θεός σε εκείνον τον οίκο; (β) Αποδίδοντας λατρεία μέσα σε έναν τέτοιον ναό, τι θα μπορούσαν να ανανεώσουν οι Ιουδαίοι, και με ποια αποτελέσματα για τους ίδιους;

      9 Συνεπώς, ο Θεός θα κατοικούσε στον ανοικοδομημένο ναό της Ιερουσαλήμ, όχι προσωπικά, αλλά μόνο με το πνεύμα του, την άγια και αόρατη ενεργό του δύναμη, καθώς και με το να στρέφει το πρόσωπό του, δηλαδή την προσοχή του, σε εκείνον το ναό. Θα τον αγίαζε, δηλαδή θα τον καθιστούσε έναν άγιο οίκο, ο οποίος θα ήταν το κέντρο της θρησκευτικής λατρείας ολόκληρου του έθνους. Εκεί θα προσφέρονταν θυσίες για μεμονωμένα άτομα ή για ολόκληρο το έθνος πάνω στο ένα και μοναδικό εξουσιοδοτημένο θυσιαστήριο, και αυτό θα ήταν το μέρος όπου θα συναγόταν το έθνος στη διάρκεια των τριών ετήσιων γιορτών του και στην Ημέρα της Εξιλέωσης ολόκληρου του έθνους. Εκεί θα μπορούσε να ασκεί τα καθήκοντά του υπέρ του λαού ο Αρχιερέας Ιησούς, ο γιος του Ιωσεδέκ, και όλοι οι υφιερείς. Έτσι θα μπορούσε το έθνος του Ισραήλ να διατηρεί ανανεωμένη τη σχέση του με τον Θεοκρατικό Κυβερνήτη του, τον Ιεχωβά, και να παραμένει σε καλή κατάσταση πνευματικά. Ο Ιεχωβά θα δοξαζόταν από την ανοικοδόμηση του ναού στον οποίο θα κατοικούσε το όνομά Του, και θα φανέρωνε την ευαρέσκειά του εκχέοντας πάνω τους ευλογίες, και πνευματικές και υλικές.

      ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΩΣ ΑΡΧΟΝΤΑ; Ή ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ;

      10, 11. Σε ποιους απευθυνόταν η εναρκτήρια προφητεία του Αγγαίου, και ποια απόφαση είχε παρθεί, όπως φαίνεται από την ενέργεια που επακολούθησε;

      10 Το εναρκτήριο άγγελμα του προφήτη Αγγαίου απευθυνόταν ιδίως «στον Ζοροβάβελ, το γιο του Σαλαθιήλ, τον κυβερνήτη του Ιούδα, και στον Ιησού, το γιο του Ιωσεδέκ, τον αρχιερέα». (Αγγαίος 1:​1) Το γεγονός αυτό τους υποχρέωνε να αναλάβουν την ηγεσία και να θέσουν το ορθό παράδειγμα για όλο το έθνος. Εντούτοις αυτοί οι δύο άντρες, ο κυβερνήτης και ο αρχιερέας, γνώριζαν ποια θα ήταν η αντίδραση των εναντιουμένων αν άρχιζαν ξανά την οικοδόμηση του ναού στην Ιερουσαλήμ. Τι δείχνει η ιστορία ότι έκαναν​—⁠υπάκουσαν στον Ιεχωβά των στρατευμάτων ως Άρχοντα ή στους ανθρώπους; Έβαλαν πρώτα τα πνευματικά συμφέροντα και υπάκουσαν στον Θεό. Ο Αγγαίος αναφέρει:

      11 «Και ο Ζοροβάβελ, ο γιος του Σαλαθιήλ, και ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσεδέκ, ο αρχιερέας, και όλοι όσοι είχαν απομείνει από το λαό άρχισαν να ακούν τη φωνή του Ιεχωβά του Θεού τους και τα λόγια του Αγγαίου του προφήτη, καθώς τον είχε στείλει ο Ιεχωβά ο Θεός τους· και ο λαός άρχισε να φοβάται εξαιτίας του Ιεχωβά».​—⁠Αγγαίος 1:12.

      12. Ποιον αναγνώρισε ο λαός ως αποστολέα του Αγγαίου, και ποιο φόβο υπερνίκησαν;

