-
ΜοζαμβίκηΒιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1996
-
-
Ένοπλη Εισβολή Φέρνει Πανικό και Θάνατο
Στις αρχές του 1983, ένοπλα μέλη του κινήματος της αντίστασης άρχισαν να εισβάλλουν στην περιοχή του Καρίκο, αναγκάζοντας τον ανώτατο αξιωματούχο του διοικητικού κέντρου να αναζητήσει καταφύγιο στην έδρα της επαρχίας, το Μιλάνζ, 30 χιλιόμετρα μακριά. Για σχετικά σύντομο διάστημα, οι αδελφοί φαινόταν ότι μπορούσαν να αναπνέουν πιο ελεύθερα, αν και εξακολουθούσαν να βρίσκονται κάτω από κάποιο είδος επιτήρησης από τις αρχές.
Ωστόσο, συνέβη κάτι το τραγικό στις 7 Οκτωβρίου 1984, ενόσω οριστικοποιούνταν οι προετοιμασίες για τη συνέλευση περιφερείας. Μια ένοπλη ομάδα πλησίασε από τα ανατολικά. Καθώς πέρασαν μέσα από το Χωριό Αρ. 9, άφησαν πίσω τους ένα κύμα πανικού, αίματος και θανάτου. Αφού σκότωσαν τον αδελφό Μουτόλα στο Χωριό Αρ. 7 για Άτομα από τη Μαλάουι, κατόπιν σκότωσαν τον Αουγκούστου Νοβέλα στο Χωριό Αρ. 4 για Άτομα από τη Μοζαμβίκη. Στο Χωριό Αρ. 5 για Άτομα από τη Μοζαμβίκη, ο αδελφός Μουτέμπα ανησύχησε από τον ήχο των πυροβολισμών. Όταν είδε το πτώμα ενός αδελφού στο έδαφος, φώναξε στον Ιεχωβά για βοήθεια. Οι ένοπλοι άντρες έκαιγαν και λαφυραγωγούσαν σπίτια. Άντρες, γυναίκες και παιδιά έτρεχαν πανικόβλητοι προς κάθε κατεύθυνση, ψάχνοντας απεγνωσμένα για καταφύγιο. Αυτή η βίαιη επίθεση αποτελούσε απλώς προοίμιο όσων θα ακολουθούσαν. Αφού η ένοπλη ομάδα διέσχισε τα στρατόπεδα, επέλεξε μια τοποθεσία βόρεια από το Χωριό Αρ. 1 για να στήσει το αρχηγείο της.
Τις επόμενες ημέρες έκαναν καθημερινές εκστρατείες στα στρατόπεδα—ληστεύοντας, καίγοντας σπίτια και σκοτώνοντας. Σε μια από αυτές σκότωσαν έξι Μάρτυρες από τη Μαλάουι, περιλαμβανομένης και της γυναίκας του Φιντέλι Ενταλάμα, ενός επισκόπου περιοχής.
Άλλοι φυλακίστηκαν στο αρχηγείο της ομάδας. Οι νεαροί άντρες κυρίως έγιναν στόχος προσπαθειών να καταταγούν δια της βίας στο στρατιωτικό κίνημα. Πολλοί από τους νεαρούς διέφυγαν από τα χωριά και κρύφτηκαν στα μασάμπα (τα χωράφια που καλλιεργούσαν), και μέλη της οικογένειάς τους τούς πήγαιναν εκεί φαγητό. Νεαρές γυναίκες στρατολογούνταν ως μαγείρισσες, αλλά κατόπιν οι εισβολείς προσπαθούσαν δια της βίας να τις κάνουν «ερωμένες». Η Χίλντα Μπάνζι αρνήθηκε να υποκύψει σε τέτοιου είδους πιέσεις, και ως αποτέλεσμα ξυλοκοπήθηκε τόσο άγρια ώστε την εγκατέλειψαν νομίζοντας πως είναι νεκρή. Ευτυχώς, ανέρρωσε.
