Η Διακαής Επιθυμία μου να Υπηρετώ τον Θεό
Ήμουν πέντε χρονών και ήμουν γνωστή ως το τρομερό παιδί του προαυλίου. Το σχολείο που παρακολουθούσα ήταν η Σχολή Τυφλών Πέρκινς.
Θα περνούσα τα επόμενα 13 χρόνια της ζωής μου σε αυτό το σχολείο στο Γουότερτάουν της Μασαχουσέτης των Η.Π.Α. Ήξερα ότι όλα τα άλλα παιδιά στο σχολείο ήταν τυφλά, αλλά νόμιζα ότι εγώ έβλεπα. Οι γονείς μου ποτέ δεν μου φέρθηκαν διαφορετικά από ό,τι στις πέντε αδελφές μου. Ό,τι έκαναν εκείνες, το έκανα και εγώ—δουλειές στο σπίτι, πατίνια, κολύμπι, σκαρφάλωμα στα δέντρα, τα πάντα. Ποτέ δεν μου φέρθηκαν σαν να ήμουν τυφλή, έτσι ποτέ δεν σκεφτόμουν ότι ήμουν τυφλή.
Είχα λαχτάρα για τη ζωή, αγαπούσα την περιπέτεια και ήθελα πολύ να διασκεδάζω. Παρέσερνα τα άλλα παιδιά στις τσουλήθρες, στις κούνιες και σε μια κουνιστή βάρκα. Την κουνούσα τόσο δυνατά, που τα παιδιά στρίγκλιζαν, αλλά εγώ τραγουδούσα με όλη μου τη δύναμη και φώναζα για να διασκεδάζουν. Μάλλον το παράκανα, επειδή όταν χτυπούσε το κουδούνι η διευθύντρια με φώναζε και με έδερνε με μια βούρτσα μαλλιών, και με έβαζε να κάθομαι στην καρέκλα για τα άτακτα παιδιά. Αυτή η καρέκλα βρισκόταν δίπλα στη σκάλα που χρησιμοποιούσαν όλοι οι δάσκαλοι. Αυτοί με έβλεπαν εκεί, γελούσαν και ρωτούσαν: «Πάλι εδώ είσαι εσύ;»
Επιτρέψτε μου να γυρίσω λίγο πίσω και να σας εξηγήσω πώς βρέθηκα σε αυτή τη σχολή τυφλών. Γεννήθηκα το 1941, και όταν ήμουν δυο χρονών, πληροφόρησαν τους γονείς μου ότι είχα όγκο στο οπτικό νεύρο τού ενός ματιού μου. Το μάτι έπρεπε να αφαιρεθεί. Στη διάρκεια της εγχείρησης, ανακάλυψαν ότι ο όγκος είχε εξαπλωθεί στο οπτικό νεύρο του άλλου ματιού και επεκτεινόταν προς τον εγκέφαλό μου. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μου αφαιρέσουν και τα δυο μου μάτια ή να με αφήσουν να πεθάνω. Εκείνη την εποχή, το 1943, η τύφλωση θεωρούνταν χειρότερη από το θάνατο. Ένας οφθαλμολόγος είπε: «Αν επρόκειτο για το δικό μου παιδί, θα την άφηνα να πεθάνει». Ο άλλος οφθαλμολόγος διαφώνησε. «Όχι, αφήστε την να ζήσει». Ευτυχώς για εμένα, οι γονείς μου με άφησαν να ζήσω. Έπειτα από τρία χρόνια ήμουν το τρομερό παιδί του προαυλίου.
Το κάθε παιδί λάβαινε θρησκευτική εκπαίδευση ανάλογα με τη θρησκεία της εκλογής του. Επειδή η μητέρα μου ήταν Καθολική, με εκπαίδευαν οι καλόγριες που έρχονταν κάθε εβδομάδα από το κοντινό μοναστήρι. Αυτές αφηγούνταν ιστορίες «αγίων» που έδωσαν τη ζωή τους για τον Θεό, και από μικρή, είχα τη διακαή επιθυμία να γίνω σαν και αυτούς. Ήθελα να δώσω όλη μου τη ζωή στον Θεό, αλλά οι καλόγριες μου είπαν ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα για εμένα. «Είσαι πολύ κακιά», μου έλεγαν. «Ο Θεός δεν θα σε θέλει!» Αυτό το έλεγαν επειδή έπαιζα με παιδιά Προτεσταντών και Εβραίων, ενώ εκείνες μας είχαν πει να παίζουμε μόνο με παιδιά Καθολικών.