      12 Από το άγγελμα που τους είχε διακηρύξει ο προφήτης εκείνη την ημέρα της έκτης νέας σελήνης του έτους, ο λαός κατάλαβε ποια ήταν η στάση του θαρραλέου Αγγαίου όσον αφορά την υπακοή στον Θεό ή στους ανθρώπους. Συνειδητοποίησαν ότι ο Ιεχωβά είχε στείλει τον Αγγαίο, και γι’ αυτό τον άκουσαν ως τον κομιστή του επίκαιρου αγγέλματος του Ιεχωβά. Άνοιξαν τις καρδιές τους και πρόσεξαν τι είχε να τους πει, παρότι αυτά ήταν υπό μορφή ελέγχου. Συνέλαβαν το νόημα της λογίκευσης που χρησιμοποιούσε ο Θεός στην περίπτωσή τους. Αναγνώρισαν το σφάλμα τους, την παράλειψή τους. Είχαν βάσιμους λόγους για να φοβούνται ενώπιον του Ιεχωβά. Ο Αρχηγός των ουράνιων στρατευμάτων ήταν αυτός που μιλούσε μέσω του Αγγαίου του προφήτη του, και ο φόβος τους για αυτόν τον Ιεχωβά των στρατευμάτων επισκίαζε κάθε φόβο για ανθρώπους ή ακόμη και για την Περσική Αυτοκρατορία. Ακόμη, όμως, χρειάζονταν ενθάρρυνση και ο Αγγαίος είχε πλέον συνηθίσει να τους την παρέχει:

      13. Ποιο ενθαρρυντικό άγγελμα έδωσε κατόπιν ο Αγγαίος στο λαό;

      13 «Και ο Αγγαίος, ο αγγελιοφόρος του Ιεχωβά, συνέχισε και είπε στο λαό σύμφωνα με το διορισμό αγγελιοφόρου που είχε λάβει από τον Ιεχωβά, λέγοντας: “«Εγώ είμαι μαζί σας», λέει ο Ιεχωβά”».​—⁠Αγγαίος 1:13.

      14. Παρά την ύπαρξη όλων εκείνων των εναντιουμένων, τι σήμαινε αυτό το άγγελμα για τους οικοδόμους του ναού, και ποιον κανόνα τον οποίο έθεσε αργότερα ο Ιησούς Χριστός θα ακολουθούσαν αν προχωρούσαν στην οικοδόμηση;

      14 Υπήρχε άραγε πιο ενθαρρυντικό άγγελμα από αυτό για εκείνους τους θεοφοβούμενους Ιουδαίους; Οι εναντιούμενοι γείτονες μπορεί να είχαν ολόκληρη την Περσική Αυτοκρατορία στο πλευρό τους, αλλά οι εξαγορασμένοι Ισραηλίτες, ακολουθώντας μια πορεία υπακοής, είχαν τον Ιεχωβά των στρατευμάτων στο πλευρό τους. Ο Ιεχωβά δεν θα δυσαρεστούνταν αν αυτοί προχωρούσαν απτόητοι στην ανοικοδόμηση του ναού. Παραφράζοντας τον κανόνα που έθεσε ο Ιησούς Χριστός πάνω από πεντακόσια πενήντα χρόνια αργότερα, αυτά που ήταν του Καίσαρα (ή του αυτοκράτορα) έπρεπε να αποδοθούν στον Καίσαρα, αλλά αυτά που είναι του Θεού πρέπει παρόμοια να αποδίδονται στον Θεό, και τα δικά Του πράγματα έρχονται πρώτα. (Ματθαίος 22:​21) Ενεργώντας σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, θα είχαν τον Ιεχωβά μαζί τους. Και αυτό εγγυόταν σίγουρη επιτυχία στην οικοδόμηση του ναού.

      15. Γιατί πέρασαν τώρα πάνω από τρεις εβδομάδες προτού μπει ο λαός στον οίκο του Ιεχωβά και αρχίσει τις εργασίες;

      15 Έχοντας εναποθέσει τώρα πια την εμπιστοσύνη τους στον Παντοδύναμο Θεό τους, καταπιάστηκαν ως έθνος με το κύριο έργο για το οποίο είχαν κάνει το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής από τη Βαβυλώνα στην ιερή πατρίδα τους. Πέρασαν πάνω από τρεις εβδομάδες, όχι επειδή ανέβαλαν από φόβο τις εργασίες, αλλά για να οργανώσουν έτσι τα πράγματα ώστε να ξεκινήσουν σωστά. Όλοι είχαν κινητοποιηθεί λόγω του πνεύματος του Θεού, δηλαδή της αόρατης ενεργού του δύναμης, που δρούσε ως υποκινούσα δύναμη μέσα τους. Ήρθε, λοιπόν, η εικοστή τέταρτη ημέρα του σεληνιακού μήνα Ελούλ· τι συνέβη τότε; Εσύ, Αγγαίε, ήσουν εκεί· πες μας: «Και ο Ιεχωβά διήγειρε το πνεύμα του Ζοροβάβελ, γιου του Σαλαθιήλ, του κυβερνήτη του Ιούδα, και το πνεύμα του Ιησού, γιου του Ιωσεδέκ, του αρχιερέα, και το πνεύμα όλων όσων είχαν απομείνει από το λαό· και άρχισαν να μπαίνουν και να εκτελούν την εργασία στον οίκο του Ιεχωβά των στρατευμάτων, του Θεού τους. Αυτό έγινε την εικοστή τέταρτη ημέρα του έκτου μήνα, στο δεύτερο έτος του Δαρείου του βασιλιά».​—⁠Αγγαίος 1:​14, 15.

