Ο Μακρύς, Σκληρός Αγώνας μου για να Βρω την Αληθινή Πίστη
Πάντα φοβόμουν ότι θα πήγαινα στην κόλαση· ήξερα ότι δεν ήμουν τόσο καλή ώστε να πάω στον παράδεισο. Πίστευα ότι θα ήμουν τυχερή αν κατάφερνα να φτάσω στο καθαρτήριο, έτσι προσευχόμουν με θέρμη και άναβα κεριά για να μην καταλήξω στην κόλαση.
ΚΑΘΩΣ τα λάστιχα του αυτοκινήτου μου γλιστρούσαν στους παγωμένους δρόμους ενός ορεινού περάσματος στο Όρεγκον των Η.Π.Α., αναρωτιόμουν πώς είχα μπλέξει έτσι. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία οδηγώντας στο χιόνι, και να που βρέθηκα στη μέση μιας χιονοθύελλας σε άγνωστους δρόμους, με απότομες χαράδρες και από τις δυο πλευρές· μόλις που έβλεπα πέρα από το καπό του αυτοκινήτου. Ήξερα ότι είχε φτάσει το τέλος, έτσι προσευχήθηκα στον Θεό να λυπηθεί τη συνοδηγό μου και εμένα λέγοντάς του ότι θα του το ξεπλήρωνα με το να επιστρέψω στην εκκλησία.
Φτάσαμε, λοιπόν, στον προορισμό μας και εγώ εκπλήρωσα την ευχή που έκανα να επιστρέψω στην εκκλησία. Βρήκα μια τοπική εκκλησία στο Σιάτλ από το Χρυσό Οδηγό και πήγα την επόμενη Κυριακή. Αυτή με άφησε με το ίδιο αίσθημα κενού που είχα ξανανιώσει στο παρελθόν. Εκείνη η εκκλησία τόνιζε το ίδιο πράγμα που τόνιζε και η προηγούμενη εκκλησία μου, το χρήμα. Έγινε περιφορά δίσκου τρεις φορές! Θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει στον Θεό ότι θα χρειαζόταν να βρω κάποιον άλλον τρόπο για να τον λατρεύω.
Όταν ήμουν παιδί, ανατράφηκα σε ένα στρατιωτικό σπιτικό ως πιστή Καθολική. Πήγα σε Καθολικό σχολείο. Θυμάμαι που ρωτούσα την καλόγρια στο κατηχητικό: «Γιατί δεν χρησιμοποιούμε ποτέ την Αγία Γραφή;» Μου έλεγε ότι ήμουν αδύναμη στην πίστη, και οι γονείς μου πληροφορήθηκαν πολλές φορές για αυτή την αδυναμία μου.
Ανατράφηκα έχοντας ένα διαρκή φόβο για τον Θεό. Η αντίληψή μου για Αυτόν ήταν ασαφής. Ήταν Θεός που άξιζε να λατρεύεται, αλλά αν δεν τον λάτρευες σωστά σε βασάνιζε. Στα 17 μου, είπα στους γονείς μου ότι δεν θα ξαναπήγαινα στην Καθολική εκκλησία. Ένιωθα πιο κοντά στον Θεό οπουδήποτε αλλού εκτός από την εκκλησία. Συνήθιζα να περπατάω στην ακρογιαλιά, και αν κάτι με ενοχλούσε, μιλούσα στον Θεό για αυτό. Του ζητούσα συγνώμη που του μιλούσα χωρίς τη μεσολάβηση ιερέα, λέγοντάς του ότι απλώς έπρεπε να του πω τι με απασχολούσε. Είχα επίσης απογοητευτεί με όλα αυτά που έβλεπα να συμβαίνουν στον κόσμο. Ήταν η εποχή των χίπις, και οι φίλοι μου επιδίδονταν σε σεξ χωρίς όρια και έπαιρναν ναρκωτικά. Έβλεπα τις λυπηρές συνέπειες, όπως ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, εκτρώσεις και υπερβολικές δόσεις ναρκωτικών—δεν ήθελα τίποτα από αυτά!