Ενοχλούσα περισσότερο τις καλόγριες όταν τις ρωτούσα σχετικά με το όνομα του Ιεχωβά. Έως τότε, η μητέρα μου μελετούσε κατά περιόδους με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και όταν πήγαινα στο σπίτι μια φορά το μήνα για ένα σαββατοκύριακο, άκουγα ότι το όνομα του Θεού ήταν Ιεχωβά. Όταν ρωτούσα τις καλόγριες γιατί δεν μας μάθαιναν για τον Ιεχωβά, αυτές εξοργίζονταν, και εγώ κατέληγα να στέκομαι τιμωρία στο διάδρομο. Νομίζω ότι πέρασα τα μισά από τα παιδικά μου χρόνια όρθια στο διάδρομο ή καθισμένη στην καρέκλα για τα άτακτα παιδιά.
Αφού η μητέρα μου ήταν καλή Καθολική, πώς συνέβη να μελετάει με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά; Μετά την εγχείρησή μου, ο ιερέας ήρθε να την επισκεφτεί και της είπε ότι πρέπει να είχε κάνει κάτι τρομερά κακό για να θυμώσει ο Θεός σε τέτοιο βαθμό που να προκαλέσει την τύφλωσή μου. Αντί να την παρηγορήσει σε αυτόν το δύσκολο καιρό της θλίψης που περνούσε, αυτός την έκανε να αισθάνεται ένοχη. Και εκτός από αυτό, κατηγορούσε τον Θεό για την τύφλωσή μου. Εκείνος ο ιερέας άφησε ορθάνοιχτη την πόρτα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά όταν αυτοί ήρθαν να χτυπήσουν την πόρτα της—πράγμα που έκαναν σύντομα.
Αυτοί της είπαν τα θαυμάσια καλά νέα της Βασιλείας και ότι ο Θεός δεν ήταν ένας Θεός που πληγώνει, αλλά ένας Θεός αγάπης. Έτσι, η μητέρα μου άρχισε να μελετάει με τους Μάρτυρες. Ωστόσο, χρειάστηκε πολύ καιρό μέχρι να αφιερωθεί για να υπηρετεί τον Ιεχωβά. Οι εσφαλμένες διδασκαλίες του Καθολικισμού ήταν βαθιά ‘οχυρωμένες’ μέσα της. Αλλά οι Γραφικές αλήθειες τις οποίες μάθαινε ήταν ‘δυνατές από τον Θεό για την ανατροπή γερών οχυρωμάτων’, και το 1954 η μητέρα μου βαφτίστηκε ως Μάρτυρας του Ιεχωβά.—2 Κορινθίους 10:4, ΜΝΚ.
Τώρα όποτε πήγαινα στο σπίτι για τη μηνιαία επίσκεψη κάποιο σαββατοκύριακο, ο πατέρας μου ήθελε να πηγαίνουμε στην εκκλησία των Βαπτιστών, κάποιες από τις αδελφές μου πήγαιναν στην εκκλησία των Μεθοδιστών, η μητέρα μου με πήγαινε στην Αίθουσα Βασιλείας και στο σχολείο η εκπαίδευσή μου στον Καθολικισμό γινόταν ολοένα πιο εντατική. Υπήρχαν ταυτόχρονα τέσσερις διαφορετικές θρησκείες σε μια οικογένεια! Έτσι μέχρι τότε βρισκόμουν σε πλήρη σύγχυση ως προς το ποιος ήταν ο σωστός τρόπος να λατρεύω τον Θεό.
