Ο Ιεχωβά Υπήρξε το Καταφύγιό μου και το Φρούριό μου
Όπως το αφηγήθηκε η Μάργκαρετ Γουέστ
ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ να κατοικείτε στο κάστρο όπου στέφθηκε η Βασίλισσα Άννα Σοφία της Δανίας, το έτος 1721. Αυτή η θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας της Δανίας, χτισμένη μέσα σε ωραία πάρκα, ήταν το σπίτι όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Τα πολυτελή δωμάτια, οι τεράστιες σκάλες, τα ταβάνια που ήταν ζωγραφισμένα από παλιούς Γάλλους τεχνίτες, μου φαίνονταν εκείνον τον καιρό σαν να είχαν βγει από ένα όνειρο.
Σε μικρή μόλις απόσταση από το κάστρο βρισκόταν ένα άλλο κτίριο, πολύ πιο λιτό, αλλά τα 30 χρόνια που πέρασα μέσα σ’ αυτό πλούτισαν τη ζωή μου πολύ περισσότερο. Ήταν το Μπέθελ της Δανίας, το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Δανία.
Αλλά πρώτα επιτρέψτε μου να σας πω, πώς κατέληξα να μένω στο Κάστρο του Φρέντερικσμπεργκ στην Κοπεγχάγη. Ο πατέρας μου, που ήταν συνταγματάρχης του στρατού της Δανίας, διηύθυνε τη στρατιωτική ακαδημία, το αρχηγείο της οποίας ήταν στο κάστρο. Αυτή η θέση έδινε σ’ αυτόν και στην οικογένειά του το δικαίωμα να μένουν σ’ εκείνο το προνομιούχο περιβάλλον. Για ένα μικρό κορίτσι, αυτή ήταν παραμυθένια ζωή, προστατευμένη από οποιαδήποτε βλάβη μέσα στα όρια αυτού του ωραίου σκηνικού. Νόμιζα ότι αυτές οι ευτυχισμένες, συναρπαστικές μέρες των παιδικών μου χρόνων δεν θα τέλειωναν ποτέ. Αλλά αυτό το όνειρο έγινε κομμάτια μια μέρα του 1921 που έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου.
Εμάς τα παιδιά μάς μάζεψαν στο υπνοδωμάτιο του πατέρα. Τον έβλεπα να είναι ξαπλωμένος εκεί, πολύ χλωμός, και να έχει και τα δυο του χέρια πάνω στο σεντόνι. Η μητέρα μάς αγκάλιασε. Ο γιατρός μας, που ήταν επίσης δίπλα στο κρεβάτι, φαινόταν πάρα πολύ σοβαρός. Η μητέρα είπε με σιγανή φωνή: «Ο πατέρας είναι νεκρός». Η πρώτη μου σκέψη ήταν: ‘Αδύνατον! Αυτός δεν έχει αρρωστήσει σχεδόν ποτέ’. Για ένα δεκάχρονο παιδί, αυτή ήταν μια συνταρακτική εμπειρία. Τότε δεν μπορούσα να αντιληφτώ πλήρως ότι αυτός ο τραγικός θάνατος θα με οδηγούσε στην κατανόηση του σκοπού της ζωής.
Ο θάνατος του πατέρα σήμανε μια τεράστια αλλαγή στη ζωή μας. Το κάστρο ήταν επίσημη κατοικία κι έτσι η μητέρα αναγκάστηκε να βρει άλλο μέρος για να μείνουμε. Ήταν μια δύσκολη εποχή και, για να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την τραγωδία, η μητέρα έκανε κάτι που ξάφνιασε την οικογένειά μας και τους φίλους μας. Μας πήρε όλους από το σχολείο και ξεκινήσαμε μια περιοδεία στην Ευρώπη, που κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο.
Η Έρευνα Ανταμείβεται
Ωστόσο, όταν γυρίσαμε στη Δανία, ο θάνατος του πατέρα εξακολουθούσε να μας επηρεάζει και η μητέρα αναρωτιόταν ξανά και ξανά, Γιατί; Γιατί; Γιατί; Για να βρει μια απάντηση, άρχισε να ερευνάει τις φιλοσοφίες της Ανατολής, αλλά αυτές δεν ικανοποίησαν τη λογική της διάνοια. Τότε αποφάσισε να στραφεί στην Αγία Γραφή, κάνοντας τη σκέψη ότι αυτή μπορεί να περιείχε μερικές απαντήσεις. Καθώς πήγαινε να κατεβάσει την Αγία Γραφή από το ράφι της βιβλιοθήκης, παρατήρησε ένα κόκκινο βιβλίο που βρισκόταν εκεί δίπλα, ένα βιβλίο που δεν είχε δει ποτέ προηγουμένως. Λεγόταν Το Σχέδιον των Αιώνων. Ο αδελφός μου το είχε μόλις αγοράσει από ένα Σπουδαστή των Γραφών που μας είχε επισκεφτεί.