Αρχίζει η Αναζήτηση
Η Μπέκι, μια στενή μου φίλη, και εγώ αποφασίσαμε να αφήσουμε το πανεπιστήμιο αναζητώντας κάτι καλύτερο. Έπρεπε να υπάρχει κάτι καλύτερο! Αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τη μητέρα της στην πολιτεία Ουάσινγκτον. Είπα στους γονείς μου ότι έπρεπε να ξεφύγω, να προσπαθήσω να ξεχάσω τα προβλήματα που με ενοχλούσαν. Τότε ήταν που περάσαμε οδικώς μέσα από τη χιονοθύελλα στο Όρεγκον. Όταν έφυγα αηδιασμένη εκείνη την Κυριακή από την εκκλησία του Σιάτλ, πήγα στο σπίτι και μίλησα για τα αισθήματά μου στη μητέρα της Μπέκι, την Έντνα. Εκείνη μου είπε ότι γνώριζε κάποιον που μπορούσε να απαντήσει στα ερωτήματά μου. Τηλεφώνησε στην Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Θυμάμαι πως περίμενα να έρθουν. Πέρασαν τρεις μέρες. Αλλά όταν ήρθαν, αυτοί οι άνθρωποι είχαν το πιο Χριστιανικό παρουσιαστικό που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Επρόκειτο για τον Κλάρενς και την Ίντιθ Μένιερ. Ο Κλάρενς ήταν απόφοιτος της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς και προφανώς πολύ καλά εξοικειωμένος με τις Γραφές. Εντυπωσιάστηκα αμέσως όταν μου εξήγησαν ότι ο Θεός έχει όνομα—Ιεχωβά. Ένιωσα σαν να είχε ανάψει ένα φως μέσα στο κεφάλι μου. Η πρώτη μελέτη διήρκεσε τρεις ώρες, και το αντρόγυνο επανήλθε σε δυο μέρες για την επόμενη μελέτη.
Αισθανόμουν τόσο συγκινημένη. Σύντομα τηλεφώνησα στους γονείς μου και τους είπα ότι είχα βρει την αλήθεια. Τους ανέφερα ότι ο Θεός έχει όνομα, Ιεχωβά, και ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διδάσκουν την αλήθεια της Αγίας Γραφής. Νόμιζα ότι δεν είχαν ακούσει ποτέ για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και ότι θα συγκινούνταν εξίσου όταν θα μάθαιναν ό,τι είχα μάθει και εγώ. Αλλά είχαν ακούσει για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και στενοχωρήθηκαν πολύ. Ήρθαν να με πάρουν πίσω στην Καλιφόρνια.
Όταν έφτασα στο σπίτι, ήξερα ότι έπρεπε να έρθω αμέσως σε επαφή με τη Χριστιανική εκκλησία. Εντόπισα την Αίθουσα Βασιλείας, πήγα στην επόμενη συνάθροιση και κάθησα. Μια αδελφή γύρισε και με κοίταξε και χαμογέλασε, έτσι τη ρώτησα αν ήθελε να μου κάνει μελέτη. Εκείνη έμεινε άναυδη και δέχτηκε αμέσως. Πόσο χαιρόμουν που ξαναβρήκα τη Χριστιανική εκκλησία επειδή είχα αρχίσει να νιώθω απομονωμένη. Χρειαζόμουν συναναστροφή.—Εβραίους 10:24, 25.
Αρχίζει ο Διωγμός από την Οικογένεια
Οι γονείς μου εξακολουθούσαν να εναντιώνονται πολύ στην καινούρια μου θρησκεία και με έστειλαν σε ψυχίατρο. Όταν οι γονείς μου του ζήτησαν αναφορά, εκείνος τους είπε ότι έκανα την επανάστασή μου. Εγώ τους είπα ότι δεν έκανα καμιά επανάσταση. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα βρει κάτι που μου έδινε απαντήσεις, που μου έδινε κάποιο λόγο για να ζω.
