Πάνω από 40 Χρόνια υπό Κομμουνιστική Απαγόρευση
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΓΙΑΡΜΙΛΑ ΧΑΛΟΒΑ
Χρόνος: περασμένα μεσάνυχτα, 4 Φεβρουαρίου 1952. Τόπος: το διαμέρισμά μας στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας. Μας ξύπνησε το επίμονο χτύπημα του κουδουνιού της πόρτας. Κατόπιν εισέβαλε η αστυνομία.
ΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ έβαλαν τη μητέρα, τον πατέρα, τον αδελφό μου τον Πάβελ και εμένα σε διαφορετικά δωμάτια, τοποθέτησαν ένα φρουρό για τον καθένα από εμάς, και άρχισαν να ψάχνουν τα πάντα. Συνέχιζαν να ψάχνουν σχεδόν 12 ώρες αργότερα. Αφού έφτιαξαν έναν κατάλογο με όλα τα έντυπα που βρήκαν, τα έβαλαν σε κούτες.
Κατόπιν, με διέταξαν να μπω σε ένα αυτοκίνητο και μου φόρεσαν μαύρα γυαλιά. Αυτό φαινόταν παράξενο, αλλά κατάφερα να κουνήσω λίγο τα γυαλιά για να δω πού με πήγαιναν. Οι δρόμοι ήταν γνωστοί. Προορισμός μας ήταν τα διαβόητα γραφεία της Κρατικής Ασφάλειας.
Με έσπρωξαν έξω από το αυτοκίνητο. Αργότερα, όταν μου έβγαλαν τα γυαλιά, διαπίστωσα ότι βρισκόμουν σε ένα μικρό, βρώμικο δωμάτιο. Μια γυναίκα με στολή με διέταξε να βγάλω τα ρούχα μου και να φορέσω ένα χοντρό παντελόνι εργασίας και ένα αντρικό πουκάμισο. Έδεσε ένα κουρέλι γύρω από το κεφάλι μου για να σκεπάσει τα μάτια μου, και με οδήγησε, με δεμένα μάτια, έξω από το δωμάτιο και με ανάγκασε να διασχίσω φαινομενικά ατελείωτους διαδρόμους.
Τελικά, η φρουρός σταμάτησε, ξεκλείδωσε μια σιδερένια πόρτα και με έσπρωξε μέσα. Τράβηξε απότομα το κουρέλι που είχα στο κεφάλι, και κλείδωσε την πόρτα πίσω μου. Βρισκόμουν σε ένα κελί. Μια γυναίκα περίπου 40 χρονών βρισκόταν εκεί και με κοίταζε επίμονα, ντυμένη με ρούχα σαν τα δικά μου. Μου φάνηκε κάπως αστείο και—όσο παράξενο και αν φαίνεται—δεν μπορούσα να μη γελάσω. Καθώς ήμουν μια νεαρή 19 χρονών, χωρίς εμπειρία σε πράγματα όπως η φυλακή, παρέμεινα ευδιάθετη. Σύντομα, προς μεγάλη μου χαρά, συνειδητοποίησα ότι κανένας άλλος από την οικογένειά μου δεν βρισκόταν υπό κράτηση.
Ήταν επικίνδυνο εκείνα τα χρόνια να είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά στην τότε Τσεχοσλοβακία. Η χώρα ήταν υπό κομμουνιστική διακυβέρνηση και οι Μάρτυρες βρίσκονταν υπό απαγόρευση. Πώς είχε αναμειχτεί τόσο πολύ η οικογένειά μας με μια απαγορευμένη οργάνωση;
Πώς Γίναμε Μάρτυρες
Ο πατέρας, που είχε γεννηθεί στην Πράγα, ήταν Προτεστάντης και πολύ ειλικρινής στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Γνώρισε τη μητέρα στη δεκαετία του 1920 όταν αυτή ήρθε στην Πράγα για να σπουδάσει ιατρική. Η μητέρα καταγόταν από την περιοχή που ονομάζεται Βεσσαραβία, η οποία αποτελούσε τμήμα της Ρωσίας όταν η ίδια ήταν παιδί. Αφού παντρεύτηκαν, έγινε μέλος του θρησκεύματος του συζύγου της μολονότι η ίδια ήταν Εβραία. Ωστόσο, δεν έμεινε ικανοποιημένη με αυτό.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, έστειλαν τον πατέρα σε στρατόπεδο εργασίας και η μητέρα μόλις και μετά βίας γλίτωσε το ολοκαύτωμα. Εκείνα ήταν δύσκολα χρόνια για εμάς, αλλά όλοι μας επιζήσαμε. Στα μέσα του 1947, δυο χρόνια αφότου τελείωσε ο πόλεμος, μια από τις αδελφές του πατέρα, η οποία είχε γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά, έκανε δώρο στην οικογένειά μας μια συνδρομή στο περιοδικό Η Σκοπιά. Η μητέρα ήταν εκείνη που άρχισε να το διαβάζει, και αμέσως ασπάστηκε αυτό το άγγελμα ως την αλήθεια την οποία έψαχνε.
