ΚΛΕΦΤΗΣ
Αυτός που εσκεμμένα παίρνει κάτι το οποίο ανήκει σε άλλον χωρίς άδεια, ειδικά κάποιος ο οποίος το κάνει αυτό με δόλο και απάτη ή κρυφά. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι κλέφτες στο παρελθόν ήταν σχεδόν πανομοιότυπες με τις σημερινές. Έκαναν συνήθως τις κλοπές τους τη νύχτα (Ιωβ 24:14· Ιερ 49:9· Ματ 24:43· Λου 12:39· Ιωα 10:10· 1Θε 5:2-5· 2Πε 3:10· Απ 3:3· 16:15), μπαίνοντας πολλές φορές μέσα από ένα παράθυρο. (Ιωλ 2:9) Από την άλλη πλευρά, οι ληστές παραμόνευαν τα θύματά τους και τους επιτίθεντο σε ερημικές περιοχές, όπου ήταν ουσιαστικά αδύνατον να βρουν βοήθεια. Συχνά δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν βία ή να απειλήσουν και να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή εκείνων από τους οποίους άρπαζαν ό,τι πολύτιμο είχαν.—Κρ 9:25· Λου 10:30, 36· 2Κο 11:26.
Οι λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών που αποδίδονται «κλέβω», «ληστεύω» και «ληστής» είναι δυνατόν επίσης να σημαίνουν ότι κάποιος κατακρατεί από έναν άλλον κάτι που δικαιωματικά ανήκει σε εκείνον ή ότι αποσπά από άλλους πράγματα με δόλια μέσα ή ότι οικειοποιείται για δική του χρήση κάτι το οποίο ήταν υποχρεωμένος να δίνει σε άλλους. Μη πληρώνοντας δέκατα για την υποστήριξη της αληθινής λατρείας στο ναό, οι Ιουδαίοι της εποχής του Μαλαχία “έκλεβαν τον Θεό”. (Μαλ 3:8, 9) Το εδάφιο Παροιμίες 28:24 μιλάει για τον άνθρωπο που κλέβει τον πατέρα του ή τη μητέρα του, πράγμα που σημαίνει προφανώς ότι αυτός με κάποιον τρόπο αποστερεί τους γονείς του από κάτι δικαιωματικά δικό τους. Ο Ιησούς Χριστός καταδίκασε τους αργυραμοιβούς επειδή είχαν κάνει το ναό «σπηλιά ληστών». Αυτό αφήνει να εννοηθεί ότι οι αργυραμοιβοί ζητούσαν υπέρογκα ποσά για τις υπηρεσίες τους.—Ματ 21:12, 13.
Στη δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Άλλες εκκλησίες λήστεψα δεχόμενος προμήθειες για να διακονήσω εσάς». (2Κο 11:8) Δεν υπήρχε τίποτα το δόλιο στο να λαβαίνει ο Παύλος προμήθειες από άλλους. Αλλά προφανώς έλεγε ότι ήταν σαν να είχε ληστέψει εκείνες τις εκκλησίες με την έννοια ότι είχε χρησιμοποιήσει ό,τι είχε δεχτεί από αυτές για να καλύψει τις ανάγκες του ενόσω κοπίαζε, όχι μαζί τους, αλλά για λογαριασμό των Κορινθίων.
Σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να χαρακτηρίζεται κλοπή η δικαιολογημένη πράξη με την οποία κάποιος παίρνει αυτό που δικαιούται να πάρει, η δε έμφαση δίνεται στο ότι αυτή η πράξη γίνεται στα κλεφτά. Για παράδειγμα, οι Ισραηλίτες “έκλεψαν” το σώμα του Σαούλ από την πλατεία της Βαιθ-σαν. (2Σα 21:12) Η θεία του νεαρού Ιωάς τού έσωσε τη ζωή όταν τον “έκλεψε μέσα από τους αδελφούς του”, οι οποίοι θανατώθηκαν από την πονηρή Γοθολία.—2Βα 11:1, 2· 2Χρ 22:10, 11.