Ύστερα από αυτό, όταν πήγαινα στην Αίθουσα Βασιλείας οι γονείς μου θύμωναν πολύ. Μου είπαν ότι μπορούσα να πάω στο πανεπιστήμιο της αρεσκείας μου, να ακολουθήσω οποιονδήποτε κλάδο ήθελα και ότι θα πλήρωναν εκείνοι τα δίδακτρα, όμως έπρεπε να διακόψω κάθε σχέση με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτό που το κατέστησε ιδιαίτερα δύσκολο να το υπομείνω ήταν η αγάπη που είχα για την οικογένειά μου. Μια εξαιρετικά δυσάρεστη μέρα η μητέρα μου μού είπε ότι θα προτιμούσε να με έβλεπε πόρνη παρά Μάρτυρα του Ιεχωβά. Μπορούσα να γίνω οτιδήποτε, αλλά όχι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Οι γονείς μου μού είπαν να φύγω από το σπίτι. Ήρθε στο μυαλό μου το εδάφιο Ψαλμός 27:10: ‘Αν ο πατήρ μου και η μήτηρ μου με εγκαταλείψωσιν, ο Ιεχωβά όμως θέλει με προσδεχθή’. Μια αδελφή από την εκκλησία είχε κάποιο άδειο σπίτι και μου το παραχώρησε.
Γνωρίστηκα με μια αδελφή στην Αίθουσα Βασιλείας η οποία, όπως και εγώ, ήταν πολύ καινούρια στην αλήθεια. Το όνομά της ήταν Κρις Κεμπ· γίναμε πολύ καλές φίλες και αρχίσαμε να μένουμε μαζί. Βαφτιστήκαμε στις 18 Ιουλίου 1969, στο στάδιο Ντότζερ του Λος Άντζελες.
Στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις παρατηρούσαμε μια ολοχρόνια σκαπάνισσα που ονομαζόταν Ντέινα Γουλφ. Αυτή ήταν πολύ πνευματικό άτομο. Μάθαμε ότι είχε ανάγκη να μείνει κάπου, έτσι αποκτήσαμε μια θαυμάσια συγκάτοικο.
Θυμάμαι το πρώτο μου μέρος στη συνάθροιση. Είχα μια επίδειξη και έκανα επανειλημμένες πρόβες. Ήταν επίδειξη παρουσίασης βιβλίου, και την είχα αποστηθίσει. Ωστόσο, την τελευταία στιγμή, την έγραψα λέξη προς λέξη και έβαλα το χαρτί στην τσέπη μου. Ανέβηκα στο βήμα και το μυαλό μου σταμάτησε. Είπα: «Γεια σας . . . Γεια σας . . . Γεια σας». Είπα γεια σας γύρω στις πέντε φορές. Δεν θυμόμουν απολύτως τίποτα. Τότε λοιπόν κοίταξα το ακροατήριο και είπα: «Συνήθως δεν ενεργώ έτσι στις πόρτες». Κατόπιν έβγαλα το τσαλακωμένο μου χαρτί και διάβασα αυτολεξεί αυτά που έπρεπε να πω. Μόλις τελείωσα, πήγα στη θέση μου και έβαλα τα κλάματα.
Ο αδελφός που μου είχε ζητήσει να κάνω την επίδειξη ρώτησε το ακροατήριο: «Τι μάθαμε από αυτή την παρουσίαση;» Στην αίθουσα επικρατούσε σιγή. Τότε σηκώθηκα όρθια, γύρισα προς το ακροατήριο και είπα: «Τι να μάθουν; Ήμουν φρικτή! Ασφαλώς δεν έμαθαν τίποτα!», ξανακάθησα και συνέχισα να κλαίω. Τώρα τα μέρη που έχω στις συναθροίσεις είναι κάπως καλύτερα—πάντως χειρότερα δεν θα μπορούσαν να είναι.