Στην αρχή είπε λίγα σε εμάς τους υπόλοιπους, αλλά έμαθε πού γίνονταν συναθροίσεις στην Πράγα και άρχισε να τις παρακολουθεί. Μέσα σε λίγους μήνες, την άνοιξη του 1948, βαφτίστηκε σε μια συνέλευση περιοχής των Μαρτύρων. Τότε μας προσκάλεσε να παρακολουθούμε μαζί της τις συναθροίσεις. Απρόθυμα, ο πατέρας συμφώνησε.
Οι συναθροίσεις διεξάγονταν σε μια μικρή αίθουσα στο κέντρο της Πράγας, όπου αρχίσαμε να πηγαίνουμε οικογενειακώς. Ο πατέρας και εγώ είχαμε ανάμεικτα συναισθήματα, τόσο περιέργεια όσο και δυσπιστία. Μας προξένησε έκπληξη το γεγονός ότι η μητέρα είχε ήδη νέους φίλους να μας συστήσει. Εντυπωσιάστηκα από τον ενθουσιασμό και τη λογικότητά τους, από το πόσο πολύ έδειχναν να εκτιμούν την αδελφότητά τους.
Βλέποντας τη θετική μας αντίδραση, η μητέρα πρότεινε να προσκαλέσουμε Μάρτυρες στο σπίτι μας για λεπτομερείς συζητήσεις. Πόσο συγκλονιστήκαμε ο πατέρας μου και εγώ όταν μας έδειξαν από τη δική μας Αγία Γραφή ότι δεν υπάρχει αθάνατη ψυχή ούτε Τριάδα! Ναι, ήταν διαφωτιστικό που μάθαμε τι σημαίνει πραγματικά να προσευχόμαστε να αγιαστεί το όνομα του Θεού και να έρθει η Βασιλεία του.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο πατέρας προσκάλεσε στο σπίτι μας μερικούς κληρικούς της εκκλησίας του. Είπε: «Αδελφοί, θέλω να συζητήσω μερικά Γραφικά σημεία μαζί σας». Τότε παρουσίασε, βήμα προς βήμα, βασικές δοξασίες της εκκλησίας και έδειξε πώς αυτές έρχονταν σε αντίθεση με την Αγία Γραφή. Οι κληρικοί παραδέχτηκαν ότι τα όσα έλεγε ήταν αληθινά. Κατόπιν ο πατέρας κατέληξε: «Έχω αποφασίσει, και μιλώ εκ μέρους της οικογένειάς μου, να εγκαταλείψουμε την εκκλησία».
Το Έργο Κηρύγματος Τίθεται υπό Απαγόρευση
Το Φεβρουάριο του 1948, λίγο πριν ο πατέρας και εγώ αρχίσουμε να παρακολουθούμε συναθροίσεις, το κομμουνιστικό κόμμα ανέλαβε τον έλεγχο της χώρας. Παρατήρησα συμμαθητές μου να κατηγορούν τους καθηγητές τους και είδα δασκάλους να φοβούνται τους γονείς των μαθητών τους. Όλοι άρχισαν να αποξενώνονται ο ένας από τον άλλον. Στην αρχή, όμως, το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά παρέμεινε ουσιαστικά ανεμπόδιστο.