Όταν έγινα 16 χρονών, αυτή η επίμονη, ζωηρή, διακαής επιθυμία να υπηρετώ τον Θεό με το σωστό τρόπο άρχισε να με κατακλύζει όσο ποτέ προηγουμένως. Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά ώστε όταν θα παντρευόμουν, αυτό να γινόταν με κάποιον άντρα ο οποίος θα είχε τη σωστή θρησκεία, όποια και αν ήταν αυτή. Έτσι λοιπόν, έφτασε η μέρα που εμφανίστηκε αυτός ο φαινομενικά θαυμάσιος άντρας και ήθελε να με παντρευτεί. Και αφού ήταν Καθολικός και ο Θεός προφανώς μου τον είχε στείλει σε απάντηση της προσευχής μου, συμπέρανα ότι ο Καθολικισμός πρέπει να είναι η σωστή θρησκεία. Αποφάσισα ότι από τότε και έπειτα θα γινόμουν μια πραγματικά καλή Καθολική και εξίσου καλή σύζυγος και μητέρα.
Είναι λυπηρό να πω ότι ο γάμος μου απέτυχε οικτρά. Σε 10 μήνες ευλογηθήκαμε με μια κόρη και 22 μήνες αργότερα με ένα γιο, αλλά όλο αυτό το διάστημα ο γάμος κατέρρεε. Ήμουν σίγουρη ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα.
Έκανα λάθος· τα πράγματα χειροτέρεψαν. Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε για χορό κάθε σαββατόβραδο, και μετά η παρέα επέστρεφε στο σπίτι μας για καφέ και αναψυκτικά. Αλλά εκείνο το συγκεκριμένο Σάββατο, πήγαμε στο σπίτι κάποιου άλλου φίλου. Ενώ βρισκόμασταν εκεί, άκουσα τυχαία το σύζυγό μου να κάνει σχέδια για ανταλλαγή συζύγων. Ένας ξένος βρισκόταν εκεί και τον ρώτησε ποια θα μπορούσε να έχει αυτός, και άκουσα το σύζυγό μου να λέει: «Μπορείς να έχεις τη γυναίκα μου». Τρομοκρατημένη και πανικόβλητη, έφυγα από εκείνο το σπίτι. Τις πρώτες πρωινές ώρες πλήρωσα το τίμημα της φυγής. Όταν ο σύζυγός μου επέστρεψε στο σπίτι, με ξυλοκόπησε άσχημα. Ο λόγος, είπε, ήταν ότι ‘τον είχα γελοιοποιήσει’.
Ολόκληρη την Κυριακή προσευχόμουν θερμά στον Ιεχωβά αν υπήρχε κάποια σωστή θρησκεία, κάποιος σωστός τρόπος για να τον υπηρετώ, να μου έδειχνε ποιος ήταν αυτός. Αλλιώς, ήθελα να πεθάνω. Το μόνο πράγμα που με εμπόδισε να αυτοκτονήσω ήταν τα δυο μικρά παιδιά μου. Ποιος θα τα φρόντιζε αν πέθαινα;
Το επόμενο πρωί ήμουν έξω και κούρευα το γκαζόν ξυπόλητη—το ότι ήμουν ξυπόλητη με βοηθούσε να καταλαβαίνω πού ήταν μακρύτερο το γρασίδι και χρειαζόταν κόψιμο. Με πλησίασαν δυο Μάρτυρες του Ιεχωβά, ένας άντρας και μια γυναίκα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο πράος και γλυκομίλητος ήταν ο άντρας, και είχε ένα ειδικό άρθρο που είχε παραγάγει η Εταιρία Σκοπιά στη μέθοδο Μπράιγ. Μου το έδωσε και ρώτησε αν θα μπορούσαν να επιστρέψουν την επόμενη εβδομάδα. Δεν ήμουν πραγματικά έτοιμη για κάτι τέτοιο, αλλά ήταν και οι δυο τους τόσο ένθερμοι και φιλικοί που δεν μπορούσα να αρνηθώ. Θυμάμαι ότι καθώς έμπαινα στο σπίτι σκεφτόμουν: «Ωχ, όχι Θεέ μου, όχι αυτοί, όχι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά! Δεν μπορούσε να είναι κάποια άλλη θρησκεία;»
Πράγματι επέστρεψαν, και κάναμε εβδομαδιαίες Γραφικές μελέτες. Τελικά, άρχισαν να έρχονται δυο γυναίκες, η Τζούντι και η Πένι. Αυτές ήταν ολοχρόνιες διάκονοι (ειδικές σκαπάνισσες) και αποτέλεσαν μεγάλη ευλογία από τον Ιεχωβά. Η Τζούντι ήταν γεμάτη ζωντάνια και εκδηλωτική, αλλά επίσης μελετηρή και πολύ επιδέξια στο να βρίσκει εδάφια από την Αγία Γραφή. Η Πένι ήταν πιο ήσυχη, αλλά διέθετε το είδος της σταθερότητας και της τυπικότητας που είχα ανάγκη ώστε να πειθαρχώ. Αυτές είχαν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στην υπηρεσία του Ιεχωβά, και με το πέρασμα του χρόνου, ήθελα να γίνω σαν και αυτές και όχι σαν εκείνους τους «αγίους» για τους οποίους μου είχαν μιλήσει οι καλόγριες.