Λίγο αργότερα, η Ντέινα άρχισε να λέει ότι ήθελε να βρει κάποια που ήταν διατεθειμένη να μετακομίσει εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη και να κάνουν σκαπανικό μαζί. Εκείνο το βράδυ, η Κρις και εγώ πήγαμε στο δωμάτιό μας και συζητήσαμε το θέμα. Επανήλθαμε την επομένη και ρωτήσαμε την Ντέινα: «Τι θα έλεγες για εμάς;» Η Ντέινα έμεινε άφωνη. Εμείς ήμασταν καινούριες· δεν είχαμε αρκετό καιρό βαφτισμένες ούτε για να γίνουμε τακτικές σκαπάνισσες! Σίγουρα δεν είχε άτομα σαν και εμάς υπόψη για συνεργάτιδες. Αλλά έγραψε τελικά στην Εταιρία Σκοπιά και διοριστήκαμε και οι τρεις στο Μίντλσμπορο του Κεντάκι.
Η Εναντίωση της Οικογένειάς μου Αποτυχαίνει
Μαζεύαμε τα πράγματά μας για να φύγουμε όταν οι γονείς μου τηλεφώνησαν για να μου πουν ότι δεν θα μπορούσα να βγάλω το αυτοκίνητό μου έξω από την πολιτεία της Καλιφόρνιας. Αυτοί είχαν συνυπογράψει τα γραμμάτια του αυτοκινήτου μου και μου είπαν ότι θα τηλεφωνούσαν στην αστυνομία αν προσπαθούσα να βγάλω το αυτοκίνητο από την πολιτεία. Έτσι αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε με λεωφορείο. Σε κάποιο αποχαιρετιστήριο πάρτι που έγινε προς τιμή μας, ένας αδελφός που είχα συναντήσει μία φορά με πλησίασε και μου είπε: «Από ό,τι γνωρίζω χρωστάς 3.000 δολάρια [περ. 700.000 δρχ.] για το αυτοκίνητό σου». «Ναι», του είπα. Μου είπε ότι ήθελε να τα πληρώσει. Εγώ απάντησα ότι δεν μπορούσα να τον αφήσω να το κάνει αυτό. Αυτός διευθέτησε να συναντηθώ με τους αδελφούς της εκκλησίας μας. Εκείνοι μου είπαν: «Αν αυτός θέλει να ενεργήσει έτσι, άφησέ τον. Μην πολεμάς το πνεύμα του Ιεχωβά». Έτσι εξοφλήθηκε το αυτοκίνητο. Οι γονείς μου στενοχωρήθηκαν πολύ, αν και έμειναν έκπληκτοι για το γεγονός ότι κάποιος έκανε κάτι τέτοιο. Φύγαμε για το Κεντάκι την επομένη.
Όταν φτάσαμε στο Μίντλσμπορο, μας παραχωρήθηκε ένα διαμέρισμα για να μένουμε στο πίσω μέρος μιας παλιάς Αίθουσας Βασιλείας. Δεν υπήρχε καθόλου μόνωση. Το χειμώνα έκανε πολύ κρύο. Έκανε κρύο ακόμη και το καλοκαίρι, αλλά χαιρόμασταν που υπήρχε αυτό το μέρος επειδή δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να πληρώνουμε ενοίκιο. Είχαμε μόνο μια μικρή θερμάστρα. Το χειμώνα φορούσαμε το ένα ρούχο επάνω από το άλλο, ακόμη και στο κρεβάτι. Το πρωί μερικές φορές υπήρχε ένα στρώμα πάγου σε όλο το πάτωμα και οι κάλτσες μας κολλούσαν πάνω σε αυτό. Στο μπάνιο είχαμε πάντα ένα σφυρί για να σπάμε τον πάγο που έπιανε το νερό μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας τη νύχτα.
Η Κρις και εγώ ήμασταν ολοχρόνιες διάκονοι μόνο πέντε μήνες, αλλά ήδη διεξήγαμε πολλές καλές Γραφικές μελέτες, και ήταν συναρπαστικό που βρισκόμασταν εκεί. Ήμασταν τόσο ευτυχισμένες που δαπανούσαμε όλες κατά μέσο όρο πολύ περισσότερες από 150 ώρες το μήνα, εκείνους τους πρώτους λίγους μήνες του σκαπανικού. Η Ντέινα ήθελε να γίνει προσωρινή ειδική σκαπάνισσα το καλοκαίρι, έτσι αποφάσισε να πάει στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων στη Νέα Υόρκη. Εμείς δεν είχαμε πάει εκεί ποτέ, έτσι αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μαζί της. Ενόσω βρισκόμασταν εκεί, η Ντέινα πήγε στο Τμήμα Υπηρεσίας και εμείς την ακολουθήσαμε. Προς έκπληξή μας, οι αδελφοί διόρισαν και τις τρεις μας ειδικές ολοχρόνιες σκαπάνισσες.