Η μητέρα άρχισε να διαβάζει το βιβλίο και γρήγορα πείστηκε ότι είχε ανακαλύψει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις της. Εκείνη την εποχή, εγώ ήμουν στη Γαλλία όπου και πήγαινα σχολείο, αλλά όταν γύρισα σπίτι για τις διακοπές, η μητέρα μού μίλησε με ενθουσιασμό για το θησαυρό που είχε βρει πρόσφατα. Μου μίλησε για τη Βασιλεία του Θεού—μια Βασιλεία που θα κυβερνούσε όλη τη γη και θα έβαζε τέλος σε όλους τους πολέμους, μια Βασιλεία που θα έφερνε ανείπωτες ευλογίες στο ανθρώπινο γένος, ανάμεσα στις οποίες θα ήταν και η ανάσταση των νεκρών. Αυτό ήταν υπέροχο. Επιτέλους είχαμε βρει ένα καταφύγιο από την αμφιβολία και την αβεβαιότητα.
Όταν πήγα να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ, προσευχήθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Δεν ήμασταν ποτέ θρησκευόμενη οικογένεια, αλλά στο σχολείο μάς είχαν μάθει το Πάτερ Ημών. Έτσι άρχισα διστακτικά να απαγγέλλω αυτή την προσευχή. Όταν έφτασα στις λέξεις, «Ελθέτω η Βασιλεία σου . . . », η καρδιά μου σκίρτησε από χαρά. Επιτέλους καταλάβαινα τι ζητούσα! Έχουν περάσει εξήντα χρόνια από τότε, αλλά θυμάμαι ακόμη καθαρά την απερίγραπτη χαρά που ένιωσα εκείνη τη νύχτα.
Αφού τέλειωσα το σχολείο μου στη Γαλλία, πήγα στην Αγγλία για να μείνω ένα χρόνο και να εξασκήσω τα αγγλικά μου. Η μητέρα επέμενε: «Το κορίτσι πρέπει να μαθαίνει γλώσσες, το αγόρι μαθηματικά». Τελικά έμαθα πέντε γλώσσες, που έχουν όλες αποδειχτεί ανεκτίμητες, και στα μετέπειτα χρόνια ευχαριστούσα συχνά τη μητέρα που μου έδωσε αυτή την ευκαιρία.
Όταν έφτασα στην Αγγλία, ανακάλυψα ότι η μητέρα είχε βάλει στη βαλίτσα μου το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού. Το μελέτησα προσεκτικά και άρχισα να δίνω μαρτυρία σχετικά μ’ αυτά που είχα μάθει στην οικογένεια των Άγγλων με την οποία έμενα. Κάποια φορά επισκέφτηκε το σπίτι μια συγγενής της οικογένειας κι έτσι έδωσα μαρτυρία και σ’ αυτήν. (Γινόμουν όλο και πιο ικανή στο ‘παίξιμο των δέκα χορδών’ αυτής της «κιθάρας».) Επειδή αυτή η κυρία ήθελε ένα δικό της βιβλίο έγραψα στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Λονδίνο κι εκείνοι με παρέπεμψαν στους ντόπιους αδελφούς.
Έτσι άρχισα να συναναστρέφομαι μ’ αυτόν το μικρό όμιλο στο Γουίκφορντ του Έσεξ, ο οποίος συναθροιζόταν στο σπίτι ενός από τους Σπουδαστές της Γραφής. Σε μια συνάθροιση ανακοινώθηκε ότι την επόμενη Κυριακή θα πηγαίναμε «εκδρομή» και προσκάλεσαν κι εμένα. Περίμενα με ανυπομονησία αυτή την ενδιαφέρουσα εξόρμηση στην τοπική ύπαιθρο, αλλά όταν έφτασα, έγινε μια προσευχή, μου έδωσαν μερικά έντυπα και μ’ έστειλαν να κηρύξω μαζί με μια ηλικιωμένη αδελφή!