Για εμάς ένα σπουδαίο γεγονός του 1948 ήταν η συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πράγα. Πάνω από 2.800 άτομα την παρακολούθησαν από τις 10 ως τις 12 Σεπτεμβρίου. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 29 Νοεμβρίου 1948, η μυστική αστυνομία εισέβαλε στο γραφείο τμήματος, και το σφράγισε. Τον επόμενο Απρίλιο επιβλήθηκε επίσημη απαγόρευση στο έργο μας.
Καμιά από αυτές τις ενέργειες δεν πτόησε την οικογένειά μας, και το Σεπτέμβριο του 1949 παρακολουθήσαμε ένα ειδικό πρόγραμμα στο δάσος έξω από την Πράγα. Μία εβδομάδα αργότερα, ο πατέρας και εγώ βαφτιστήκαμε. Παρά το ότι προσπαθούσα να είμαι προσεκτική στο έργο κηρύγματος, με συνέλαβαν το Φεβρουάριο του 1952, όπως ανέφερα στην αρχή.
Επανειλημμένες Ανακρίσεις
Αφού με ανέκριναν μερικές φορές, συμπέρανα ότι θα έμενα στη φυλακή πολύ καιρό. Οι ανακριτές φαινόταν να νομίζουν ότι όσο περισσότερο κάποιος ήταν φυλακισμένος χωρίς να έχει τίποτα που να γεμίζει το χρόνο του τόσο περισσότερο πρόθυμος θα ήταν να συνεργαστεί. Αλλά η διδασκαλία των γονέων μου ερχόταν συνεχώς στο νου μου, και αυτό συνέβαλε στο να ενδυναμωθώ. Αυτοί συχνά ανέφεραν τα λόγια του Ψαλμού 90:12, ενθαρρύνοντάς με ‘να μετρώ τις μέρες μου’, δηλαδή να τις εκτιμώ ή να υπολογίζω την αξία τους, ‘ώστε να προσκολλώ την καρδιά μου στη σοφία’.
Γι’ αυτό, στο νου μου ανασκοπούσα ολόκληρους ψαλμούς και άλλα Γραφικά εδάφια που είχα απομνημονεύσει νωρίτερα. Επίσης στοχαζόμουν άρθρα της Σκοπιάς τα οποία είχα μελετήσει προτού φυλακιστώ, και έψελνα μόνη μου ύμνους της Βασιλείας. Εκτός από αυτό, στους πρώτους μήνες της φυλάκισής μου, υπήρχαν και συγκρατούμενες στις οποίες μιλούσα. Επιπλέον, υπήρχαν πράγματα να ανασκοπήσω από αυτά που είχα μάθει στο σχολείο, επειδή είχα περάσει τις τελικές εξετάσεις μόλις πριν από λίγους μήνες.
Από τις ανακρίσεις κατάλαβα ότι ένας καταδότης είχε παρευρεθεί σε μια από τις Γραφικές μελέτες μου και κατήγγειλε τη δράση μου στο κήρυγμα. Οι αρχές συμπέραναν ότι ήμουν επίσης υπεύθυνη για τα δακτυλογραφημένα αντίγραφα των Βιβλικών εντύπων που κατασχέθηκαν στο σπίτι μας. Στην πραγματικότητα, ο αδελφός μου, ο οποίος ήταν μόλις 15 ετών, είχε κάνει τη δακτυλογράφηση.
Έπειτα από λίγο οι ανακριτές διέκριναν ότι δεν επρόκειτο να ενοχοποιήσω κάποιον άλλον, έτσι έκαναν προσπάθειες να με μεταπείσουν όσον αφορά τις πεποιθήσεις μου. Μάλιστα με έφεραν αντιμέτωπη με ένα άτομο το οποίο είχα γνωρίσει ως περιοδεύοντα επίσκοπο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αν και ο ίδιος ήταν κρατούμενος, τώρα συνεργαζόταν με τους κομμουνιστές σε μια εκστρατεία με σκοπό να πείσει τους άλλους φυλακισμένους Μάρτυρες να αποκηρύξουν την πίστη τους. Τι αξιολύπητο πλάσμα που ήταν! Χρόνια αργότερα, αφού είχε αποφυλακιστεί, πέθανε από το πολύ ποτό.
