‘Αν η Σάλπιγγα Δε Σαλπίσει Καθαρά το Σάλπισμα . . . ’
«Η ΣΑΛΠΙΓΓΑ αν δεν σαλπίσει καθαρά το σάλπισμα για έφοδο, πώς θα ριχτεί στη μάχη ο στρατός;» (1 Κορινθίους 14:8, Καινή Διαθήκη, Ο Λόγος Ζωντανός) Μήπως η αδιαφορία που δείχνουν οι Γερμανοί λουθηρανοί—στρατιώτες της εκκλησίας—οφείλεται στο γεγονός ότι η εκκλησία σαλπίζει ένα συγκεχυμένο σάλπισμα; Εξετάστε τις αποδείξεις.
Κρίση Ταυτότητας
Σύμφωνα με το λουθηρανό διάκονο Βόλφραμ Λάκνερ, στη διάρκεια των περασμένων 200 χρόνων ο προτεσταντισμός έχει προοδευτικά εγκαταλείψει τα αρχικά του πιστεύω. Έτσι, ο προτεσταντισμός της Γερμανίας τώρα «περνάει μια αποφασιστική κρίση ταυτότητας».
Αυτή η κρίση ταυτότητας έγινε ιδιαίτερα φανερή στη δεκαετία του 1930, όπως εξηγεί ο Ουίλλιαμ Λ. Σαίρερ στο βιβλίο του The Rise and Fall of the Third Reich (Η Άνοδος και η Πτώση του Τρίτου Ράιχ): «Η πίστη των Γερμανών προτεσταντών . . . ήταν διαιρεμένη. . . . Με την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού επήλθε περισσότερη διαίρεση . . . Απ’ αυτούς, οι πιο φανατικοί Ναζιστές το 1932 οργάνωσαν το ‘Κίνημα Πίστης των Γερμανών Χριστιανών’ . . . [και] υποστήριξαν με πάθος τα Ναζιστικά δόγματα σχετικά με τη φυλή και την αρχή της ηγεσίας . . . Αντίθετη προς τους ‘Γερμανούς Χριστιανούς’ ήταν μια άλλη μειονότητα που ονομάστηκε ‘Εκκλησία της Ομολογίας’. . . . Το κενό ανάμεσα στις δυο αυτές ομάδες το συμπλήρωνε η πλειονότητα των προτεσταντών, . . . που έμεναν αναποφάσιστοι και τελικά, ως επί το πλείστον, κατάληξαν στην αγκαλιά του Χίτλερ».
Στην πραγματικότητα, μερικές από τις διδασκαλίες του Λούθηρου εξυπηρετούσαν απόλυτα τις απόψεις του Χίτλερ. Η διδασκαλία του Λούθηρου για τα «δυο βασίλεια», που λέει ότι ο Θεός κυβερνάει τον κόσμο μέσω και της κοσμικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, ενθαρρύνει την αυστηρή υποταγή στους κυβερνητικούς επισήμους. Έτσι, η λουθηρανική έκδοση Unsere Kirche παραδέχεται ότι «το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού προτεσταντισμού . . . χειροκρότησε με μεγάλο ενθουσιασμό το τέλος της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και χαιρέτησε τον καινούριο δικτάτορα». Έχοντας υπόψη τα ισχυρά αντισημιτικά αισθήματα του Λούθηρου, η εκκλησία δεν το βρήκε δύσκολο να αποκλείσει από τα εκκλησιαστικά αξιώματα άτομα που δεν είχαν Άρια καταγωγή.
Τι θα πούμε όμως για την «Εκκλησία της Ομολογίας»; Το 1934 υιοθέτησε τη Διακήρυξη του Μπάρμεν, η οποία έκφραζε αντίθεση προς την Εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Αλλά όπως αποκάλυψε μια πρόσφατη έκθεση στο Βερολίνο σχετικά με τον προτεσταντισμό στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, μόνο το ένα τρίτο των προτεσταντών κληρικών υποστήριξαν την «Εκκλησία της Ομολογίας». Και ούτε όλοι εκείνοι που ανήκαν σε αυτό το ένα τρίτο αντιστάθηκαν ενεργά στον Χίτλερ. Ο Χίτλερ προφανώς παρερμήνευσε την αντίδραση εκείνων που πραγματικά αντιστάθηκαν, θεωρώντας την ως αντίδραση ολόκληρης της εκκλησίας. Το βιβλίο Der deutsche Widerstand 1933-1945 (Η Γερμανική Αντίσταση 1933-1945) διατείνεται ότι με αυτόν τον τρόπο αποδόθηκε στη Λουθηρανή Εκκλησία μια στάση πολιτικής αντίδρασης την οποία δεν επέλεξε αυτή η ίδια.
