Είχα να Διαλέξω Ανάμεσα σε Δύο Πατέρες
«Δεν είσαι πια γιος μου! Φύγε αμέσως από το σπίτι και μην ξαναγυρίσεις αν δεν εγκαταλείψεις αυτή τη θρησκεία!»
ΕΦΥΓΑ μόνο με τα ρούχα που φορούσα. Οβίδες έπεφταν στη γειτονιά εκείνη τη νύχτα, και δεν είχα ιδέα πού να πάω. Πέρασαν πάνω από έξι χρόνια προτού επιστρέψω στο σπίτι.
Τι θα μπορούσε να εξαγριώσει έναν πατέρα τόσο πολύ ώστε να πετάξει τον ίδιο του το γιο έξω από το σπίτι; Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς άρχισαν όλα.
Μεγαλώνοντας σε έναν Κόσμο Γεμάτο Μίσος
Οι γονείς μου ζουν στη Βηρυτό του Λιβάνου, μια χώρα η οποία κάποτε ήταν φημισμένος πόλος έλξης των τουριστών. Ωστόσο, από το 1975 ως το 1990, η πόλη έγινε το επίκεντρο ενός καταστροφικού πολέμου. Γεννήθηκα το 1969, και είμαι το πρώτο από τα τρία παιδιά μιας αρμενικής οικογένειας. Γι’ αυτό, οι πρώτες μου αναμνήσεις έχουν σχέση με έναν καιρό ειρήνης.
Οι γονείς μου ανήκαν στην Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, αλλά η μητέρα συνήθιζε να μας πηγαίνει στην εκκλησία μόνο δύο φορές το χρόνο—το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Έτσι, η οικογένειά μας στην πραγματικότητα δεν ήταν και πολύ θρησκευόμενη. Παρ’ όλα αυτά, με έστειλαν σε ένα λύκειο των Ευαγγελικών, όπου έλαβα θρησκευτική εκπαίδευση. Τότε, η θρησκεία δεν ενδιέφερε ούτε εμένα.
Ένα πράγμα που μάθαιναν πολλοί Αρμένιοι στην παιδική τους ηλικία ήταν να μισούν τους Τούρκους. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι Τούρκοι έσφαξαν εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιους και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας. Το 1920, το ανατολικό τμήμα που είχε απομείνει έγινε δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης. Ως νεαρός, ήμουν αποφασισμένος να αγωνιστώ για να έρθει δικαιοσύνη.
Αλλάζω Τρόπο Σκέψης
Ωστόσο, στη δεκαετία του 1980, όταν ήμουν στα μέσα της εφηβείας, μερικά πράγματα που μου είπε κάποιος θείος μου άρχισαν να αλλάζουν τον τρόπο σκέψης μου. Αυτός έλεγε ότι ο Παντοδύναμος Θεός σύντομα θα διορθώσει όλες τις αδικίες. Εξηγούσε ότι, μέσω της Βασιλείας για την οποία είχε διδάξει ο Ιησούς Χριστός τους ακολούθους του να προσεύχονται, ακόμα και εκείνοι που σκοτώθηκαν στις σφαγές θα αναστηθούν σε ζωή στη γη.—Ματθαίος 6:9, 10· Πράξεις 24:15· Αποκάλυψη 21:3, 4.
Ενθουσιάστηκα. Θέλοντας να ακούσω και άλλα, συνέχισα να του κάνω ερωτήσεις. Αυτό οδήγησε σε Γραφική μελέτη, η οποία γινόταν στο σπίτι κάποιου άλλου Μάρτυρα του Ιεχωβά.
Καθώς μάθαινα για τον ουράνιο Πατέρα μου, τον Ιεχωβά, και τον αγαπούσα ολοένα και περισσότερο, άρχισα να φοβάμαι ότι κάποια μέρα θα έπρεπε να πάρω μια δύσκολη απόφαση—να διαλέξω ανάμεσα στην οικογένειά μου και στον Ιεχωβά Θεό.—Ψαλμός 83:18.
