-
ΜαλαισίαΒιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1993
-
-
«ΗΤΑΝ ένα πολύ ευχάριστο κυριακάτικο απόγευμα και το απαλό αεράκι που φυσούσε έκανε άνετη την ατμόσφαιρα παρά τη ζέστη, που είχε φτάσει τους 32 βαθμούς, και τη μεγάλη υγρασία. Βρισκόμασταν στο έτος 1938. Μόλις πρόσφατα είχα έρθει στη Μαλάγια από την Αυστραλία, και προσπαθούσα ακόμη να συνηθίσω το κήρυγμα στους Άγγλους και Αυστραλούς διαχειριστές που ζούσαν μέσα στις εντυπωσιακές επαύλεις τους ή στις μεγάλες φυτείες καουτσούκ.
»Η ομάδα μας αποτελούνταν από τρεις σκαπανείς, και η στρατηγική μας ήταν να πηγαίνω εγώ στο σπίτι του διαχειριστή ενώ οι δυο συνεργάτες μου γλιστρούσαν αθόρυβα προς τις καλύβες των Ινδών εργατών για να τους κηρύξουν. Πολλοί από αυτούς που ήταν διαχειριστές κτημάτων, βλέπετε, δυσανασχετούσαν όταν μιλούσαμε στους εργάτες τους, επειδή φοβούνταν πως κάθε είδους επιμόρφωση θα μπορούσε να γεννήσει μέσα τους δυσαρέσκεια.
»Σταματήσαμε με το αυτοκίνητο ακριβώς απέναντι από ένα ποταμάκι που φαινόταν από το σπίτι του διαχειριστή, και ο Κουρτ και ο Βίλι κατηφόρισαν αμέσως για τους εργάτες. Πέρασα το ποτάμι με ένα μικρό κανό που ήταν δεμένο εκεί και περπάτησα προς το σπίτι.
»Ο κύριος στόχος μου ήταν να μην τελειώσω πολύ γρήγορα, γιατί, αν επέστρεφα στο αυτοκίνητο και δεν απομακρυνόμουν σχετικά σύντομα, ο διαχειριστής θα υποπτευόταν ότι κάτι δεν πάει καλά.
»Μπόρεσα να φτάσω μόνο μέχρι τη βάση της σκάλας που οδηγούσε στο σπίτι. Ο διαχειριστής και η σύζυγός του έπαιρναν το απογευματινό τσάι τους στη βεράντα. Με παρακολουθούσε καθώς πλησίαζα κρατώντας ένα μεγάλο χαρτοφύλακα στο χέρι μου και κατόπιν, μόλις έβαλα το πόδι μου στο πρώτο σκαλοπάτι, φώναξε αγριεμένα: ‘Κοίτα! Πέρνα ξανά το ποτάμι και φύγε! Είναι Κυριακή απόγευμα. Πίνω τσάι με τη γυναίκα μου και δεν κάθομαι εδώ για να δέχομαι επισκέψεις για δουλειές’.
»‘Τώρα μάλιστα’, σκέφτηκα, ‘έμπλεξα πραγματικά’. Είχα όμως μια συστατική επιστολή στην τσάντα μου, που η Εταιρία μάς την είχε δώσει ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις, και έτσι είπα: ‘Ζητώ συγνώμη, αλλά έχω εδώ μια συστατική επιστολή για να διαβάσετε’.
»‘Δεν θέλω να τη διαβάσω’, απάντησε, ακόμη πιο αγριεμένα. ‘Και κατέβα από τη σκάλα!’
»Σιωπηλά, προσευχήθηκα για μια διέξοδο. Αποφάσισα επίσης να ‘ροκανίσω’ το χρόνο, και έτσι είπα γρήγορα: ‘Πρόκειται πράγματι για κάτι πολύ σημαντικό’. Και ταυτόχρονα, ανέβηκα και άλλο ένα σκαλοπάτι.
»Αυτό φαίνεται πως τον εξαγρίωσε, γιατί τώρα ξεφώνισε ωρυόμενος: ‘Είπα, κατέβα από τη σκάλα!’
»Εκείνη τη στιγμή, βλέπω έκπληκτος τη σύζυγό του να σηκώνεται ξαφνικά από το τραπέζι και να πηγαίνει πίσω από το σύζυγό της. Έβαλε τα δυο της χέρια γύρω του και, με το σαγόνι της να ακουμπάει στον ώμο του, μου είπε χαμηλόφωνα: ‘Δεν θα ανεβείτε για ένα τσάι;’
»Κοίταξε τη σύζυγό του, αποσβολωμένος. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Δεν ήξερα ούτε πού να κοιτάξω. Ακολούθησε σιωπή γεμάτη ένταση. Τελικά, ο διαχειριστής είπε με πολύ πιο σιγανή φωνή: ‘Εντάξει. Ανέβα για ένα τσάι, αλλά μην ανοίξεις αυτή την τσάντα!’