Στην Απομόνωση
Έπειτα από εφτά μήνες με μετέφεραν σε μια άλλη φυλακή και με έβαλαν στην απομόνωση. Τώρα, εφόσον ήμουν εντελώς μόνη, εξαρτιόταν πλήρως από εμένα το πώς χρησιμοποιούσα το χρόνο μου. Υπήρχαν βιβλία διαθέσιμα, αλλά, φυσικά, κανένα πνευματικού είδους. Έτσι έφτιαξα ένα πρόγραμμα δραστηριοτήτων που περιλάμβανε περιόδους ανάγνωσης καθώς και χρόνο για στοχασμό γύρω από πνευματικά ζητήματα.
Πρέπει να πω ότι ποτέ προηγουμένως δεν ένιωσα τόσο κοντά στον Ιεχωβά στις προσευχές μου όσο τότε. Η σκέψη της παγκόσμιας αδελφότητάς μας ποτέ πριν δεν ήταν τόσο πολύτιμη. Κάθε μέρα προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα μπορούσαν να εξαπλώνονται τα καλά νέα εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή σε διάφορα μέρη της γης. Φανταζόμουν ότι συμμετείχα σε αυτό το έργο, κάνοντας Γραφικές παρουσιάσεις στους ανθρώπους.
Ωστόσο, σε αυτή την ήρεμη ατμόσφαιρα, τελικά έπεσα σε μια παγίδα. Επειδή πάντοτε αγαπούσα το διάβασμα και πεινούσα για εντυπώσεις από τον έξω κόσμο, μερικές φορές με απορροφούσε κάποιο βιβλίο και με έκανε να παραμελώ το πρόγραμμά μου για στοχασμό γύρω από πνευματικά ζητήματα. Αφού συνέβαινε αυτό, πάντοτε ένιωθα τύψεις.
Έτσι, ένα πρωί με πήγαν στο γραφείο του ανακριτή. Δεν αναφέρθηκε τίποτα ιδιαίτερο—μόνο τα αποτελέσματα προηγούμενων ανακρίσεων. Ένιωσα απογοήτευση, επειδή δεν είχε οριστεί ημερομηνία δίκης για την περίπτωσή μου. Σε μισή ώρα περίπου, βρισκόμουν πάλι στο κελί μου. Εκεί έχασα την ψυχραιμία μου και άρχισα να κλαίω. Γιατί; Μήπως τελικά με είχαν επηρεάσει αρνητικά οι πολλές εβδομάδες στην απομόνωση;
Άρχισα να αναλύω το πρόβλημά μου και γρήγορα προσδιόρισα την αιτία. Την προηγούμενη μέρα, με είχε απορροφήσει το διάβασμα, και πάλι δεν είχα τηρήσει τις πνευματικές μου δραστηριότητες. Έτσι όταν απροσδόκητα με πήραν για ανάκριση, δεν είχα την κατάλληλη διανοητική διάθεση προσευχής. Αμέσως άνοιξα την καρδιά μου στον Ιεχωβά και αποφάσισα να μην παραμελήσω ποτέ ξανά τα πνευματικά ζητήματα.
Μετά την εμπειρία αυτή πήρα την απόφαση να διακόψω εντελώς το διάβασμα. Έπειτα μου ήρθε μια καλύτερη ιδέα, δηλαδή να πιέσω τον εαυτό μου να μελετήσει τη γερμανική γλώσσα. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπρεπε να μάθουμε τη γερμανική στο σχολείο. Αλλά λόγω των τρομερών πραγμάτων που έκαναν οι Γερμανοί στη διάρκεια της κατοχής της Πράγας, μετά τον πόλεμο ήθελα να ξεχάσω οτιδήποτε γερμανικό, και τη γλώσσα αυτή. Έτσι τώρα αποφάσισα να είμαι αυστηρή με τον εαυτό μου και να ξαναμάθω τη γερμανική. Ωστόσο, αυτό που θα ήταν τιμωρία αποδείχτηκε ευλογία. Αφήστε με να σας εξηγήσω.
