Γλίτωσα από τη Θρησκευτική Πλάνη
ΘΥΜΑΜΑΙ το πρώτο «θαύμα» που είδα. Ήμουν εξίμισι χρονών. Η μητέρα μου κι εγώ ήμασταν σε μια συνάθροιση Πεντηκοστιανών, που γινόταν σ’ ένα σπίτι. Καθώς τραγουδούσε ο κήρυκας, του ήρθε το άγιο πνεύμα, με τον τρόπο που έρχεται στους Πεντηκοστιανούς όταν τραγουδάνε. Ήταν χειμώνας και στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα μεγάλο στρογγυλό μαγκάλι. Τον είδα να πλησιάζει το μαγκάλι, συνεχίζοντας το τραγούδι και βγάζοντας κοφτές κραυγές, να παίρνει ένα μεγάλο κομμάτι κατακόκκινο, αναμμένο κάρβουνο. Κρατώντας το ψηλά και με τα δυο του χέρια, το μετάφερε γύρω στο δωμάτιο και εξακολούθησε να τραγουδάει και να βγάζει κοφτές, θριαμβευτικές κραυγές. Όλη αυτήν την ώρα, οι υπόλοιποι τραγουδούσαν, κραύγαζαν και χόρευαν γύρω του. Στο τέλος της συνάθροισης, όλοι κοίταζαν καλά-καλά τα χέρια του για να δουν αν είχαν καεί. Δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι πάνω τους!
Κι αυτό δεν ήταν παρά ένα από τα σημεία που χαρακτήριζαν εκείνη την Πεντηκοστιανή εκκλησία του Κεντάκι, στην οποία πήγαινε η μητέρα μου. Η πίστη τους στηριζόταν στο 16 κεφάλαιο του Μάρκου, αρχίζοντας από το 17ο εδάφιο, το οποίο λέει για ανθρώπους που θα μιλούσαν γλώσσες, θα θεράπευαν αρρώστους, θα έπαιρναν στα χέρια τους φίδια και θα έπιναν δηλητήριο. (Αυτά τα εδάφια είναι νόθα, δηλαδή δεν περιέχονται στα παλιότερα χειρόγραφα της Αγίας Γραφής.) Δεν πιστεύουν σ’ αυτά τα πράγματα όλες οι Πεντηκοστιανές εκκλησίες. Αλλά όταν όλ’ αυτά γίνονται μπροστά στα μάτια σου, νιώθεις ότι, σε μια εκκλησία που εμφανίζονται τέτοια σημεία και που οι άνθρωποι δεν παθαίνουν τίποτα, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται μέσα ο Θεός.
Έπειτα μετακομίσαμε στην Ιντιάνα. Βαφτίστηκα σε ηλικία 12 χρονών, το 1953. Έμαθα να παίζω κιθάρα, και μ’ αυτήν συνόδευα τα γκρουπ που τραγουδούσαν στις συναθροίσεις. Πίστευα πως ήταν μέρος της υπηρεσίας που πρόσφερα στον Θεό—μ’ αυτό το είδος τραγουδιού έρχεται το πνεύμα στους Πεντηκοστιανούς. Όταν ήρθε και σε μένα το πνεύμα και μίλησα γλώσσες, δεν καταλάβαινα τι έλεγα, ήταν όμως ωραίο αίσθημα.
Εγώ η ίδια ποτέ δεν πήρα στα χέρια μου φίδια· θυμάμαι όμως ένα σαββατοκύριακο που είχα επισκεφτεί την εκκλησία που πηγαίναμε παλιότερα, στο Κεντάκι. Ήρθε το πνεύμα σ’ ένα φιλοξενούμενο κήρυκα, κι αυτός τράβηξε ένα μεγάλο κροταλία από το καλάθι που είχε φέρει μαζί του. Τον τύλιξε γύρω από το χέρι του και ξεφώνιζε. Εγώ βρισκόμουν πάνω στη σκηνή, πίσω του, μαζί με τους τραγουδιστές, και θυμάμαι που είδα ότι ανάμεσα από τα δάχτυλά του είχε αρχίσει να στάζει αίμα. Τότε ήρθε το πνεύμα στον κήρυκα, που πριν από χρόνια είχα δει να κρατάει τη φωτιά στα χέρια του, κι αυτός σηκώθηκε, πήρε το φίδι από τα χέρια του άλλου κήρυκα και το ξανάβαλε στο καλάθι. Αλλά ο άντρας, που τον είχε δαγκώσει το φίδι, δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Θυμάμαι ωστόσο, ότι τρία άτομα που γνώριζα είχαν πεθάνει από δάγκωμα φιδιού. Κι ένας από αυτούς ήταν ο πεθερός μου.