Ο Πατέρας μου Αθετεί το Λόγο του, Εφαρμόζει Εσφαλμένα Εδάφιο
Τον ίδιο μήνα που άρχισα το ειδικό σκαπανικό, ο Σατανάς ενέτεινε τις προσπάθειές του προκειμένου να με καταβάλει. Έλαβα ένα λεπτομερή λογαριασμό από την τράπεζα, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να αρχίσω να πληρώνω 32,80 δολάρια (περ. 7.500 δρχ.) το μήνα για την πανεπιστημιακή μου εκπαίδευση. Αυτό ήταν αναπάντεχο, διότι οι γονείς μου ανέκαθεν μου έλεγαν ότι εκείνοι θα πλήρωναν την πανεπιστημιακή μου εκπαίδευση, με την προϋπόθεση ότι θα ήμουν αριστούχος, και όντως αρίστευσα. Έγραψα στον πατέρα μου και του ζήτησα να μη με βλέπει ως Μάρτυρα του Ιεχωβά σε αυτή την περίπτωση, αλλά ως κόρη του. Του θύμισα με στοργικό τρόπο τη συμφωνία που είχαμε κάνει σχετικά με την εκπαίδευσή μου, δηλαδή ότι, αν διατηρούσα τους βαθμούς που απαιτούσε, εκείνος θα εξακολουθούσε να πληρώνει την εκπαίδευσή μου. Τον παρακάλεσα να μη με επιφορτίσει με αυτό το βάρος επειδή θα ήταν πολύ δύσκολο για εμένα να συνεχίσω τις πληρωμές, εφόσον έπαιρνα μόνο 50 δολάρια (περ. 11.500 δρχ.) το μήνα και με αυτά ζούσα. Αν πλήρωνα 32,80 δολάρια το μήνα θα μου έμεναν μόνο 17,20 δολάρια (περ. 4.000 δρχ.) για να ζήσω.
Ο πατέρας μου απάντησε με ένα εδάφιο σε μια επιστολή. Έγραψε: «Αφού χρησιμοποιείς πάντα την Αγία Γραφή, τι θα έλεγες για αυτό το εδάφιο: ‘Αυτός που δεν εργάζεται, ούτε και να τρώει’. Εσύ δεν χρησιμοποιείς την εκπαίδευσή σου για να κάνεις κάτι ωφέλιμο, έτσι φρόντισε να πληρώσεις την τράπεζα».—2 Θεσσαλονικείς 3:10.
Όταν έλαβα αυτό το σύντομο, λακωνικό μήνυμα, πληγώθηκα πάρα πολύ. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου, πήγα κάπου για να μείνω μόνη και έκλαψα επειδή δεν ήξερα τι να κάνω. Τότε σταμάτησα να κλαίω και θύμωσα. Κατάλαβα ότι δεν ήταν οι γονείς μου εκείνοι που στρέφονταν εναντίον μου, αλλά ο Σατανάς. Φώναξα στον Σατανά λέγοντάς του να φύγει και να με αφήσει, ότι δεν επρόκειτο να νικήσει και πως δεν θα κατάφερνε να με κάνει να εγκαταλείψω το σκαπανικό.