Κατάφερα να αποκτήσω γερμανικές και τσεχικές εκδόσεις ορισμένων βιβλίων και άρχισα να μαθαίνω μόνη μου να μεταφράζω από τη γερμανική στην τσεχική και από την τσεχική στη γερμανική. Αυτή η δραστηριότητα όχι μόνο αποδείχτηκε άλλο ένα αντίδοτο για τις πιθανώς βλαβερές συνέπειες της απομόνωσης αλλά επίσης εξυπηρέτησε ένα θαυμάσιο σκοπό αργότερα.
Αποφυλακίζομαι και Συνεχίζω το Κήρυγμα
Τελικά, έπειτα από οχτώ μήνες στην απομόνωση, η υπόθεσή μου έφτασε στο δικαστήριο. Με κατηγόρησαν για ανατρεπτική δράση και με καταδίκασαν σε δύο χρόνια φυλάκιση. Επειδή είχα ήδη εκτίσει ποινή 15 μηνών και είχε χορηγηθεί αμνηστία με την εκλογή του νέου προέδρου, με αποφυλάκισαν.
Στη φυλακή προσευχόμουν να μην ανησυχεί η οικογένειά μου για εμένα, και όταν επέστρεψα στο σπίτι διαπίστωσα ότι αυτή η προσευχή είχε απαντηθεί. Ο πατέρας ήταν γιατρός και ενθάρρυνε πολλούς από τους ασθενείς του να μελετούν την Αγία Γραφή. Ως αποτέλεσμα, η μητέρα διεξήγε περίπου 15 εβδομαδιαίες μελέτες! Επιπλέον, ο πατέρας ήταν οδηγός σε έναν όμιλο μελέτης του περιοδικού Η Σκοπιά. Επίσης μετέφραζε μερικά από τα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά από τη γερμανική στην τσεχική, και ο αδελφός μου δακτυλογραφούσε τα χειρόγραφα. Έτσι αμέσως αφοσιώθηκα σε πνευματικές δραστηριότητες και σύντομα διεξήγα Γραφικές μελέτες.
Ένας Νέος Διορισμός
Ένα βροχερό απόγευμα το Νοέμβριο του 1954, ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Εκεί, με το νερό να τρέχει στο σκούρο γκρίζο πλαστικό αδιάβροχό του, στεκόταν ο Κόνσταντιν Πάουκερτ, ένα από τα άτομα που αναλάμβαναν την ηγεσία στο έργο κηρύγματος. Συνήθως ήθελε να μιλήσει με τον πατέρα ή τον αδελφό μου τον Πάβελ, αλλά αυτή τη φορά ρώτησε εμένα: «Θα μπορούσες να βγεις έξω να περπατήσουμε για λίγο;»
Περπατήσαμε σιωπηλοί λίγη ώρα και κάποιοι πεζοί πέρασαν από δίπλα μας. Το αχνό φως από τα φώτα του δρόμου αντανακλούσε αμυδρά στην υγρή επιφάνεια του μαύρου πεζοδρομίου. Ο Κόνσταντιν κοίταξε πίσω· ο δρόμος ήταν άδειος πίσω μας. «Θα μπορούσες να βοηθήσεις κάνοντας κάποια εργασία;» ρώτησε ξαφνικά. Έκπληκτη, έγνεψα καταφατικά. «Πρέπει να γίνει κάποια μετάφραση», συνέχισε. «Πρέπει να βρεις κάποιο μέρος να εργάζεσαι αλλά όχι στο σπίτι και όχι με κάποιον που γνωρίζει η αστυνομία».
Λίγες μέρες αργότερα, καθόμουν σε ένα γραφείο σε κάποιο μικρό διαμέρισμα που ανήκε σε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι το οποίο δεν γνώριζα καλά-καλά. Αυτοί ήταν ασθενείς του πατέρα, και πριν από λίγο καιρό είχαν αρχίσει Γραφική μελέτη. Έτσι, η μελέτη μου της γερμανικής στη φυλακή αποδείχτηκε πολύτιμη, καθώς τότε μεταφράζαμε τα έντυπά μας από τη γερμανική στην τσεχική.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι Χριστιανοί αδελφοί που αναλάμβαναν την ηγεσία στο έργο φυλακίστηκαν, περιλαμβανομένου και του αδελφού Πάουκερτ. Ωστόσο, το κήρυγμά μας δεν σταμάτησε. Γυναίκες, στις οποίες περιλαμβανόμασταν η μητέρα και εγώ, βοήθησαν με το να φροντίσουν για τους ομίλους μελέτης της Αγίας Γραφής και για τη Χριστιανική διακονία μας. Ο αδελφός μου Πάβελ, αν και ήταν ακόμη έφηβος, υπηρέτησε διανέμοντας ιδιοχείρως έντυπα και οργανωτικές οδηγίες σε όλο το τσεχόφωνο μέρος της χώρας.