Όταν αργότερα έθιξαν το ζήτημα ότι θα μπορούσα και εγώ να πάω να κηρύξω από πόρτα σε πόρτα όπως έκαναν αυτές, σκέφτηκα: ‘Ωχ, όχι, δεν είναι δυνατόν να περιμένουν από εμένα να κάνω κάτι τέτοιο! Εγώ είμαι τυφλή!’ Ποτέ προηγουμένως δεν είχα χρησιμοποιήσει την τύφλωσή μου για να ξεφύγω από οτιδήποτε, αλλά αυτή τη φορά σκέφτηκα: ‘Όχι εγώ. Δεν θα πάω στην υπηρεσία από πόρτα σε πόρτα’. Έτσι είπα: «Πώς θα διαβάζω εδάφια στις πόρτες;» Η Πένι απάντησε ήσυχα: «Μπορείς να απομνημονεύσεις εδάφια, έτσι δεν είναι;» Ήξερε ότι μπορούσα, επειδή με βοηθούσαν να απομνημονεύω δυο καινούρια εδάφια κάθε εβδομάδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγω από αυτές τις δυο!
Αφού είχα μελετήσει δυο χρόνια, το 1968 ήμουν αποφασισμένη να πάω στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Προσευχήθηκα προτού το πω στο σύζυγό μου. Ήξερα ότι θα αντιδρούσε βίαια, πράγμα που έκανε. Ούρλιαζε ότι θα προτιμούσε να με δει νεκρή παρά να γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά. Άρπαξε ένα μαχαίρι και το κόλλησε στο λαιμό μου. «Πες μου ότι δεν θα πας, και δεν θα σε σκοτώσω!» Προσευχήθηκα σιωπηλά στον Ιεχωβά: ‘Βοήθησέ με να παραμείνω πιστή ακόμη και αν χρειαστεί να πεθάνω’. Έμεινα έκπληκτη καθώς ένιωσα την εσωτερική γαλήνη που με κυρίεψε και σκέφτηκα: ‘Έτσι και αλλιώς, τι αξία έχει η ζωή χωρίς να υπηρετώ τον Ιεχωβά;’ Μου φάνηκε ότι πέρασε ένας αιώνας, αλλά τελικά πέταξε το μαχαίρι στο πάτωμα. «Δεν μπορώ να σε σκοτώσω», είπε στριγκλίζοντας. «Το θέλω, αλλά απλώς δεν μπορώ. Δεν ξέρω γιατί».
Στη διάρκεια της τελετής της Ανάμνησης, με κατέκλυσε ξανά το αίσθημα της ειρήνης και το αίσθημα ότι βρισκόμουν κοντά στον Ιεχωβά. Όταν γύρισα στο σπίτι, η πόρτα ήταν κλειδωμένη και τα πράγματά μου βρίσκονταν στην εξώπορτα. Πέρασα τη νύχτα με τους γονείς μου. Από τότε και έπειτα, οι απειλές με το μαχαίρι στο λαιμό μου συνεχίστηκαν, το ίδιο και τα ξυλοκοπήματα. Συχνά βρισκόμουν κλειδωμένη έξω από το σπίτι όταν επέστρεφα στο σπίτι από τις συναθροίσεις. Ο σύζυγός μου έλεγε: «Αν πρόκειται να υπηρετείς τον Ιεχωβά, ας φροντίσει αυτός για εσένα». Σταμάτησε να πληρώνει τους λογαριασμούς. Δεν είχαμε φαγητό, μας έκοψαν την παροχή φωταερίου και ηλεκτρικού ρεύματος, χάσαμε το σπίτι. Αλλά ο Ιεχωβά πάντοτε μας υποστήριζε, εμένα και τα παιδιά.