Πολλές Δυσκολίες, Πολλές Ευλογίες
Βρήκα μια εργασία μερικής απασχόλησης και δούλευα 20 ώρες την εβδομάδα—11 ώρες τη μια μέρα και 9 την επομένη—και συνέχισα το ειδικό σκαπανικό. Έμαθα γρήγορα πώς να επωφελούμαι από καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών. Η χειμερινή μου γκαρνταρόμπα αποτελούνταν από τέσσερις φούστες που στοίχιζαν ένα δολάριο (περ. 230 δρχ.). Το παλτό μου στοίχιζε 1,50 δολάριο (περ. 345 δρχ.). Εργάστηκα σφουγγαρίζοντας πατώματα για να μπορέσω να αγοράσω ένα ζευγάρι μπότες των 20 δολαρίων (περ. 4.600 δρχ.). Όλες μας χρειαζόταν να αγωνιζόμαστε. Για να προσπαθήσω να αποταμιεύσω χρήματα, άνοιξα ένα λογαριασμό ταμιευτηρίου. Μερικές φορές κατέθετα 25 σεντς (περ. 60 δρχ.) και μετά έκανα ανάληψη για να αγοράσω βενζίνη. Νομίζω ότι οι ταμίες στην τράπεζα μισούσαν την ώρα και τη στιγμή που έμπαινα στο υποκατάστημα. Τελικά μου έκλεισαν το λογαριασμό—αφού ήταν πάντα τόσο μικρός. Σταματούσα σε κάποιο πρατήριο βενζίνης και ζητούσα 25 σεντς βενζίνη. Ύστερα από λίγο καιρό νομίζω ότι οι υπάλληλοι βαριαναστέναζαν κάθε φορά που πήγαινα εκεί. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν είχαμε χρήματα για βενζίνη. Πολλές φορές μπαίναμε στο αυτοκίνητο γνωρίζοντας ότι τελείωνε η βενζίνη, αλλά γνωρίζοντας επίσης ότι έπρεπε να πάμε σε κάποια Γραφική μελέτη. Μερικές φορές όταν πηγαίναμε στο ταχυδρομείο, βρίσκαμε μέσα στις επιστολές που λαβαίναμε ένα δολάριο από κάποιον—όσα ακριβώς χρειαζόμασταν για να τα βγάλουμε πέρα. Μέσα από όλα τα προβλήματα, διακρίναμε το χέρι του Ιεχωβά στη ζωή μας. Ήταν πολύ συγκινητικό.
Θυμάμαι που μάζευα πεταμένα μπουκάλια απλώς και μόνο για να εξοικονομήσω χρήματα για γραμματόσημα. Μάζευα μπουκάλια τρεις μήνες για ένα ζευγάρι παπούτσια των 8 δολαρίων (περ. 1.800 δρχ.). Τότε μου συνέβη κάτι πολύ προσωπικό. Είχα κυριολεκτικά ξεμείνει με δύο εσώρουχα. Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά και του είπα ότι πίστευα πως αυτό δεν ήταν πραγματικά κατάλληλο θέμα προσευχής, αλλά ότι δεν ήξερα τι να κάνω. Δύο εβδομάδες αργότερα, έλαβα ένα δέμα με 17 εσώρουχα, ένα κομπινεζόν, μια μπλούζα και άλλα είδη! Όλα αυτά από κάποιο άτομο με το οποίο είχα ένα χρόνο να επικοινωνήσω.
Ένα από τα κύρια προβλήματα της περιοχής ήταν η παράνομη παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών. Εξαιτίας των παράνομων συνηθειών τους, οι άνθρωποι σε ορισμένους τομείς ζούσαν πολύ κλειστά και αντιμετώπιζαν με καχυποψία τους ξένους. Παρ’ όλα αυτά, είχα πολλές μελέτες και έφτασα στο σημείο να δαπανάω περίπου 25 ώρες την εβδομάδα μόνη μου στην υπηρεσία αγρού. Ποτέ δεν αισθάνθηκα πιο κοντά στον Ιεχωβά από τότε, επειδή χρειαζόταν να στηρίζομαι σε αυτόν ολοκληρωτικά. Μαθαίνεις ότι αυτό που μετράει δεν είναι τα πράγματα που έχεις, αλλά η σχέση σου με τον Ιεχωβά. Μαθαίνεις ότι τα υλικά πράγματα δεν σε κάνουν ευτυχισμένο· ο Ιεχωβά είναι εκείνος που σε κάνει ευτυχισμένο.—Λουκάς 12:15.