Όταν ήμουν 19 χρονών, παντρεύτηκα ένα νεαρό, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν σωσμένος. Δεν ήταν όμως σταθερός Πεντηκοστιανός. Τον είχα δει μια φορά να κρατάει φίδια στα χέρια του, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είχε το ίδιο πνεύμα που είχα εγώ. Για λίγο καιρό ήταν καλός Πεντηκοστιανός· μετά τα παράτησε και άρχισε να καπνίζει και να κάνει άλλα πράγματα, τα οποία δεν ήταν σύμφωνα με την πίστη μας. Ωστόσο, αυτό το θέμα των πνευμάτων με προβλημάτιζε. Δεν ήταν πάντοτε τα ίδια πνεύματα που έρχονταν στους Πεντηκοστιανούς. Μερικά ήταν πιο δυνατά, άλλα δεν ήταν καθόλου συνεργατικά, μερικά δε έρχονταν ακόμα και σε σύγκρουση με τα άλλα.
Αυτό δεν είχα κατορθώσει να το καταλάβω ποτέ. Μ’ έκανε να αναρωτιέμαι γιατί να υπάρχουν τόσο πολλά διαφορετικά πνεύματα. Θυμάμαι ότι όλο αυτόν τον καιρό που ήμουν Πεντηκοστιανή, προσευχόμουν: «Θεέ μου, απ’ όλες τις θρησκείες που ξέρω, αυτή μόνο βλέπω ότι μπορεί να είναι σωστή. Αν όμως, Θεέ μου, δεν σε υπηρετώ με τρόπο που να σε ευχαριστεί, θέλω να το ξέρω. Αν δεν είναι αυτή η σωστή θρησκεία, σε παρακαλώ δείξε μου ποια είναι». Πολλές φορές προσευχόμουν μ’ αυτόν τον τρόπο.
Όταν είδα για πρώτη φορά τα περιοδικά Η Σκοπιά και Ξύπνα!, ήμουν παντρεμένη με τον πρώτο μου άντρα. Το 1962, είχαμε μετακομίσει στο Σινσινάτι και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήρθαν στην πόρτα μας. Του άντρα μου του άρεσε να μιλάει μαζί τους, αλλά εγώ δεν ήθελα με κανένα τρόπο να κάνω κάτι τέτοιο. Όταν έρχονταν, έμενα στην κουζίνα. Ο άντρας μου γράφτηκε συνδρομητής στα περιοδικά, αλλά δεν τα διάβαζε ποτέ. Τα διάβαζα όμως εγώ. Ήξερα πως δεν έπρεπε να το κάνω αυτό, ένιωθα ένοχη κάθε φορά, αλλά δεν άντεχα να υπάρχει στο σπίτι κάτι που να μην το έχω διαβάσει. Μέχρι που έφτανα στο σημείο να πετάω τα περιοδικά στα σκουπίδια και μετά να πηγαίνω να τα βγάζω και να τα διαβάζω!
Έμαθα από τη Σκοπιά και από το Ξύπνα! ότι η γη θα εξακολουθούσε να υπάρχει για πάντα· ότι θα ερχόταν ένας γήινος παράδεισος γεμάτος δίκαιους ανθρώπους. Ήταν το πιο εξωφρενικό πράγμα που είχα ακούσει ποτέ μου. Με πείραξε πολύ, επειδή εμείς οι Πεντηκοστιανοί δεν πιστεύαμε κάτι τέτοιο για τη γη. Θυμάμαι που διάβαζα γι’ αυτήν την Παραδεισένια γη, ότι θα την κατοικούσαν άνθρωποι αιώνια, και σκεφτόμουν ‘Δεν είναι έτσι τα πράγματα!’ Όμως, μου άρεσε πολύ να διαβάζω γι’ αυτά. Μέσα μου γινόταν ολόκληρος πόλεμος. Προσευχόμουν σχετικά μ’ αυτό. Τελικά, ζήτησα από τον άντρα μου να σταματήσει να παίρνει τα περιοδικά, πράγμα που έκανε.
Ο άντρας μου μπλέχτηκε με άλλες γυναίκες και ύστερα από εφτά χρόνια γάμου, χωρίσαμε. Οι δυο γιοι μου κι εγώ πήγαμε και μείναμε μαζί με την Ολίν, που ήταν πολλά χρόνια φίλη μου και είχε παντρευτεί το θείο μου. Ήταν έξοχη τραγουδίστρια· πηγαίναμε σε συναθροίσεις των Πεντηκοστιανών μαζί και τραγουδούσαμε σε διάφορες εκκλησίες. Επίσης, η Ολίν ήταν κόρη του κήρυκα που είχε κρατήσει τη φωτιά στα χέρια του.