Ένας Αγαπημένος Σύντροφος
Στα τέλη του 1957, ο Γιάροσλαβ Χάλα, ένας Μάρτυρας που είχε συλληφτεί το 1952 και του είχε επιβληθεί ποινή 15 ετών, αποφυλακίστηκε προσωρινά για ιατρική θεραπεία. Ο Πάβελ επικοινώνησε αμέσως μαζί του, και σύντομα ο Γιάροσλαβ ήταν και πάλι πλήρως απασχολημένος στο να βοηθάει τους αδελφούς. Εφόσον γνώριζε τις γλώσσες καλά, αυτός άρχισε να κάνει το μεγαλύτερο μέρος της μεταφραστικής εργασίας.
Κάποιο απόγευμα στα μέσα του 1958, ο Γιάροσλαβ προσκάλεσε τον Πάβελ και εμένα για έναν περίπατο. Αυτό το έκανε συνήθως για να συζητούμε οργανωτικά ζητήματα, αφού στο διαμέρισμά μας είχαν βάλει κοριούς. Αλλά αφού μίλησε ιδιαιτέρως με τον Πάβελ, του ζήτησε να περιμένει σε ένα παγκάκι του πάρκου ενώ οι δυο μας συνεχίσαμε να περπατάμε. Έπειτα από μια σύντομη συζήτηση σχετικά με το διορισμό μου, ρώτησε αν, παρά την κλονισμένη υγεία του και το αβέβαιο μέλλον του, θα ήθελα να τον παντρευτώ.
Έμεινα έκπληκτη από την ειλικρινή, άμεση πρόταση κάποιου που είχα σε μεγάλη υπόληψη, και δέχτηκα χωρίς δισταγμό. Ο αρραβώνας μας με έφερε σε στενή επαφή με τη μητέρα του Γιάροσλαβ, μια χρισμένη Χριστιανή. Εκείνη και ο σύζυγός της ήταν από τους πρώτους Μάρτυρες στην Πράγα στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Και τους δύο τους φυλάκισαν οι Ναζί στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, και ο σύζυγός της είχε πεθάνει σε κάποια κομμουνιστική φυλακή το 1954.
Προτού παντρευτούμε, ο Γιάρα, όπως τον λέγαμε, κλήθηκε να παρουσιαστεί στις αρχές. Του είπαν ότι ή θα έπρεπε να κάνει εγχείρηση για τη χρόνια πλευρίτιδά του—η οποία τότε θα απαιτούσε να υποβληθεί σε μετάγγιση αίματος—ή θα έπρεπε να εκτίσει την υπόλοιπη ποινή του. Επειδή αρνήθηκε την εγχείρηση, αυτό σήμαινε ότι του έμεναν σχεδόν δέκα ακόμη χρόνια φυλάκισης. Αποφάσισα να τον περιμένω.
Καιρός Δοκιμής και Θάρρους
Στις αρχές του 1959, πήραν τον Γιάρα στη φυλακή, και λίγο αργότερα λάβαμε ένα γράμμα που έδειχνε ότι ήταν ευδιάθετος. Έπειτα μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα προτού λάβουμε κάποιο γράμμα που αποτέλεσε πλήγμα για εμάς. Αυτό εξέφραζε μεταμέλεια, λύπη και φόβους, λες και ο Γιάρα είχε πάθει νευρικό κλονισμό. «Πρέπει να το έχει γράψει κάποιος άλλος», είπε η μητέρα του. Αλλά ήταν ο δικός του γραφικός χαρακτήρας!