Καταδικάζεται από τον Θεό. Ωστόσο, οι περισσότερες Βιβλικές αναφορές στην κλοπή αφορούν την παράνομη αφαίρεση αυτού που ανήκει σε κάποιον άλλον. Ο νόμος του Ιεχωβά προς τον Ισραήλ δήλωνε ρητά: «Δεν πρέπει να κλέψεις». (Εξ 20:15· Λευ 19:11, 13· Δευ 5:19· Ματ 19:18) Ο κλέφτης έπρεπε να αποδώσει το διπλάσιο, το τετραπλάσιο ή ακόμη και το πενταπλάσιο ως αποζημίωση, ανάλογα με ό,τι καθόριζε ο Νόμος. Αν δεν ήταν σε θέση να το κάνει αυτό, πουλιόταν ως δούλος, και προφανώς αποκτούσε πάλι την ελευθερία του αφού είχε καταβάλει ολόκληρη την αποζημίωση. (Εξ 22:1-12) Εκτός από την αποζημίωση που έπρεπε να καταβάλει, ο ντροπιασμένος κλέφτης (Ιερ 2:26) έπρεπε να φέρει μια προσφορά για ενοχή και να ζητήσει από τον ιερέα να κάνει εξιλέωση για τις αμαρτίες του.—Λευ 6:2-7.
Τελικά το έθνος του Ισραήλ απέρριψε αυτούς τους νόμους και, ως εκ τούτου, ο Ιεχωβά επέτρεψε σε ληστές και κλέφτες εντός και εκτός του έθνους να το λυμαίνονται. (Δευ 28:29, 31· Ιεζ 7:22) Οι δόλιες πράξεις, ειδικά η καταδυνάστευση των φτωχών και των ενδεών, έγιναν κάτι το συνηθισμένο.—Ησ 1:23· 3:14· Ιερ 7:9-11· 21:12· 22:3· Ιεζ 22:29· Μιχ 2:2.
Παρότι ο κλέφτης που κλέβει εξαιτίας της πείνας του ίσως δεν είναι τόσο κατακριτέος όσο ένας ο οποίος, όπως ο Αχάν και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, κλέβει από απληστία και εξαιτίας της κακής καρδιάς του (Ιη 7:11, 20, 21· Παρ 6:30· Ματ 15:19· Ιωα 12:4-6), εντούτοις όσοι επιθυμούν να έχουν την επιδοκιμασία του Θεού δεν μπορούν να είναι ένοχοι κλοπής. (Ησ 61:8· Ρω 2:21) Μολονότι οι Χριστιανοί δεν υπόκεινται στο Μωσαϊκό Νόμο, υπόκεινται στην εντολή να αγαπούν το συνάνθρωπό τους. «Η αγάπη δεν εργάζεται το κακό στον πλησίον», γι’ αυτό και η κλοπή δεν έχει θέση ανάμεσα στους Χριστιανούς. (Ρω 13:9, 10· Ματ 22:39· Ιακ 2:8) Κάθε κλέφτης που θέλει να ζήσει υπό τη διακυβέρνηση της Βασιλείας του Θεού πρέπει να μετανοήσει για την προηγούμενη πορεία διαγωγής του και να μάθει να εργάζεται σκληρά για τα προς το ζην. (1Κο 6:10· Εφ 4:28· 1Πε 4:15) Ο δε γνήσια μετανοημένος πρώην κλέφτης μπορεί να είναι βέβαιος για τη συγχώρηση του Ιεχωβά.—Ιεζ 33:14-16.
Ένας εβραϊκός ιδιωματισμός που σημαίνει κατά κυριολεξία «κλέβω την καρδιά» έχει την έννοια «ξεγελώ».—Γε 31:20, 26, υποσ.· παράβαλε 2Σα 15:6.