Μακριά από το Σπίτι μου, Υποσχέθηκα να Υπηρετήσω τον Θεό
ΤΟ ΧΙΟΝΟΝΕΡΟ και το χιόνι που έπεφταν κεντούσαν το πρόσωπό μας. Ο παγωμένος άνεμος είχε γίνει τώρα θυελλώδης. Οι οδηγοί των φορτηγών που μας μετέφεραν αρνήθηκαν να προχωρήσουν πιο πέρα. «Όλοι έξω και βάδην!» Η λακωνική αυτή διαταγή ξεστομίστηκε με τέτοιον τρόπο ώστε κανένας μας δεν τόλμησε να αρνηθεί. Έτσι, γυρίσαμε πίσω στο στρατόπεδό μας στη Σιβηρία διανύοντας με τα πόδια τα τελευταία τρία χιλιόμετρα περίπου—δυστυχισμένοι, νοσταλγώντας το σπίτι μας και παγωμένοι.
Ήμασταν περίπου 150 άτομα—όλοι Γερμανοί αιχμάλωτοι υπό την επιτήρηση 6 Ρώσων φρουρών. Η ανηλεής θύελλα ήταν τόσο σφοδρή ώστε έπρεπε να περπατάμε διπλωμένοι στα δυο κόντρα στον άνεμο. Η ορατότητα είχε μειωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε μπορούσαμε να δούμε το πολύ πέντε άντρες μπροστά από εμάς. Μερικές φορές ο μανιασμένος αντίθετος άνεμος εξασθενούσε απότομα, κάνοντάς μας να πέφτουμε κάτω με τα μούτρα!
Τελικά φτάσαμε στο στρατόπεδο εντελώς εξαντλημένοι. Εκείνη τη νύχτα στη Σιβηρία, που είχε θερμοκρασία 50 βαθμούς Κελσίου κάτω από το μηδέν, υποσχέθηκα στον Θεό πως, αν ποτέ γύριζα πίσω στο σπίτι μου στη Γερμανία, θα έβρισκα κάποιον τρόπο για να τον υπηρετήσω.
Προβλήματα στη Διάρκεια του Πολέμου
Γεννήθηκα το 1928 στο Βερολίνο της Γερμανίας. Όταν ήμουν περίπου δέκα χρονών, έγινα μέλος στην κίνηση της Νεολαίας του Χίτλερ. Αργότερα, η μητέρα μου ήθελε να πάρω το χρίσμα στην εκκλησία και έτσι με έβαλε να παρακολουθώ θρησκευτικά μαθήματα. Προς μεγάλη μου λύπη, πέθανε μόλις δυο μέρες προτού πάρω το χρίσμα. Αισθανόμουν μεγάλη μοναξιά και άρχισα να προσεύχομαι συχνά και όσο καλύτερα ήξερα, λέγοντας στον Θεό τα προβλήματά μου.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εντεινόταν, και στο Βερολίνο γίνονταν αεροπορικές επιδρομές σχεδόν κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Το βάρβαρο σχέδιο ήταν να έρχεται ένα σμήνος βομβαρδιστικών και να ρίχνει εμπρηστικές βόμβες, συνήθως φωσφόρου. Κατόπιν, καθώς οι άνθρωποι—κυρίως γυναίκες και παιδιά—άφηναν τα καταφύγιά τους και έβγαιναν έξω για να σβήσουν τις φωτιές, το επόμενο σμήνος βομβαρδιστικών τους έβρισκε ακάλυπτους και τους έκανε κομμάτια ρίχνοντας μεγαλύτερες βόμβες που είχαν εκρηκτική γόμωση.
Κάποιο χειμώνα η Βασιλική Αεροπορία (RAF) έριξε ωρολογιακές βόμβες οι οποίες ήταν ρυθμισμένες να εκραγούν, όχι με την πρόσκρουση στο έδαφος, αλλά στις 7:00 μ.μ. στις 24 Δεκεμβρίου. Γνώριζαν ότι οι οικογένειες θα βρίσκονταν μαζί εκείνη τη νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα. Η ερώτηση συνέχιζε να στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό μου: ‘Γιατί επιτρέπει ο Θεός να συμβαίνουν τέτοια τρομερά πράγματα;’
Το 1944 αποφάσισα να καταταχτώ στο στρατό. Ωστόσο, στην τελική ιατρική εξέταση που μου έγινε, μου είπαν ότι δεν ήμουν αρκετά γερός για στρατιωτική υπηρεσία και ότι θα έπρεπε να ξαναπάω σε έξι μήνες. Τελικά, το Μάρτιο του 1945 με κάλεσαν στο στρατό, αλλά αποφάσισα να μην παρουσιαστώ.