Τόσο η μητέρα του όσο και εγώ του γράψαμε και εκφράσαμε την εμπιστοσύνη μας στον Θεό και τον ενθαρρύναμε. Έπειτα από πολλές εβδομάδες, ήρθε άλλο ένα γράμμα, που μας προβλημάτισε ακόμη περισσότερο. «Δεν μπορεί να το έχει γράψει αυτό», είπε και πάλι η μητέρα του. Ωστόσο, ο γραφικός χαρακτήρας ήταν σίγουρα ο δικός του, και υπήρχαν οι χαρακτηριστικές εκφράσεις του. Δεν πήραμε άλλα γράμματα, και δεν επιτρέπονταν επισκέψεις.
Παρόμοια, ο Γιάρα είχε λάβει ανησυχητικά γράμματα που υποτίθεται ότι προέρχονταν από εμάς. Τα γράμματα της μητέρας του τον κατηγορούσαν που την άφησε μόνη στα γεράματά της, και τα δικά μου έδειχναν ενόχληση που έπρεπε να τον περιμένω τόσο καιρό. Αυτά επίσης έμοιαζαν απόλυτα με το γραφικό χαρακτήρα μας και τον τρόπο έκφρασής μας. Αρχικά και αυτός ανησύχησε, αλλά κατόπιν πείστηκε ότι δεν θα μπορούσαμε να έχουμε γράψει εμείς αυτά τα γράμματα.
Μια μέρα κάποιος εμφανίστηκε στην πόρτα, μου έδωσε ένα μικρό πακέτο και έφυγε βιαστικά. Μέσα σε αυτό υπήρχαν δεκάδες φύλλα τσιγαρόχαρτου στα οποία βρίσκονταν οι μικρότεροι χαρακτήρες που θα μπορούσε να γράψει κανείς. Ο Γιάρα είχε αντιγράψει τα γράμματα που υποτίθεται ότι είχαμε γράψει εμείς, καθώς και μερικά από τα δικά του γράμματα που δεν είχαν λογοκριθεί. Αφού λάβαμε αυτή την αλληλογραφία την οποία είχε βγάλει κρυφά κάποιος φυλακισμένος που δεν ήταν Μάρτυρας και που είχε απελευθερωθεί, πόση ανακούφιση νιώσαμε και πόσο ευγνώμονες ήμασταν στον Ιεχωβά! Μέχρι σήμερα ποτέ δεν μάθαμε πώς ή από ποιον καταστρώθηκε αυτή η διαβολική απόπειρα με σκοπό να διασπάσει την ακεραιότητά μας.
Αργότερα, επέτρεψαν στη μητέρα του Γιάρα να επισκεφτεί το γιο της. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τη συνόδευα ως την πύλη της φυλακής και παρακολουθούσα αυτή τη μικροκαμωμένη, λεπτεπίλεπτη γυναίκα να επιτελεί πράξεις μεγάλου θάρρους. Ενώ οι φρουροί παρακολουθούσαν, έπαιρνε το χέρι του γιου της και του έδινε πολύ μικροσκοπικά φωτογραφημένα έντυπα. Μολονότι αν την ανακάλυπταν αυτό θα σήμαινε αυστηρή τιμωρία, ιδιαίτερα για το γιο της, αυτή στηριζόταν στον Ιεχωβά, συνειδητοποιώντας ότι η διατήρηση της πνευματικής υγείας είναι πάντοτε ύψιστης σπουδαιότητας.
Αργότερα, το 1960, χορηγήθηκε γενική αμνηστία, και οι περισσότεροι Μάρτυρες αποφυλακίστηκαν. Ο Γιάρα επέστρεψε στο σπίτι, και μέσα σε λίγες εβδομάδες, ήμασταν ένα ευτυχισμένο νεόνυμφο ζευγάρι.
Αλλαγή στον Τρόπο Ζωής Μου
Ο Γιάρα διορίστηκε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου, υπηρετώντας τα συμφέροντα της αδελφότητας σε όλη τη χώρα. Το 1961 διορίστηκε να οργανώσει την πρώτη τάξη της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας στο τσεχόφωνο τμήμα της χώρας, καθώς και να επιβλέπει πολλές από τις μετέπειτα τάξεις της σχολής.