Δύσκολη Εκλογή για έναν 17χρονο
Τελικά, η μητέρα άκουσε για τη σχέση που είχα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αναστατώθηκε πολύ και με πρόσταξε να σταματήσω τη Γραφική μου μελέτη. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχα πάρει τις πεποιθήσεις μου στα σοβαρά, απείλησε πως θα το έλεγε στον πατέρα. Τότε, δεν με ένοιαζε επειδή νόμιζα ότι θα μπορούσα να αντιμετωπίσω την κατάσταση και να μείνω σταθερός μπροστά στον πατέρα. Αλλά έκανα λάθος.
Όταν ο πατέρας έμαθε ότι συναναστρεφόμουν με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά εξαγριώθηκε. Απείλησε να με πετάξει έξω από το σπίτι αν δεν σταματούσα τη Γραφική μου μελέτη. Του είπα ότι δεν επρόκειτο να σταματήσω επειδή όσα μάθαινα ήταν η αλήθεια. Αφού φώναξε, ούρλιαξε και έβρισε, άρχισε να κλαίει σαν παιδί. Στην κυριολεξία με εκλιπαρούσε να σταματήσω να συναναστρέφομαι με τους Μάρτυρες.
Ήμουν διχασμένος συναισθηματικά, διχασμένος ανάμεσα σε δύο πατέρες—τον Ιεχωβά και εκείνον. Ήξερα ότι και οι δύο με αγαπούσαν πάρα πολύ, και ήθελα να τους ευχαριστήσω και τους δύο· αλλά κάτι τέτοιο φαινόταν αδύνατον. Η πίεση ήταν μεγαλύτερη από όση μπορούσα να αντέξω. Είπα στον πατέρα πως θα έκανα ό,τι μου ζητούσε, σκεφτόμενος ότι θα μπορούσα να ξαναρχίσω τη μελέτη μου και να γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά όταν θα μεγάλωνα. Τότε ήμουν μόνο 17 χρονών.
Τις μέρες που ακολούθησαν, ένιωθα ντροπή για αυτό που είχα κάνει. Ένιωθα ότι ο Ιεχωβά δεν ήταν ευτυχισμένος και ότι δεν είχα εμπιστευτεί τα λόγια του ψαλμωδού Δαβίδ, ο οποίος είπε: «Ακόμη και αν ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκαταλείψουν, ο Ιεχωβά θα με δεχτεί». (Ψαλμός 27:10) Αλλά πήγαινα ακόμα στο λύκειο, και οι γονείς μου πλήρωναν για τις σπουδές μου.
Πιο Σταθερή Στάση
Επί δύο και πλέον χρόνια δεν επισκέφτηκα το θείο μου ούτε είχα καμιά επαφή με τους Μάρτυρες, επειδή ήξερα ότι οι γονείς μου παρακολουθούσαν κάθε μου κίνηση. Κάποια μέρα το 1989, σε ηλικία 20 χρονών, συνάντησα ένα γνωστό μου Μάρτυρα. Πολύ ευγενικά με ρώτησε αν θα ήθελα να τον επισκεφτώ. Εφόσον δεν ανέφερε τίποτα για μελέτη της Αγίας Γραφής, τελικά πήγα να τον δω.
Με τον καιρό, άρχισα να μελετώ την Αγία Γραφή και να παρακολουθώ τις συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αίθουσα Βασιλείας. Μελετούσα στο χώρο της εργασίας μου, όπου κανένας δεν μπορούσε να με ενοχλήσει. Ως αποτέλεσμα, εκτίμησα βαθύτερα τη στοργική προσωπικότητα του Ιεχωβά, καθώς επίσης κατανόησα καλύτερα την αξία τού να έχω και να διατηρώ μια στενή σχέση μαζί του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους άρχισα, μάλιστα, να μεταδίδω στους άλλους όσα είχα μάθει.
Μέχρι τότε η οικογένειά μου δεν γνώριζε τίποτα. Λίγες μέρες αργότερα, όμως, ο πατέρας μου και εγώ στεκόμασταν ξανά πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά αυτή τη φορά ήμουν καλύτερα προετοιμασμένος για την αντιπαράθεση. Προσπάθησε να με ρωτήσει ήρεμα: «Γιε μου, είναι αλήθεια ότι συναναστρέφεσαι ακόμα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά;» Τα μάτια του ήταν δακρυσμένα καθώς περίμενε την απάντησή μου. Η μητέρα μου και η αδελφή μου έκλαιγαν σιωπηλά.