Αρχίζουν οι Πραγματικές Δυσκολίες
Σύντομα ύστερα απ’ αυτό, το Μάιο του 1945, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε. Πήραν τον πατέρα μου αιχμάλωτο πολέμου, και ο σοβιετικός στρατός κατείχε τώρα τον τομέα όπου κατοικούσαμε στο Βερολίνο. Στη διάρκεια των επόμενων μηνών έπρεπε να εργαστούμε για τις δυνάμεις κατοχής, πακετάροντας μηχανήματα και άλλον εξοπλισμό ενός χημικού εργοστασίου που θα στέλνονταν πίσω στη Ρωσία. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να γνωριστώ με μερικούς Ρώσους. Προς έκπληξή μου διαπίστωσα ότι ήταν άνθρωποι ακριβώς όπως κι εμείς, άνθρωποι που πίστευαν πως αγωνίζονταν για την ελευθερία και για έναν καλύτερο κόσμο.
Στις 9 Αυγούστου 1945 κατά τις δύο η ώρα το απόγευμα, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από το σπίτι μας. Βγήκαν δυο Ρώσοι στρατιώτες κι ένας με πολιτικά και, αφού έμαθαν το όνομά μου, με πέταξαν μέσα στο αυτοκίνητο. Εκείνη τη μέρα έπιασαν αρκετούς άλλους νεαρούς. Τελικά μας πήγαν όλους σ’ ένα κοντινό προάστιο. Οι περισσότεροι από εμάς κατηγορούνταν ότι ήταν μέλη της οργάνωσης Βέρβολφ, για την οποία κανείς μας δεν είχε ακούσει ποτέ.
Κάποιο από τα πιο νεαρά αγόρια ισχυρίστηκε ότι εγώ ήξερα τις διευθύνσεις άλλων νεαρών. Το αρνήθηκα αυτό και έτσι με έριξαν σ’ ένα σκοτεινό και υγρό υπόγειο μαζί με το νεαρό πληροφοριοδότη. Καθώς ήμουν μόνος σ’ εκείνο το υπόγειο—νιώθοντας κρύο και μεγάλη μοναξιά—γονάτισα για να προσευχηθώ στον Θεό και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά μου. Η προσευχή πάντοτε φαινόταν να βοηθάει. Μάλιστα, εκείνο το βραδινό όταν με έβγαλαν από το κελί και μου επέτρεψαν να πάω με τα υπόλοιπα αγόρια, πολλοί σχολίασαν το γεγονός ότι είχα χαρούμενη διάθεση παρ’ όλα όσα είχα μόλις περάσει.
Μια-δυο εβδομάδες αργότερα, βαδίσαμε προς την κοντινή πόλη Κεπένικ. Εκεί μας έβαλαν να καθίσουμε έξω, πάνω στο σκληρό έδαφος. Άρχισε να βρέχει. Τελικά, άρχισαν να καλούν τα αγόρια μέσα στο σπίτι σε ομάδες των πέντε. Ακούγαμε τα ουρλιαχτά εκείνων που προηγούνταν από εμάς και τους βλέπαμε να βγαίνουν αιμορραγώντας και κρατώντας το παντελόνι τους. Τους είχαν πάρει τη ζώνη τους και τους είχαν ξηλώσει το πάνω κουμπί του παντελονιού τους, κι έτσι έπρεπε να κρατούν το παντελόνι τους για να μην τους πέφτει. Όταν μπήκε μέσα η ομάδα μας, ξέραμε ότι κάτι τρομερό μας περίμενε.
Εγώ δεν είχα ζώνη, αλλά φορούσα ένα ζευγάρι τιράντες. Όταν τις είδε ο λοχίας, τις τράβηξε από το παντελόνι μου και άρχισε να με μαστιγώνει μ’ αυτές στο πρόσωπο. Την ίδια στιγμή, δύο άλλοι στρατιώτες με κλοτσούσαν και με χτυπούσαν. Αιμορραγούσα υπερβολικά από το στόμα και τη μύτη. Αν δεν με είχαν τραβήξει κάποιοι άλλοι στρατιώτες, μπορεί να είχα πεθάνει.