      16. Προτού αρχίσει να προφητεύει ο Αγγαίος, σε ποια κατάσταση είχαν περιπέσει οι Ιουδαίοι, αλλά τώρα τι είχαν υποκινηθεί να κάνουν;

      16 Προτού αρχίσει να προφητεύει ο Αγγαίος την πρώτη ημέρα του έκτου μήνα εκείνου του έτους, ο Κυβερνήτης Ζοροβάβελ και ο Αρχιερέας Ιησούς, καθώς και το επαναπατρισμένο υπόλοιπο του Ιουδαϊκού λαού, είχαν χάσει την παρόρμηση, τη διάθεση, το αίσθημα του επείγοντος, το ζήλο και τον ενθουσιασμό για την ανοικοδόμηση του ναού του Ιεχωβά. Είχαν υποκύψει στις αντιδράσεις και στις παρεμβάσεις των εναντιουμένων τους και έλεγαν μεταξύ τους: «Δεν έχει έρθει ο καιρός, ο καιρός του οίκου του Ιεχωβά, για να χτιστεί». (Αγγαίος 1:​2) Τώρα, όμως, χάρη στο άγγελμα που τους μετέφερε ο Αγγαίος από τον Θεό τους, άρχισαν να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Γι’ αυτό, ο Αρχηγός των στρατευμάτων, ο Ιεχωβά, υποκίνησε το πνεύμα όλων. Μετά την αναγκαία οργάνωση και προετοιμασία, συγκεντρώθηκαν στην επιτέλεση του πιο σημαντικού έργου στη γη του Ιούδα, αρχίζοντας με τις προκαταρκτικές εργασίες που έπρεπε να γίνουν προτού προχωρήσουν σε αυτή καθαυτή την κατασκευή του ναού του Θεού τους. Η χρονική στιγμή είναι καθορισμένη: ήταν η 24η Ελούλ του δεύτερου έτους του Δαρείου Α΄, του βασιλιά της Περσίας. Ήταν δηλαδή γύρω στα μέσα του Σεπτεμβρίου του 520 Π.Κ.Χ. Ήταν η εποχή του χρόνου κατά την οποία θα άρχιζε να σχηματίζεται δροσιά πάνω στη βλάστηση, μετά την καλοκαιρινή περίοδο της ξηρασίας.

      17. Τι περιλάμβαναν αυτές οι προκαταρκτικές εργασίες, και γιατί δεν ένοιαζε τους Ιουδαίους αν οι εναντιούμενοι είχαν παρατηρήσει την εργασία τους;

      17 Αναμφισβήτητα ο Ιεχωβά των στρατευμάτων ήταν ευχαριστημένος βλέποντας αυτή την πρόοδο των εργασιών. Έπρεπε να κόψουν ξυλεία και να φτιάξουν δοκάρια και σανίδες για την επένδυση· οπωσδήποτε θα χρειαζόταν να λατομήσουν και πέτρες. Έπρεπε, ακόμη, να απομακρύνουν τα συντρίμμια από την ιστορική τοποθεσία του ναού την οποία είχε αγοράσει πριν από πολύ καιρό ο Βασιλιάς Δαβίδ, τον ενδέκατο αιώνα πριν από την Κοινή μας Χρονολογία. (2 Σαμουήλ 24:​18-25· 1 Χρονικών 21:​18 ως 22:​19· 2 Χρονικών 3:​1) Αυτά τα συντρίμμια θα πρέπει να είχαν συσσωρευθεί με το πέρασμα των ετών. Το αν οι ειδωλολάτρες γείτονες, οι οποίοι εναντιώνονταν στους Ιουδαίους, παρατήρησαν αυτή την προκαταρκτική δραστηριότητα δεν το γνωρίζουμε. Και αν ακόμη την παρατήρησαν, οι πολυάσχολοι Ιουδαίοι δεν νοιάστηκαν για αυτό. Ήξεραν ότι είχαν την επιδοκιμασία του Θεού τους και ότι έκαναν το δικό του έργο και ότι ο ακατανίκητος Ιεχωβά των στρατευμάτων ήταν στο πλευρό τους. Παρ’ όλα αυτά, επρόκειτο να έρθει σφοδρή εναντίωση από το στρατόπεδο των εχθρών. Πόση επιτυχία θα είχε αυτή τη φορά; Θα δούμε.

Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
Αποσύνδεση
Σύνδεση
  • Ελληνική
  • Κοινή Χρήση
  • Προτιμήσεις
  • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
  • Όροι Χρήσης
  • Πολιτική Απορρήτου
  • Ρυθμίσεις Απορρήτου
  • JW.ORG
  • Σύνδεση
Κοινή Χρήση