Δυο φορές συνέβη να «θεραπευτώ». Η πρώτη ήταν όταν απόβαλα και είχα αιμορραγία. Παρ’ όλα αυτά, πήγα στη συνάθροιση των Πεντηκοστιανών. Ήμουν τόσο αδύναμη που φοβήθηκα ότι τελικά θα χρειαζόταν να φύγω. Μετά άκουσα την Ολίν και τον πατέρα της να τραγουδούν. Τους ήρθε το πνεύμα. Πιάστηκαν ο ένας από τον ώμο του άλλου. Ήρθαν και ακούμπησαν τα χέρια τους επάνω μου. Αμέσως έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, ένιωθα θαυμάσια! Η αιμορραγία είχε σταματήσει!
Η δεύτερη φορά ήταν όταν υπόφερα από μια πάθηση στα ούλα. Φορούσα ψεύτικα δόντια από τότε που ήμουν 15 χρονών. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, το στόμα μου είχε αρχίσει να πρήζεται στο σημείο όπου εφάρμοζε το επάνω μέρος της τεχνητής οδοντοστοιχίας μου. Πέρασαν τρεις μήνες χωρίς να τη φοράω· έτρωγα μόνο ρευστές τροφές. Απελπίστηκα και πήγα σε κάποιο παθολόγο. Αυτός έριξε μια ματιά στο στόμα μου. «Εσύ δεν χρειάζεσαι παθολόγο· χρειάζεσαι χειρούργο οδοντίατρο». Μου είπε ότι η πάθηση λεγόταν θηλωμάτωση, και μου σύστησε κάποιον οδοντίατρο.
Δεν πήγα ποτέ στον οδοντίατρο. Μια μέρα, πήγαινα με την Ολίν στην εκκλησία του Κεντάκι. Αργότερα, το ίδιο εκείνο βράδυ, τραγουδούσα και το πνεύμα με είχε φέρει σε πολύ βαθιά έκσταση. Η Ολίν ακούμπησε τα χέρια της επάνω μου και τότε εγώ λιποθύμησα και σωριάστηκα στο πάτωμα. Όταν συνήλθα, έφτυσα από το στόμα μου κάτι κομμάτια που έμοιαζαν σαν ξερό, μασημένο κρέας. Όταν έφτασα σπίτι, ήμουν ήδη σε θέση να ξαναβάλω την οδοντοστοιχία μου. Από τότε δεν είχα κανένα πρόβλημα.
Η Ολίν διάβαζε πολύ την Αγία Γραφή. Λίγο καιρό αφότου μετακόμισα στο σπίτι της, με φώναξε στο δωμάτιο όπου διάβαζε. Είχε ένα ερώτημα. Διάβασε το εδάφιο Εκκλησιαστής 1:4: «Γενεά υπάγει, και γενεά έρχεται· η δε γη διαμένει εις τον αιώνα». Μετά είπε: «Θέλω να μου εξηγήσεις αυτό το εδάφιο. Εμείς δεν το πιστεύουμε αυτό. Για τι πράγμα μιλάει λοιπόν;» Ταράχτηκα πολύ.
«Θέλω να μάθω», είπε με τρόπο απαιτητικό, «γιατί σε ταράζει τόσο πολύ αυτό το εδάφιο. Βρίσκεται μέσα στην Αγία Γραφή, και είναι ανάγκη να ξέρουμε τι σημαίνει!» Έτσι της εξήγησα: «Έχω διαβάσει σχετικά μ’ αυτό στη Σκοπιά και στο Ξύπνα!, και δεν ήθελα να σου πω ότι έχω διαβάσει αυτά τα περιοδικά που τα εκδίδουν Μάρτυρες του Ιεχωβά». Ήθελε να ψάξει αμέσως να βρει τους Μάρτυρες.
«Μην κάνεις τον κόπο», είπα. «Αν μείνουμε εδώ αρκετό καιρό, θα έρθουν εκείνοι στην πόρτα μας. Αυτοί σε βρίσκουν πάντα». Δυο βδομάδες αργότερα, μόλις επέστρεψα από τη δουλειά, τη βρήκα να με περιμένει στην πόρτα, όλο χαμόγελα. «Μάντεψε ποιος ήταν εδώ σήμερα!» Δεν είχα ιδέα. «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά! Κανόνισα να κάνουμε κι οι δυο μας Γραφική μελέτη!» Τα ’χασα. Δεν ήθελα να μελετήσω μαζί τους. Τους φοβόμουν.