Αποκτώ μια Καινούρια Στοργική Οικογένεια
Τον ίδιο μήνα που εξόφλησα το λογαριασμό μου για την πανεπιστημιακή μου εκπαίδευση γνώρισα το μελλοντικό σύζυγο και καλύτερο φίλο μου, τον Τζεφ Μαλόουν. Αυτός ήταν στο Μπέθελ, και ένα χρόνο αργότερα παντρευτήκαμε. Όταν παντρεύτηκα τον Τζεφ, όχι μόνο παντρεύτηκα τον ίδιο, αλλά απέκτησα τη μητέρα του, την αδελφή του και το θείο του, τους οποίους αγαπάω πάρα πολύ. Η αγάπη που έχουμε όλοι για τον Ιεχωβά μάς ενώνει περισσότερο από κάθε άλλο δεσμό. Ο Τζεφ και εγώ λάβαμε διορισμό για το Γιούνιον Σίτι του Τενεσί ως ειδικοί σκαπανείς. Ήμασταν εκεί μόνο τέσσερις μήνες όταν κάναμε αίτηση για το Μπέθελ και γίναμε δεκτοί.
Φύγαμε από το Μπέθελ το 1980, και η κόρη μας, η Μέγκαν, γεννήθηκε αργότερα τον ίδιο χρόνο. Ο γιος μας, ο Τζέφρι, γεννήθηκε το 1983. Ο Τζεφ και εγώ υπηρετούμε τώρα ως τακτικοί σκαπανείς με την Εκκλησία Φόρεστ Χιλ στο Φορτ Γουέρθ του Τέξας.
Αποφασίσαμε να κάνουμε ό,τι ήταν δυνατόν για να αναθρέψουμε τα παιδιά μας ώστε να αγαπούν τον Ιεχωβά. Αν και ο Τζεφ υπηρετεί ως πρεσβύτερος, πάντοτε βάζει τα πνευματικά συμφέροντα της οικογένειάς μας στην πρώτη θέση. Ακολουθούμε τις υποδείξεις της οργάνωσης του Θεού σχετικά με την τακτική παρακολούθηση των συναθροίσεων, την ανάγνωση στα παιδιά, τη συμμετοχή στην υπηρεσία αγρού, την εξέταση του εδαφίου της ημέρας και τη συμμετοχή σε έργα οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας. Αφιερώναμε και οι δυο μας πάνω από μια ώρα όταν βάζαμε τα παιδιά για ύπνο—τραγουδώντας τους, διαβάζοντάς τους Βιβλικές ιστορίες και λέγοντας προσευχές με το καθένα ξεχωριστά. Ο στόχος της οικογένειάς μας είναι να είμαστε όλοι στην ολοχρόνια υπηρεσία μαζί. Εκείνο για το οποίο εργαστήκαμε με ζήλο όλα αυτά τα χρόνια ήταν να μένουμε στενά ενωμένοι ως οικογένεια, να κάνουμε πράγματα μαζί ως οικογένεια, τόσο στην εργασία όσο και στην αναψυχή.
Αναπολώντας το παρελθόν, μπορώ να βεβαιώσω ότι είχε δίκιο ο Δαβίδ όταν είπε: ‘Τι να ανταποδώσω εις τον Ιεχωβά δια πάσας τας ευεργεσίας αυτού τας προς εμέ;’ (Ψαλμός 116:12) Δεν υπάρχει τίποτε που κατάφερε να κάνει ο Σατανάς και το οποίο δεν μπόρεσε ο Ιεχωβά να διορθώσει. Έχω μια δεμένη, στοργική οικογένεια, καθώς μαζί με τον Τζεφ, τη Μέγκαν και τον Τζέφρι υπηρετούμε όλοι ενωμένοι τον Ιεχωβά· και εκτός αυτού, έχω αποκτήσει μια θαυμάσια παγκόσμια οικογένεια επειδή αποτελώ μέρος της οργάνωσης του Ιεχωβά. Αυτό είναι κάτι για το οποίο θα είμαι ευγνώμων για πάντα.—Όπως το αφηγήθηκε η Κάρεν Μαλόουν.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η Κάρεν με το σύζυγό της και τα δυο παιδιά τους