Μετά την πτώση του Χίτλερ, η εκκλησία είχε καταντήσει ερείπιο. Ποια από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις αντιπροσώπευε την πραγματική της ταυτότητα; Γιατί το σάλπισμα της σάλπιγγάς της ήταν τόσο ασαφές;
Για να ξεκαθαριστούν αυτά τα ερωτήματα, 11 κορυφαίοι προτεστάντες κληρικοί, περιλαμβανομένου και του Γκούσταβ Χάινεμαν, που έγινε αργότερα πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, συναντήθηκαν τον Οκτώβριο του 1945 για να διατυπώσουν την ονομαζόμενη παραδοχή ενοχής της Στουτγάρδης. Παρά την αντίθεσή τους προς το Ναζιστικό καθεστώς, είπαν: «Κατηγορούμε τους εαυτούς μας για το γεγονός ότι δεν ήμασταν αρκετά θαρραλέοι στο να ομολογούμε τις πεποιθήσεις μας, δεν ήμασταν αρκετά πιστοί στο να λέμε τις προσευχές μας, δεν ήμασταν αρκετά χαρούμενοι στο να εκφράζουμε την πίστη μας και δεν ήμασταν αρκετά θερμοί στο να δείχνουμε την αγάπη μας». Αυτοί οι κληρικοί έλπιζαν ότι εκείνη η διακήρυξη θα αποτελούσε ένα ξεκάθαρο σάλπισμα για δράση που θα έδινε το έναυσμα για ένα καινούριο ξεκίνημα.
Θρησκευτική ή Πολιτική Σάλπιγγα—Ποια Από τις Δυο;
Πολλοί λουθηρανοί σήμερα, προφανώς επειδή έχουν απογοητευτεί από το γεγονός ότι η εκκλησία έκανε τόσα λίγα για να αντιδράσει στον Χίτλερ, δεν αργούν καθόλου να επιτεθούν στην κυβερνητική πολιτική. Για παράδειγμα, ο λουθηρανικός κλήρος, ήταν ανάμεσα στους πρώτους οργανωτές των αντιπυρηνικών κινημάτων της Ευρώπης. Το 1984, μια ομάδα λουθηρανών ιερέων από τη Βόρεια Γερμανία άρχισε να υποκινεί τους άνδρες που ήταν σε ηλικία στράτευσης να αρνηθούν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Όμως, η εκκλησία καταδίκασε αυτή την πράξη με τη δικαιολογία ότι έδειχνε «ασυνήθιστη πολιτική μισαλλοδοξία για τα αισθήματα των χριστιανών που είχαν διαφορετική άποψη». Η εκκλησία, στη γενική της σύνοδο του 1986, υπεράσπισε το δικαίωμά της να συζητάει πολιτικά ζητήματα και μετά προχώρησε και ενέργησε σύμφωνα με αυτό. Διατύπωσε την απογοήτευσή της για τα αποτελέσματα της συνάντησης κορυφής των δυο υπερδυνάμεων στην Ισλανδία και αντίδρασε έντονα στην κυβερνητική πολιτική για τους πρόσφυγες, την ανεργία και τους σταθμούς πυρηνικής ενέργειας.
Φυσικά, δεν συμφωνούν όλοι με αυτή την πολιτική δραστηριοποίηση. Αν ο Λούθηρος ζούσε σήμερα, οπωσδήποτε θα την καταδίκαζε, σύμφωνα με τον Καθηγητή Χάικο Όμπερμαν, που είναι αυθεντία πληροφοριών σχετικά με τον ηγέτη της Μεταρρύθμισης. Και ο Ρολφ Σέφμπουχ, λουθηρανός διάκονος, παραπονιέται ότι σήμερα η γνησιότητα της χριστιανικής πίστης βαθμολογείται απερίσκεπτα με βάση τη στάση κάποιου απέναντι στο απαρτχάιντ ή στην εγκατάσταση των πυραύλων.