Όταν επέστρεψα στη Δανία συνέχισα να συναναστρέφομαι με τους Σπουδαστές της Γραφής και βαφτίστηκα το 1929. Η συνέλευση που έγινε στην Κοπεγχάγη το 1931 ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Σ’ εκείνη τη συνέλευση πήραμε το όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά. Για να ειδοποιηθούν οι κυβερνήτες σχετικά μ’ αυτό το γεγονός, η ομιλία του αδελφού Ρόδερφορντ και η μετέπειτα απόφαση που υιοθετήσαμε στη συνέλευση δημοσιεύτηκαν στο βιβλιάριο Η Βασιλεία, Η Ελπίς του Κόσμου. Έπρεπε να δώσουμε αυτό το βιβλιάριο προσωπικά σε όλα τα διαπρεπή άτομα της κοινότητας, στα οποία περιλαμβάνονταν δικαστές, μέλη της κυβέρνησης, γνωστοί επιχειρηματίες, καθώς και όλοι οι κληρικοί.
Η Μικρή Κυρία και ο Επίσκοπος
Ο βασιλιάς της Δανίας πήρε ένα αντίτυπο στη διάρκεια μιας ακρόασης που παραχωρήθηκε στον επίσκοπο τμήματος. Σ’ εμένα έδωσαν μια μεγάλη ποσότητα από βιβλιάρια μαζί με τους φακέλους που είχαν τα ονόματα και τις διευθύνσεις των ανθρώπων που έπρεπε να επισκεφτώ σ’ αυτή την εκστρατεία. Το πρώτο όνομα στον κατάλογο πραγματικά με συγκλόνισε. Ήταν ένας διαπρεπής Λουθηρανός επίσκοπος, γνωστός για την εναντίωσή του στους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ο επίσκοπος έμενε σε μια αριστοκρατική συνοικία της Κοπεγχάγης και όταν χτύπησα το κουδούνι πρέπει να ομολογήσω ότι αισθανόμουν ακόμη μικρότερη από το μικροσκοπικό ύψος μου—είχα ύψος 1,5 μέτρο. Μια υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα, με κοίταξε καχύποπτα από πάνω ως κάτω και με ρώτησε: «Τι θέλετε παρακαλώ;» «Παρακαλώ, θέλω να μιλήσω στον επίσκοπο», απάντησα σταθερά. Η μητέρα μού είχε δανείσει για την περίσταση ένα κομψό παλτό από αστραχάν και ίσως να ήταν αυτό που έπεισε την υπηρέτρια ότι το αίτημά μου έπρεπε να ικανοποιηθεί, επειδή ύστερα από μια μεγάλη παύση που έμοιαζε με αιωνιότητα, εκείνη είπε: «Ένα λεπτό». Επέστρεψε γρήγορα και με οδήγησε σ’ ένα μακρύ διάδρομο, άνοιξε την πόρτα κι εκεί, πίσω από ένα τεράστιο γραφείο, καθόταν ο επίσκοπος. Ήταν ένας ψηλός, ρωμαλέος άντρας. Σήκωσε τα μάτια του και μου χαμογέλασε καλόκαρδα.
Θύμισα στον εαυτό μου ότι Εκείνος που ήταν πίσω μου ήταν μεγαλύτερος από εκείνον που ήταν μπροστά μου, του εξήγησα το σκοπό της επίσκεψής μου και του έδωσα το φάκελο. Τον πήρε και τον πέταξε πάνω στο γραφείο σαν να τον πέταγε στη φωτιά. Πήδησε από την καρέκλα του, με άρπαξε από το χέρι και με οδήγησε με γρήγορο βήμα, μέσα από τον ατέλειωτο διάδρομο, στην εξώπορτα. Η πόρτα βρόντηξε πίσω μου, καθώς έκλεινε, αλλά εγώ χαμογελούσα μόνη μου. Το βιβλιάριο ήταν πάνω στο γραφείο του· η δουλειά μου είχε γίνει.
Το 1933 άρχισα να κάνω σκαπανικό αφού πίστευα ότι αυτός ήταν ένας ιδανικός τρόπος να υπηρετώ τον Ιεχωβά πληρέστερα. Ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκα τον αδελφό Άλμπερτ Γουέστ, έναν Άγγλο αδελφό που είχε διοριστεί στη Δανία πριν από λίγα χρόνια. Μαζί υπηρετήσαμε στο Μπέθελ της Δανίας 30 χρόνια.
Η Ναζιστική Κατοχή
Η 9η Απριλίου 1940 είναι μια μέρα που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ξύπνησα στις έξι η ώρα από το συνεχές βουητό αεροπλάνων που ακούγονταν σαν να πέταγαν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Τι συνέβαινε; Η Δανία ήταν ουδέτερη χώρα. Έξω οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν στους δρόμους, οι φήμες οργίαζαν, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. Μετά, το ραδιόφωνο ανακοίνωσε: «Η Δανία καταλήφθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις».