Τον Ιούλιο του 1969 διεξάχτηκε μια μεγάλη συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην πόλη της Νέας Υόρκης. Μια ώρα πριν επιβιβαστώ στο τρένο για να πάω εκεί, ο σύζυγός μου με στρίμωξε σε μια γωνία, με απείλησε όπως συνήθως και κόλλησε ξανά το μαχαίρι στο λαιμό μου. Αλλά τώρα πια το είχα συνηθίσει και δεν κλονιζόμουν ποτέ. Σε εκείνη τη συνέλευση, στις 11 Ιουλίου 1969, συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά. Μαζί με 3.000 ακόμη παρόντες, βαφτίστηκα στον ωκεανό.
Τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο, δαπανούσα 75 ώρες το μήνα, μολονότι ο σύζυγός μου μού απαγόρευε να πηγαίνω στην υπηρεσία. Ήξερα ότι ήταν εντολή του Χριστού Ιησού να κηρύττω, και έπρεπε να τον υπακούσω. (Ματθαίος 24:14· 28:19, 20) Ωστόσο, πάντοτε εργαζόμουν σκληρά στο σπίτι. Κρατούσα το σπίτι καθαρό. Ετοίμαζα τα γεύματά του στην ώρα τους. Τα βράδια των συναθροίσεων, έφτιαχνα τα αγαπημένα του φαγητά. Όταν επέστρεφα στο σπίτι, του ετοίμαζα εκλεκτά γλυκίσματα. Ακόμη και τότε, ήταν αρκετά γκρινιάρης. Αλλά είναι δύσκολο να συνεχίσει να σου φωνάζει κάποιος όταν του προσφέρεις το αγαπημένο του γλυκό!
Το 1975, με πρωτοβουλία του συζύγου μου μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Καλιφόρνια. Το Νοέμβριο του 1976 τερματίστηκε ο γάμος μας, έπειτα από 17 χρόνια. Ποτέ δεν θέλησα να πάρω διαζύγιο. Ποτέ δεν πίστεψα στο διαζύγιο. Στο εδάφιο Μαλαχίας 2:16, ΜΝΚ, ο Ιεχωβά είπε ότι ‘μισεί το διαζύγιο’. Έζησα μια συγκλονιστική εμπειρία. Τα παιδιά μου έμειναν με τον πατέρα τους στην Καλιφόρνια, πράγμα που επιδείνωσε τη θλίψη μου. Εγώ επέστρεψα στα ανατολικά, όπου είχα ζήσει προηγουμένως.
Οι γονείς μου, οι οποίοι μου είχαν προσφέρει μια τόσο θερμή και στοργική παιδική ηλικία, ζούσαν εκεί. (Αργότερα ο πατέρας μου πέθανε, αλλά η μητέρα μου ζει ακόμη, είναι πάνω από 80 χρονών και πιστή Μάρτυρας σχεδόν 40 χρόνια). Ωστόσο, έζησα μόνη μου και ο Ιεχωβά φρόντισε για όλες τις ανάγκες μου: σπίτια για να μένω, τροφή, ρούχα, χρήματα, εργασία όταν τη χρειαζόμουν και πολλούς στοργικούς φίλους οι οποίοι ήταν και εξακολουθούν να είναι πηγή μεγάλης ενθάρρυνσης. Μια παλιά μου φίλη, η Τζούντι Κόουλ, μολονότι τώρα ζει μακριά μου, μού τηλεφωνεί συχνά, μου διαβάζει άρθρα από τη Σκοπιά και με ενθαρρύνει. Αυτή είναι η καλύτερή μου φίλη—μετά τον Ιεχωβά βέβαια, η φιλία του οποίου θεωρώ ότι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από οποιαδήποτε άλλη σχέση που θα μπορούσα να έχω ποτέ!