»Καθήσαμε λοιπόν και σερβιριστήκαμε ένα υπέροχο τσάι και γλυκά. Ο πάγος άρχισε να λιώνει, και έπειτα από λίγο συζητούσαμε σε φιλικό τόνο για ελαφρά, καθημερινά ζητήματα. Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ο διαχειριστής άρχισε να μιλάει για τις παγκόσμιες υποθέσεις, οπότε ζήτησε τη γνώμη μου για την άνοδο του Μουσολίνι στην Ιταλία, λέγοντας: ‘Αναρωτιέμαι τι ήταν ο Μουσολίνι προτού αναμειχτεί στην πολιτική και γίνει δικτάτορας στην Ιταλία. Ποιο ήταν το επάγγελμά του;’
»Τότε, είπα: ‘Νομίζω πως μπορώ να σας πω’, και αθόρυβα έπιασα μέσα από την τσάντα μου το βιβλίο Εχθροί. Διάβασα αυτό που αναφέρεται στη σελίδα 13, ότι ο Μουσολίνι ήταν χτίστης και πολιτικός δημαγωγός, ότι έγινε αρχηγός μιας πολιτικής συμμορίας και ηγήθηκε σε μια πορεία στη Ρώμη το 1922 και λίγο αργότερα έγινε πρωθυπουργός, στην ουσία ένας απόλυτος άρχοντας. Μετά έβαλα ξανά το βιβλίο στην τσάντα και την έκλεισα.
»Ήταν προφανές ότι ο διαχειριστής εντυπωσιάστηκε. Η σύζυγός του ρώτησε: ‘Τι είναι αυτό το βιβλίο από όπου διαβάσατε;’
»‘Α’, είπα. ‘Είναι ένα βιβλίο ποικίλης ύλης’.
»Αλλά η περιέργειά της είχε φουντώσει, και ρώτησε αν θα μπορούσε να του ρίξει μια ματιά. Φυσικά, εγώ θυμόμουν ότι ο σύζυγος μου είχε απαγορέψει να ανοίξω το χαρτοφύλακά μου, αλλά να που η σύζυγός του, με το χέρι απλωμένο, ζητούσε να δει το βιβλίο. Κοίταξα το διαχειριστή, και αυτός μάλλον δυσανασχετώντας κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του. Της έδωσα λοιπόν το βιβλίο.
»Σε λίγο είχαμε βγάλει πάνω στο τραπέζι όλα τα βιβλία και την Αγία Γραφή που είχα στην τσάντα μου. Τελικά, ήθελαν όλα τα έντυπα που είχα μαζί μου: εφτά βιβλία, μια καινούρια Αγία Γραφή και συνδρομή για τα περιοδικά Η Σκοπιά και Παρηγορία [τώρα Ξύπνα!].
»Έτσι, έπειτα από τρία τέταρτα μέσα σε κλίμα εγκαρδιότητας, ο οικοδεσπότης με συνόδεψε ως τη σκάλα, με χαιρέτησε δια χειραψίας και είπε: ‘Λυπάμαι που είχατε τέτοια υποδοχή, αλλά την προηγούμενη Κυριακή ήρθε κάποιος μέχρι εδώ προσπαθώντας να πουλήσει λάδι, ενώ εγώ και η σύζυγός μου καθόμασταν και πίναμε το απογευματινό μας τσάι, πράγμα που με ενόχλησε πολύ. Την πληρώσατε εσείς. Αλλά σας διαβεβαιώνω ότι, την επόμενη φορά που θα έρθει εδώ κάποιος από εσάς θα έχει καλύτερη υποδοχή από ό,τι εσείς’.
»Έτσι, όλα τέλειωσαν καλά. Στο μεταξύ, ο Κουρτ και ο Βίλι είχαν τελειώσει το κήρυγμα στις καλύβες των εργατών και ξαναπήραμε το δρόμο μας, ευφραινόμενοι που ο Ιεχωβά είχε ευλογήσει τις προσπάθειές μας εκείνο το απόγευμα».
Κάπως έτσι ήταν οι εμπειρίες που είχαν οι πρώτοι ιεραπόστολοι όπως ο Τεντ Σέγουελ, καθώς εργάζονταν σκληρά για να ξεκινήσουν το έργο κηρύγματος στη Μαλάγια, πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1930.a
-
-
ΜαλαισίαΒιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1993
-
-
a Βλέπε τη βιογραφία του αδελφού Σέγουελ στη Σκοπιά 1 Νοεμβρίου 1988.
-
-
ΜαλαισίαΒιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1993
-
-
[Εικόνα στη σελίδα 213]
Ο Τεντ Σέγουελ και η σύζυγός του, η Ίζαμπελ. Ο Τεντ βοήθησε στην εξάπλωση των καλών νέων στα τέλη της δεκαετίας του 1930
-