Ένα άμεσο πρόβλημα ήταν τι θα κάναμε όλα τα έντυπα που είχαμε αποθηκεύσει στο κτίριο. Οι αδελφοί στην Κοπεγχάγη έδειξαν θαυμάσια προνοητικότητα και σύνεση. Σε σύντομο χρονικό διάστημα τα βιβλία είχαν μοιραστεί στους ντόπιους αδελφούς και τα αρχεία του τμήματος τα φύλαγε με ασφάλεια μια άγρυπνη ηλικιωμένη αδελφή, που τα κράτησε κάτω από το κρεβάτι της σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Ένα άλλο πρόβλημα ήταν τι θα κάναμε 350.000 βιβλιάρια που είχαν μόλις φτάσει. Αποφασίστηκε να τα μοιράσουμε αμέσως. Ποτέ δεν θα πίστευα ότι μπορεί κανείς να ανέβει τόσες πολλές σκάλες μέσα σε δυο μέρες. Όλα αυτά έγιναν χωρίς να κινήσουμε τις υποψίες των Γερμανών στρατιωτών που περιπολούσαν στους δρόμους. Όταν περνούσαν δίπλα μας, εμείς προσπαθούσαμε να δώσουμε την εντύπωση ότι κοιτάγαμε τις βιτρίνες. Όλοι οι αδελφοί, νέοι και ηλικιωμένοι, πήραν μέρος σ’ αυτή την αστραπιαία διανομή και μετά από 48 ώρες αιφνιδιαστικής εκστρατείας, όλα τα βιβλιάρια βρίσκονταν στα χέρια του κοινού.
Με την εισβολή, διακόπηκε κάθε επικοινωνία με τα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν, αλλά η παροχή πνευματικής τροφής δεν σταμάτησε εντελώς. Υπήρχαν ένας-δυο αδελφοί που εργάζονταν στη διπλωματική υπηρεσία και οι αποσκευές τους δεν ελέγχονταν. Επειδή έκαναν τακτικά ταξίδια στη Σουηδία, κατάφερναν να μας φέρνουν τη Σκοπιά στα σουηδικά. Ήξερα μερικά σουηδικά κι έτσι μου ανατέθηκε να μεταφράζω το κάθε τεύχος στα δανικά. Ήταν μια τρομακτική πρόκληση, αλλά εργάστηκα σκληρά για να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, παίρναμε τακτικά τη Σκοπιά όσο καιρό κράτησε ο πόλεμος.
Στην πραγματικότητα, καταφέρναμε ακόμη και να στέλνουμε μερικά αντίτυπα στη δανική γλώσσα στους αδελφούς στη Νορβηγία. Η Δανία έστελνε στη Νορβηγία καρτέλες με αβγά που προορίζονταν για τους αξιωματούχους των Ναζί. Εμείς καταφέρναμε να τυλίγουμε τα αβγά σε σελίδες της Σκοπιάς στη δανική γλώσσα, τις οποίες οι Νορβηγοί αδελφοί ξετύλιγαν προσεχτικά πριν παραδοθούν τα αβγά στους Γερμανούς.
Μια Ασυνήθιστη Συνάντηση
Στη διάρκεια του πολέμου, ο αδελφός Ένεροθ, που ήταν ο υπηρέτης τμήματος στη Σουηδία, πήρε την άδεια να επισκεφτεί τη Δανία και ο Άλμπερτ πήγε να τον συναντήσει στο φεριμπότ. Όταν ο αδελφός Ένεροθ κατέβηκε στην αποβάθρα, εμφανίστηκαν δυο Γερμανοί αξιωματικοί, που ζήτησαν από τον Άλμπερτ και τον αδελφό Ένεροθ να τους ακολουθήσουν.
Τους πήγαν στο Ξενοδοχείο Κοσμοπολάιτ, ένα από τα επιτελεία του γερμανικού στρατού, και τους συνόδεψαν σ’ ένα γραφείο στο δεύτερο όροφο, όπου τους περίμενε ένας Γερμανός με πολιτικά. Μιλώντας τους σε άπταιστα αγγλικά, αυτός τους είπε: «Όπως ξέρετε πολύ καλά, έχουμε πόλεμο. Είμαι επιχειρηματίας από το Αμβούργο και με έχουν διορίσει εδώ ως λογοκριτή. Λογοκρίνω όλη την αλληλογραφία της Βιβλικής Εταιρίας Σκοπιά [μεταξύ της Δανίας και της Σουηδίας]. Αυτό είναι κάτι που κάνω παρά τη θέλησή μου, αλλά δεν έχω άλλη εκλογή. Επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ για την αλληλογραφία σας, που είναι έντιμη και με αναζωογονεί όταν τη διαβάζω. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι απάτες ανακαλύπτω στις επιστολές μερικών εταιριών».