Λόγω των πολιτικών αλλαγών στην Τσεχοσλοβακία το 1968, το επόμενο έτος μερικοί από εμάς μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τη Διεθνή Συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά «Επί Γης Ειρήνη» στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας. Οι αρχές, όμως, δεν άφησαν τον Γιάρα να βγει από τη χώρα. Μερικοί από εμάς βγάλαμε σλάιντς από αυτή τη μεγαλειώδη συνέλευση, και ο Γιάρα είχε το προνόμιο να συμμετάσχει στην εκφώνηση μιας ενισχυτικής για την πίστη ομιλίας που περιλάμβανε αυτές τις εικόνες σε ολόκληρη τη χώρα. Πολλοί ήθελαν να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα ξανά και ξανά.
Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που ο Γιάρα θα επισκεπτόταν τους αδελφούς. Στις αρχές του 1970 η υγεία του επιδεινώθηκε δραματικά. Η χρόνια φλεγμονή, με την οποία είχε μάθει να ζει, έβλαψε τα νεφρά του και η νεφρική ανεπάρκεια αποδείχτηκε μοιραία. Πέθανε σε ηλικία 48 ετών.
Με Στήριξε η Βοήθεια του Ιεχωβά
Έχασα αυτόν που είχα αγαπήσει τόσο πολύ. Αλλά έλαβα άμεση βοήθεια από την οργάνωση του Θεού, επειδή μου δόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχω στη μετάφραση Γραφικών εντύπων. Σαν σε σκυταλοδρομία, ένιωθα ότι ο σύζυγός μου μού είχε δώσει τη σκυτάλη για να συνεχίσω ένα μέρος του έργου που έκανε και ο ίδιος.
Πολλοί από εμάς στην Ανατολική Ευρώπη υπηρετήσαμε τον Ιεχωβά πάνω από 40 χρόνια υπό κομμουνιστική απαγόρευση. Έπειτα, το 1989, με την απομάκρυνση του Σιδηρού Παραπετάσματος, η ζωή εδώ άρχισε να αλλάζει δραστικά. Ενώ είχα ονειρευτεί ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα διεξήγαν μια συνέλευση στο τεράστιο στάδιο Στράχοφ της Πράγας, ποτέ δεν πίστεψα ότι αυτό το όνειρο θα γινόταν πραγματικότητα. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1991, αυτό συνέβη με εκπληκτικό τρόπο όταν πάνω από 74.000 άτομα συνάχτηκαν στη χαρούμενη λατρεία!
Η Τσεχοσλοβακία έπαψε να υπάρχει τον Ιανουάριο του 1993 όταν η χώρα διαιρέθηκε σε δύο χώρες—τη Δημοκρατία της Τσεχίας και τη Σλοβακία. Πόσο χαρήκαμε όταν, την 1η Σεπτεμβρίου 1993, η Δημοκρατία της Τσεχίας χορήγησε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά επίσημη αναγνώριση!
Από τις εμπειρίες της ζωής μου γνωρίζω ότι ο Ιεχωβά πάντοτε επιφυλάσσει κάποια ευλογία για εμάς αρκεί να του επιτρέπουμε να μας διδάσκει πώς να μετρούμε τις μέρες μας. (Ψαλμός 90:12) Προσεύχομαι διαρκώς στον Θεό να με διδάσκει πώς να μετρώ τις υπόλοιπες μέρες μου σε αυτό το σύστημα πραγμάτων ώστε, στις αμέτρητες μέρες που βρίσκονται μπροστά μας στο νέο του κόσμο, να είμαι ανάμεσα στους ευτυχισμένους υπηρέτες του.
[Εικόνα στη σελίδα 19]
Η μητέρα και ο πατέρας μου
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Συνάθροιση στο δάσος το 1949,
υπό απαγόρευση: 1. Ο αδελφός μου Πάβελ, 2. η μητέρα, 3. ο πατέρας, 4. εγώ, 5. ο αδελφός Χάλα
[Εικόνα στη σελίδα 22]
Με το σύζυγό μου, Γιάρα
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η μητέρα του Γιάρα και τα φωτογραφημένα έντυπα που του πήγαινε κρυφά
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Σήμερα υπηρετώ στο τμήμα της Πράγας