Του εξήγησα ότι τελευταία είχα αρχίσει να συναναστρέφομαι με τους Μάρτυρες και πως ήμουν αποφασισμένος να γίνω ένας από αυτούς. Τότε, τα πράγματα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο πατέρας φώναξε τα λόγια που βρίσκονται στην εισαγωγή αυτού του άρθρου. Στη συνέχεια, με άρπαξε και ούρλιαξε ότι δεν θα με άφηνε να βγω ζωντανός από το σπίτι. Κατάφερα να ελευθερωθώ, και καθώς κατέβαινα τρέχοντας τις σκάλες, άκουσα το μικρότερο αδελφό μου να προσπαθεί να ηρεμήσει τον πατέρα μου. «Από τώρα και στο εξής εσύ είσαι ο Πατέρας μου», προσευχήθηκα στον Ιεχωβά. «Διάλεξα εσένα, γι’ αυτό σε παρακαλώ φρόντισέ με».
Αντίποινα
Λίγες μέρες αργότερα, ο πατέρας μου πήγε στο σπίτι του θείου μου, σκεφτόμενος ότι θα με έβρισκε εκεί. Του επιτέθηκε και ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά παρενέβησαν κάποιοι Μάρτυρες που βρίσκονταν εκεί. Ο πατέρας έφυγε, αλλά υποσχέθηκε ότι θα ξαναγυρίσει. Επέστρεψε έπειτα από λίγο, με τη συνοδεία οπλισμένων εθνοφρουρών. Πήραν τους Μάρτυρες και το θείο μου, ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος, στο αρχηγείο τους.
Έπειτα από αυτό, άρχισαν μια έρευνα για άλλους Μάρτυρες στην περιοχή. Εισέβαλαν στο σπίτι ενός ακόμα Μάρτυρα. Στοίβαξαν στο δρόμο βιβλία, περιλαμβανομένων και Αγίων Γραφών, και τα έκαψαν. Αλλά τα πράγματα δεν σταμάτησαν εκεί. Συνέλαβαν έξι Μάρτυρες, καθώς και μερικούς ανθρώπους οι οποίοι απλώς μελετούσαν μαζί τους. Τους έβαλαν όλους σε ένα μικρό δωμάτιο, τους ανέκριναν και κατόπιν τους έδειραν. Μερικούς τους έκαψαν με τσιγάρο. Τα νέα σχετικά με αυτά τα γεγονότα διαδόθηκαν αστραπιαία στη γειτονιά. Οι εθνοφρουροί με έψαχναν παντού. Ο πατέρας μου τους ζήτησε να με βρουν και να με κάνουν να αλλάξω γνώμη, ανεξάρτητα από τις μεθόδους που θα χρησιμοποιούσαν.
Λίγες μέρες αργότερα, οι εθνοφρουροί εισέβαλαν στην Αίθουσα Βασιλείας, όπου είχε συνάθροιση μια από τις εκκλησίες. Ανάγκασαν ολόκληρη την εκκλησία—άντρες, γυναίκες και παιδιά—να εκκενώσουν την αίθουσα. Κατάσχεσαν τις Γραφές τους και τους ανάγκασαν να πάνε περπατώντας στο αρχηγείο της εθνοφρουράς, όπου τους ανέκριναν.
Διαφυγή στην Ελλάδα
Όλο αυτόν τον καιρό, με φρόντιζε μια οικογένεια Μαρτύρων που ζούσε μακριά από το μέρος όπου συνέβαιναν εκείνα τα επεισόδια. Ένα μήνα αργότερα έφυγα από τη χώρα με προορισμό την Ελλάδα. Μόλις έφτασα εκεί, αφιέρωσα τη ζωή μου στον Ιεχωβά Θεό και βαφτίστηκα συμβολίζοντας την αφιέρωσή μου.