Την 1η Οκτωβρίου 1986, στις 11 το βράδυ, η κόρη μου Λίντα τηλεφώνησε από το Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας. Μου είπε ότι ο γιος μου, ο Στίβεν, που ήταν τότε 23 χρονών, βρισκόταν στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης ενός νοσοκομείου και δεν είχε ελπίδες να ζήσει. Σε έναν ορεινό δρόμο με στροφές, χτύπησε με τη μοτοσικλέτα του πάνω σε κάποιο δέντρο, βούτηξε σε έναν γκρεμό 45 μέτρων και προσγειώθηκε στο φαράγγι που βρισκόταν κάτω. Μόνο ένα σπίτι υπήρχε εκεί κοντά. Ήταν δύο τα ξημερώματα, αλλά ο άνθρωπος που ζούσε εκεί έτυχε να μείνει ξύπνιος ως αργά και να διαβάζει. Αυτός άκουσε το θόρυβο, βγήκε έξω, είδε τι είχε συμβεί και αμέσως κάλεσε εκεί τις πρώτες βοήθειες.
Ο Στίβεν ήταν αναίσθητος, είχε σπάσει και τα δυο του πόδια, είχε υποστεί κάταγμα στην επιγονατίδα και μεγάλη διόγκωση του εγκεφάλου του. Όταν έφτασα εκεί, οι γιατροί μού είπαν ότι δεν πίστευαν πως θα ζούσε. Βρισκόταν σε κώμα μια εβδομάδα. Ήμουν εκεί όταν επανέκτησε τις αισθήσεις του. «Γεια σου μαμά», είπε. Ήταν τα πιο όμορφα λόγια που άκουσα ποτέ! Θα ζούσε! Η χαρά μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο Στίβεν βαφτίστηκε ως Μάρτυρας του Ιεχωβά ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1988.
Μια άλλη χαρά φωτίζει τώρα τη ζωή μου: η Εταιρία Σκοπιά έχει κάνει τόσο πολλά έντυπα διαθέσιμα στην Μπράιγ! Είναι ένα τόσο θαυμάσιο, θαυμάσιο δώρο για εμένα! Όταν γνώρισα την αλήθεια, δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα στην Μπράιγ. Όμως τώρα υπάρχουν τα βιβλία Μεγάλος Διδάσκαλος, Βιβλικές Ιστορίες, Οι Νεαροί Ρωτούν, και πρόσφατα το βιβλίο Ο Μεγαλύτερος Άνθρωπος που Έζησε Ποτέ.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω ότι όλες οι δοκιμασίες μου απλώς με έφεραν πιο κοντά στον Ιεχωβά. Όλες ενίσχυσαν πολύ την πίστη μου. Ποτέ δεν μου έλειψε πραγματικά η όραση, επειδή δεν τη γνώρισα ποτέ. Μπορούσα, φυσικά, να βλέπω μέχρι τα δυο μου χρόνια, αλλά δεν το θυμάμαι καθόλου. Ωστόσο, ένα από τα αγαπημένα μου εδάφια είναι ο Ψαλμός 145:16, ο οποίος λέει: ‘Ο Ιεχωβά ανοίγει την χείρα του και χορταίνει την επιθυμία παντός ζώντος’. Όλες οι επιθυμίες που δεν ικανοποιούνται τώρα θα ικανοποιηθούν στην υποσχεμένη Παραδεισένια γη του, όπου αυτός θα κάνει νέα όλα τα πράγματα. (Αποκάλυψις 21:3-5) Τότε θα μπορώ ακόμη και να βλέπω, όπως μου θύμιζε μια Μάρτυρας.
Η χαρά που τώρα γεμίζει την καρδιά μου είναι η προοπτική να εκπληρώνω για πάντα τη διακαή μου επιθυμία να υπηρετώ των Ιεχωβά!—Όπως το αφηγήθηκε η Κολέτ Νούνις.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 19]
«Αν επρόκειτο για το δικό μου παιδί, θα την άφηνα να πεθάνει»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 19]
«Είσαι πολύ κακιά», μου έλεγαν. «Ο Θεός δεν θα σε θέλει!»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Ο ιερέας κατηγορούσε τον Θεό για την τύφλωσή μου
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Άκουσα τυχαία το σύζυγό μου να κάνει σχέδια για ανταλλαγή συζύγων
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 21]
Άρπαξε ένα μαχαίρι και το κόλλησε στο λαιμό μου. «Πες μου ότι δεν θα πας, και δεν θα σε σκοτώσω!»
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Η Κολέτ με το σκυλί-οδηγό της
[Εικόνα στη σελίδα 18]
Η Κολέτ σε ηλικία 17 και 2 χρονών (όταν μπορούσε ακόμη να βλέπει)