Μας έβαλαν ξανά σε υπόγεια και μας επέτρεπαν να βγαίνουμε μόνο για να πάμε στην τουαλέτα μια φορά κάθε πρωί. Μας χρονομετρούσαν, αφήνοντάς μας μόνο δυο λεπτά περιθώριο για τη φυσική μας ανάγκη. Οποιοσδήποτε τολμούσε να μείνει περισσότερο διέτρεχε τον κίνδυνο να τον ρίξουν στο λάκκο με τα ανθρώπινα περιττώματα. Ένας δύστυχος πνίγηκε όταν τον έριξαν εκεί μέσα.
Η Κατάστασή μου Βελτιώνεται
Έπειτα από τέσσερις μέρες μας έβαλαν σε φορτηγά και μας πήγαν σ’ ένα στρατόπεδο στο Χόεν-Σενχάουζεν. Ήμασταν περίπου 60 νεαροί από 13 ως 17 χρονών, καθώς επίσης 2.000 περίπου ενήλικοι. Οι Πολωνοί κρατούμενοι ήταν διορισμένοι να σερβίρουν τη σούπα και φρόντιζαν πάντα να δίνουν σούπα πρώτα σ’ εμάς τους νεαρούς.
Κατόπιν, στις 11 Σεπτεμβρίου 1945, πολύ νωρίς το πρωί αρχίσαμε να βαδίζουμε προς το στρατόπεδο συγκέντρωσης Σαξενχάουζεν, που βρισκόταν κάπου 50 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνους που πέθαιναν στη διάρκεια της πορείας τούς πετούσαν πάνω σ’ ένα ιππήλατο κάρο στο οποίο βρίσκονταν επίσης και εκείνοι που ήταν πολύ αδύναμοι για να περπατήσουν. Το απόγευμα άρχισε να βρέχει. Τελικά, αργά το βράδυ φτάσαμε στην πύλη ενός από τα βοηθητικά στρατόπεδα, μουσκεμένοι, παγωμένοι και εξαντλημένοι. Την επόμενη μέρα βαδίσαμε προς το κεντρικό στρατόπεδο. Σε κάθε παράπηγμα έβαλαν 200 άτομα.
Κοντά στο Σαξενχάουζεν, σε μια πόλη που ονομαζόταν Φέλτεν, υπήρχε μια μεγάλη στρατιωτική αποθήκη τροφίμων. Εκεί, οι αιχμάλωτοι φόρτωναν σιτάρι και άλλα τρόφιμα σε τρένα τα οποία είχαν προορισμό τη Ρωσία. Αφού εργάστηκα λίγο καιρό εκεί, με έβαλαν να κάνω εξωτερικές εργασίες. Μου ανέθεσαν να πηγαίνω τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων από το στρατόπεδο των Ρώσων στο εργαστήριο που βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Τι ευχάριστη αλλαγή!
Ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με άλλο ένα αγόρι που έκανε εξωτερικές εργασίες και μ’ ένα Ρώσο νοσοκόμο. Κάθε μέρα μας έδιναν καθαρά σεντόνια και όσες κουβέρτες θέλαμε. Το φαγητό μας ήταν πολύ καλύτερο, και είχαμε το ελεύθερο να πηγαίνουμε όπου θέλαμε. Έτσι, το άλλο αγόρι που έκανε εξωτερικές εργασίες κι εγώ αρχίσαμε να εξερευνούμε το μέρος που κάποτε ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης Σαξενχάουζεν το οποίο χρησιμοποιούσαν οι ναζί.
Στην πιο απόμακρη μεριά του στρατοπέδου, πήγαμε και είδαμε τους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια. Μετά δυσκολίας μπορούσα να πιστέψω τι είχαν κάνει οι ναζί. Είχα συγκλονιστεί. Αν κι εγώ προσωπικά δεν είχα υποστεί κακομεταχείριση, εκατοντάδες συμπατριώτες μου Γερμανοί αιχμάλωτοι πέθαιναν κάθε μέρα στο κεντρικό στρατόπεδο. Τα πτώματά τους τα φόρτωναν σε κάρα και τα πήγαιναν σε ομαδικούς τάφους στο δάσος.
Μια μέρα ανακαλύψαμε ένα μαυροπίνακα που είχε μια λίστα με τις διάφορες κατηγορίες των κρατουμένων οι οποίοι υπήρχαν στο στρατόπεδο την εποχή του Χίτλερ. Ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονταν στη λίστα ήταν και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ούτε που ήξερα τότε ότι μια μέρα θα είχα το προνόμιο να γίνω κι εγώ ο ίδιος Μάρτυρας του Ιεχωβά.
Κι Άλλη Σκληρή Μεταχείριση
Οι βελτιωμένες συνθήκες που απολάμβανα δεν κράτησαν πολύ. Ένας αξιωματικός με σταμάτησε και απαίτησε να μάθει γιατί είχα καταχραστεί ορισμένα φαρμακευτικά εφόδια. Μολονότι του είπα ότι δεν ήξερα τίποτα σχετικά μ’ αυτό για το οποίο με κατηγορούσε, δεν με πίστεψε και έτσι με έβαλαν στην απομόνωση. Στο μικρό εκείνο κελί, μου έδιναν πολύ λίγο φαγητό και δεν μου έφεραν καμιά κουβέρτα αν και ήταν χειμώνας. Κατόπιν, ξαφνικά, την 11η μέρα, με έβγαλαν από εκεί.
Καθώς γύριζα πίσω, εκπλάγηκα όταν με υποδέχτηκε θερμά ένας νεαρός στρατιώτης ο οποίος είχε υπηρεσία στην πύλη του κεντρικού στρατοπέδου. Προηγουμένως ήταν πολύ ψυχρός μαζί μου. Αλλά τώρα, πέρασε το χέρι του γύρω μου και με σπαστά γερμανικά μου είπε ότι οι γονείς του είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο από την Γκεστάπο και ότι αυτός ήταν σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μου είπε πως αυτός ήξερε ότι εγώ ήμουν αθώος.
Σύντομα ύστερα απ’ αυτό, είπαν στους πιο ικανούς από εμάς τους αιχμαλώτους ότι θα μας έστελναν να εργαστούμε κάπου αλλού. Στις 30 Ιανουαρίου 1946 μας έβαλαν σ’ ένα τρένο που είχε δυο σειρές από χοντροκομμένους πάγκους, μια ψηλά και μια πιο χαμηλά. Σε κάθε βαγόνι υπήρχαν 40 αιχμάλωτοι, πράγμα που σήμαινε ότι ήμασταν ασφυκτικά στριμωγμένοι στους πάγκους. Ήταν δύσκολο να κοιμηθούμε τις νύχτες, επειδή όταν κάποιος γύριζε πλευρό, έπρεπε όλοι να γυρίσουν μαζί του.
Κυκλοφορούσαν ένα σωρό φήμες όσον αφορά τον προορισμό μας, αλλά όλες αποδείχτηκαν λανθασμένες. Στην πρώτη στάση, 500 ακόμα αιχμάλωτοι από ένα άλλο στρατόπεδο ενώθηκαν μαζί μας. Από εκεί και πέρα η καθημερινή μας μερίδα αποτελούνταν από λίγο ξερό και σκληρό ψωμί μαζί με μια αλμυρή ρέγκα και λίγη ζεστή σούπα. Μέρα παρά μέρα μας έδιναν μια μικρή κούπα τσάι. Σε μια προσπάθεια να καταπραΰνουν τη δίψα τους, οι περισσότεροι άντρες έγλειφαν τα παγωμένα τοιχώματα των βαγονιών του τρένου. Όταν φτάσαμε στα περίχωρα της Μόσχας, κάναμε μπάνιο και καθαριστήκαμε από τις ψείρες. Νομίζω ότι ήπια έναν ολόκληρο κουβά νερό εκείνη τη μέρα.
Στη Σιβηρία!
Στις 6 Μαρτίου 1947 φτάσαμε στο Προκόπιεφσκ της Σιβηρίας. Οι πολίτες οι οποίοι κατοικούσαν στην πόλη ήταν ένα κράμα ανθρώπων που προέρχονταν από πολλά μέρη της Σοβιετικής Ένωσης. Παντού υπήρχε παχύ χιόνι, που σε μερικά μέρη έφτανε στο ύψος μέχρι τους φράχτες. Τα παραπήγματα ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε να βρίσκονται από τη μέση και κάτω μέσα στο έδαφος για να παρέχουν προστασία από τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα. Εκεί ήταν που κατά την παραμονή μας μια ομάδα από εμάς έζησε το περιστατικό το οποίο περιέγραψα στην αρχή, γεγονός που έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή μας.
Ο πρώτος χρόνος στη Σιβηρία ήταν πολύ δύσκολος. Το στρατόπεδο χτυπήθηκε από βαριάς μορφής δυσεντερία. Αρκετοί πέθαναν. Κι εγώ αρρώστησα πολύ, τόσο που νόμιζα ότι δεν θα ξαναγινόμουν καλά. Ένα πλεονέκτημα για εμάς οι οποίοι ήμασταν στο στρατόπεδο ήταν ότι λαβαίναμε τις καθημερινές μας μερίδες ψωμιού, ενώ οι περισσότεροι Ρώσοι που ζούσαν στο Προκόπιεφσκ έπρεπε να στέκονται με τις ώρες μέσα στο κρύο, και τελικά μερικές φορές τα τρόφιμα τελείωναν προτού μπορέσουν να πάρουν έστω και κάτι.
Το φθινόπωρο του 1949 έφτασε μια αποστολή δικαστικών υπαλλήλων από τη Μόσχα για να επανεξετάσουν τις αρχικές μας καταθέσεις και να αποφασίσουν τι θα μας έκαναν. Εμένα με ανέκρινε ένας νεαρός υπάλληλος με πατριωτικά αισθήματα, που φαινόταν να μισεί όλους τους Γερμανούς. Ήμουν ευγνώμων που δεν καταδικάστηκα σε φυλάκιση. Όσους από εμάς δεν καταδίκασαν σε φυλάκιση μας μετέφεραν στο Στάλινσκ, που τώρα ονομάζεται Νοβοκουζνέτσκ, όπου μας έβαλαν να εργαστούμε στην κατασκευή ενός σταθμού παραγωγής ενέργειας.
Επιτέλους, Επιστροφή στο Σπίτι!
Τελικά, το Μάρτιο του 1950 μας έστειλαν πίσω στη Γερμανία, και στις 28 Απριλίου ξαναέσμιξα επιτέλους με την οικογένειά μου. Μολονότι ήμουν πολύ χαρούμενος που βρισκόμουν στο σπίτι, τα προβλήματά μου δεν είχαν τελειώσει. Λόγω της σύντομης σύνδεσης που είχα με τη Νεολαία του Χίτλερ, οι αρχές της Κομουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας με μεταχειρίζονταν ως οπαδό των ναζί και μου έδιναν μόνο τα μισά από τα τρόφιμα και τα ρούχα που έπρεπε να παίρνω κανονικά. Έτσι, αφού κάθησα στο σπίτι μόνο τρεις εβδομάδες, έφυγα από το Ανατολικό Βερολίνο και πήγα στο Δυτικό Βερολίνο.
Ωστόσο, δεν είχα ξεχάσει την υπόσχεση που είχα δώσει ότι, αν ποτέ γύριζα πίσω στο σπίτι μου στη Γερμανία, θα έβρισκα κάποιον τρόπο για να υπηρετήσω τον Θεό. Συχνά στεκόμουν μπροστά σε εκκλησίες, αλλά κάτι με εμπόδιζε να μπω μέσα. Είχα απογοητευτεί από τη θρησκεία κι έτσι αποφάσισα ότι απλώς θα συνέχιζα να προσεύχομαι μόνος μου στον Θεό, ζητώντας του να μου δείξει κάποιον τρόπο για να τον υπηρετήσω.
Ύστερα από κάποιο διάστημα, παντρεύτηκα την Τίλι και αποκτήσαμε ένα γιο, τον Μπαρντ. Κατόπιν την άνοιξη του 1955, ένας συνάδελφός μου, ο οποίος ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, άρχισε να μου μιλάει σχετικά με τον Θεό. Όμως, σε λίγο έχασα την επαφή μαζί του όταν φύγαμε ξαφνικά από τη χώρα. Νωρίτερα είχαμε κάνει αίτηση για να μεταναστεύσουμε στην Αυστραλία. Αιτία για την ξαφνική μας αναχώρηση ήταν ένα τηλεγράφημα το οποίο μας πληροφορούσε ότι η αίτησή μας είχε γίνει δεκτή και ότι θα έπρεπε να είμαστε έτοιμοι να αποπλεύσουμε από το Μπρεμερχάφεν σε τρεις μέρες.
Καινούρια Χώρα, Καινούρια Ζωή
Τελικά εγκατασταθήκαμε στην Αδελαΐδα. Εδώ μας επισκέφτηκε ένας γερμανόφωνος Μάρτυρας προς το τέλος του 1957. Πόσο χαρήκαμε! Σύντομα κάναμε καλή πρόοδο στην τακτική Γραφική μελέτη μας. Αλλά, για να λέμε την αλήθεια, έπειτα απ’ όσα είχαμε περάσει η Τίλι κι εγώ, στην αρχή το κύριο μέλημά μας ήταν να είμαστε ελεύθεροι από την καταπίεση. Τώρα που είχαμε έρθει στην ηλιόλουστη Αυστραλία, νιώθαμε ελεύθεροι σαν τα πουλιά και αυτό μας άρεσε πολύ. Αλλά σύντομα διαπιστώσαμε ότι ακόμα κι εδώ υπήρχαν μορφές καταπίεσης, οικονομικά προβλήματα και άλλες πιέσεις της ζωής.
Πόσο ευγνώμονες ήμασταν που μάθαμε τη βασική αιτία. «Ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται υπό την εξουσίαν του πονηρού», λέει η Αγία Γραφή. (1 Ιωάννου 5:19, ΚΔΤΚ) Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν προβλήματα σε όποια χώρα κι αν ζούμε. Χαρήκαμε, επίσης, όταν μάθαμε τη σημασία της προσευχής που τόσο συχνά επαναλάμβανα: «Ελθέτω η βασιλεία σου». Φτάσαμε στο σημείο να κατανοήσουμε ότι η Βασιλεία του Θεού είναι μια πραγματική κυβέρνηση που βρίσκεται στον ουρανό και ότι ο Χριστός Ιησούς έχει ενθρονιστεί ως Βασιλιάς αυτής της Βασιλείας το 1914. Πόση συγκίνηση νιώσαμε όταν μάθαμε ότι η Βασιλεία του Θεού έχει ήδη αρχίσει να λειτουργεί—ότι έχει εκδιώξει τον Σατανά και τους δαίμονές του από τους ουρανούς και ότι σύντομα, στη διάρκεια της μεγάλης θλίψης, η γη θα καθαριστεί από κάθε πονηρία!—Ματθαίος 6:9, 10· Αποκάλυψις 12:12.
«Αυτό είναι», είπα. Τώρα ήξερα πώς να τηρήσω την υπόσχεσή μου προς τον Θεό. Έτσι στις 30 Ιανουαρίου 1960 άρχισα να εκπληρώνω την υπόσχεσή μου να υπηρετήσω τον Θεό με το να βαφτιστώ, συμβολίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αφιέρωσή μου σ’ Εκείνον, και η Τίλι ενώθηκε μαζί μου στη Χριστιανική αφιέρωση.
Από τότε και για περισσότερα από 30 χρόνια απολαμβάνουμε διάφορες ευλογίες υπηρετώντας τον Θεό. Ο Μπαρντ έχει τώρα τη δική του οικογένεια και υπηρετεί επίσης ως πρεσβύτερος στη Χριστιανική εκκλησία. Το 1975 πουλήσαμε το σπίτι μας για να είμαστε ελεύθεροι να πάμε και να υπηρετήσουμε εκεί όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για Μάρτυρες οι οποίοι κηρύττουν τα καλά νέα. Κατόπιν, το 1984, δέχτηκα την πρόταση να υπηρετώ ως συντηρητής της Αίθουσας Συνελεύσεων των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αδελαΐδα.
Πόσο χαρούμενοι είμαστε η σύζυγός μου κι εγώ που μπόρεσα να τιμήσω την υπόσχεση την οποία έδωσα στον Θεό πριν από τέσσερις και πλέον δεκαετίες όταν ήμουν στη Σιβηρία, μακριά από το σπίτι μου. Με ταπεινοφροσύνη πιστεύουμε ότι η θεόπνευστη παροιμία έχει αποδειχτεί πάρα πολλές φορές αληθινή στην περίπτωσή μας: «Εν πάσαις ταις οδοίς σου αυτόν γνώριζε, και αυτός θέλει διευθύνει τα διαβήματά σου». (Παροιμίαι 3:6)—Όπως το αφηγήθηκε ο Γκαρτ Φέκνερ.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Με τη σύζυγό μου, την Τίλι