Στην Ελλάδα ένιωσα τη στοργική φροντίδα μιας πνευματικής αδελφότητας, η οποία περιλάμβανε ανθρώπους από αρκετές εθνικότητες—μεταξύ των άλλων και Τούρκους. Ένιωσα πόσο αληθινά είναι τα λόγια του Ιησού: «Δεν υπάρχει κανείς που να άφησε σπίτι ή αδελφούς ή αδελφές ή μητέρα ή πατέρα ή παιδιά ή κτήματα για χάρη μου και για χάρη των καλών νέων, ο οποίος δεν θα πάρει εκατονταπλάσια τώρα, σε αυτή τη χρονική περίοδο, σπίτια και αδελφούς και αδελφές και μητέρες και παιδιά και κτήματα, με διωγμούς, και στο ερχόμενο σύστημα πραγμάτων αιώνια ζωή».—Μάρκος 10:29, 30.
Τα επόμενα τρία χρόνια έμεινα στην Ελλάδα. Μολονότι έγραψα στον πατέρα αρκετές φορές, ποτέ δεν μου απάντησε. Αργότερα έμαθα πως όποτε τον επισκέπτονταν διάφοροι φίλοι και τον ρωτούσαν για εμένα, εκείνος έλεγε: «Δεν έχω γιο με αυτό το όνομα».
Ξανασμίγουμε Έπειτα από Έξι Χρόνια
Επέστρεψα για να ζήσω στη Βηρυτό το 1992, μετά το τέλος του πολέμου. Μέσω ενός φίλου ενημέρωσα τον πατέρα μου ότι ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι. Εκείνος απάντησε ότι θα ήμουν ευπρόσδεκτος—αλλά μόνο αν εγκατέλειπα την πίστη μου. Έτσι έζησα σε ένα νοικιασμένο διαμέρισμα τα επόμενα τρία χρόνια. Κατόπιν, το Νοέμβριο του 1995, ο πατέρας ξαφνικά ήρθε στην εργασία μου και ζήτησε να με δει. Επειδή δεν ήμουν εκεί, άφησε ένα μήνυμα που έλεγε ότι ήθελε να πάω στο σπίτι. Στην αρχή δυσκολεύτηκα να το πιστέψω. Έτσι, πολύ διστακτικά, πήγα να τον δω. Η στιγμή που ξανασμίξαμε ήταν πολύ συγκινητική. Μου είπε ότι δεν τον ένοιαζε πια που ήμουν Μάρτυρας του Ιεχωβά και ότι ήθελε να επιστρέψω στο σπίτι!
Σήμερα υπηρετώ ως Χριστιανός πρεσβύτερος και ως ολοχρόνιος διάκονος σε μια αρμενόφωνη εκκλησία. Συχνά συναντώ ανθρώπους σαν τον πατέρα μου, οι οποίοι εναντιώνονται στα μέλη της οικογένειάς τους που θέλουν να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Καταλαβαίνω ότι ο πατέρας πίστευε ειλικρινά πως έκανε το σωστό όταν εναντιωνόταν στη λατρεία μου. Η Αγία Γραφή μάλιστα προετοιμάζει τους Χριστιανούς λέγοντας ότι μπορούν να αναμένουν εναντίωση από την οικογένειά τους.—Ματθαίος 10:34-37· 2 Τιμόθεο 3:12.
Ελπίζω ότι κάποια μέρα ο πατέρας μου και η υπόλοιπη οικογένειά μου θα αποκτήσουν την ίδια Γραφική ελπίδα που έχω εγώ για έναν καλύτερο μελλοντικό κόσμο. Τότε δεν θα υπάρχουν πια πόλεμοι ή σφαγές, και οι άνθρωποι δεν θα ξεριζώνονται πλέον από τις χώρες τους ούτε θα διώκονται για χάρη της δικαιοσύνης. (2 Πέτρου 3:13) Και τότε οι άνθρωποι δεν θα χρειάζεται να διαλέγουν ανάμεσα σε δύο πλευρές που τους είναι τόσο πολύ αγαπητές.—Από Συνεργάτη.