Είναι φανερό ότι οι πολιτικές διαφορές διχάζουν την εκκλησία. Είναι επίσης φανερό ότι η «μακρόχρονη ιστορία αγάπης» ανάμεσα στην Εκκλησία και στο Κράτος δείχνει «σημάδια κόπωσης» και «σκουριάζει», όπως το διατύπωσε πρόσφατα ο Επίσκοπος Χανς-Γκέρνοτ Γιουνγκ. Αυτό εξηγεί τα επιτιμητικά λόγια που είπε το 1986 ένας κορυφαίος Γερμανός πολιτικός: «Όταν τα δάση που πεθαίνουν συζητιούνται περισσότερο απ’ όσο συζητιέται ο Ιησούς Χριστός, τότε η εκκλησία έχει χάσει το νόημα της αποστολής της».
Η θρησκεία του προτεσταντισμού (των διαμαρτυρομένων), όπως δείχνει και το όνομά της, ξεπήδησε από την επιθυμία για διαμαρτυρία ενάντια σε ό,τι υπήρχε προηγουμένως. Η προτεσταντική θεολογία είναι το καλύτερο παράδειγμα που το πιστοποιεί αυτό. Έτσι, από την ίδρυσή του ο προτεσταντισμός τείνει να είναι φιλελεύθερος, επιδεκτικός σε νέες απόψεις, απροκατάληπτος στις προσεγγίσεις του, πρόθυμος να προσαρμοστεί στα πρότυπα του παρόντος. Επειδή δεν υπάρχει κάποια ανώτατη εξουσία που να καθορίζει τις διδασκαλίες—όπως είναι το Βατικανό για τους καθολικούς—ο κάθε προτεστάντης θεολόγος έχει το ελεύθερο να σαλπίζει τη δική του σάλπιγγα θεολογικής ερμηνείας.
Παράφωνοι Θεολόγοι Σαλπιγκτές
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ακούγονται παράξενοι ήχοι. Το 1979 το περιοδικό Time ανάφερε ένα παράδειγμα: «Είναι απαραίτητο να πιστεύεις στον Θεό για να είσαι προτεστάντης διάκονος; Η απάντηση, όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις σήμερα, είναι και ναι και όχι. Συγκεκριμένα η Γερμανία είναι, για δεκαετίες τώρα, μια γνήσια πηγή προτεσταντικών αμφιβολιών. Αλλά την περασμένη βδομάδα, αποφασίζοντας ότι κάπου θα έπρεπε να βάλει ένα τέρμα, η Ενωμένη Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία της Γερμανίας . . . καθαίρεσε τον Αιδεσ. Πάουλ Σουλτς ως αιρετικό. . . . Από το 1971 αυτός κήρυττε ότι η ύπαρξη ενός προσωπικού Θεού είναι ‘μια επινόηση που βολεύει τα ανθρώπινα πλάσματα’. . . . Η προσευχή; Απλώς ‘αυτογνωσία’. . . . ο Ιησούς; Ένας συνηθισμένος άντρας που είχε να πει καλά πράγματα και που αργότερα δοξάστηκε από τους πρώτους χριστιανούς σαν Γιος του Θεού». Ενδεικτικό τού ότι «οι απόψεις του Σουλτς δεν είναι ούτε καινούριες ούτε σπάνιες», ήταν το γεγονός ότι στη διάρκεια των ανακρίσεων «προσπάθησε να δημιουργήσει εντυπώσεις σε μια ομάδα φοιτητών της θεολογίας που σε ορισμένες περιπτώσεις τον υποστήριζαν με ενθουσιασμό». Και παρά την απόφασή της, «η επιτροπή επέμενε ότι η ίδια συνεχίζει να ευνοεί ‘ένα πλατύ φάσμα’ προσωπικών ερμηνειών».