Η ένοπλη ομάδα απαιτούσε από τον πληθυσμό να τους συντηρεί και να μεταφέρει τον εξοπλισμό τους. Οι αδελφοί θεωρούσαν ότι αυτή η απαίτηση ήταν ασυμβίβαστη με τη θέση Χριστιανικής ουδετερότητας που διακρατούσαν, και επομένως αρνήθηκαν. Η ένοπλη ομάδα αντιμετώπισε με οργή την άρνησή τους. Η ουδετερότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είχαν θέση σε έναν απομονωμένο κόσμο στον οποίο ο μόνος αναγνωρισμένος νόμος ήταν οι ξυλοδαρμοί και τα όπλα. Περίπου 30 αδελφοί πέθαναν στη διάρκεια αυτής της ταραχώδους περιόδου. Ένας από αυτούς ήταν ο Αλμπέρτο Σιζάνου, ο οποίος αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε υποστήριξη και προσπάθησε να εξηγήσει: «Δεν συμμετέχω στην πολιτική, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο με έφεραν εδώ από το Μαπούτου. Αρνήθηκα στο παρελθόν, και δεν πρόκειται να αλλάξουν τα πράγματα τώρα». (Παράβαλε Ιωάννης 18:36). Αυτή η αντίδραση ήταν απαράδεκτη για τους καταπιεστές, οι οποίοι τον έσυραν με μανία μακριά. Γνωρίζοντας τι επρόκειτο να συμβεί, ο αδελφός Σιζάνου αποχαιρέτησε τους αδελφούς με την ακλόνητη πίστη έκδηλη στο πρόσωπό του. «Μέχρι το νέο κόσμο» ήταν τα τελευταία του λόγια προτού τον δείρουν άγρια και τον τραυματίσουν θανάσιμα. Οι αδελφοί της ιατρικής ομάδας προσπάθησαν να τον σώσουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Θα ήταν πράγματι «μέχρι το νέο κόσμο», επειδή ούτε ακόμη και η απειλή του θανάτου δεν μπόρεσε να τον κάνει να διαρρήξει την πίστη του.—Πράξ. 24:15.
-
-
ΜοζαμβίκηΒιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1996
-
-
Το Φονικό στο Χωριό Αρ. 7
Μολονότι ο ήλιος έλαμπε, η Κυριακή 14 Οκτωβρίου 1984 αποδείχτηκε σκοτεινή ημέρα στο Καρίκο. Νωρίς το πρωί, οι αδελφοί είχαν διεξαγάγει την εκκλησιαστική τους συνάθροιση, ύστερα από την οποία μερικοί επισκέφτηκαν τα χωριά για να πάρουν τις προμήθειες που είχαν απομείνει προτού επιστρέψουν γρήγορα στα καινούρια σπίτια τους στα χωράφια. Χωρίς προειδοποίηση, μια ένοπλη ομάδα έφυγε από τη βάση της και προχώρησε προς την κατεύθυνση του Χωριού Αρ. 7 για Άτομα από τη Μοζαμβίκη. Έπιασαν έναν αδελφό στα περίχωρα του Χωριού Αρ. 5 και του είπαν με αυστηρότητα: «Δείξε μας το δρόμο για το Χωριό Αρ. 7· τώρα θα δεις τι σημαίνει πόλεμος». Όταν έφτασαν στο χωριό, συγκέντρωσαν όλους όσους συνέβη να βρίσκονται εκεί. Τους έβαλαν να καθήσουν σε κύκλο, με τη σειρά με την οποία ήταν αριθμημένα τα χωριά τους. Τότε άρχισε η ανάκριση.
«Ποιος χτύπησε και λήστεψε τον μουτζίμπα μας [έναν άοπλο σκοπό, δηλαδή πληροφοριοδότη];» ρώτησαν άγρια. Οι αδελφοί, έχοντας άγνοια για ποιο πράγμα μιλούσαν, απάντησαν πως δεν γνώριζαν. «Καλά, αν δεν μιλήσει κανείς, θα δείτε τι θα κάνουμε σε αυτόν τον άντρα που κάθεται εδώ μπροστά». Και πυροβόλησαν έναν αδελφό στο μέτωπο εξ επαφής. Όλοι συγκλονίστηκαν. Επανέλαβαν αρκετές φορές την ερώτηση, και κάθε φορά ένα καινούριο θύμα περίμενε τον πυροβολισμό. Γυναίκες, που κρατούσαν σφιχτά τα μωρά τους, αναγκάστηκαν να δουν με τα μάτια τους τη βάρβαρη εκτέλεση των αντρών τους, όπως συνέβη με την αδελφή Σαλομίνα, η οποία είδε να πεθαίνει ο άντρας της, ο Μπερναρντίνο. Δολοφονήθηκαν και γυναίκες επίσης. Η Λία Βίλα, γυναίκα του Λουίς Βίλα, ο οποίος είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή στο στρατόπεδο κοντά στο Λιτσίνγκα, ήταν ανάμεσά τους, και έτσι τα μικρά παιδιά της έμειναν ορφανά. Από τις εκτελέσεις δεν γλίτωσαν ούτε οι νεαροί, όπως ήταν ο Φερνάντο Τιμπάνε, ο οποίος, ακόμη και όταν είχε πυροβοληθεί, προσευχήθηκε στον Ιεχωβά και προσπάθησε να ενθαρρύνει τους άλλους.
Όταν δέκα θύματα είχαν εκτελεστεί με αυτόν τον κτηνώδη τρόπο, δημιουργήθηκε διαφωνία ανάμεσα στους εκτελεστές, θέτοντας τέλος στον εφιάλτη. Ύστερα από διαταγή τους, ο αδελφός Ενγκουένια, ο οποίος θα ήταν το 11ο θύμα, σηκώθηκε από την «καρέκλα του θανάτου». Ο ίδιος αφηγείται: «Είχα προσευχηθεί στον Ιεχωβά να φροντίσει την οικογένειά μου που άφηνα πίσω, επειδή οι ημέρες μου είχαν τελειώσει. Τότε σηκώθηκα και ένιωσα ασυνήθιστο θάρρος. Αργότερα μόνο ένιωσα το συναισθηματικό σοκ».
Τους επιζώντες τους υποχρέωσαν κατόπιν να κάψουν τα σπίτια που είχαν απομείνει στα χωριά. Προτού φύγουν, οι ένοπλοι άντρες προειδοποίησαν: «Ήρθαμε έχοντας τη διαταγή να σκοτώσουμε 50 από εσάς, αλλά αυτοί φτάνουν. Δεν θα πρέπει να τους θάψετε. Θα σας παρακολουθούμε, και αν εξαφανιστεί κάποιο πτώμα, δέκα θα πεθάνουν για κάθε πτώμα που θα λείπει». Τι παράξενη και αποτρόπαιη διαταγή!
Καθώς ο ήχος των πυροβολισμών αντηχούσε στην περιοχή, και καθώς τα νέα διαδόθηκαν από εκείνους που είχαν καταφέρει να διαφύγουν, ένα νέο κύμα πανικού σάρωσε τα χωριά. Απελπισμένοι οι αδελφοί κατέφυγαν στα δάση και στα βουνά. Αργότερα ανακαλύφτηκε ότι οι ενοχοποιητικές ερωτήσεις που είχαν υποκινήσει το φονικό είχαν ξεκινήσει από ένα αποκομμένο άτομο το οποίο ήθελε να προσχωρήσει στο κίνημα της αντίστασης. Επίσης, είχε γίνει κλέφτης. Είχε διατυπώσει τις ψεύτικες κατηγορίες εναντίον των αδελφών του δικού του χωριού σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια και την εμπιστοσύνη της ένοπλης ομάδας. Αργότερα, όταν τα μέλη της ομάδας ανακάλυψαν ότι τους είχε κοροϊδέψει, συνέλαβαν αυτό το άτομο που διέδωσε τα ψέματα και τον σκότωσαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο.
-