Κι όμως μελετήσαμε. Μας προσκάλεσαν στις συναθροίσεις. Η Ολίν δεν θέλησε να πάει, πήγα όμως εγώ. Ο μικρός μου γιος ήταν περίπου τριών ετών τότε, και πήγαμε μαζί στην Αίθουσα Βασιλείας. Τελειώνοντας το βιβλίο Η Αλήθεια, στη Γραφική μελέτη, τόσο εγώ όσο και η Ολίν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι η Πεντηκοστιανή εκκλησία δεν ήταν σωστή. Όμως, η Ολίν παράτησε τη μελέτη, έτσι τη σταμάτησα κι εγώ.
Αυτό συνέβη το 1972. Το 1974 μου τηλεφώνησε η Ολίν—δεν ζούσαμε πια μαζί τότε. Με ρώτησε αν θα ήθελα να παντρευτώ τον πατέρα της—τον άντρα που είχα δει να κρατάει τη φωτιά στα χέρια του, όταν ήμουν εξίμισι χρονών. Ο γάμος μου με τον πρώτο μου άντρα είχε λήξει πριν από εφτά χρόνια και περισσότερο, έτσι παντρεύτηκα τον πατέρα της Ολίν, τον Ιανουάριο του 1975.
Εκείνος ζούσε στο Κεντάκι, κοντά στην ίδια Πεντηκοστιανή εκκλησία που πήγαινα όταν ήμουν μικρή. Όταν παντρευτήκαμε, του είπα ότι δεν θα ξαναγύριζα στους Πεντηκοστιανούς· ότι αν ποτέ ανακατευόμουν ξανά με κάποια θρησκεία, αυτή θα ήταν των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Συμφώνησε. Όμως, δεν ήμασταν παντρεμένοι παρά μερικούς μήνες, όταν θέλησε να πάω στη συνάθροιση των Πεντηκοστιανών που πήγαινε κι εκείνος. Πήγα μια φορά. Δεν μπορούσα να κάθομαι και να παρακολουθώ. Ένιωθα να πνίγομαι από την παρουσία των δαιμόνων!
Τότε πια γνώριζα ότι ο Σατανάς, οι δαίμονές του και οι διάκονοί του, που βρίσκονται εδώ στη γη, μπορούν να κάνουν σημεία και τέρατα και ότι η μάχη του Χριστιανού είναι εναντίον τέτοιων δαιμονικών επουράνιων δυνάμεων. (Έξοδος 7:11, 22· 8:7, 18, 19· 2 Κορινθίους 11:13-15· Εφεσίους 6:11, 12) Επίσης, είχα μάθει ότι τα θαυματουργικά χαρίσματα που δίνονταν στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία αποσκοπούσαν στην εδραίωσή της, τότε που βρισκόταν στη νηπιακή ηλικία, και ότι αργότερα, με το θάνατο των αποστόλων, αυτά τα χαρίσματα θα έπαυαν πια να υπάρχουν. Για παράδειγμα, σχετικά με τη γλωσσολαλιά, είναι γραμμένο: «Είτε γλώσσαι, θέλουσι παύσει». Η αγάπη, η πίστη και η ελπίδα είναι τώρα τα κύρια στηρίγματα της ώριμης Χριστιανικής εκκλησίας.—1 Κορινθίους 13:8-13.
Αυτό που προσπαθούσε να κάνει ο άντρας μου ήταν να με ξαναφέρει πίσω στους Πεντηκοστιανούς, να τραγουδάω μαζί του και να παίζω με την κιθάρα. Αντί γι’ αυτό, εγώ άρχισα να ξαναπηγαίνω στην Αίθουσα Βασιλείας. Όποτε γύριζε σπίτι, έπειτα από κάποιο σαββατοκύριακο που είχε πάει για κήρυγμα σε διάφορες Πεντηκοστιανές εκκλησίες, κουνούσε επιδεικτικά ένα πορτοφόλι γεμάτο χαρτονομίσματα, τα οποία είχε πάρει από συνεισφορές που είχαν κάνει για εκείνον οι Πεντηκοστιανοί. Γελούσε, επειδή οι άνθρωποι του είχαν δώσει όλα αυτά τα χρήματα, ενώ εκείνος δεν είχε κάνει τίποτα για να τα δικαιούται.