Κατόπιν έκανε μια ερώτηση στους αδελφούς. «Τι είναι η επανεπίσκεψη;» Ο Άλμπερτ έκανε μια μικρή επίδειξη μιας επανεπίσκεψης, χρησιμοποιώντας τον αδελφό Ένεροθ ως οικοδεσπότη. Ο αξιωματικός έκλεισε τη συνομιλία λέγοντας: «Σας ευχαριστώ, κύριοι, αυτό μόνο ήθελα να μάθω». Ίσως αυτός να ήταν ο τρόπος του για να προειδοποιήσει τους αδελφούς να προσέχουν τι γράφουν στις επιστολές τους.
Μια Πρόσκληση στη Γαλαάδ
Στα τέλη του 1945, δεχτήκαμε με χαρά την επίσκεψη των αδελφών Νορ και Χένσελ. Στη διάρκεια αυτής της επίσκεψης ο Άλμπερτ κι εγώ πήραμε μια πρόσκληση για τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς και παρακολουθήσαμε την 11η τάξη αυτής της ιεραποστολικής σχολής το 1948. Ύστερα από την εκπαίδευσή μας στη Γαλαάδ, υπηρέτησα, μαζί με τον άντρα μου που διορίστηκε στο έργο περιοχής επί έξι μήνες, στο Μέριλαντ της Βιρτζίνια και στην Ουάσινγκτον, D.C. κι έπειτα επιστρέψαμε στη Δανία.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Άλμπερτ αρρώστησε και τελικά η διάγνωση έδειξε ότι έπασχε από καρκίνο. Τον περιποιούμουν επί δέκα χρόνια, ενώ παράλληλα έκανα ό,τι μπορούσα ως μεταφράστρια, ώσπου πέθανε το 1963. Τον επόμενο χρόνο χρειάστηκε να αντιμετωπίσω μια άλλη ευθύνη. Η μητέρα μου ήταν τώρα 88 ετών και χρειαζόταν κάποιον να τη φροντίζει. Έτσι, δυστυχώς, αναγκάστηκα ν’ αφήσω την ολοχρόνια υπηρεσία. Η μητέρα έζησε μέχρι τα 101 της χρόνια και παρέμεινε πιστή μέχρι το τέλος.
Παραμένω Πολυάσχολη
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της μητέρας μου, περνούσαμε τους χειμερινούς μήνες στην Ισπανία. Έτσι, όταν εκείνη πέθανε, αποφάσισα να μείνω εκεί. Είχα μάθει ισπανικά κι αισθανόμουν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα υπηρετούσα σ’ έναν ξένο αγρό. Μολονότι δεν μπορώ να κάνω όσα θα ήθελα, εξαιτίας της ηλικίας μου και άλλων υποχρεώσεων, καταφέρνω ακόμη να κάνω βοηθητικό σκαπανικό σε τακτική βάση.
Πέρασα πάνω από 20 χρόνια της ζωής μου φροντίζοντας έναν άρρωστο σύζυγο και μια ηλικιωμένη μητέρα. Ωστόσο, ποτέ δεν το θεώρησα αυτό φορτίο. Πίστευα πάντοτε ότι και οι δυο τους άξιζαν τέτοια φροντίδα και κατανόηση, και ό,τι έκανα το θεωρούσα ως μέρος της υπηρεσίας μου στον Ιεχωβά, ο οποίος πάντοτε με βοηθούσε να αντιμετωπίζω τη λύπη και τις δοκιμασίες που πρέπει κανείς να υπομένει κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Τώρα ζω σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, εντελώς διαφορετικό από το εντυπωσιακό κάστρο όπου γεννήθηκα. Αλλά τα κτίρια δεν μπορούν ποτέ να δώσουν ασφάλεια, όπως ανακάλυψα νωρίς στη ζωή. Απ’ την άλλη μεριά, ανακάλυψα πράγματι ένα μεγαλύτερο καταφύγιο και φρούριο, που δεν με πρόδωσε ποτέ. Μπορώ στ’ αλήθεια να πω, όπως είπε και ο ψαλμωδός: «Συ είσαι καταφυγή μου και φρούριόν μου· Θεός μου· επ’ αυτόν θέλω ελπίζει».—Ψαλμός 91:2.