Επισημαίνοντας αυτό το πλατύ φάσμα προσωπικών ερμηνειών, ένα άρθρο του συντάκτη μιας εφημερίδας αναφέρει ότι η προτεσταντική θεολογία στερείται «εννοιολογικής σαφήνειας και θεωρητικής ακρίβειας» και την ονομάζει «στοιχειώδη σαλατο-θεολογία που δεν είναι λιγότερο στείρα από τον άκαμπτο δογματισμό». Ένα προτεσταντικό δελτίο τύπου από την Ελβετία προσθέτει: «Το ‘ή ναι, ή όχι’ των χριστιανικών αντιλήψεων» έχει «αντικατασταθεί από το ‘και ναι, και όχι’». Δεν απορούμε λοιπόν που θεολόγοι διαφωνούν!a
Είναι Ετοιμόρροπος ο Οίκος του Λούθηρου;
Η κρίση στην εκκλησία, είναι ουσιαστικά κρίση πίστης. Αλλά πώς μπορεί να αναπτυχτεί πίστη σε άτομα που τρέφονται με «στοιχειώδη σαλατο-θεολογία» και που καθοδηγούνται από ανούσιες διδασκαλίες του τύπου «και ναι, και όχι»; Μπορεί να αναμένει ο προτεσταντισμός ότι θα μπορέσει να ξεσηκώσει τα στρατεύματά του για χριστιανική δράση, ενώ σαλπίζει ένα ασαφές σάλπισμα;
Πίσω στο 1932, ο καθηγητής της θεολογίας Ντήτριχ Μπονχέφερ παραπονέθηκε: «[Η Λουθηρανική Εκκλησία] προσπαθεί να βρίσκεται παντού κι έτσι καταλήγει στο πουθενά». Μήπως είναι πολύ αργά για να βρει την ταυτότητά της η εκκλησία; Οι περισσότεροι επίσημοι της εκκλησίας συμφωνούν ότι οι συνηθισμένες μέθοδοι αναζωπύρωσης δεν θα φέρουν αποτελέσματα. Χρειάζεται κάτι το καινούριο και το διαφορετικό. Σαν τι, δηλαδή; Ο Επίσκοπος Χανς-Ότο Γουέμπλερ που έχει αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία, λέει: «Το μέλλον της εκκλησίας δεν είναι ζήτημα μεθόδων, αλλά περιεχομένου. . . . Αυτό που έχει σημασία είναι το μήνυμα που μεταφέρει. . . . Με άλλα λόγια, η επιβίωσή μας εξαρτάται από τη συμμόρφωσή μας με την Αγία Γραφή».
Σωστό.
[Υποσημειώσεις]
a Ο Καρλ Μπαρτ, ένας από τους πιο εξέχοντες θεολόγους αυτής της χώρας, αναφέρεται ότι χαρακτήρισε μερικές από τις θεωρίες του συναδέλφου του Πωλ Τίλις ως «απεχθείς». Επίσης διαφώνησε έντονα με το θεολόγο Ρούντολφ Μπούλτμαν, ο οποίος αμφισβήτησε την κυριολεξία μερικών Βιβλικών αφηγήσεων.
[Πλαίσιο στη σελίδα 7]
Τίνων το Σάλπισμα Ήταν Σαφές Σχετικά με τη Χριστιανική Ουδετερότητα;
«Συνεχίζουμε να γνωρίζουμε πολύ λίγα για την τύχη των αντιρρησιών συνείδησης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου· μέχρι τώρα μόνο τα ακόλουθα είναι γνωστά: Μεταξύ των λουθηρανών, ο Χέρμαν Στερ και ο Μάρτιν Γκόγκερ αρνήθηκαν χωρίς συμβιβασμούς τη στρατιωτική υπηρεσία . . . μπορούμε να αναφέρουμε 7 ονόματα καθολικών . . . οι Γερμανοί μεννονίτες, παραδοσιακά ειρηνιστές, δεν επέλεξαν να ‘εφαρμόσουν την αρχή της μη άμυνας’ στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, με βάση μια απόφαση που πάρθηκε από μια συνάντηση των πρεσβυτέρων και των διακόνων τους στις 10 Ιανουαρίου 1938. Είναι γνωστοί δυο κουάκεροι στη Γερμανία που αρνήθηκαν τη στρατιωτική υπηρεσία. . . . Μπορούμε να κατονομάσουμε εφτά μέλη των Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας οι οποίοι αρνήθηκαν να ορκιστούν τον όρκο της υποταγής . . . και που εκτελέστηκαν. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (Σπουδαστές των Γραφών) θρήνησαν το μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων. Το 1939 υπήρχαν περίπου 20.000 άτομα στο ‘Ευρύτερο Γερμανικό Ράιχ’ που ανήκαν σε αυτή . . . τη θρησκευτική οργάνωση. Υπολογίζεται ότι στη Γερμανία και μόνο, περίπου 6.000 με 7.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνήθηκαν να προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Γι’ αυτό η Γκεστάπο και τα Ες-Ες έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτή την ομάδα».—«Sterben für den Frieden» (Πεθαίνοντας για την Ειρήνη), από τον Έμπερχαρντ Ρεμ, έκδοση 1985.