Τελικά, ο μικρότερος γιος μου ερχόταν μαζί μου στις συναθροίσεις και έγινε δραστήριος Μάρτυρας. Ο άντρας μου νευρίαζε πολύ όταν αργούσα να γυρίσω από τις συναθροίσεις. Κάποια νύχτα γύρισα κατά τις δέκα η ώρα, και ο άντρας μου με κλείδωσε έξω από το σπίτι. Ο γιος μου κι εγώ περάσαμε τη νύχτα μέσα στο αμάξι. Αυτό συνέβη αρκετές φορές. Είχε ένα πιστόλι στο αυτοκίνητό του και όταν με έβρισκε να διαβάζω ή να μελετάω, έπαιρνε το πιστόλι και πυροβολούσε κάτω από την καρέκλα μου τέσσερις-πέντε φορές. Όταν μετάφερα μπουκάλια αναψυκτικών στην αυλή, πυροβολούσε τα μπουκάλια κι αυτά πετάγονταν έξω από την κούτα. Δεν ήθελε να με σκοτώσει· προσπαθούσε να με κάνει να εκνευριστώ. Εγώ όμως προσευχόμουν στον Ιεχωβά και έμενα ατάραχη, πράγμα που έκανε εκείνον να εκνευρίζεται.
Μια μέρα ετοιμαζόμουν να πάω στη συνάθροιση και με ρώτησε: «Σκοπεύεις στ’ αλήθεια να γίνεις Μάρτυρας του Ιεχωβά; Σκοπεύεις στ’ αλήθεια να τριγυρνάς από πόρτα σε πόρτα και να κηρύττεις;» Κι εγώ απάντησα, «Ναι, αυτό σκοπεύω να κάνω». «Τότε», είπε, «σου δίνω διορία δυο βδομάδες να φύγεις από το σπίτι». Έτσι ο γιος μου κι εγώ φύγαμε. Μετακομίσαμε σ’ ένα σπιτάκι που ήταν χρόνια ακατοίκητο. Δεν είχαμε τρεχούμενο νερό, είχαμε ελάχιστα έπιπλα και καθόλου χρήματα.
Ήταν όμως τόσο όμορφα που ήμασταν ελεύθεροι να πηγαίνουμε στη συνάθροιση, χωρίς να ανησυχούμε μήπως μας κλειδώσουν έξω από το σπίτι ή μήπως μας πυροβολήσουν· ήταν τόσο όμορφα που μπορούσαμε να υπηρετούμε τον Ιεχωβά κηρύττοντας από πόρτα σε πόρτα. (Πράξεις 20:20, ΜΝΚ) Όποτε συναντούσα Πεντηκοστιανούς στις πόρτες, συχνά ένιωθα την παρουσία των δαιμόνων. Και τότε έλεγα: «Ιεχωβά, ξέρω ότι είσαι πιο δυνατός από τους δαίμονες. Ξέρω ότι έχεις τη δύναμη να με βοηθήσεις και χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Χρειάζομαι το άγιο πνεύμα σου για να τα βγάλω πέρα σ’ αυτήν την περίπτωση». Κι εκείνος πάντα με βοηθούσε.
Βαφτίστηκα το Σεπτέμβριο του 1976. Ο γιος μου βαφτίστηκε τον Ιούλιο του 1977. Η αδελφή μου είναι αφιερωμένη Μάρτυρας. Η μητέρα μου έκανε μελέτη και άρχισε να κηρύττει από πόρτα σε πόρτα. Έτσι είχα μεγάλη ενθάρρυνση από την οικογένειά μου και μεγάλη βοήθεια από τον Ιεχωβά και το λαό του. Ο Ιεχωβά στάθηκε πολύ υπομονετικός μαζί μου. Εύχομαι να είναι μακρόθυμος και για τους εκατομμύρια άλλους ανθρώπους, τους οποίους ‘η στοργική ιδιότητα του Θεού προσπαθεί να οδηγήσει στη μετάνοια’. (Ρωμαίους 2:4, ΜΝΚ)—Όπως το αφηγήθηκε η Ιρέτα Κλέμενς.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 11]
Τρία άτομα που γνώριζα πέθαναν από δάγκωμα φιδιού
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 12]
Τότε πια γνώριζα ότι ο Σατανάς, οι δαίμονές του και οι διάκονοί του, που βρίσκονται εδώ στη γη, μπορούν να κάνουν σημεία και τέρατα
[Εικόνα στη σελίδα 10]
Η Ιρέτα Κλέμενς, που τώρα είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά