Κολεγιακοί—Η Μελέτη της Αγίας Γραφής τους Έκανε Διαφορετικούς
Έχετε ακούσει για τους κολεγιακούς;
Αυτή η ολιγάριθμη ολλανδική θρησκευτική ομάδα του 17ου αιώνα ήταν διαφορετική από τις παραδοσιακές εκκλησίες εκείνης της εποχής. Πώς συνέβαινε αυτό, και τι μπορούμε να μάθουμε από τους κολεγιακούς; Για να απαντήσουμε, ας ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο.
ΤΟ 1587, ο Ιάκωβος Αρμίνιος (ή Γιάκομπ Χάρμενσεν) έφτασε στην πόλη του Άμστερνταμ. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να βρει εργασία, επειδή το βιογραφικό του σημείωμα ήταν εντυπωσιακό. Σε ηλικία 21 ετών, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Λέιντεν στην Ολλανδία. Έπειτα, έμεινε έξι χρόνια στην Ελβετία, όπου σπούδασε θεολογία κοντά στον Θεόδωρο Βέζα, το διάδοχο του Προτεστάντη Μεταρρυθμιστή Ιωάννη Καλβίνου. Δεν ήταν καθόλου παράξενο το ότι οι Προτεστάντες του Άμστερνταμ διόρισαν μετά χαράς τον 27χρονο Αρμίνιο ως έναν από τους πάστορές τους! Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, πολλά από τα μέλη της εκκλησίας μετάνιωσαν για αυτή την επιλογή τους. Γιατί;
Το Ζήτημα του Προκαθορισμού
Λίγο καιρό αφότου ο Αρμίνιος ανέβηκε στον άμβωνα, δημιουργήθηκε ένταση ανάμεσα στους Προτεστάντες του Άμστερνταμ σχετικά με το δόγμα του προκαθορισμού. Αυτό το δόγμα ήταν η ουσία του Καλβινισμού, αλλά μερικά από τα μέλη της εκκλησίας πίστευαν ότι ένας Θεός που είχε προκαθορίσει για μερικούς τη σωτηρία και για άλλους την καταδίκη ήταν σκληρός και άδικος. Οι Καλβινιστές περίμεναν ότι ο Αρμίνιος, ως μαθητής του Βέζα που ήταν, θα διόρθωνε τους διαφωνούντες. Αντίθετα, όμως, ο Αρμίνιος συμπαρατάχθηκε μαζί τους, πράγμα που αναστάτωσε τους Καλβινιστές. Ως το 1593, η διένεξη είχε γίνει τόσο έντονη ώστε οι Προτεστάντες της πόλης είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες—σε εκείνους που υποστήριζαν το δόγμα και σε εκείνους που το απέρριπταν, τους συντηρητικούς.
Μέσα σε λίγα χρόνια, αυτή η τοπική διένεξη μετατράπηκε σε Προτεσταντικό σχίσμα πανεθνικών διαστάσεων. Τελικά, το Νοέμβριο του 1618, είχε φτάσει η στιγμή για την τελική αναμέτρηση. Οι Καλβινιστές, έχοντας την υποστήριξη του στρατού και της κοινής γνώμης, κάλεσαν τους διαφωνούντες (οι οποίοι τότε ονομάζονταν Παραινετικοίa) σε ένα εθνικό συμβούλιο, την Προτεσταντική Σύνοδο της Δορδρέχτης. Στο τέλος της συνάντησης, όλοι οι Παραινετικοί διάκονοι αντιμετώπισαν μια επιλογή: Ή να υπογράψουν μια βεβαίωση ότι δεν θα κήρυτταν ποτέ ξανά ή να φύγουν από τη χώρα. Οι περισσότεροι προτίμησαν την εξορία. Αυστηροί Καλβινιστές κατέλαβαν τους άμβωνες που είχαν αφήσει κενούς οι Παραινετικοί διάκονοι. Ο Καλβινισμός είχε θριαμβεύσει—ή, τουλάχιστον, αυτό έλπιζε η σύνοδος.
Η Γέννηση και η Ανάπτυξη των Κολεγιακών
Όπως συνέβη και αλλού, η εκκλησία των Παραινετικών στο χωριό Βάρμοντ, κοντά στο Λέιντεν, έχασε τον πάστορά της. Αντίθετα, όμως, με ό,τι συνέβη αλλού, η εκκλησία δεν δέχτηκε τον αντικαταστάτη που είχε εγκρίνει η σύνοδος. Επιπλέον, όταν κάποιος Παραινετικός διάκονος ριψοκινδύνεψε για να επιστρέψει στο Βάρμοντ το 1620 προκειμένου να φροντίσει για την εκκλησία, μερικά από τα μέλη της απέρριψαν και εκείνον. Αυτά τα μέλη είχαν αρχίσει να διεξάγουν τις θρησκευτικές τους συναθροίσεις κρυφά, χωρίς τη βοήθεια κάποιου κληρικού. Αργότερα, αυτές οι συναθροίσεις ονομάστηκαν κολέγια και όσοι τις παρακολουθούσαν Κολεγιακοί.
Αν και οι Κολεγιακοί ήρθαν σε ύπαρξη λόγω των περιστάσεων μάλλον παρά λόγω κάποιων θρησκευτικών αρχών, σύντομα η κατάσταση άλλαξε. Ένα μέλος εκείνης της εκκλησίας, ο Χέισμπερτ φαν ντερ Κόντε, υποστήριξε ότι, με το να συναθροίζεται η ομάδα χωρίς την επίβλεψη κάποιου κληρικού, εναρμονιζόταν περισσότερο με την Αγία Γραφή και με τις συνήθειες των πρώτων Χριστιανών από ό,τι οι παραδοσιακές εκκλησίες. Η τάξη του κλήρου, έλεγε, είχε επινοηθεί μετά το θάνατο των αποστόλων προκειμένου να δημιουργηθούν εργασίες για εκείνους που δεν ήθελαν να μάθουν κάποιο επάγγελμα.
Το 1621, ο Φαν ντερ Κόντε και οι ομοϊδεάτες του μετέφεραν τις συναθροίσεις τους στο γειτονικό χωριό Ρέινσμπερχ.b Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο θρησκευτικός διωγμός είχε δώσει τη θέση του στη διαλλακτικότητα, η φήμη των συναθροίσεων των Κολεγιακών εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα προσελκύοντας «πουλιά με διαφορετικό φτέρωμα», όπως είπε ο ιστορικός Σίχφριντ Ζίλφερμπερχ. Υπήρχαν Παραινετικοί, Μενονίτες, Σοκινιανοί, ακόμη και θεολόγοι. Μερικοί ήταν αγρότες. Άλλοι ήταν ποιητές, τυπογράφοι, γιατροί και τεχνίτες. Ο φιλόσοφος Σπινόζα (Μπενεντίκτους ντε Σπινόζα) και ο παιδαγωγός Ιωάννης Αμώς Κομένιος (ή αλλιώς Γιαν Κομένσκι), καθώς και ο διάσημος ζωγράφος Ρέμπραντ φαν Ρέιν, ήταν φιλικά διακείμενοι προς το κίνημα. Οι διαφορετικές ιδέες που έφεραν μαζί τους αυτοί οι ευλαβείς άνθρωποι επηρέασαν τη διαμόρφωση των πεποιθήσεων των Κολεγιακών.
Μετά το 1640 αυτή η δυναμική ομάδα αναπτύχθηκε ραγδαία. Κολέγια εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο στο Ρότερνταμ, στο Άμστερνταμ, στο Λέιβαρντεν και σε άλλες πόλεις. Ο καθηγητής της ιστορίας Άντριου Σ. Φιξ παρατηρεί ότι, μεταξύ των ετών 1650 και 1700, «οι Κολεγιακοί . . . εξελίχθηκαν σε μια από τις πιο σημαντικές και ισχυρές θρησκευτικές δυνάμεις της Ολλανδίας του δέκατου έβδομου αιώνα».
Οι Πεποιθήσεις των Κολεγιακών
Εφόσον η λογική, η διαλλακτικότητα και ο ελεύθερος λόγος ήταν το σήμα κατατεθέν του κινήματος των Κολεγιακών, όσοι ανήκαν σε αυτό ήταν ελεύθεροι να έχουν ο καθένας τα δικά του πιστεύω. Ωστόσο, συνδέονταν με ορισμένες κοινές πεποιθήσεις. Λόγου χάρη, όλοι οι Κολεγιακοί εκτιμούσαν τη σπουδαιότητα της προσωπικής μελέτης της Αγίας Γραφής. Κάθε μέλος, έγραψε ένας Κολεγιακός, έπρεπε «να ερευνά μόνο του και να μη μαθαίνει για τον Θεό μέσω κάποιου άλλου». Αυτό και έκαναν. Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό του 19ου αιώνα Γιάκομπους Σ. φαν Σλίε, οι Κολεγιακοί είχαν περισσότερη Βιβλική γνώση από ό,τι οι υπόλοιπες θρησκευτικές ομάδες εκείνης της εποχής. Ακόμη και οι ενάντιοι επαινούσαν τους Κολεγιακούς για την ικανότητα που είχαν να χρησιμοποιούν επιδέξια την Αγία Γραφή.
Εντούτοις, όσο περισσότερο μελετούσαν οι Κολεγιακοί την Αγία Γραφή, τόσο περισσότερο διαμόρφωναν πεποιθήσεις που διέφεραν από εκείνες τις οποίες διακρατούσαν οι παραδοσιακές εκκλησίες. Πηγές που χρονολογούνται από το 17ο ως τον 20ό αιώνα περιγράφουν μερικές από τις πεποιθήσεις τους:
Η Πρώτη Εκκλησία. Ο Κολεγιακός και θεολόγος Άνταμ Μπορίελ έγραψε το 1644 πως όταν η πρώτη εκκλησία αναμείχθηκε στην πολιτική, τον καιρό του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, παρέβη τη διαθήκη της με τον Χριστό και έχασε την επιρροή του αγίου πνεύματος. Πρόσθεσε ότι, εξαιτίας αυτού, οι ψεύτικες διδασκαλίες πολλαπλασιάστηκαν και συνεχίστηκαν μέχρι τις ημέρες του.
Η Μεταρρύθμιση. Η Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, της οποίας ηγήθηκε ο Λούθηρος, ο Καλβίνος και άλλοι, δεν αναμόρφωσε σε ικανοποιητικό βαθμό την εκκλησία. Αντίθετα, σύμφωνα με έναν κορυφαίο Κολεγιακό και γιατρό, τον Χαλένους Άμπραχαμς (1622-1706), η Μεταρρύθμιση επιδείνωσε τη θρησκευτική κατάσταση προξενώντας φιλονικίες και μίση. Η αληθινή αναμόρφωση θα έπρεπε να αλλάξει την καρδιά, πράγμα που απέτυχε να κάνει η Μεταρρύθμιση.
Η Εκκλησία και ο Κλήρος. Οι παραδοσιακές εκκλησίες είναι διεφθαρμένες και κοσμικές, στερούνται θεϊκής εξουσίας. Το καλύτερο που έχει να κάνει όποιος παίρνει τη θρησκεία στα σοβαρά είναι να εγκαταλείψει την εκκλησία στην οποία ανήκει ώστε να μη γίνει συνεργός στις αμαρτίες της. Το αξίωμα του κληρικού, έλεγαν οι Κολεγιακοί, έρχεται σε αντίθεση με τις Γραφές και «επιφέρει βλάβη στην πνευματική ευημερία της Χριστιανικής εκκλησίας».
Βασιλεία και Παράδεισος. Ένας από τους ιδρυτές του κολεγίου του Άμστερνταμ, ο Ντάνιελ ντε Μπρίεν (1594-1664), έγραψε ότι η Βασιλεία του Χριστού δεν ήταν μια πνευματική βασιλεία που έδρευε μέσα στην καρδιά κάποιου. Ο δάσκαλος Γιάκομπ Όστενς, ένας Κολεγιακός από το Ρότερνταμ, είπε ότι «οι πατριάρχες απέβλεπαν στις επίγειες υποσχέσεις». Παρόμοια, οι Κολεγιακοί περίμεναν τον καιρό κατά τον οποίο η γη θα μεταμορφωνόταν σε παράδεισο.
Τριάδα. Μερικοί κορυφαίοι Κολεγιακοί, επηρεασμένοι από τις πεποιθήσεις των Σοκινιανών, απέρριψαν την Τριάδα.c Λόγου χάρη, ο Ντάνιελ Ζβίκερ (1621-1678) έγραψε ότι οποιοδήποτε δόγμα αντέβαινε στη λογική, λόγου χάρη η Τριάδα, ήταν «ανυπόστατο και ψευδές». Το 1694 εκδόθηκε μια μετάφραση της Αγίας Γραφής η οποία είχε γίνει από τον Κολεγιακό Ρέινιερ Ρουλίου. Το τελευταίο μέρος του εδαφίου Ιωάννης 1:1 το απέδιδε ως εξής: «Και ο λόγος ήταν ένας θεός» αντί της παραδοσιακής απόδοσης: «Και ο λόγος ήταν ο Θεός».d
Εβδομαδιαίες Συναθροίσεις
Μολονότι οι Κολεγιακοί δεν βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία ως προς τις πεποιθήσεις, τα κολέγιά τους στις διάφορες πόλεις λειτουργούσαν με παραπλήσιο τρόπο. Ο ιστορικός Φαν Σλίε αναφέρει ότι, στα αρχικά βήματα του κινήματος των Κολεγιακών, δεν γινόταν σχεδόν καμία προετοιμασία για τις συναθροίσεις. Οι Κολεγιακοί πίστευαν πως, με βάση τα λόγια του αποστόλου Παύλου σχετικά με το ότι οι Χριστιανοί έπρεπε να “προφητεύουν”, όλα τα άρρενα μέλη μπορούσαν να μιλούν στο κολέγιο από το βήμα ελεύθερα. (1 Κορινθίους 14:1, 3, 26) Ως αποτέλεσμα, οι συναθροίσεις συχνά διαρκούσαν μέχρι αργά τη νύχτα και μερικοί στο ακροατήριο έπεφταν «σε βαθύ ύπνο».
Αργότερα, οι συναθροίσεις έγιναν πιο οργανωμένες. Οι Κολεγιακοί συναθροίζονταν όχι μόνο Κυριακές αλλά και καθημερινές, σε βραδινές ώρες. Για να μπορεί να προετοιμάζεται ο ομιλητής και η εκκλησία για όλες τις συναθροίσεις του έτους, υπήρχε ένα τυπωμένο πρόγραμμα που περιείχε τα Γραφικά εδάφια τα οποία επρόκειτο να εξεταστούν καθώς και τα αρχικά των ομιλητών. Έπειτα από την έναρξη της συνάθροισης με ύμνο και προσευχή, ο ομιλητής εξηγούσε τα Γραφικά εδάφια. Όταν τελείωνε, ζητούσε από τους άντρες να εκφράσουν την άποψή τους για το θέμα που μόλις είχε εξεταστεί. Κατόπιν ένας δεύτερος ομιλητής έδειχνε την εφαρμογή των ίδιων εδαφίων. Η συνάθροιση έκλεινε με προσευχή και ύμνο.
Οι Κολεγιακοί της πόλης Χάρλινχεν, στην επαρχία Φρίσλαντ, είχαν βρει έναν πρωτότυπο τρόπο για να παραμένουν οι συναθροίσεις τους μέσα στα χρονικά πλαίσια. Αν κάποιος ομιλητής μιλούσε περισσότερο από τον καθορισμένο χρόνο, έπρεπε να πληρώσει ένα μικρό πρόστιμο.
Πανεθνικές Συνελεύσεις
Οι Κολεγιακοί ένιωθαν επίσης την ανάγκη να διεξάγουν μεγαλύτερες συνάξεις. Έτσι, αρχίζοντας από το 1640, οι Κολεγιακοί έρχονταν από όλη τη χώρα στο Ρέινσμπερχ δύο φορές το χρόνο (άνοιξη και καλοκαίρι). Αυτές οι συνάξεις, γράφει ο ιστορικός Φιξ, τους παρείχαν τη δυνατότητα να «γνωρίσουν τις απόψεις, τα αισθήματα, τις πεποιθήσεις και τις δραστηριότητες των απανταχού αδελφών τους».
Μερικοί από τους επισκέπτες Κολεγιακούς νοίκιαζαν δωμάτια από τους χωρικούς ενώ άλλοι έμεναν στο Χρούετα Χέις, που σημαίνει Μεγάλο Σπίτι, ένα κτίριο 30 δωματίων το οποίο ανήκε στους Κολεγιακούς. Εκεί σερβίρονταν κοινά γεύματα για 60 ή 70 άτομα. Μετά το δείπνο, οι επισκέπτες μπορούσαν να κάνουν περίπατο στο μεγάλο κήπο του κτιρίου για να απολαύσουν “τα έργα του Θεού, μια ήρεμη συζήτηση ή μια στιγμή περισυλλογής”.
Μολονότι δεν πίστευαν όλοι οι Κολεγιακοί ότι το βάφτισμα ήταν αναγκαίο, πολλοί το πίστευαν. Έτσι λοιπόν, το βάφτισμα έγινε βασικό χαρακτηριστικό των μεγάλων συνάξεων. Ο ιστορικός Φαν Σλίε λέει ότι η τελετή συνήθως λάβαινε χώρα το πρωί του Σαββάτου. Έπειτα από τον ύμνο και την προσευχή, ακολουθούσε μια ομιλία σχετικά με την ανάγκη για βάφτισμα. Κατόπιν ο ομιλητής προσκαλούσε τους ενηλίκους που επιθυμούσαν να βαφτιστούν να κάνουν μια ομολογία πίστης, όπως ήταν η ακόλουθη: «Πιστεύω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Γιος του ζωντανού Θεού». Η ομιλία ολοκληρωνόταν με προσευχή, και κατόπιν όλοι οι παρόντες κατευθύνονταν προς τον τόπο του βαφτίσματος και παρατηρούσαν καθώς άντρες και γυναίκες γονάτιζαν μέσα στο νερό, ώστε αυτό να φτάνει στους ώμους τους. Στη συνέχεια, ο βαφτιστής έσπρωχνε σιγά-σιγά προς τα εμπρός το κεφάλι του καινούριου πιστού ώσπου να βυθιστεί στο νερό. Έπειτα από την τελετή, επέστρεφαν όλοι στις θέσεις τους για να ακούσουν μια άλλη ομιλία.
Το απόγευμα του Σαββάτου, στις 5:00 μ.μ., η κυρίως συνάθροιση άρχιζε με ανάγνωση μιας σύντομης Γραφικής περικοπής, με ύμνο και με προσευχή. Για να διασφαλιστεί ότι θα υπήρχε πάντα κάποιος ομιλητής διαθέσιμος, τα κολέγια του Ρότερνταμ, του Λέιντεν, του Άμστερνταμ και της Βόρειας Ολλανδίας έστελναν εναλλάξ ομιλητές σε κάθε συνέλευση. Το πρωί της Κυριακής τηρούνταν ο εορτασμός του Δείπνου του Κυρίου. Έπειτα από μια ομιλία, προσευχή και ύμνο, πρώτα οι άντρες και κατόπιν οι γυναίκες έπαιρναν από το ψωμί και το κρασί. Το απόγευμα της Κυριακής εκφωνούνταν και άλλες ομιλίες, και το πρωί της Δευτέρας συγκεντρώνονταν όλοι οι παρόντες για να ακούσουν την τελική ομιλία. Οι περισσότερες ομιλίες που εκφωνούνταν σε εκείνες τις συνελεύσεις, παρατηρεί ο Φαν Σλίε, είχαν πρακτικό χαρακτήρα, δίνοντας έμφαση κυρίως στην εφαρμογή και όχι στην ερμηνεία.
Το χωριό Ρέινσμπερχ φιλοξενούσε με χαρά αυτές τις συνάξεις. Ένας παρατηρητής του 18ου αιώνα έγραψε ότι η εισροή των ξένων, οι οποίοι κατανάλωναν πολλά αγαθά, αποτελούσε για το χωριό μια καλή πηγή εισοδήματος. Επιπρόσθετα, έπειτα από κάθε συνέλευση, οι Κολεγιακοί δώριζαν ένα ποσό στους φτωχούς του Ρέινσμπερχ. Αναμφίβολα, το χωριό ένιωσε την απώλεια όταν, το 1787, διακόπηκαν εκείνες οι συναθροίσεις. Έπειτα από αυτό, το κίνημα των Κολεγιακών παρήκμασε. Γιατί;
Γιατί Παρήκμασαν
Προς τα τέλη του 17ου αιώνα, είχε δημιουργηθεί μια διένεξη σχετικά με το ρόλο της λογικής στη θρησκεία. Μερικοί Κολεγιακοί πίστευαν ότι η ανθρώπινη λογική θα έπρεπε να έχει το προβάδισμα σε σχέση με τη θεϊκή αποκάλυψη, ενώ άλλοι διαφωνούσαν. Τελικά, η διένεξη έφερε διαίρεση σε ολόκληρο το κίνημα των Κολεγιακών. Οι Κολεγιακοί ενώθηκαν ξανά μόνο μετά το θάνατο των κύριων υποστηρικτών των δύο πλευρών της διένεξης. Εντούτοις, έπειτα από αυτό το σχίσμα, το κίνημα «δεν ήταν ποτέ ξανά το ίδιο», παρατηρεί ο ιστορικός Φιξ.
Η αυξανόμενη διαλλακτικότητα που επικράτησε στις Προτεσταντικές εκκλησίες το 18ο αιώνα συνέβαλε επίσης στην παρακμή των Κολεγιακών. Καθώς οι αρχές των Κολεγιακών περί λογικής και διαλλακτικότητας γίνονταν ολοένα και πιο αποδεκτές από την κοινωνία γενικά, «το άλλοτε μοναχικό φως των Κολεγιακών χάθηκε μέσα στο λαμπρό χάραμα του Διαφωτισμού». Ως το τέλος του 18ου αιώνα, οι περισσότεροι Κολεγιακοί είχαν αφομοιωθεί από τους Μενονίτες και από άλλες θρησκευτικές ομάδες.
Εφόσον οι Κολεγιακοί δεν επιδίωκαν την ενότητα σκέψης εντός του κινήματός τους, υπήρχαν σχεδόν τόσες διαφορετικές απόψεις όσοι ήταν και οι Κολεγιακοί. Αυτό το αναγνώριζαν και, ως εκ τούτου, δεν ισχυρίζονταν πως ήταν «ενωμένοι . . . με τον ίδιο τρόπο σκέψης», όπως προτρέπει ο απόστολος Παύλος να είναι οι Χριστιανοί. (1 Κορινθίους 1:10) Ταυτόχρονα, όμως, οι Κολεγιακοί απέβλεπαν στον καιρό κατά τον οποίο οι θεμελιώδεις Χριστιανικές πεποιθήσεις, όπως είναι η ενότητα σκέψης, θα γίνονταν πραγματικότητα.
Δεδομένου ότι η αληθινή γνώση δεν είχε γίνει ακόμη άφθονη στις ημέρες των Κολεγιακών, εκείνοι έθεσαν ένα παράδειγμα το οποίο θα μπορούσαν να προσέξουν πολλές θρησκείες σήμερα. (Παράβαλε Δανιήλ 12:4.) Η έμφαση που έδιναν στην ανάγκη για μελέτη της Αγίας Γραφής βρισκόταν σε αρμονία με τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου: «Να βεβαιώνεστε για όλα τα πράγματα». (1 Θεσσαλονικείς 5:21) Η προσωπική μελέτη της Αγίας Γραφής δίδαξε τον Ιάκωβο Αρμίνιο και άλλους ότι μερικές θρησκευτικές δοξασίες και συνήθειες που ήταν καθιερωμένες από παλιά δεν είχαν καμία Γραφική υποστήριξη. Όταν το κατάλαβαν αυτό, είχαν το σθένος να διαχωρίσουν τη θέση τους από την παραδοσιακή θρησκεία. Εσείς θα είχατε κάνει το ίδιο;
[Υποσημειώσεις]
a Το 1610 οι διαφωνούντες είχαν στείλει στις ολλανδικές αρχές μια επίσημη παραίνεση (ένα έγγραφο που εξέθετε τους λόγους για τους οποίους αντιτίθονταν). Έπειτα από εκείνη την πράξη, αποκαλούνταν Παραινετικοί.
b Λόγω αυτής της τοποθεσίας, οι Κολεγιακοί ονομάζονταν και Ρέινσμπερχερς.
c Βλέπε Ξύπνα! 22 Νοεμβρίου 1988, σελίδα 19, «Σοκινιανοί—Γιατί Απέρριπταν την Τριάδα;»
d Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μεταφρασμένη εκ του Κειμένου από τον Ρέινιερ Ρουλίου, M.D. (Het Nieuwe Testament van onze Heer Jezus Christus, uit het Grieksch vertaald door Reijnier Rooleeuw, M.D.).
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Ρέμπραντ φαν Ρέιν
[Εικόνες στη σελίδα 26]
Το χωριό Βάρμοντ, όπου εμφανίστηκαν πρώτη φορά οι Κολεγιακοί, και ο ποταμός Ντε Φλιτ, όπου γινόταν το βάφτισμα
[Ευχαριστίες για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 23]
Φόντο: Ευγενής παραχώρηση από American Bible Society Library, New York